Η κατάπτωση της αστικής δημοκρατίας έχει σίγουρα απαξιώσει σε μεγάλο βαθμό αυτή τη θέση. Απ’ την άλλη η ισχυρή επίδραση της καθεστωτικής ιδεολογίας σε συνάρτηση με την απουσία ευδιάκριτης εναλλακτικής έχουν συντελέσει ώστε οι εκάστοτε εκλογές να θεωρούνται σε κάθε περίσταση το κορυφαίο πολιτικό γεγονός.
Ο μπάρμπα Ένγκελς έλεγε ότι οι εκλογές μπορούν να λειτουργήσουν μόνο ως δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Όπου στις τωρινές συνθήκες και στην ισχύουσα πολιτική ορολογία, θα μπορούσαμε να μιλάμε γενικότερα για εργαζόμενο λαό ή στην ειδική περίπτωση που αναφερόμαστε, για το αντίστοιχο τμήμα του εκλογικού σώματος που πλήττεται καίρια απ’ την επίθεση των αφεντικών. Η έκφραση αυτής της ωριμότητας, βέβαια, δε μπορεί να είναι πάντοτε η ίδια. Δηλαδή, αφού κάθε περίοδος διαφέρει από μια άλλη, έτσι διαφέρει και η έκφραση της ωριμότητας που επιδεικνύει το τμήμα του εκλογικού σώματος που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω.
Οι σημερινές κοινωνικές-οικονομικές-πολιτικές συνθήκες διαφέρουν ριζικά απ’ αυτές της περιόδου που προηγήθηκε. Μπορούμε να προσδοκάμε (εμείς που δεχόμαστε την ανελέητη επίθεση των αφεντικών εννοείται) μια αλλαγή προς το καλύτερο με βάση αυτές τις εκλογές; Δε θα προταθεί εδώ ως αξίωμα η αποχή από τις εκλογές υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Και αυτό διότι η εξέλιξη των κοινωνικο-πολιτικών πραγμάτων δε μπορεί να μπει σε δογματικά καλούπια και συνεπώς η αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι εξίσου ευέλικτη. Ασφαλώς «αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες».
Όμως, και αφού το γενικό εκλογικό δικαίωμα είχε κατακτηθεί, υπήρξαν ιστορικές στιγμές που τα αφεντικά εύχονταν οι εκλογές να ήταν όντως παράνομες, αλλά η κοινωνική δυναμική ήταν τέτοια που δεν τους το επέτρεπε. Και είναι ακριβώς εκείνες οι στιγμές μέσα στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων όπου η προσδοκία των μαζών για μια ουσιαστική αλλαγή μέσω των εκλογών υπήρξε πραγματική.
Ας αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από αυτές και ας δούμε αν υπάρχει αντιστοιχία με την δική μας περίπτωση: Οι εκλογές του Φεβρουαρίου το 1936 στην Ισπανία όπου ούτε το πανίσχυρο αναρχικό κίνημα της χώρας αυτής δε μπήκε στο κόπο να διεξαγάγει αντιεκλογική προπαγάνδα. Και είχε σοβαρότατους λόγους για να το κάνει. Έτσι η ήττα της δεξιάς και η άνοδος στην εξουσία ενός συνασπισμού της αριστεράς, με την απελευθέρωση απ’ τις φυλακές χιλιάδων αγωνιστών και την αποκατάσταση των ελευθεριών, έδωσε στο επαναστατικό κίνημα την δυνατότητα να ανασυνταχθεί και να συγκρουστεί με καλύτερους όρους.
Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Χιλής της εποχής του Αλλιέντε και των εκλογών του 1970. Μετά τη νίκη του, επικεφαλής κι εδώ ενός αριστερού συνδυασμού, προώθησε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα κοινωνικών αλλαγών που ανάγκασε τις αντιδραστικές δυνάμεις να καταφύγουν στο πραξικόπημα του Πινοσέτ για να τσακίσουν την κοινωνική δυναμική. Στις μέρες μας πρόσφορα παραδείγματα μπορούμε να βρούμε στην Λατινική Αμερική της περασμένης δεκαετίας. Εκεί στην ήπειρο των στρατιωτικών δικτατοριών, της εκτεταμένης (παρα)κρατικής τρομοκρατίας και της κοινωνικής καταστροφής που επέφερε η επί δεκαετίες εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, η εκλογική νίκη των δυνάμεων που αντιτασσόνταν στο μοντέλο αυτό και η εφαρμογή μιας διαφορετικής κοινωνικο-οικονοκικής ατζέντας συνιστά μιας μεγάλης κλίμακας αλλαγή από μόνη της. Όλες αυτές τις περιπτώσεις – τις τόσο διαφορετικές κατά τα άλλα μεταξύ τους και σε τόσο διαφορετικές χρονικές περιόδους εκτυλιγμένες – τις χαρακτηρίζει και ταυτόχρονα τις συνδέει κάτι που είναι καταλυτικό για όλες. Ότι δηλ. πριν απ’ όλες αυτές τις εκλογές είχαν προηγηθεί – και βρισκόταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή σε εξέλιξη- πολύχρονοι κοινωνικοί αγώνες. Αγώνες ασυμβίβαστοι και βίαιοι, με καταλήψεις κτημάτων, άγριες απεργίες και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.
Αγώνες που ξεπερνούσαν τα όρια της αστικής νομιμότητας και αμφισβητούσαν αν όχι την ίδια τη βάση της κοινωνικής οργάνωσης, τουλάχιστον το κυρίαρχο μοντέλο της που υπήρχε εκείνη τη στιγμή. Ήταν, ακριβώς, η ανυποχώρητη ισχύς αυτών των αγώνων που καλλιέργησε τις προσδοκίες ότι μια αλλαγή μέσω των εκλογών ήταν εφικτή, ότι δηλ. με την εκλογική νίκη των δυνάμεων που συσπειρώθηκαν μέσα στο καμίνι αυτών των αγώνων μπορούσε να εφαρμοσθεί μια φιλολαϊκή πολιτική και να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων προς όφελος των εργαζομένων. Πρέπει να τονιστεί, ότι είναι άλλη κουβέντα αν οι εκλογές αποτέλεσαν (ή θα αποτελούσαν) τελικά ανάχωμα στην εξέλιξη αυτών των κινημάτων, αν τα οδήγησαν (ή θα τα οδηγούσαν) στην άμβλυνση της ριζοσπαστικότητάς τους και τελικά στην ενσωμάτωσή τους. Εδώ μιλάμε για το αν μπορούν κάποιες εκλογικές αναμετρήσεις σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες να στηρίξουν βάσιμες προσδοκίες για μια αλλαγή προς το συμφέρον της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Με βάση τα παραπάνω και σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάη τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει μια ανάλογη κοινωνική δυναμική στην Ελλάδα σήμερα που να γεννά προσδοκίες ότι την επομένη των εκλογών θα προκύψει κάτι καλύτερο; Οι κινητοποιήσεις που προηγήθηκαν στάθηκαν ικανές να προωθήσουν μια συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να αναδείξουν έναν πολιτικό σχηματισμό, φορέα αλλαγών προς μια αντιμνημονιακή κατεύθυνση, μέσω των εκλογών; Δυστυχώς, παρά τις όποιες δυναμικές αντιδράσεις και συλλογικές δράσεις, το επίπεδο της ταξικής αντίδρασης των εργαζομένων είναι δυσανάλογο με το μέγεθος της επίθεσης που δεχόμαστε απ’ τα αφεντικά. Απ’ όταν δε ανέλαβε η κυβέρνηση Παπαδήμου, υπάρχει μια κοινωνική νηνεμία, μια απογοήτευση και παραίτηση που είναι προάγγελος κακών μαντάτων.
