Το live γιαούρτωμα τηλεπαρουσιαστή των Ιωαννίνων με αφορμή τη φιλοξενία στο κανάλι του Χρυσαυγίτη Ηλία Κασιδιάρη έφερε ξανά στην επικαιρότητα, με κωμικοτραγικό βέβαια τρόπο, το δίλημμα των δημοκρατικών μέσων ενημέρωσης και των αντιφασιστών δημοσιογράφων: πώς αντιμετωπίζουμε τη ναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή που κατεβαίνει στις εκλογές με ευοίωνες μάλιστα δημοσκοπικές επιδόσεις;
Δεν ισχύει άραγε και γι’ αυτήν ο κανόνας του δημοκρατικού διαλόγου που επιτάσσει το άνοιγμα των μικροφώνων ακόμα και για τους εχθρούς της δημοκρατίας; Μήπως η άρνηση να δοθεί σήμερα βήμα σ’ αυτούς γίνει αφορμή για να μη δοθεί αύριο βήμα σε κάποιους άλλους που η σύγχρονη δημοκρατική τάξη θεωρεί επίσης «ακραίους»; Το δίλημμα είναι υπαρκτό και η απάντηση δεν είναι εύκολη.
1. Οι κρυφοί θαυμαστές
Υπάρχουν κάποιοι που έχουν λύσει το πρόβλημά τους. Είναι εκείνοι που δεν διστάζουν να δώσουν βήμα σε όποιον θεωρούν ότι θα «προκαλέσει» και θα τους εξασφαλίσει έτσι κάποιου είδους τηλεθέαση, ακροαματικότητα, αναγνωσιμότητα.
– Είναι για παράδειγμα το Kontra Channel, που είχε δώσει στη Χρυσή Αυγή εβδομαδιαία εκπομπή για να την πάρει πίσω μόλις αποκαλύφθηκε η συμφωνία.
– Είναι ορισμένοι τηλεοπτικοί παραγωγοί, όπως ο κ. Σπίνος, ο οποίος από το Extra 3 μας παρουσίαζε συχνά πυκνά τον φίρερ Μιχαλολιάκο, προτού κι ο ίδιος αποφασίσει να πολιτευθεί (με το ΛΑΟΣ βέβαια).
– Είναι, τέλος, και ο ίδιος ο κ. Καρατζαφέρης, ο οποίος όψιμα διάβασε τα κείμενα της Χρυσής Αυγής και έφριξε (!), αλλά βέβαια κανείς δεν τον παίρνει σοβαρά υπόψη εφόσον εκείνος ήταν πού πρώτος άνοιξε τα πολιτικά σαλόνια στη Χρυσή Αυγή, όταν ήταν ακόμα στη ΝΔ και από την εκπομπή του επιχειρούσε να συγκροτήσει την «Νέα Ελπίδα», με χρυσαυγίτες, χουντικούς, βασιλικούς, κλπ. Ήταν τότε που αποκαλούσε «αγωνιστές» τους Χρυσαυγίτες και τους προσέφερε μερίδιο της μελλοντικής του εξουσίας. Την υπόσχεσή του αυτή την έκανε πραγματικότητα στις νομαρχιακές του 2002, περιλαμβάνοντας στο ψηφοδέλτιό του τέσσερα στελέχη της Χρυσής Αυγής, μεταξύ των οποίων και τον σημερινό υπαρχηγό της Ηλία Παναγιώταρο. Το κωμικό είναι ότι σήμερα, βλέποντας ότι χάνει ψηφοφόρους που μετακινούνται στο γνήσιο ακροδεξιό κόμμα καταφεύγει στις υπηρεσίες του πατρός Πλεύρη. Φρίττει δηλαδή ο κ. Καρατζαφέρης με τις ναζιστικές καταβολές της Χρυσής Αυγής και επιστρατεύει στο πλευρό του τον Πατριάρχη του νεοελληνικού εθνικοσοσιαλισμού!
