της Judith Butler*
Από τότε που το κίνημα Occupy αναδύθηκε στο πολιτικό τοπίο, επικριτές και σκεπτικιστές ρωτούσαν, “λοιπόν, ποια είναι τα αιτήματα;”. Και πιο πρόσφατα, οι σκεπτικιστές έχουν αναρωτηθεί μήπως το κίνημα έχει χάσει δυναμική, δεδομένου ότι πολλοί από τους δημόσιους χώρους που είχαν καταληφθεί έχουν εκκαθαριστεί από την αστυνομική δύναμη υπό τις εντολές του κράτους. Ας εξετάσουμε πρώτα το θέμα των αιτημάτων, και στη συνέχεια, θα στραφούμε στο ερώτημα προς τα πού κινείται τώρα το κίνημα Occupy.
Αν σκεφτούμε αυτό το πρώτο ερώτημα, μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο σταθερά εδραιωμένη είναι η αντίληψη ότι τα πολιτικά κινήματα, για να χαρακτηριστούν «πολιτικά», πρέπει (α) να είναι οργανωμένα γύρω από ένα συγκεκριμένο και διακριτό κατάλογο αιτημάτων, και (β) να προσπαθούν να ικανοποιηθούν αυτά τα αιτήματα. Προς στιγμήν, ας εξετάσουμε τι είδος πολιτικής χαρακτηρίζεται από τέτοιες παραδοχές, και τι είδος όχι. Με άλλα λόγια, αν και θεωρούμε ως δεδομένο ότι η πολιτική πρέπει να προσκομίσει ένα κατάλογο αιτημάτων που μπορούν να ικανοποιηθούν, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε δίκιο να θεωρούμε αυτήν την εκδοχή της πολιτικής ως δεδομένη, όπως κάνουμε σαφώς ορισμένοι από εμάς. Ας σκεφτούμε, τότε, για τα συστατικά στοιχεία αυτού του σκεπτικιστικού ισχυρισμού, και ας δούμε ποια εκδοχή της πολιτικής υποτίθεται και προωθείται από αυτό το ερώτημα. Επιπλέον, ας εξετάσουμε αν το είδος της πολιτικής που το Occupy επιδιώκει όχι μόνο αποτυγχάνει -ή αρνείται- να συμμορφωθεί με αυτήν την ιδέα της πολιτικής, αλλά ενεργά προσπαθεί να δημιουργήσει μια άλλη. Ας ξεκινήσουμε με δύο από τα βασικά δομικά στοιχεία της σκεπτικιστικής θέσης: (1) αιτήματα που εμφανίζονται με τη μορφή ενός καταλόγου, (2) αιτήματα που μπορούν να ικανοποιηθούν.
1. Αιτήματα που θα πρέπει να λάβουν τη μορφή ενός καταλόγου.
Ας φανταστούμε ότι το κίνημα Occupy έλεγε ότι έχουμε τρία αιτήματα: (α) να σταματήσουν οι κατασχέσεις σπιτιών, (β) να διαγραφούν τα χρέη των φοιτητών, και (γ) να μειωθεί η ανεργία. Κατά κάποιο τρόπο, καθένα από αυτά τα αιτήματα απηχεί σίγουρα το Occupy, και άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα έχουν σαφώς ενταχθεί στο Occupy και συμμετείχαν σε διαδηλώσεις ενάντια στις κατασχέσεις σπιτιών, για τη διαγραφή των χρεών των φοιτητών, και για τη μείωση της ανεργίας. Έτσι, ο κατάλογος των αιτημάτων σχετίζεται σαφώς με το Κίνημα Occupy, όμως θα είναι λάθος να πούμε ότι η πολιτική σημασία ή επίδραση του κινήματος Occupy μπορεί να κατανοηθεί πολύ καλά μέσω αυτών των αιτημάτων ή μιας πολύ μεγαλύτερης λίστας αιτημάτων. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ένας ”κατάλογος” είναι μια σειρά αιτημάτων. Αλλά ένας κατάλογος δεν εξηγεί πώς αυτά τα αιτήματα σχετίζονται το ένα με το άλλο.
