“… Η Ελλάδα που επιμένει κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει”
Του Γιάννη Τσούτσια – “Δρόμος της Αριστεράς”
Στη χώρα που έχει ενσωματώσει στην κουλτούρα της το Θέατρο Σκιών, όλοι γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη. Ο πρώτος, μπορεί να κάνει πονηριές για να επιβιώσει, αλλά διαθέτει, τουλάχιστον, το μεγαλείο του αυτοσαρκασμού. Ο δεύτερος, προσκυνημένος και οσφυοκάμπτης, οιονεί καρπαζοεισπράκτορας, μηδέποτε διαμαρτύρεται. Αν, άραγε, οι Έλληνες ψηφοφόροι, επιλέξουν να μην ταυτιστούν με τον Χατζηαβάτη, θα έχουν παραβιάσει το «ορθό» πολιτικό κριτήριο των ανδρείκελων που μας κυβερνούν;
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Προ των πυλών οι εκλογές• σε ό,τι, όμως, αφορά το πολιτικό κλίμα, οι πάντες έχουν πέσει έξω! Ο λαός κάνει τα δικά του. Υποτονικές οι διαθέσεις, τίποτα δεν δείχνει ότι επίκειται η κρίσιμη μάχη. Ανεξήγητα χαμηλή η συσπείρωση των κομμάτων εξουσίας, λένε οι δημοσκοπήσεις. Τα κομματικά επιτελεία σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Βενιζέλος και Σαμαράς, ό,τι κι αν σκαρφιστούν, παραμένουν καθηλωμένοι. Τα εκβιαστικά τους διλήμματα-επιχειρήματα, μοιάζουν αίολα, γελοία, ανενεργά. Από την άλλη και η κοινωνική ορμή και αγανάκτηση, σταδιακά εκτονώνεται.
Τι συμβαίνει; Οδηγούμενος ο αντιμνημονιακός αγώνας στο πεδίο της πολιτικής, δεν βρίσκει αντιστοιχίες και προσανατολισμό, πιάνει τοίχο. Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις στέρεψαν, δεν έχουν τι άλλο να πουν. Χωρίς αιχμές, στριφογυρίζουν κι αυτές στα ίδια. Και η λαϊκή αντίσταση μένει να αναζητά οδό διεξόδου, την επαγωγή της δηλαδή, αυτό που εξαρχής ήταν ζητούμενο. Έτσι σκιαγραφείται ένα σκηνικό παρωδίας, όπου οι πρωταγωνιστές της δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται επακριβώς τι συμβαίνει! Οι μεν, υποχωρούν, αλλά συμπεριφέρονται σαν αυτό να αφορά μια εικονική πραγματικότητα.
ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., αδυνατούν να συλλάβουν το μέγεθος της απαξίωσής τους και εκτίθενται σε στοχεύσεις που διαδοχικά καταρρέουν. Οι δε, κερδίζουν έδαφος, αλλά κι αυτοί, σαν να μην το πιστεύουν, δεν αντιστοιχίζονται με τις δυνατότητες που διαμορφώνονται.
Στην αντιμνημονιακή πλευρά, το νεοσύστατο κόμμα Καμμένου (που καταγράφει αξιοσημείωτη δυναμική), κυριαρχείται από στελέχη με βάρος και επιρροή φερμένα από τα σαλόνια του συστημισμού. Άλλα δείχνουν να εννοούν και άλλα, αναγκαστικά, υποστηρίζουν. Στην Αριστερά, συγκαλυμμένα ή και ανοιχτά, προεξοφλείται, σχεδόν χαρίζεται η μετεκλογική κυβέρνηση στο μνημονιακό μπλοκ! Ένα τμήμα της, μάλιστα, καταγγέλλει ως καλλιέργεια αυταπατών κάθε άλλη πιθανή εκδοχή!
Πάνε τελικά σε εκλογές, χωρίς διάθεση να αγωνιστούν. Αντί να καλέσουν σε μάχη τον λαό για να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό, αντί να πούνε ότι τα σχέδια του συστημισμού «δεν θα περάσουν», λένε «θα δούμε», «σίγουρα, θα προκύψει κάποια κυβέρνηση», την οποία φυσικά, θα μπορούν να καταγγέλλουν. Η ανεπάρκεια και το αδιέξοδο της αντιμνημονιακής πολιτικής, σε όλο της το μεγαλείο!
Μονάχα ο λαός δείχνει και πάλι διατεθειμένος να αγωνιστεί πραγματικά, ώς το τέλος, ακόμη «και με αποκοτιά», πέρα απ’ όσα σκέφτονται οι ταγοί του. Στέλνει μηνύματα, συνεχίζει ν’ ανοίγει δρόμους -κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά- ανατρέπει
συσχετισμούς και ξηλώνει δημοσκοπήσεις, δείχνει μια επιμονή που υπερβαίνει τις διαθέσεις ενός κομματικού συστήματος που εθελοτυφλεί.