2. Το πρόσχημα της ενημέρωσης
Αυτοί όλοι, καλά κάνουν, εφόσον αισθάνονται κάποιου είδους συγγένεια με την οργάνωση αυτή. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτούς. Το ερώτημά μας αφορά τους υπόλοιπους, εκείνους δηλαδή που εμφανίζονται ως πολέμιοι του φασισμού, αλλά προβάλλουν τη Χρυσή Αυγή στο πλαίσιο της υποτιθέμενης υποχρέωσής τους να ενημερώσουν την κοινή γνώμη. Ένα χαρακτηριστικό ρεπορτάζ αυτού του είδους φιλοξένησε την Πρωταπριλιά το Πρώτο Θέμα, με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Πέτα τη γιαγιά στη Χρυσή Αυγή» και την επεξήγηση «Η ελλιπής αστυνόμευση σε περιοχές της Αθήνας έδωσε ρόλο στα στελέχη της Ακροδεξιάς, τα οποία προστατεύουν ηλικιωμένους την ώρα που συναλλάσσονται με τράπεζες ή κάνουν τα ψώνια τους». Το δημοσίευμα συνοδεύεται από φωτογραφίες, εμφανώς στημένες, από την υποτιθέμενη φιλανθρωπική δράση της Χρυσής Αυγής, ενώ η εφημερίδα δεν παραλείπει να χαρακτηρίσει η ίδια με τη λέξη «σοκ» το ρεπορτάζ της.
Υποτίθεται ότι τα ρεπορτάζ αυτά γίνονται για να ερμηνεύσουν τις δημοσκοπικές επιδόσεις της ναζιστικής οργάνωσης. Μόνο που ισχύει το αντίστροφο: θα έπρεπε δηλαδή κανείς να αναζητήσει σε παρόμοια δημοσιεύματα και στην τηλεοπτική υπερπροβολή της «αποτελεσματικής δράσης» των ναζιστών τα αποτελέσματα αυτά των δημοσκοπήσεων.
Όσο για τη δουλειά «βάσης» που υποτίθεται ότι είναι η αιτία της δημοφιλίας της Χρυσής Αυγής σε ορισμένες γειτονιές του κέντρου και ειδικά του Αγίου Παντελεήμονα, προστατεύοντας τις γριές κλπ., δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ακόμα προπαγανδιστικός μύθος. Η μόνη προστασία που προσφέρει η Χρυσή Αυγή είναι η κλασική προστασία μπράβων προς μαγαζιά. Επίκεντρο της δράσης της οργάνωσης στην περιοχή ήταν ένα καφέ-μπαρ απέναντι από την είσοδο του Αγίου Παντελεήμονα, μέχρι που ο ιδιοκτήτης του (υποψήφιος περιφερειάρχης της Χρυσής Αυγής στη Δυτική Ελλάδα το 2010) συνελήφθη για διπλή δολοφονία με πληρωμένο συμβόλαιο.
Η Χρυσή Αυγή ανεβαίνει δημοσκοπικά για τον ίδιο λόγο που ανέβαινε και το ΛΑΟΣ, πριν από λίγα χρόνια, επειδή δηλαδή έχει την αβάντα των ΜΜΕ. Βέβαια η αβάντα αυτή δεν γίνεται με την ίδια μεθοδολογία (δηλαδή την υπερπροβολή των στελεχών, όπως συνέβαινε με τα τηλεπρόβλητα στελέχη του Καρατζαφέρη), αλλά με την υπόγεια προπαγάνδα ότι εδώ που φτάσαμε χρειάζεται ακραία αντιμετώπιση των μεταναστών. Στο ίδιο φύλλο του πρωταπριλιάτικου Πρώτου Θέματος ο Αναστασιάδης ταυτίζεται με την πιο ακραία εκδοχή του χρυσαγίτικου λόγου, με το αίτημα «Μπάτσοι παντού» και «άμεση εκδίωξη των λαθρομεταναστών». Από κοντά, έστω και με πιο στρογγυλεμένο τρόπο όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τα οποία θεωρούν ότι προσφέρουν υπηρεσίες στον δικομματισμό όταν εκπέμπουν μονοθεματικά δελτία για τους «λαθρομετανάστες» και την εγκληματικότητα, ενώ στην πραγματικότητα στρώνουν το έδαφος για τη Χρυσή Αυγή και τους ομοϊδεάτες της σε άλλα κόμματα.