Εάν ένα από τα κύρια πολιτικά σημεία του κινήματος πρέπει να επιστήσει την προσοχή, και να αντισταθεί, στις αυξανόμενες ανισότητες πλούτου, τότε αυτό είναι η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που διασχίζει όλα τα συγκεκριμένα αιτήματα που ένας τέτοιος κατάλογος μπορεί να περιλαμβάνει. Αλλά αυτό δεν θα μετρούσε πραγματικά ως ένα αίτημα μεταξύ πολλών άλλων. Με άλλα λόγια, μέσω ποιας γλώσσας και ποιας δράσης θα επιστήσουμε την προσοχή στην αυξανόμενη ανισότητα πλούτου, όπου οι πλούσιοι μονοπωλούν ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες του πλούτου και οι φτωχοί περιλαμβάνουν τώρα έναν αυξανόμενο αριθμό του πληθυσμού; Το σημείο αυτό γίνεται εμφανές από κάθε ένα από τα ειδικότερα ζητήματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, έναν κατάλογο που θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον αποδεκατισμό των κοινωνικών υπηρεσιών, της δημόσιας υγείας, των συντάξεων, καθώς και την αύξηση της ”ευέλικτης” εργασίας που μετατρέπει τους εργαζόμενους σε πληθυσμό μίας χρήσης, την καταστροφή της δημόσιας και οικονομικά προσιτής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τον συνωστισμό στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δημόσια σχολεία, τις φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους, την κατάπτωση των μισθών, και την αύξηση της κυβερνητικής στήριξης στη βιομηχανία των φυλακών.
Μπορούμε να κάνουμε μια τέτοια λίστα, να προσθέσουμε σε αυτή, ακόμη και να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αλλά κανένα στοιχείο στον κατάλογο αυτόν δεν μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί συγκεντρώνονται όλα αυτά τα στοιχεία μαζί σε έναν κατάλογο. Αν υποστηρίζουμε, ωστόσο, ότι οι αυξανόμενες διαφορές πλούτου και η ανισότητα που προκύπτουν άμεσα από τις σύγχρονες μορφές του καπιταλισμού γίνονται φανερές από κάθε ένα από αυτά τα θέματα, και ότι μαζί μπορούν να αποδείξουν τον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός βασίζεται, και αναπαράγει, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες αυτού του είδους, τότε διατυπώνουμε έναν ισχυρισμό για το πώς λειτουργεί ένα σύστημα και, ειδικότερα, πώς το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί τώρα: οι ανισότητες γίνονται όλο και μεγαλύτερες, λαμβάνοντας νέες και καταστροφικές μορφές, και αυτή η επιταχυνόμενη διαδικασία της ανισότητας παραμένει ανεξέλεγκτη από το κράτος και τις παγκόσμιες αρχές που έχουν συμφέρον να κάνουν τον καπιταλισμό να λειτουργεί.
Ο σκεπτικιστής ενδέχεται να εξακολουθήσει να απαντά ως εξής: ”αλλά δεν πρέπει να εργαζόμαστε σε κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα ξεχωριστά, προκειμένου να υπάρξει οποιαδήποτε πραγματική διαφορά στις ζωές των ανθρώπων; Εάν όλοι μας αναλαμβάναμε κάποιο θέμα, θα μπορούσαμε να ανοίξουμε το δρόμο, βρίσκοντας πρακτικές λύσεις για κάθε ζήτημα του καταλόγου”. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης, ωστόσο, σημαίνει ότι επιμένουμε πως τα ζητήματα μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο. Αλλά αν χρειαζόμαστε να ξέρουμε τι συνδέει τα ζητήματα μεταξύ τους προκειμένου να δώσουμε λύση στο πρόβλημα αυτό, τότε η πολιτική μας εξαρτάται από τη διερώτησή μας για το συστημικό και ιστορικό χαρακτήρα του ίδιου του οικονομικού συστήματος.