Την ίδια ώρα, ο «Κανένας» των δημοσκοπήσεων, αυτός που μονίμως παραγνωρίζεται, αν και αυτός είναι που άνοιξε διάπλατα τις λεωφόρους της αμφισβήτησης, μετεωρίζεται, αυτό-πιέζεται, επειδή συνειδητοποιεί την κατάσταση και όχι γιατί ενδίδει στα πολιτικά παιχνίδια. Τι να πράξει; Να τοποθετηθεί αντιπολιτευτικά ή να εμείνει σε στάσεις αποστασιοποίησης, απονομιμοποιώντας και πάλι συνολικά το πολιτικό σύστημα;
Με τους ίδιους όρους τίθεται και το πραγματικό δίλημμα των εκλογών: Να επιμείνει κανείς στην ανάγκη υπέρβασης του σημερινού πολιτικού συστήματος ή να συμβιβαστεί και να αρκεστεί στην ενδεχόμενη αλλαγή του κομματικού σκηνικού και των συσχετισμών;
Με άλλα λόγια, το κεντρικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο και εκκρεμές: Ο πολιτικός κύκλος της τελευταίας διετίας θα εξαντληθεί στο ανέβασμα των ποσοστών των αντιμνημονιακών κομμάτων, αφήνοντας ανέγγιχτο το πολιτικό σύστημα; Αυτό είναι το ζήτημα που θα μείνει ανοιχτό, τόσο στη διάρκεια των εκλογών, όσο κυρίως μετά από αυτές. Το πώς θα συγκροτηθεί το «πολιτικό» στην Ελλάδα, εν μέσω ορυμαγδού και γκρεμίσματος της κοινωνίας, διεθνών κι ευρωπαϊκών εξελίξεων, κατάρρευσης της πολιτικής οργάνωσης του κράτους.
Αυτά είναι που θα κριθούν, με δραματικό τρόπο, μετά τις εκλογές. Σ’ ένα τέτοιο επίδικο πεδίο, η Αριστερά δεν αρκεί πλέον να εμφανίζεται αντιμνημονιακή ή αντιδικομματική, τελικά μικροανατρεπτική. Έχει να αλλάξει το πολιτικό σύστημα (και τον εαυτό της), να ωθήσει τα πράγματα σε μια νέα υγιή πολιτική φάση, μια νέα ιστορική περίοδο μετάβασης, όπου θα ανακαθοριστούν εξαρχής οι σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης και η οργάνωσή τους στο σύνολο της κοινωνίας. Από τον Δεκέμβρη της νεολαίας, ώς το Σύνταγμα, παραμένουν ανοιχτές οι πληγές, οι εκκρεμότητες αυτές θα τεθούν και πάλι, σύντομα, στο πλαίσιο των επόμενων πολιτικών επιλογών. Εν τω μεταξύ, ας δώσουμε, τουλάχιστον, την εκλογική μάχη!
Μολονότι έχουν πια ενημερωθεί για το τί μας συμβαίνει, υπάρχουν και αυτοί, που ενώ δεν ανήκουν στην θρασύδειλη, αστόχαστη και ακαλλιέργητη πλειοψηφία εξ ορισμού (π.χ. «δεν βλέπουν τηλεόραση», «ποτέ τους δεν τους ψήφισαν», «δεν πιστεύουν στην αστική δημοκρατία» και παραλλαγές), ακόμα και τώρα επιμένουν σε μια στάση ιδεαλιστική, σε συμβολικές πράξεις, σε μια απαξιωτική εγκατάλειψη της Ιστορίας στους Άλλους.
Τί να υποθέσω;
Ότι βρήκαν και βιώνουν την βιολογική και πνευματική ανεξαρτησία τους από το σύστημα, μια ζωή που δεν απειλείται από την διεστραμμένη επεκτατικότητά του και από τον ασύδοτο και πολυμέτωπο πόλεμο που έχει ανοίξει με οτιδήποτε ζωντανό ή ζωογόνο;
Ή ότι κάπου υπερέβησαν την δοσολογία και παραμένουν αναλυτές του φαντασιακού έχοντας χάσει δυνατότητα επαναπροσδιορισμού, φτάνοντας κάποιοι να πιστεύουν ακόμα και ότι μια μη-αναστρέψιμη καταστροφή θα είναι ωφέλιμη, διανοητικά ενδιαφέρουσα ας πούμε, και ότι εκείνοι θα παραμένουν σε ασφαλή θέση παρατηρητή και σχολιαστή;
Άραγε το ότι πιθανόν στερήθηκαν φύση και ευδαιμονία στη ζωή τους (και ελλείψει εμπειριών υπέκυψαν σε μια -μεθοδευμένα- διαστρεβλωμένη αντιστοιχία λέξης και σημασίας), είναι ο λόγος που πιστεύουν ότι «καλό είναι να τα χάσουμε όλα» (βουνά, ποτάμια, υγεία, παιδεία, ελευθερία);
Διαπιστώνω λοιπόν αυτές τις μέρες ότι ένα μέρος ακόμα και των «ενημερωμένων πολιτών» κατατάσσεται–με διαφορετικές αποχρώσεις- στην κι από τους ίδιους κατακριθείσα πλειοψηφία (την υπόλογη για το ότι «δεν αλλάζουν τα πράγματα»).
Εύχομαι να βρουν σύντομα τρόπους ώστε η αφύπνισή τους να πάψει να συνοδεύεται από πανικό και μούδιασμα, και η διαπίστωση ότι από τώρα και στο εξής είναι συνυπεύθυνοι (δεδομένου ότι δεν έχουν πια το άλλοθι της άγνοιας) να μην αντιμετωπιστεί μοιρολατρικά, αλλά να γίνει έναυσμα για έμπρακτη συμμετοχή στην Ιστορία.