Το είδαμε και στο πογκρόμ που ακολούθησε τη δολοφονία του Καντάρη στην Ιουλιανού τον περασμένο Μάιο. Τα ΜΜΕ εμφάνισαν σε μεγάλο βαθμό ως «δικαιολογημένη αντίδραση» την οργανωμένη Χρυσαυγίτικη αιματηρή επιδρομή που οδήγησε και στο θάνατο νεαρού μετανάστη.
Το τι ακριβώς κάνει η Χρυσή Αυγή στον Άγιο Παντελεήμονα το έχει εξηγήσει ο ίδιος ο φίρερ της. Μιλώντας κατά την προεκλογική περίοδο, φιλοξενούμενος στην εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου (27.9.2010) ο Μιχαλολιάκος ανέλυσε το «πρόγραμμά» του ως εξής: «Τρία ευρώ το μήνα να δίνει κάθε αθηναίος πολίτης, συγκεντρώνεται ένα ποσό τριών εκατομμυρίων ευρώ. Θα φτιάξουμε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας από μέλη του κόμματός μας (…) Θα ζητήσουμε άδειες οπλοφορίας, όπως έχουν πολλοί μεγαλοεπιχειρηματίες τέσσερις και πέντε οπλοφόρους. Γιατί να μην έχει κι ο Δήμος Αθηναίων 200 ενόπλους να προστατεύουν τη ζωή των πολιτών του;»!
Αυτό είναι η Χρυσή Αυγή: αυτόκλητοι ναζιστές μπράβοι που διεκδικούν λεφτά για τη δράση τους. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν επαφές με μεγαλοεπιχειρηματίες ως σωματοφύλακες, ενώ οι νεότεροι αρκούνται στο πούλημα προστασίας στα μικρομάγαζα του κέντρου.
3. Το πρόσχημα του διαλόγου
Το τελικό επιχείρημα όσων μέσων ενημέρωσης δίνουν λόγο στη Χρυσή Αυγή είναι ότι ακόμα και οι ναζιστές πρέπει να ακούγονται, γιατί κι αυτοί εκφράζουν μια άποψη, εφόσον εκπροσωπούνται από ένα νόμιμο κόμμα. Ασφαλώς είναι πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία η παρουσία στην Ελλάδα ενός πολιτικού μορφώματος ανοιχτά ναζιστικού που διεκδικεί μάλιστα την είσοδο στη Βουλή. Γιατί πέρα από την ομολογημένη ταύτισή της με τον ναζισμό, η ομάδα αυτή λειτουργεί ως ανοιχτή εγκληματική συμμορία. Μ’ άλλα λόγια, εδώ δεν μιλάμε για «θεωρητικούς» του ναζισμού, οι οποίοι εκφράζουν απλώς δημόσια τις «απόψεις» τους.
Υπάρχουν δεκάδες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες καταγράφεται η δράση αυτή. Πιο χαρακτηριστική η απόφαση 1167/2010 του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του γνωστού «Περίανδρου», κατά της 116, 162, 163/2009 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Έτσι τελεσιδίκησε η καταδικαστική απόφαση εις βάρος του για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του συνδικαλιστή φοιτητή Δημήτρη Κουσουρή τον Ιούνιο του 1998. Και ο μεν «Περίανδρος», παλιός υπαρχηγός και «φαλαγγάρχης» της «Χρυσής Αυγής» είναι από τον Δεκέμβριο του 2009 ελεύθερος, αφού εξέτισε μέρος της ποινής του, όμως η απόφαση του Αρείου Πάγου επικυρώνει το σκεπτικό του Εφετείου, το οποίο περιγράφει αναλυτικά τη δράση της οργάνωσης σ’ αυτό το αιματηρό επεισόδιο.