Πράγματι, αν καταλαβαίνουμε πως οι αυξανόμενες διαφορές πλούτου (και η συσσώρευση περισσότερου πλούτου από όλο και λιγότερους ανθρώπους, και η επέκταση της φτώχειας και της απόρριψης σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων) προκύπτουν από μια συγκεκριμένη οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, που είναι προσανατολισμένη στο να παράγει όλο και πιο οξείες εκδοχές αυτής της ανισότητας, τότε, προκειμένου να αντιμετωπιστούν κάποια από τα ζητήματα αυτού του καταλόγου, πρέπει να καταλάβουμε την ευρύτερη δομή της ανισότητας την οποία κάθε ζήτημα καταδεικνύει, και πρέπει να σκεφτούμε τρόπους εναντίωσης σε αυτό το οικονομικό καθεστώς, αντί να προσπαθούμε να κάνουμε μικρές διορθώσεις στη λειτουργία του. Πράγματι, αν ”επιδιορθώσουμε” κάθε πρόβλημα του καταλόγου χωρίς αντιμετώπιση της αναπαραγωγής της ανισότητας, και αν αυτή η ανισότητα αναπαράγεται με ολοένα και πιο οξείς τρόπους, τότε ο κατάλογος απλώς γίνεται μεγαλύτερος, ακόμη κι αν επιδιώξουμε να αφαιρέσουμε ένα συγκεκριμένο ζήτημα από αυτόν.
Δεν μπορούμε να διορθώσουμε μια μορφή της ανισότητας χωρίς κατανόηση των ευρύτερων τάσεων της ανισότητας που επιδιώκουμε να υπερβούμε. Νομίζοντας ότι όλα τα ζητήματα πρέπει να διαχωρίζονται, χάνουμε το στόχο μας και περιορίζουμε το όραμά μας για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Φυσικά, μπορεί κανείς να εργαστεί σε οποιοδήποτε από αυτά τα ζητήματα, την ίδια στιγμή που κάποιος αγωνίζεται για το τέλος της δομικής αναπαραγωγής της ανισότητας. Αλλά αυτό σημαίνει ότι κάποια ομάδα, κάποια πολιτική συνάρθρωση, πρέπει να κρατήσει την προσοχή στο πρόβλημα της δομικής ανισότητας. Αν νομίζουμε ότι υπάρχουν επαρκή μέσα στο πλαίσιο του ισχύοντος οικονομικού καθεστώτος για τη διόρθωση αυτών των προβλημάτων, τότε κάνουμε μια αλλόκοτη υπόθεση. Υποθέτουμε ότι το ίδιο το σύστημα που έχει παραγάγει την ανισότητα που χαρακτηρίζει όλα τα ζητήματα που περιλαμβάνει ο κατάλογος μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδέκτης των αιτημάτων μας. Αυτό με οδηγεί στη δεύτερη υπόθεση που προκύπτει από την ερώτηση του σκεπτικιστή.
2. Τα αιτήματα θα πρέπει να μπορούν να ικανοποιηθούν.
Αυτό σίγουρα φαίνεται ένα λογικό σημείο. Αλλά όποιος ισχυρίζεται ότι τα αιτήματα πρέπει να μπορούν να ικανοποιηθούν εικάζει ότι υπάρχει κάποιος ή κάποια υφιστάμενη θεσμική εξουσία όπου θα μπορούσε κανείς να προσφύγει για την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Στις διαπραγματεύσεις των σωματείων που υποστηρίζονται από την απειλή των απεργιών, συνήθως υπάρχει ένας κατάλογος των αιτημάτων των οποίων η ικανοποίηση θα αποτρέψει την απεργία, ή η μη ικανοποίηση θα οδηγήσει στην έναρξη ή παράταση της απεργίας. Αλλά όταν η εταιρεία, η ένωση, ή το κράτος δεν θεωρείται νόμιμος εταίρος για διαπραγματεύσεις, τότε δεν έχει νόημα να προσφύγεις στην εν λόγω αρχή για διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα, η προσφυγή σε αυτή την αρχή για την ικανοποίηση των αιτημάτων είναι ένας τρόπος απόδοσης νομιμότητας σε αυτή την αρχή. Έτσι, αρθρώνοντας αιτήματα που μπορούν να ικανοποιηθούν εξαρτάσαι ουσιαστικά από την απόδοση της νομιμότητας σε όσους έχουν την εξουσία να ικανοποιήσουν τα αιτήματα. Και όταν κάποιος παύει να απευθύνει τα αιτήματα σε αυτές τις αρχές, όπως συμβαίνει στη γενική απεργία, τότε είναι η παρανομία αυτών των αρχών που εκτίθεται. Αυτή είναι μία σημαντική επίπτωση της συμβολής της Gayatri Chakravorty Spivak στη θεωρία του Occupy.
