Καθοριστική στιγμή της μεταπολίτευσης, συνιστά η μετάβαση σε αυτή από το προηγούμενο δικτατορικό καθεστώς. Το γεγονός ότι δεν συντελέστηκε κάποια ρήξη, αλλά αντίθετα, μια ομαλή μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο-και μάλιστα μέσω της πολιτικής δύναμης ενός προσώπου- καθόρισε αρκετές από τις μετέπειτα εξελίξεις. Η απουσία ρήξης σε σχέση με τις κοινωνικές δομές, που θα επέτρεπε την ανάπτυξη ριζοσπαστικών αιτημάτων και κινημάτων και το γεγονός ότι το κομματικό σύστημα ήταν αυτό που ανέλαβε την διαχείριση της μετάβασης, είχε δύο σημαντικές συνέπειες. Αφενός τις περιορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που ναι μεν εγκαθίδρυσαν μια προεδρική δημοκρατία αλλά με συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά και ολιγαρχικό χαρακτήρα και αφετέρου, τον πολιτικό αποκλεισμό, με την έννοια ότι η πολιτική ενσωμάτωση δεν μπορούσε να συντελεστεί από την αυθόρμητη δυναμική της κοινωνίας των πολιτών.
Τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα, πέραν του γεγονότος ότι προσεταιρίστηκαν τις προδικτατορικές κοινωνικές και πολιτικές δομές-και εν μέρει τις κοινωνικές και πολιτικές κοινωνικές δυνάμεις που στήριξαν το δικτατορικό καθεστώς-, έγιναν οι αποκλειστικοί φορείς ενσωμάτωσης στο πολιτικό σύστημα. Από μια άποψη-κάτι που διαφαίνεται και στη φράση «Καραμανλής ή τανκς»-συντελέστηκε ένας στρατηγικός συμβιβασμός, σε επίπεδο αντιπροσώπευσης, των αντίπαλων κοινωνικών δυνάμεων που είχαν συγκρουσθεί ήδη κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Με βάση αυτή την υπόθεση, το δύο μεγάλα κόμματα λειτούργησαν εξαρχής ως «κόμματα καρτέλ» αναπαράγοντας το θεμελιώδες έλλειμμα κοινωνικού συμβολαίου που χαρακτήρισε διαχρονικά το ελληνικό κράτος, δημιουργώντας ένα κοινοβουλευτικό σύστημα που κατά κύριο λόγο λειτουργεί ως μηχανισμός «περιορισμού και οριοθέτησης της κυριαρχίας». Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι η έλλειψη νομιμοποίησης αυτού του μηχανισμού και η διαμόρφωση ενός εξωθεσμικού συμβολαίου που θα παράσχει νομιμοποίηση, με τις μορφές του λαϊκισμού και του πελατειακού συστήματος. Η διαφορά ως προς το παλιό πελατειακό σύστημα έγκειται στο γεγονός ότι αυτό, άρχισε να προσλαμβάνει γραφειοκρατικό μαζικό χαρακτήρα.
Παρά το γεγονός ότι η φιλελευθεροποίηση, ο εκδημοκρατισμός και η δημιουργία ενός κράτους δικαίου, αποτελούν τις θετικές στιγμές της μεταπολίτευσης και οι οποίες εγγράφονται στην γενικότερη τάση κυριαρχίας της πολιτικής στο χώρο της νότιας Ευρώπης πρέπει να επισημανθεί ότι όλα αυτά αποτελούν παραχωρήσεις της εξουσίας και όχι πολιτικές που πηγάζουν από κοινωνικά αιτήματα. Ταυτόχρονα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΚ, λειτούργησε ως ενισχυτικός παράγοντας αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος και τη δημιουργία προνοιακών θεσμών, γεγονός που ενέτεινε την κοινωνική κινητικότητα και προκάλεσε την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Κατά την δεκαετία του 1980 και στα πλαίσια του διαρκούς ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας προς την ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά, το κεϋνσιανό μοντέλο ρύθμισης βρίσκεται σε κρίση, ενώ από την δεκαετία του 1990, συντελείται η κυριαρχία της οικονομίας στην πολιτική σφαίρα και οι νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις.
Αν η κοινωνική κινητικότητα και η πολιτική ενσωμάτωση υπήρξαν καθοριστικά στοιχεία για τη διαμόρφωση μιας μεσαίας τάξης που επεδίωκε την ευημερία και ήταν ο κύριος πελάτης των δύο μεγάλων κομμάτων, ταυτόχρονα, η διαπλοκή πολιτικής και κρατικοδίαιτης οικονομικής ελίτ, διαμόρφωσε μια νέα τάξη πραγμάτων. Ο έλεγχος των ΜΜΕ από μία μερίδα κεφαλαιοκρατών και η αυξημένη επιρροή τους στο ευρύ κοινό, καθιστούν την τέταρτη εξουσία και τους ιδιοκτήτες της ισότιμο- αν όχι ισχυρότερο-κέντρο εξουσίας.