«(Ο κατηγορούμενος Α. Α. ή Περίανδρος κηρύσσεται ομόφωνα ένοχος του ότι) στις 16.6.1998 και περί ώρα 5.15′ στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε υπαίθριο χώρο του αναψυκτηρίου (…) από κοινού ενεργών με άλλα εννέα περίπου άτομα, μέλη όπως και ο ίδιος της οργάνωσης Χρυσή Αυγή, τα στοιχεία των οποίων δεν εξακριβώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, ήτοι έχοντας αποφασίσει να σκοτώσουν τον Δημήτριο Κουσουρή, φοιτητή (…) επιτέθηκαν κατ’ αυτού αιφνιδιαστικά με ξύλινα ρόπαλα που κρατούσαν τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί συναυτουργοί και κατάφεραν κατ’ αυτού με τρομακτική βιαιότητα και αγριότητα πολλαπλά χτυπήματα κυρίως στο κεφάλι και σε όλο το σώμα του (…) Απέτυχαν όμως και δεν ολοκλήρωσαν τελικά τον ανθρωποκτόνο σκοπό τους από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς τους».
Δηλαδή το δικαστήριο επικυρώνει το γεγονός ότι την εγκληματική ενέργεια την έκανε η Χρυσή Αυγή ως ομάδα και περιγράφει τη δράση μιας δεκαμελούς φάλαγγας της οργάνωσης. Ποιος «διάλογος» μπορεί να γίνει με μια τέτοια ομάδα και ποιες «απόψεις» περιμένει ν’ ακούσει κανείς απ’ τα μέλη της;
Υπάρχει εδώ ο αντίλογος ότι μέχρι και οι φυλακισμένοι ακόμα και οι βαρυποινίτες βγαίνουν τηλεφωνικά σε τηλεοπτικές εκπομπές και υπερασπίζονται το δίκιο τους. Και πολύ καλά κάνουν. Αλλά όπως κανείς δεν καλεί καταδίκους για να εγκωμιάσουν το έγκλημά τους, έτσι και δεν θεωρούμε δημοκρατικό δικαίωμα των ναζιστών να μας εξηγούν για ποιο λόγο πρέπει να εφαρμόσουν κι αυτοί την «τελική» τους λύση στην Ελλάδα, αυτή τη φορά εναντίον των μεταναστών. Αν κάποιος Χρυσαυγίτης θέλει να μας εξηγήσει για ποιο λόγο συμμετείχε στην επίθεση κατά του Κουσουρή ή σε κάποια άλλη επίθεση κατά αριστερών πολιτών, φοιτητών ή μεταναστών, πολύ ευχαρίστως να τον ακούσουμε. Κι εμείς και η δικαιοσύνη. Αλλά η εκλαϊκευση του Mein Kampf για μεσημεριανάδικο πάει πολύ να θεωρείται «δημοκρατικός διάλογος».
4. Η ανοχή του συστήματος
Με αυτά τα δεδομένα, πώς να ερμηνεύσει κανείς την ανοχή του ελληνικού πολιτικού συστήματος; Πιστεύω ότι η απάντηση βρίσκεται σε ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τα ελληνικά ακροδεξιά μορφώματα από τα αδελφά κόμματα της Ευρώπης: οι βαθιές ρίζες της Ακροδεξιάς στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό. Ας μην ξεχνάμε, ότι τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές χώρες εκδημοκρατίζονταν μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα είχαμε το ιδιότυπο μετεμφυλιακό κράτος και στη συνέχεια τη δικτατορία. Η Ακροδεξιά, δηλαδή, υπήρξε χαραγμένη στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, δεν ήταν καθόλου ξένη προς την αυθόρμητη ιδεολογία που παράγει κάθε τέτοιου είδους κοινωνική ομάδα. Η απήχηση, λοιπόν, σε ορισμένα στρώματα των ιδεών της Ακροδεξιάς αντανακλά και τον τρόπο συγκρότησης αυτού του μηχανισμού.