Αλλά αν οι υπάρχοντες θεσμοί είναι συνένοχοι με το οικονομικό καθεστώς απ’ το οποίο εξαρτώνται, και προάγουν την αναπαραγωγή της ανισότητας, τότε δεν μπορεί κανείς να απευθύνεται σε αυτούς για να θέσει τέρμα στις συνθήκες της ανισότητας. Μια τέτοια προσφυγή θα διαψευστεί στην πορεία της άρθρωσής της. Με απλά λόγια, η προσφυγή ή απαίτηση που επιδιώκει να ικανοποιηθεί από το υφιστάμενο κράτος, τα παγκόσμια νομισματικά ιδρύματα, ή τις εταιρείες, εθνικές ή διεθνικές, δίνει μεγαλύτερη δύναμη ακριβώς στις πηγές της ανισότητας, και με αυτόν τον τρόπο υποβοηθά και συνεργεί στην αναπαραγωγή της ίδιας της ανισότητας. Ως εκ τούτου, ένα άλλο σύνολο στρατηγικών απαιτούνται, και αυτό που βλέπουμε τώρα στο κίνημα Occupy είναι ακριβώς η ανάπτυξη μιας σειράς στρατηγικών που εφιστούν την προσοχή, και αντιτάσσονται, στην αναπαραγωγή της ανισότητας.
Ίσως για τον σκεπτικιστή, η ιδέα της δημιουργίας “αδύνατων αιτημάτων” είναι ισοδύναμη με την εκκένωση του πεδίου της ίδιας της πολιτικής. Αλλά αυτή η αντίδραση θα πρέπει να επιστήσει την προσοχή μας στον τρόπο που το πεδίο της πολιτικής έχει συσταθεί έτσι ώστε τα ικανοποιήσιμα αιτήματα να είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατανόησής του. Με άλλα λόγια, γιατί πρέπει να δεχτούμε ότι η μόνη πολιτική που έχει νόημα είναι αυτή όπου μια σειρά αιτημάτων δημιουργούνται για τις αρχές, και όπου τα αιτήματα απομονώνουν τις μορφές ανισότητας και αδικίας τη μια από την άλλη, χωρίς να βλέπουν ή να διαγράφουν κάποιους συνδέσμους μεταξύ τους; Μπορεί να δει κανείς ότι ο περιορισμός της πολιτικής σε έναν κατάλογο αιτημάτων που μπορούν να ικανοποιηθούν κρατά το πεδίο της πολιτικής περιορισμένο στα σύγχρονα εκλογικά συστήματα που λειτουργούν με την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε ριζική αλλαγή στο οικονομικό καθεστώς είναι μη διαπραγματεύσιμη. Έτσι, ό,τι είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όποιο αίτημα ικανοποιείται, δεν αγγίζει ό,τι είναι μη διαπραγματεύσιμο, δηλαδή, την αναπαραγωγή ενός οικονομικού καθεστώτος που αναγεννά ανισότητες σε ανησυχητική κλίμακα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη πολιτική που ορίζει την πρακτική και κατανοητή πολιτική ως παραγωγή και ικανοποίηση ενός καταλόγου διακριτών αιτημάτων είναι δεσμευμένη εκ των προτέρων στη νομιμότητα των υφιστάμενων οικονομικών και πολιτικών δομών, και στην άρνηση του συστημικού χαρακτήρα της ανισότητας.
Όπως μπορούμε να δούμε, ένας από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους τα υφιστάμενα καθεστώτα εξουσίας διατηρούν τη νομιμοποίησή τους είναι καταρρίπτοντας και απορρίπτοντας όλες τις μορφές λαϊκής πολιτικής αντίστασης που θέτουν τη δική τους νομιμότητα υπό αμφισβήτηση. Έχουν ισχυρούς ιδιοτελείς λόγους για να απορρίψουν το κίνημα Occupy ως ”απολιτικό”. Αυτή τη στιγμή προσπαθούν να διατηρήσουν το μονοπώλιο του πολιτικού λόγου, προσπαθώντας, με άλλα λόγια, να ορίσουν και να ελέγξουν τη δύναμη του λόγου που καθορίζει ποιος θα δημιουργεί έννοιες, ποιων οι δράσεις είναι πραγματικά πολιτικές, και ποιος είναι ”παράλογος”, “αποπροσανατολισμένος” και “μη πρακτικός”.
