Κάποτε, στα παλιά κείνα χρόνια, ένας στρατοκόπος καλόγερος νυχτώθηκε σε μια ερημιά όπου μαινόταν η θύελλα. Κάποια στιγμή είδε μέσα στο άγριο σκοτάδι ένα φώς κάπου μακριά. Και ευχαρίστησε τον καλό θεό για τη συμπαράστασή του. Πλησίασε κάποτε στο φωτεινό σημάδι της νύχτας και ανακάλυψε μια βαριά πόρτα. Χτύπησε, κι ύστερα από κάμποσο ακούεται από μέσα η φωνή μιας γυναίκας: «Ποιος είναι;».
— Άνοιξε τέκνο μου, γιατί θα με τσακίσει η θύελλα.
— Αδύνατο, άπαντα η φωνή, εδώ είναι γυναικείο μοναστήρι και δε δεχόμαστε άντρες.
— Μα τέκνον μου πως ξεχνάς την εντολή του Κυρίου, αγάπα τον πλησίον σου και ασθενής και οδοιπόρος…
Καλά, λέει η αθέατη γυναίκα, πάω να ρωτήσω την ηγουμένη. Σε λίγο η πόρτα ανοίγει κι εμφανίζεται μια πανύψηλη και πανέμορφη ηγουμένη. Ύστερα από την ανταλλαγή θρησκευτικών επεξηγήσεων, δέχτηκε να τον φιλοξενήσει στο μοναστήρι, υπό τον όρο πως θα τον έβαζε να κοιμηθεί σ’ ένα κελί, δίπλα από το δικό της. Μπαίνει ο καλόγερος στο κελί της κι από κει του ανοίγει μια ενδιάμεση πόρτα και του δείχνει ένα ασκητικό κρεβάτι στο διπλανό κελί.
Ξαπλώνει ο καλόγερος πανευτυχής, αλλά από το νου του δε φεύγει η καλλονή ηγουμένη. Ο θεοσεβούμενος καλόγερος άρχισε σε λίγο να προσεύχεται. «Βοήθησε Παναγία μου να μην εισχωρήσει μέσα μου ο πειρασμός για την αγία ηγουμένη…» Αλλά όσο περνούσε η ώρα, η αγωνία του δυνάμωνε κι ένιωθε την κόλαση να μπαίνει μέσα του. Δεν κυριαρχούσε πια τα λόγια του, ούτε και τη φωνή του, που από ψιθυριστή γινόταν όλο και δυνατότερη: «Παρακαλώ σε Παναγία μου, στείλε μου μέσα την ηγουμένη… Κάνε Παναγία μου το θαύμα σου και στείλε την αγία ηγουμένη κοντά μου… Παναγία μου προστάτισσα τα αδύνατων στείλε κοντά μου την…». Δεν πρόφτασε να τελειώσει κι η μεσόπορτα άνοιξε. Στο κατώφλι στεκόταν πράγματι η ηγουμένη, που στραμμένη προς το δικό της κελί, έλεγε: «Καλά Παναγία μου, μη σπρώχνεις…»
Αφήστε μια απάντηση