Φέρνω εδώ το παράδειγμα της σχέσης Χρυσής Αυγής και ΕΛ.ΑΣ., όπου δεν παρατηρείται μόνο η αυτονόητη απήχηση ακροδεξιών ιδεών σε ένα σώμα που ασκεί εξ επαγγέλματος βία σε εργαζόμενους. Είναι γνωστό ότι η νεοναζιστική ομάδα χρησιμοποιείται από τις δυνάμεις καταστολής συστηματικά στο ρόλο που έπαιζαν κάποτε οι λεγόμενοι «αγανακτισμένοι πολίτες» μόνο που εδώ η βία που ασκείται ελεύθερα είναι πολύ χειρότερη. Τη σχέση αυτή έχει περιγράψει αναλυτικά στο βιβλίο του ένα πρώην ηγετικό της στέλεχος: «Μας έστελναν μεμονωμένα, λες και ήμασταν παρακρατικοί ‘αγανακτισμένοι πολίτες’, να ενισχύσουμε την προσπάθεια της αστυνομίας» (Χάρης Κουσουμβρής, «Γκρεμίζοντας τον μύθο της Χρυσής Αυγής», εκδ. «Ερεβος», Πειραιάς 2004).
5. Η μόνη απάντηση
Το συμπέρασμα είναι ότι κανένας διάλογος δεν είναι δυνατός με τους ναζιστές. Αυτό ισχύει και για τους δημοσιογράφους αλλά και για τους πολιτικούς που θα βρεθούν σε λίγες μέρες αντιμέτωποι με το ίδιο δίλημμα. Φυσικά όσοι αισθάνονται πολιτική συγγένεια με τον φίρερ της Χρυσής Αυγής μπορούν ελεύθερα να τον καλούν στις εκπομπές τους ή να τον προβάλλουν στις στήλες τους. Αλλά ας μην επικαλούνται την ανάγκη «διαλόγου» ή την «ελευθερία των απόψεων» γιατί η προπαγάνδιση των πογκρόμ δεν είναι «άποψη», είναι «εγκωμιασμός εγκλήματος».
Βέβαια η ναζιστική συμμορία έχει και έναν άλλο τρόπο να πείθει τους τηλεπαρουσιαστές να την προβάλλουν. Ακούσαμε πριν από λίγους μήνες τον Άκη Παυλόπουλο να λέει τηλεφωνικά στο δελτίο του απευθυνόμενος στον κ. Μιχαλολιάκο: «Είπατε πριν από λίγο τηλεφωνώντας ότι αν δεν σας βγάλω στον αέρα πρέπει να πάρω σωματοφύλακες;» Και ο φίρερ με καμάρι: «Βεβαίως το είπα και το επαναλαμβάνω».
Αλλά αν ο τρόμος που έχει εξαπολύσει εναντίον των μεταναστών εξαπλωθεί και στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, τότε η ναζιστική συμμορία θα έχει κερδίσει προτού καν γίνουν οι εκλογές. Αυτή άλλωστε είναι η παραδοσιακή μέθοδος που ακολούθησε το πρότυπό τους, ο Χίτλερ.
Αυτός είναι ο λόγος που στο ίδιο δίλημμα πρέπει να απαντήσουν και οι θεσμοί της δημοκρατίας, όσοι τουλάχιστον απ’ αυτούς εξακολουθούν να υπηρετούν την αποστολή τους.
Αφήστε μια απάντηση