Η εξέγερση που θέτει υπό αμφισβήτηση αυτές τις στρατηγικές αυτο-νομιμοποίησης μας θυμίζει ότι μία μορφή διακυβέρνησης ή εξουσίας που είναι δημοκρατική εξαρτάται από τη λαϊκή βούληση του δήμου, τους ανθρώπους. Τι διέξοδο έχουν οι άνθρωποι όταν τα θεσμικά όργανα που υποτίθεται ότι τους αντιπροσωπεύουν ισότιμα, δημιουργούν όρους για βιώσιμη εργασία, διασφαλίζουν τη βασική υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση, και τιμούν τα βασικά δικαιώματα της ισότητας, καταλήγουν να διανέμουν όλα αυτά τα βασικά μέσα και δικαιώματα διαφοροποιημένα και παράλογα; Σε μια τέτοια στιγμή, υπάρχουν άλλοι τρόποι να θεσπιστεί η ισότητα, εμφανιζόμενοι όλοι μαζί στο δρόμο ή στο διαδίκτυο, δημιουργώντας συνεργασίες που καταδεικνύουν το συντονισμό, την αλληλεπικάλυψη, και τις ευρύτερες συνδέσεις μεταξύ όλων αυτών των ζητημάτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της σύγχρονης αδικίας.
Κανένα πολιτικό ή οικονομικό καθεστώς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι δημοκρατικό όταν αποτυγχάνει να αντιπροσωπεύει τα άτομα ισότιμα. Και όταν η ανισότητα γίνεται διάχυτη, και αντιμετωπίζεται ως ένα αμετάκλητο γεγονός της οικονομικής ζωής, τότε οι άνθρωποι που υποφέρουν από αυτή την ανισότητα δρουν συνεργαζόμενοι, θεσπίζοντας και απαιτώντας την ισότητα. Μερικοί θα μπορούσαν να αντιτάξουν ότι η ριζική ισότητα είναι αδύνατη. Ακόμη και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο -και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει δεκτός αυτός ο ισχυρισμός ως αξιόπιστος- δεν θα ήταν δυνατόν να σκεφτούμε τη δημοκρατία χωρίς το ιδανικό της ριζικής ισότητας. Έτσι, η ριζική ισότητα είναι μια απαίτηση, αλλά δεν απευθύνεται σε εκείνους τους θεσμούς που αναπαράγουν την ανισότητα. Απευθύνεται στους ίδιους τους ανθρώπους των οποίων το ιστορικό έργο είναι η κατασκευή των νέων θεσμών. Η έκκληση είναι προς τους εαυτούς μας, και αυτό είναι το νέο “εμείς” που σχηματίζεται, επεισοδιακά και παγκόσμια, σε κάθε δράση και διαδήλωση. Τέτοιες ενέργειες δεν είναι κατά καμία έννοια ”απολιτικές”. Έχουν στόχο τις πολιτικές που προσφέρουν πρακτικές λύσεις σε βάρος της αντιμετώπισης της δομικής ανισότητας. Και μας θυμίζουν ότι κάθε μορφή πολιτικής κερδίζει ή χάνει τη νομιμοποίησή της ανάλογα με το αν αποδίδει ισότητα στους ανθρώπους που ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει. Διαφορετικά, αποτυγχάνει να αντιπροσωπεύει, και έτσι καταστρέφει τη δική της νομιμοποίηση στα μάτια του λαού. Διαδηλώνοντας, δρώντας, οι άνθρωποι φτάνουν να αντιπροσωπεύουν τους εαυτούς τους, ενσωματώνοντας και ξαναζωντανεύοντας τις αρχές της ισότητας που έχουν αποδεκατιστεί. Εγκαταλελειμμένοι από τους υπάρχοντες θεσμούς, συγκεντρώνονται στο όνομα της κοινωνικής και πολιτικής ισότητας, δίνοντας φωνή, σώμα, κίνηση, και ορατότητα στην ιδέα ενός “λαού” μονίμως διαιρεμένου και καταργημένου από την υπάρχουσα εξουσία.