Η υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού από την οικονομική ολιγαρχία κατά την δεκαετία του 2000, η πλήρης μετατροπή των δύο μεγάλων κομμάτων σε «κόμματα καρτέλ», σε συνδυασμό με την ένταξη στην ΟΝΕ και την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών στα πλαίσια της περαιτέρω φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, αλλά και η αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είχαν ως αποτέλεσμα την σταδιακή ακύρωση του εξωθεσμικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης. Αυτό έγινε δυνατό, αφενός λόγω της δυναμικής των ΜΜΕ, στο να εκβιάζουν την κοινωνική συναίνεση και νομιμοποίηση του κομματικού συστήματος, ταυτόχρονα με την συρρίκνωση των παραδοσιακών μηχανισμών νομιμοποίησης και της λαϊκής επιρροής, αλλά και την γενικευμένη από-επένδυση της πολιτικής. Ένα από τα στοιχεία του νέου μοντέλου διακυβέρνησης που δρομολογούν τα δύο μεγάλα κόμματα κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, είναι το συναινετικό μοντέλο πολιτικής διαχείρισης που αφενός παρακάμπτει τις κοινωνικο-οικονομικές αντιπαραθέσεις και αφετέρου, επιχειρεί την νομιμοποίησή του, με την μετατροπή του αιτήματος για εκσυγχρονισμό σε ιδεολόγημα.
Εντούτοις, το περιεχόμενο της έννοιας του εκσυγχρονισμού, καθίσταται αβέβαιο, χωρίς την διασάφηση του αντικειμένου και των μέσων. Οι υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού, ως διαδικασίας ενσωμάτωσης του φιλελεύθερου ορθολογικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, θεωρούν ότι η στασιμότητα της ελληνικής κοινωνίας οφείλεται στο υπερτροφικό κράτος και στην απουσία μιας ισχυρής κοινωνίας των πολιτών. Εντούτοις, και οι δύο αυτές διαπιστώσεις λειτουργούν στερεοτυπικά δεδομένου ότι αφενός ταυτίζουν το κράτος με τον διοικητικό μηχανισμό και αφετέρου παρακάμπτουν το γεγονός των άτυπων μορφών συμμετοχής που εκδηλώνονται στο μικροεπίπεδο, ενώ εντάσσουν και τα δύο σκέλη στο ερμηνευτικό σχήμα της κομματοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων. Εντούτοις, αυτά τα φαινόμενα εκδηλώνονται με μια σχετικότητα που είναι συνάρτηση της ιστορικής στιγμής, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, μορφοποιούνται στη διαλεκτική σχέση παραδοσιακού-σύγχρονου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η διαπλοκή κράτους-πολιτικής-οικονομίας-κοινωνίας κατά την μεταπολίτευση, μπορεί να ειδωθεί από-ηθικοποιημένα, ώστε να εκλάβει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της που την καθιστούν μοναδική. Το όλο σύστημα πιθανόν δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε ισορροπία ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του συμπτώματα.
Ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής εμπειρίας είναι το ζήτημα του γηγενούς πολιτισμού που υποτίθεται ότι προβάλλει αντίσταση στις εκσυγχρονιστικές κανονιστικές ρυθμίσεις δυτικού τύπου, η οποία και δημιουργεί έναν «άναρχο ατομικισμό» Σαφώς εδώ προβάλλεται ένα άλλο στερεότυπο, δεδομένου ότι, άτομα φορείς της κοινωνικοποίησης του ελληνικού πολιτισμού, σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, αναπτύσσουν ιδιαίτερα επιτυχημένες στρατηγικές επιβίωσης. Και επιπλέον, η συνύπαρξη παράδοσης και σύγχρονου έχει παραγάγει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες λύσεις. Άρα, το διακύβευμα θα ήταν η αναζήτηση ενός εκσυγχρονισμού των πολιτισμικών δομών και όχι η επιβολή ενός διαφορετικού πολιτισμικού μοντέλου που κρύβει ένα πλήθος παραδοχών και έναντι του οποίου είναι φυσικό να υπάρχει αντίσταση.
Τα πρόσφατα γεγονότα της χρεοκοπίας της χώρας και της εφαρμογής του προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών με τη παρουσία του ΔΝΤ, που στηρίζεται από τον δικομματισμό και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, με την ταυτόχρονη αντίσταση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, φέρνουν στην επιφάνεια τις εγγενείς συγκρούσεις, στη βάση των οποίων αρθρώθηκε η μεταπολίτευση. Η σύγκρουση παραδοσιακού-σύγχρονου, αντίστασης-εκσυγχρονισμού, ορθολογισμού-«ανορθολογισμού», πολιτικής ελίτ-κοινωνικών ομάδων με ελλιπή εκπροσώπηση, οικονομίας-κοινωνίας, εθνικού-υπερεθνικού και χαμηλών με τα ανώτερα στρώματα, αποτελούν όψεις που συνθέτουν αυτό το φαινόμενο. Ταυτόχρονα, η χρεοκοπία, που σηματοδοτεί την κατάρρευση του εξωθεσμικού μοντέλου κοινωνικής συναίνεσης, στο οποίο στηρίχτηκε η μεταπολίτευση, απελευθερώνει την δυναμική της κοινωνίας των πολιτών που εκλαμβάνει ποικίλες μορφές θεσμικής και άτυπης μορφής συγκρότησης προς μια αμεσοδημοκρατική κατεύθυνση.
Η πολιτική κινητικότητα που αναδεικνύουν οι πρόσφατες εκλογές, με την κατάρρευση του δικομματισμού, σηματοδοτεί, όχι μόνο το τυπικό τέλος της μεταπολίτευσης, αλλά και το τέλος της κυριαρχίας εκείνων των ομάδων συμφερόντων που λειτούργησαν-τουλάχιστον από τον εμφύλιο και μετά-,ως ιδιοκτήτες της «ψευδεπίγραφης Ελληνικής Δημοκρατίας».
Σουλτάνης Γρ.
(http://moriasegkomion.blogspot.com)
Αφήστε μια απάντηση