1. Οι βουλευτικές εκλογές της 6 Μάη εξέφρασαν με πρωτοφανή τρόπο την βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική σκηνή. Τα δύο αστικά κόμματα εξουσίας που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία τα τελευταία σαράντα χρόνια έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, ανάλογα μόνο με αυτά που αφορούσαν σε περιόδους ιστορικών πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων. Ειδικά η συντριβή του ΠΑΣΟΚ, στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις εργαζόμενες τάξεις θα βαθύνει τα στοιχεία της πολιτικής κρίσης. Από κοντά και οι μνημονιακοί τους εταίροι ΛΑΟΣ και ΔΗΣΥ.
2. Η αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ανταρσύα, άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) κατέλαβε ένα ποσοστό 27 %, το υψηλότερο από τον εμφύλιο και μετά και 1.700.000 ψήφους. Όμως αποτελεί αρνητικό στοιχείο ότι η βασική κερδισμένη δύναμη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όλη την προηγούμενη περίοδο και ειδικά πριν τις εκλογές υιοθέτησε μία φιλο ΕΕ και φιλο ΟΝΕ στάση, αποφεύγοντας να απαντήσει στα τρομοκρατικά διλήμματα και λειτουργώντας ως ανάχωμα, απέναντι, σε μία ποιο αντισυστημική μετατόπιση. Αντίστοιχα η πολιτική συμμαχία με τους διαφωνούντες του ΠΑΣΟΚ, που όλα τα προηγούμενα χρόνια στήριξαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική τουλάχιστον στην Αττική φαίνεται ότι θα έχει επιπτώσεις και στην διάρθρωση της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ενισχύοντας πιθανά μια σοσιαλδημοκρατική του κατεύθυνση. Έτσι αυτές οι εκλογές παρά τις συνθήκες της οξύτατης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης εξέφρασαν μία αλλαγή των συσχετισμών στην αριστερά και την ενίσχυση των φιλο ΕΕ και φιλο ΟΝΕ δυνάμεων και την καθήλωση των αντι ΕΕ δυνάμεων.
3. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά ότι η ιδεολογική επίδραση πτυχών της κυρίαρχης ιδεολογίας όπως η παραμονή στην ΟΝΕ, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί παρά τις κοινωνικές συνθήκες της κρίσης. Αντανακλά όμως επίσης τις σοβαρές πολιτικές αδυναμίες και υστερήσεις εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν έναν διακηρυκτικά αντισυστημικό λόγο και πρώτα και κύρια του ΚΚΕ. Η πολιτική του καθήλωση σε μία τέτοια συγκυρία, όπου εκτοξεύθηκαν ένα σύνολο αντιμνημονιακών, δεξιών και αριστερών δυνάμεων, η περιχαράκωση του στα αστικά κέντρα, στις εργαζόμενες τάξεις και στις δυναμικές ηλικίες, είναι εν μέρει και αποτέλεσμα της σεκταριστικής και διασπαστικής πολιτικής, της άρνησης κάθε μορφής πολιτικής συνεργασίας και σχέσεις με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς
4. Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι αναντίστοιχο με τη συγκυρία και τις απαιτήσεις της. Είναι γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τριπλασίασε τις επιδόσεις της σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 ενώ εμφανίζει και εξαπλάσια ποσοστά από τις μέσες εκλογικές επιδόσεις της άκρας αριστεράς σε όλες τις εκλογές από το 1974 έως το 2009. Όμως αν συνεκτιμηθεί η κοινωνική συγκυρία, η πολιτική της κατεύθυνση που διακηρυκτικά είχε μαζικά χαρακτηριστικά και μπορούσε να αποτελέσει μία εναλλακτική πολιτική πρόταση τότε το αποτέλεσμα αποτελεί αποτυχία και θα δημιουργήσει πιέσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν κατάφερε να αποκρυσταλλώσει ένα