Ο «γόρδιος δεσμός» του ευρώ και η Αριστερά που επιχειρεί να τον λύσει

Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών της 17ης Ιουνίου και τι είδους κυβέρνηση θα προκύψει, η συνολική πολιτική αντιπαράθεση δείχνει να περιστρέφεται γύρω από τα διλήμματα περί παραμονής ή όχι της χώρας στο ευρώ και κατ΄ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η καταγγελία ή η ακύρωση του μνημονίου σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα  θα σημάνει αυτομάτως και την έξοδο της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα. Εντούτοις ποιος  πολιτικός εκπρόσωπος του «μπλοκ του μνημονίου» μπορεί να δώσει τη ρητή διαβεβαίωση ότι με μια κεντροδεξιά κυβέρνηση ή με κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ  εξασφαλίζεται η παραμονή της χώρας στο ευρώ; Η πρόθεση ασφαλώς είναι δεδομένη γι αυτό ακόμη και η απλές αναφορές σε μια στρατηγική εξόδου από το ευρώ αποτελούν βλασφημία για το εκδοτικό και πολιτικό κατεστημένο. Πέρα από τους όρκους πίστεως ωστόσο στο κοινό νόμισμα  και  την ΕΕ  ως κοινό «σπίτι των λαών» η Αριστερά στην εκδοχή της που λογίζεται ως εν «αναμονή κυβέρνηση» ίσως θα έπρεπε να διασαφηνίσει  για ποιους λόγους το ευρώ  εξυπηρετεί σήμερα τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες και έχει αναχθεί σε θέμα ταμπού τόσο για το ΣΥΡΙΖΑ όσο και για τη ΔΗΜΑΡ;  Υπάρχει σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο για την επόμενη μέρα και στ’  αλήθεια πως και υπέρ ποίων μπορεί να λυθεί το ζήτημα του ευρώ αν δε λυθεί παράλληλα και το ζήτημα εξουσίας με όποιες αντανακλάσεις έχει αυτό σε επίπεδο κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων;

Του Μάκη Γεωργιάδη

Ένα ακόμη κυρίαρχο ιδεολόγημα των ημερών είναι η περιβόητη «ανάπτυξη». Από κοντά έρχεται και η «αλλαγή που διαδραματίζεται στην Ευρώπη», η  «απομόνωση της καγκελαρίου Μέρκελ», η προοπτική των «αναπτυξιακών ευρωομολόγων» και πολλές ακόμη τέτοιου τύπου φράσεις, επιχειρήματα και συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για να τροφοδοτούν την αντιπαράθεση στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά από την άλλη μεριά είναι παντελώς άχρηστα για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από τον κόσμο της εργασίας, ενώ είναι επί της ουσίας άσχετα με την πραγματική ουσία της υπόθεσης.

Οι πολλαπλές όψεις της κρίσης

Η ουσία δεν εντοπίζεται παρά στο ζήτημα της κρίσης του ίδιου του καπιταλισμού. Κα η κρίση αυτή είναι δομική και δεν εντοπίζεται μονοσήμαντα στην σοβαρή ασφαλώς, αντανάκλαση της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εντοπίζεται τόσο στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, αλλά και ως αντίφαση ως κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων τα οποία δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να αποδώσουν τα ανάλογα κέρδη επενδυόμενα στην παραγωγή και τη ζωντανή εργασία. Παράλληλα με αυτήν την πρωτοφανή κρίση σε πλήρη εξέλιξη είναι ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και η αναδιάταξη των στρατηγικών τους προσανατολισμών. Συνεπώς το πρόβλημα έχει πολλές διαστάσεις οι οποίες συμπλέκονται στο επίπεδο της οικονομίας για να καθορίσουν στο τέλος και την ίδια την πολιτική. Αν κάποιος παραβλέψει τέτοιες κρίσιμες παραμέτρους είναι σίγουρο ότι θα οδηγηθεί, το λιγότερο, σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και συνακόλουθα απαντήσεις. Αν βεβαίως έχει την πρόθεση να δώσει απαντήσεις. Γιατί λοιπόν να είναι κρίσιμο ζήτημα η σωτηρία του ευρώ; Ο ίδιος ο Α. Τσίπρας από το Βερολίνο στις 22 Μάιου, υποστήριξε πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα όχι μόνο δεν θα θέσει σε κίνδυνο το ευρώ αλλά ούτε λίγο ούτε πολύ θα αποτελέσει και κρίσιμο παράγοντα για τη σωτηρία του καθώς στην καταστροφή οδηγού οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού και της δογματικής λιτότητας. Είναι αληθές και  το υποστηρίζουν και πολλοί διάσημοι οικονομολόγοι ότι η νομισματική ένωση της ΕΕ κινδυνεύει θανάσιμα από την πολιτική της λιτότητας και της γερμανικής οπτικής των πραγμάτων. Γιατί όμως να αποτελέσει η Αριστερά  τη σανίδα σωτηρίας του ευρώ;  Γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν θετική εξέλιξη για τον ελληνικό λαό και ειδικότερα για την εργατική τάξη της χώρας; Μήπως επειδή θα δοθεί έμφαση στην  περιβόητη «ανάπτυξη»;  Ακόμη μια χίμαιρα την οποία με ευκολία αναπαράγουν, οι ηγεμονικές πλέον, δυνάμεις της Αριστεράς. Όπως επισημαίνουν ακόμη και νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί όπως ο Α. Ανδριανόπουλος η «ανάπτυξη» από μόνη της δε λέει τίποτα. Είναι κενό γράμμα. Υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές που μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη. Πρακτικά αυτό φυσικά σημαίνει ότι Μέρκελ και Ολάντ δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο την έννοια της ανάπτυξης όπως αναπαράγεται  συστηματικά στην Ελλάδα. Ειδικά σε ότι αφορά την πολιτική της Γερμανίας η λιτότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι οποιουδήποτε προγράμματος εξυγίανσης. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Γερμανοί και το σχέδιο που υπάρχει στο μνημόνιο ή αποτελεί παράγωγο αυτού αποσκοπούν στην ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων στην Ελλάδα από τους οποίους φυσικά θα επωφεληθούν οι ίδιοι και οι πολυεθνικοί τους