Υπάρχει η άποψη που λέει ότι η ψήφος διαμαρτυρίας στα μικρά κόμματα θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση των δυο κύριων κομμάτων εξουσίας και κατ’ επέκταση στον σχηματισμό μιας αδύναμης κυβέρνησης η οποία δε θα μπορεί να πάρει με ευκολία αντιλαϊκά μέτρα. Κατ’ αρχήν, αυτά τα μικρά κόμματα είναι όλα ίδια κι όμοια, απ’ το Κ.Κ.Ε. και τον Σύριζα ως τον ακροδεξιό Καμμένο και τους νεοναζί μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής; Όλοι οι καριερίστες πολιτικάντηδες που το παίζουν όψιμοι αντιμνημονιακοί και οι διάφοροι Σπίθες που ξεπετάχτηκαν απ’ την θεοδωράκεια θράκα τί και ποιους εκφράζουν; Αυτή την απουσία επιλογής – κυρίως όσων δε θέλουν να ψηφίσουν τα δύο κόμματα εξουσίας – πρέπει να εκφράζει και το χιλιοειπωμένο «τι σκατά να ψηφίσω;». Δεύτερον και κυριότερον, είναι κοινό μυστικό ότι πάνε για συγκυβέρνηση Ν.Δ. με ΠΑ.ΣΟ.Κ. μαζί με όποιον άλλον κάτσει. Ό,τι και να γίνει μια τέτοια κυβέρνηση θα έχει ικανή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά κι αυτό να μη συμβεί, η νέα κυβέρνηση θα έχει υπέρ της τη «νωπή λαϊκή εντολή». Πέραν τούτων ας φέρουμε στο νου μας και τα γεγονότα της τελευταίας περιόδου της κυβέρνησης του Γιωργάκη. Υπήρξε πιο αδύναμη κυβέρνηση απ’ αυτή; Μέχρι και που παραιτήθηκε για λίγες ώρες ο Γιωργάκης. Κι όμως, κατ’ απαίτηση των ντόπιων και ξένων κεφαλαιοκρατών έβγαλε το σκασμό και ψήφισε όλα τα μνημόνια και τους συνοδευτικούς νόμους.
Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ακόμα και με αδύναμη (συν)κυβέρνηση και ισχυρή αντιπολίτευση, η μετεκλογική ατζέντα είναι δεδομένη και σφιχτοδεμένη μέσα από μια σειρά διεθνείς δεσμεύσεις. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το σπάσιμό της δε μπορεί να λάβει χώρα μέσα απ’ τα περιοριστικά κανάλια της αστικής πολιτικής και των αστικών θεσμών, αλλά έξω και ενάντια σ’ αυτά.
Υπάρχει και η στάση της αποχής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι μια αυξημένη αποχή του εκλογικού σώματος απ’ τις κάλπες θα απονομιμοποιούσε την επόμενη κυβέρνηση. Μήπως κι εδώ, όπως και παραπάνω, είμαστε σφιχτοδεμένοι με τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες; Υπάρχει πιο απονομιμοποιημένη κυβέρνηση απ’ αυτή του Παπαδήμου; Κι όμως, κι αυτή πέρασε όλους τους καταστροφικούς αντιλαϊκούς νόμους. Τί νόημα έχει η αποχή όταν είναι παθητική, δείγμα αδιαφορίας, απογοήτευσης ή παραίτησης; Τί νόημα έχει η προπαγάνδιση και η προσδοκία για αυξημένη αποχή σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον; Η αποχή έχει πολιτικό βάρος όταν είναι ενεργητική. Δηλαδή, όταν αυτοί που κρατάνε μια τέτοια εκλογική στάση κινούνται ταυτόχρονα δυναμικά στον κοινωνικό χώρο κι ανοίγουν δρόμους, διευρύνουν τα πεδία της ελευθερίας και κατακτούν δικαιώματα. Μια τέτοια αποχή όντως απονομιμοποιεί κυβερνήσεις και συμβάλει στο να ανατραπούν θεσμοί και να πάν στον αγύριστο τα κάθε είδους μνημόνια.
Έτσι κι αλλιώς, οι εκλογές είναι μια μόνο στιγμή του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι. Απείρως μεγαλύτερη βαρύτητα έχει το τι συμβαίνει πριν και μετά απ’ αυτές. Και αν – στη δική μας περίπτωση – το πριν είναι δικό τους, καιρός να κάνουμε (κατά)δικό μας το μετά.
ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ!
Ενεργώς Απέχων
*το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο φύλλο 18 (Μάιος 2012) της παγκρήτιας εφημερίδας δρόμου Άπατρις -Το βρήκαμε στο Intymedia
Αφήστε μια απάντηση