επαρκές τρίτο διακριτό ρεύμα στην αριστερά, λαμβάνοντας υπ όψη και την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο. Υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο, ο εκλογικός νόμος, το ναρκοθετημένο πεδίο των εκλογών, τα ισχυρά διαχρονικά διλήμματα υπέρ του ευρώ, η ιστορική χαμηλή εκλογική απήχηση της άκρας αριστερά, με όλο το φορτίο που παράγει. Ωστόσο, κυρίως αυτό που βαραίνει σε σχέση με ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να υπερβαίνει σημαντικά την επίδοση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να κάνει τη διαφορά, αφορά την ίδια την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ειδικά μετά τις περιφερειακές εκλογές του 2010, όπου αποτυπώθηκε μία σημαντική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέφυγε, να κάνει οποιοδήποτε άνοιγμα, όχι μόνο για να διευρυνθεί πολιτικά, αλλά και για να οικοδομήσει πολιτικές σχέσεις στη βάση, σε επίπεδο συνοικιών, τοπικών πρωτοβουλιών, σωματείων με δυνάμεις, ρεύματα και αντιλήψεις που διαφοροποιούνταν από την δεξιόστροφη πολιτική μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής ήταν η απόρριψη της πολιτικής συνεργασίας με δυνάμεις του ΜΑΑ λίγες μέρες πριν τις εκλογές, παρά την ταύτιση τους με το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γεγονός που επέδρασε αρνητικά α) στην αποδυνάμωση του λόγου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα είχε μεγαλύτερη διεισδυτικότητα σε ένα ευρύτερο λαϊκό ακροατήριο, στο βαθμό θα εκφραζόταν και από ιστορικά στελέχη της αριστεράς, β) εμφανίζοντας την αναξιόπιστη σε σχέση με την πραγματική της πρόθεση για μία ευρύτερη μετωπική πολιτική και να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ για τα αριστερίστικα χαρακτηριστικά της, τη λογική της χαμένης ψήφου κ.λ.π.
Παράλληλα όλο το προηγούμενο διάστημα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να κατευθυνθεί προς τις μάζες με ένα μετωπικό πολιτικό πρόγραμμα, ανάλωσε υπερβολικές δυνάμεις, στους εσωτερικούς συσχετισμούς, τις μικροϊσορροπίες και τους μικροηγεμονισμούς, μεταξύ οργανώσεων, ή και προσώπων και τάσεων εντός των οργανώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη σημαντικότερη περίοδο κοινωνικών αγώνων και κρίσης του πολιτικού συστήματος το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 2011, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ασχολείτο με την Συνδιάσκεψη της με τις γνωστές μεθοδολογίες και αποτελέσματα. Αλλά και οι πολιτικές επιλογές της προεκλογικής περιόδου (όπως η μη συνεργασία με τις δυνάμεις του ΜΑΑ) αλλά και εν μέρει ο τρόπος διεξαγωγής της έφερε τη σφραγίδα των επιδιώξεων, και των ισορροπιών μεταξύ οργανώσεων και των βασικών τους τάσεων.
Ακόμα περισσότερο η απογείωση των τελευταίων ημερών της προεκλογικής περιόδου, περισσότερο βλάπτει μακροπρόθεσμα το εγχείρημα, παρά το βοήθησε. Δεν έλειψε η “επάρκεια και το στρατηγικό βάθος των προγραμματικών απαντήσεων” αλλά το άνοιγμα σε ευρύτερα ακροατήρια που έστω και δημοσκοπικά ασπάζονται τις θέσεις μας (παύση πληρωμών , έξοδος από ΟΝΕ κλπ). Νομίζουμε ότι πολιτικές κατευθύνσεις για την οικοδόμηση του νέου κομμουνιστικού κόμματος, ή ενός νέου κομμουνιστικού φορέα, ή ακόμα χειρότερα η οικοδόμηση σχέσεων και προσωπικής προβολής, μέσω δικτύων διανοουμένων της αριστεράς, όπως φαίνεται και από τα αποτελέσματα είναι μακριά από τις απαιτήσεις της συγκυρίας.
5. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί μία σημαντική πολιτική παρακαταθήκη η οποία πρέπει να ενισχυθεί. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι α) να αναπροσανατολισθεί η πολιτική της κατεύθυνση, σε μία πολιτική συμμαχιών στη βάση, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τις υπαρκτές αντιφάσεις και διαθέσεις ενός σημαντικού δυναμικού που υποστήριξε την αριστερά και στις δύο βασικές της εκδοχές β) να επιχειρήσει να διευρυνθεί, να ενισχύσει την πολιτική δραστηριότητα της και να λειτουργήσει ως αυτό που πραγματικά είναι, ως μέτωπο και όχι ως πρόπλασμα μίας νέας οργάνωσης,.
6. Εκτός από την ενίσχυση της αριστεράς οι εκλογές αυτές κατέγραψαν μία μεγάλη άνοδο της ακροδεξιάς, κάτι που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και ποιο αρνητικά μηνύματα τους. Η τάση αυτή, αποκρυσταλλώνεται κυρίως στο αποτέλεσμα της Χ.Α., αλλά όχι μόνο. Ειδικά, η άνοδος της Χ.Α. με τα ιδιαίτερα φιλοναζιστικά, και τρομοκρατικά χαρακτηριστικά της, πρέπει να μελετηθεί, στο βαθμό που αναπτύσσεται ομοιογενώς σε περιοχές που δεν υπάρχουν μετανάστες και αντανακλά ευρύτερα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, το ρατσισμό, το σεξισμό, τον αντικομμουνισμό, τον ατομισμό και τη ροπή προς τη βία, που αναπτύσσονται σε τμήματα της νεολαίας, των ανέργων και των μικροαστικών στρωμάτων μέσα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα και οξύνονται μέσα στη κρίση. Η αριστερά είτε υποτίμησε αυτές τις τάσεις και την ανάγκη για αντιπαράθεση μαζί τους, είτε επιχείρησε να το κάνει, με τρόπους εξωτερικούς από τις ανάγκες και τις συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών στρωμάτων στα οποία απευθύνεται η ακροδεξιά. Είναι επιτακτική σήμερα η οικοδόμηση ενός μετώπου όλων των δυνάμεων της αριστεράς, αλλά ακόμα και αστικοδημοκρατικών δυνάμεων (ΔΗΜΑΡ, οικολόγοι κ.λ.π.), που με συγκεκριμένο και ενιαίο τρόπο και σε πολιτικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε επίπεδο εργασιακών χώρων και συνοικιών, να αποκαλύπτει τις θέσεις και το ρόλο της ακροδεξιάς να αντιπαρατίθεται σε αυτές, αλλά και να την αντιμετωπίζει και πρακτικά σε κάθε επίπεδο και με κάθε πρόσφορο μέσο.
7. Τα εκλογικά αποτελέσματα σε μία πρώτη φάση φαίνεται να μην δίνουν διέξοδο στο αστικό πολιτικό σύστημα, και να οξύνουν τα στοιχεία πολιτικής κρίσης, κάτι που θα εντείνει και την κοινωνικό οικονομική κρίση. Αναμφίβολα αυτό θα συσπειρώσει τα κέντρα εξουσίας του πολιτικού συστήματος σε ποιο αυταρχικές κατευθύνσεις, ενιοποίησης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, έντασης του αυταρχικού λόγου και πρακτικής, γιατί δεν υπάρχει σήμερα κάποια εναλλακτική διέξοδος κευνσιανού χαρακτήρα παρά μόνο η ένταση της συνολικότερης επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Στο πλαίσιο αυτό είναι πιθανή η επανάληψη, των εκλογών, με ένταση των τρομοκρατικών διλημμάτων. Ωστόσο η γενικότερη συγκυρία είναι τέτοια, που η ρευστότητα θα παραμείνει και θα υπάρξουν σημαντικές δυνατότητες για τις αριστερές αντικαπιταλιστικές τάσεις στο βαθμό που θα αναπτύξουν μία συνεκτική μετωπική πολιτική κυρίως στους κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους και θα αναπτύσσουν κοινές πρακτικές και πολιτικές σχέσεις με άλλες δυνάμεις και τάσεις στο εσωτερικό της αριστεράς.
Αφήστε μια απάντηση