
Δειλά δειλά οι πιο περίεργοι ξεμύτισαν στις αυλές, οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν, ένα ήταν σίγουρο, πως η έκρηξη ακούστηκε από το μόλο, μα πολεμικό πλοίο είχε να δέσει στο λιμάνι καιρό, με τούτο και με τ’ άλλο οι κάτοικοι ξεθάρρεψαν, μικροί μεγάλοι πήραν να κατηφορίσουν για την προκυμαία.
Οι έμποροι της σκεπαστής αγοράς άφησαν στο πόδι τους τους παραγιούς κι οι εβραίοι χαμάληδες ξέζεψαν τα σαμάρια τους, ο βούλγαροι χτίστες έμπηξαν τα φτυάρια τους στη λάσπη κι οι λεβαντίνοι υπάλληλοι παράτησαν τις πένες πάνω στα στυπόχαρτα, στα ελληνικά καφενεία οι καφέδες ξεχείλιζαν στα ξεχασμένα μπρίκια και στα τούρκικα μπαρμπέρικα οι σαπουνάδες είχαν στεγνώσει στα αξύριστα μάγουλα των πελατών, την ίδια στιγμή στο αυστριακό ταχυδρομείο, η κορδέλα του τηλέγραφου είχε μαζευτεί σωρός στο πολυκαιρισμένο ξύλινο πάτωμά του.
Από κάθε γειτονιά της πόλης, το Τσαΐρι στα δυτικά, το Ρογκό στο κέντρο, το Αχτσέ Μεσίντ στα ανατολικά και τον Κάμπο στα βόρεια, μέχρι το Κιλκίς μαχαλέ στο σταθμό και το Τρανσβάαλ έξω από τα παλιά τείχη, κόσμος κατηφόριζε στο λιμάνι. Και το ιππήλατο τραμ κάλπαζε κι αυτό φουριόζο από τη συνοικία των Εξοχών, με τον οδηγό του όρθιο να μαστιγώνει τα άλογα μπας και προλάβουν. Μόνο ψηλά στο Μπαΐρι, οι τούρκοι αγνάντευαν από τις αυλές των σπιτιών τους το τραγικό συμβάν, με τη στωικότητα που διακρίνει κάθε μουσουλμάνο της πόλης που σέβεται τον εαυτό του.
Στη Σκάλα χαλασμός κυρίου. Οι ζαπιέδες με φωνές και σπρωξιές έδιωχναν τον κόσμο μακριά από την αποβάθρα, παρών ο ίδιος ο Χασάν αφέντης, ο υπαρχηγός της χωροφυλακής, ο Μπουλέτ μπέης, ο πανούργος διοικητής, σπάνια άφηνε το γραφείο του, από κει είχε στήσει το περίφημο δίκτυο χαφιέδων, για τις βρόμικες δουλειές είχε το Μαύρο Ταγματάρχη, ο Αράμπ Μπίμπασι, ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών, είχε κατέβει κι αυτός στη Σκάλα στριφογυρίζοντας το καμτσίκι του στον αέρα.
Οι επιβάτες του Γουαλντακιβίρ στριμωγμένοι μπροστά στην ξύλινη ανεμόσκαλα ξεφώνιζαν πότε κραυγές απελπισίας και πότε παρακάλια, κάποιοι μέσα στον πανικό τους είχαν φουντάρει στη θάλασσα κουνώντας απεγνωσμένα τα χέρια, ευτυχώς τα κάθε λογής πλεούμενα του λιμανιού είχαν σπεύσει από την πρώτη στιγμή να τους περισυλλέξουν και οι σαλονικοί βαρκάρηδες φημίζονταν για το κουπί τους, στην αποβάθρα ο κόσμος σταυροκοπιόταν αναμένοντας στωικά το τέλος, κοντά μια ώρα από την έκρηξη ένας ψίθυρος σύρθηκε κατά μήκος του μόλου, κι αμέσως ένα επιφώνημα πέταξε σαν σμήνος πουλιών στον αέρα, το Γουαλντακιβίρ είχε βυθίσει και το τελευταίο κομμάτι της πλώρης του.
Ο Ισαάκ Μεναχέμ γιός χαμάλη, όταν έχασε τον πατέρα του στα δέκα του χρόνια, ο άγραφος νόμος έλεγε πως θα μπορούσε να κληρονομήσει το πόστο του στο λιμάνι, μα η μάνα του ούτε να το ακούσει, θα συνεχίσεις το σχολείο, του ξέκοψε και αμέσως έπιασε να κάνει την πλύστρα στα πλουσιόσπιτα των εβραίων βιομηχάνων και τραπεζιτών.
Ο Ισαάκ επιστρέφοντας από το σχολείο την έβλεπε στο πόδι ως αργά το βράδυ ανάμεσα στα καζάνια και τις κάθε είδους σκάφες και κουβάδες, ν’ ανάβει το τζάκι για να βράσει το βρόχινο νερό, να ετοιμάζει τα λευκαντικά, το λουλάκι και το διάλυμα στάχτης και ποτάσας, να τρίβει τα καλούπια με το άσπρο σαπούνι και τα μυρωδικά, συνήθως δαφνόφυλλα και λεμονόφλουδες κι ύστερα να αραδιάζει τα ρούχα στη σκάφη, να τα ζεματίζει και να τα τρίβει με το πράσινο σαπούνι και την αλισίβα, να σαπουνίζει, να ξεπλένει και να στραγγίζει με όλη της τη δύναμη, ώσπου να ’ρθει η ευλογημένη ώρα να τα ρίξει στα πανέρια για άπλωμα.
Ο Ισαάκ την έβλεπε μεγαλόσωμη και δυνατή να επιβάλλεται με την κορμοστασιά της, αντρογυναίκα, με τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες, την ποδιά μόνιμα βρεγμένη και τις γαλότσες να τσαλαβουτούν στα απόνερα, μουσκεμένη στον ιδρώτα μέσα στους υδρατμούς, στα κρύα και τις ζέστες, να σκουπίζει κάθε τόσο με την ανάστροφη της παλάμης το μέτωπό της, όσο για το βήχα της ήταν πια συνήθειο της δουλειάς. Από τότε ο Ισαάκ μίσησε όχι μόνο τους εβραίους βιομήχανους και τραπεζίτες, αλλά και τους κάθε λογής αφεντάδες σε όποια φυλή κι αν ανήκαν, στα δεκαεπτά του, όταν αρρώστησε η μάνα του από χτικιό, έπιασε δουλειά στο καπνομάγαζο του Φερνάντεζ και στα είκοσι τρία του ήταν ήδη από τα ιδρυτικά μέλη της Φεντερασιόν.
Αφήστε μια απάντηση