Λοιπόν, προς τα που πάει το κίνημα Occupy τώρα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ρωτήσουμε πρώτα ποιος θέτει αυτό το ερώτημα; Και πρέπει να ρωτήσουμε με ποια μορφή αυτό το ερώτημα εμφανίζεται; Ένα σημείο είναι σαφές από την αρχή: δεν είναι στα καθήκοντα των διανοουμένων να θέσουν και να απαντήσουν αυτό το ερώτημα. Ένας λόγος είναι ότι οι διανοούμενοι δεν έχουν προφητικές δυνάμεις και η θεωρία δεν μπορεί να έχει το ρόλο της συνταγογράφησης σε όσους ασχολούνται κατά κύριο λόγο ως ακτιβιστές. Πράγματι, ας κάνουμε πέρα αυτή τη διάκριση, δεδομένου ότι οι ακτιβιστές είναι πολύ συχνά θεωρητικοί και οι θεωρητικοί μερικές φορές, επίσης, ασχολούνται με μορφές ακτιβισμού που δεν αφορούν κατά κύριο λόγο τη θεωρία. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει ο καθένας από εμάς είναι να παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, πώς κινούνται οι άνθρωποι, και τι επιπτώσεις έχει αυτό. Και αυτό που βλέπουμε ακριβώς τώρα, πιστεύω, είναι ότι το κίνημα Occupy έχει αρκετά κέντρα, οι δημόσιες δράσεις του είναι επεισοδιακές, και ότι οι νέες μορφές της αποτελεσματικότητας είναι σε αυξανόμενο βαθμό εμφανείς. Με τον όρο ”αποτελεσματικότητα” δεν εννοώ ότι αιτήματα είναι διαμορφωμένα και εκπληρωμένα, αλλά ότι οι κινητοποιήσεις είναι αυξανόμενες σε μέγεθος και εμφανίζονται σε νέες γεωπολιτικέ τοποθεσίες. Καθώς οι εκλογές στις ΗΠΑ κυριαρχούν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού καταλαβαίνει ότι οι ανησυχίες τους δεν εξετάζονται από την εκλογική πολιτική. Έτσι, το κίνημα Occupy συνεχίζει να σκιαγραφεί τον τρόπο που η λαϊκή βούληση θέλει ένα πολιτικό κίνημα που υπερβαίνει την εκλογική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, η αξίωση ”αντιπροσώπευσης” της εκλογικής πολιτικής είναι αυτή που οδήγησε σε μεγαλύτερη κρίση. Λίγα επιτεύγματα θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικά από την κατάδειξη ότι η εκλογική πολιτική όπως είναι σήμερα οργανωμένη δεν αντιπροσωπεύει τη λαϊκή βούληση – και ότι η ίδια η νομιμοποίησή της τίθεται σε κρίση από αυτή την απόκλιση της δημοκρατικής βούλησης από τους εκλογικούς θεσμούς.
Ίσως το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το κίνημα Occupy αμφισβητεί τη δομική ανισότητα, τον καπιταλισμό, και τους ειδικούς χώρους και πρακτικές που εξηγούν τη σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δομική ανισότητα. Εάν το κίνημα Occupy έχει επιστήσει την προσοχή σε μορφές της δομικής ανισότητας που επηρεάζουν εταιρείες και κρατικούς θεσμούς, και επηρεάζουν αρνητικά τον γενικό πληθυσμό καθώς προσπαθεί να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες της ζωής (στέγαση, τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, απασχόληση), τότε σίγουρα επέστησε την προσοχή στο γενικό οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ανισότητα και την παράγει με αυξανόμενη ένταση. Μπορούμε να συζητήσουμε αν ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα, ένας ιστορικός σχηματισμός, εάν οι νεοφιλελεύθερες εκδοχές του είναι ουσιωδώς διαφορετικές από τον καπιταλισμό που επέκρινε ο Μαρξ τον 19ο αιώνα. Αυτές είναι σημαντικές συζητήσεις, και οι ακαδημαϊκοί θα πρέπει να σκεφτούν να εστιάσουν την προσοχή τους εκεί. Αλλά παραμένει το ζήτημα του ιστορικού παρόντος του καπιταλισμού, και ο Μαρξ ο ίδιος μας λέει ότι πρέπει να παίρνουμε ως σημείο εκκίνησης το ιστορικό παρόν. Ποια είναι τα συγκεκριμένα δημόσια όργανα και υπηρεσίες που βυθίζουν όλο και περισσότερους ανθρώπους σε συνθήκες επισφάλειας, οι εταιρείες των οποίων οι εκμεταλλευτικές πρακτικές έχουν αποδεκατίσει τον εργασιακό βίο, οι όμιλοι υγείας που κερδίζουν από την ασθένεια και αρνούνται να προσφέρουν επαρκείς υπηρεσίες υγείας, τα δημόσια ιδρύματα που είτε αποδεκατίζονται είτε υπάγονται σε εταιρικές λογικές και στον υπολογισμό του κέρδους; Παραδόξως, όμως επειγόντως, το κίνημα Occupy πρέπει να στοχεύσει και να εκθέσει τους χώρους της ανισότητας, βρίσκοντας τη δημόσια όψη τους, ”αρπάζοντας” ή διακόπτοντας εκείνες τις διαδικασίες με τις οποίες η ανισότητα και η αυξανόμενη επισφάλεια αναπαράγεται.
Έτσι, δεν νομίζω ότι έχουμε μόνο να πενθήσουμε την απώλεια του πάρκου Zucotti ή άλλων δημόσιων χώρων όπου το Occupy είχε βρει κατοικία. Ίσως το έργο είναι η κατάληψη ως μια μορφή δημόσιας διαμαρτυρίας, ακόμη κι αν είναι μόνο επεισοδιακή και στοχευμένη. Παραδόξως, μπορεί κανείς να επιστήσει την προσοχή στη ριζική ανισότητα μόνο εκθέτοντας τους χώρους όπου η ανισότητα αναπαράγεται. Αυτό πρέπει να γίνει σε σχέση με τα κέντρα εταιρικής και κρατικής εξουσίας, αλλά επίσης στους χώρους “παροχής υπηρεσιών” – εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης που δεν παρέχουν υπηρεσίες, τράπεζες που εκμεταλλεύονται όσους τοποθετούν τα χρήματά τους εκεί, πανεπιστήμια που γίνονται εργαλεία για εταιρικά κέρδη. Αυτά είναι μόνο μερικά. Αλλά αν το Occupy είναι επεισοδιακό, τότε ο στόχος του δεν είναι γνωστός εκ των προτέρων. Και αν στοχεύει την ανεργία σε ένα μέρος, την απρόσιτη στέγαση σε άλλο, και την απώλεια των δημόσιων υπηρεσιών σε ένα τρίτο, τότε συγκεντρώνει με την πάροδο του χρόνου μια αίσθηση του πώς ο καπιταλισμός βρίσκεται σε συγκεκριμένα ιδρύματα και τόπους. Όσο κι αν τοποθετούμαστε ενάντια στη δομική ανισότητα και στο “σύστημα” που κερδίζει από την αναπαραγωγή του, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η ανισότητα λαμβάνει χώρα. Έτσι, αν δεν μείνουμε στο ίδιο μέρος, δεν πρέπει να θρηνούμε. Αν είμαστε σε κίνηση, τότε είμαστε σε συλλογικές μορφές, παρακολουθώντας τους τόπους της αδικίας και της ανισότητας, και το ίχνος μας γίνεται ο νέος χάρτης της ριζικής αλλαγής.
*Η Judith Butler είναι αμερικανίδα φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Είναι καθηγήτρια στο τμήμα Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Berkeley. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο 2o τεύχος (Μάρτιος 2012) του περιοδικού Tidal, θεωρητικό έτυπο του κινήματος Occupy Wall Street.
Μετάφραση: Δ.Κ.
Πηγή: Εφημερίδα “Δράση”
Αφήστε μια απάντηση