Τριγμοί στο ευρώ με την Ελλάδα σε δεύτερο πλάνο

Το κυρίαρχο ζήτημα ωστόσο εξακολουθεί  να περιστρέφεται γύρω από το ευρώ. Το ερώτημα λοιπόν που κατά προτεραιότητα πρέπει να απαντηθεί είναι ποιόν και σε ποιο βαθμό εξυπηρετεί τόσο η λειτουργία του ως κοινό νόμισμα όσο και αν παραμείνει τελικώς η Ελλάδα σε αυτό. Η δόμηση ενός ενιαίου νομίσματος σε μια γεωγραφική περιφέρεια εξ ορισμού ανομοιογενή, με σημαντικές αποκλίσεις σε επίπεδο παραγωγής, ανταγωνιστικότητας και εξαγωγικών δυνατοτήτων ή τεχνολογικών καινοτομιών με την παράλληλη έλλειψη ενιαίας πολιτικής, οικονομικής αλλά και πολιτισμικής συγκρότησης κάνει εκ των πραγμάτων δύσκολη μια τέτοια αποσπασματική και επί μέρους ενοποίηση ως προς το νομισματικό σκέλος. Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι το ευρώ, αλλά και άλλα νομίσματα, αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο κοινωνικές σχέσεις και συσχετισμό δυνάμεων πάνω στη βασική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας. Η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος εξέφραζε και εξακολουθεί να εκφράζει την κυριαρχία των πλέον δυναμικών αστικών τάξεων και εν γένει του ευρωπαϊκού κεφαλαίου οι οποίες νέμονται την οικονομική ισχύ εντός και εκτός συνόρων της ΕΕ και κατέχουν ασφαλώς και την πολιτική πρωτοκαθεδρία. Πολιτική πρωτοκαθεδρία η οποία αποτυπώνεται είτε μέσω της κυριαρχίας παλαιότερα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τα τελευταία χρόνια μέσω της κυριαρχίας των συντηρητικών και ακραίων φιλελεύθερων.  Πρακτικά αυτό σημαίνει αφενός ότι η «αλλαγή» για την οποία πολλοί κάνουν λόγο εντός και εκτός συνόρων  κυρίως λόγω της εκλογής Ολάντ και των ηττών της Μέρκελ σε περιφερειακές εκλογές, δεν μπορεί να έχει μακρινό και αξιόπιστο ορίζοντα. Αλλαγή εγκλωβισμένη μεταξύ νεοφιλελεύθερης Σκύλλας και σοσιαλδημοκρατικής Χάρυβδης δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για τους εργαζόμενους από τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι αναλυτές παραδέχονται ότι η κρίση είναι δομική και σε πανευρωπαϊκό και κατ΄ επέκταση παγκόσμιο επίπεδο. Αφετέρου τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης ενισχύουν ασφαλώς τις ισχυρότερες ολιγαρχίες της Ευρώπης με προεξάρχουσα τη γερμανική και τους δορυφόρους της. Ακόμη και η περιβόητη «ανάπτυξη» να επιτευχθεί επί των κοινωνικών ερειπίων στις χώρες της περιφέρειας και κυρίως στο νότο δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα καθώς θα είναι αναιμική, μικρής χρονικής διάρκειας και πάντα υπό την απειλή μιας νέας ακόμη βαθύτερης και καταστροφικότερης κρίσης εξαιτίας ακριβώς των ενδογενών αντιφάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής που έχουν καταστεί πλέον  τρομακτικά αδιέξοδα.

Στην παρούσα φάση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι όντως το ευρώ και η ευρωζώνη αποτελούν τον αδύναμο κρίκο στον οποίο έχουν βάλει στο στόχαστρο οι περιβόητες «αγορές». Η Ελλάδα σε αυτόν τον κρίκο αποτελεί όντως την πλέον ευάλωτη περιοχή, δεν μπορεί όμως από μόνη της να καθορίσει λόγω μεγέθους τις εξελίξεις. Ωστόσο η κρίση του ευρώ υφίσταται πέρα και έξω από αυτό καθαυτό το πρόβλημα της Ελλάδας. Η διάσωση της Ελλάδας βεβαίως αποδεικνύεται ιδιαίτερα δαπανηρή για τις αντιλήψεις .των κυρίαρχων ευρωπαϊκών ελίτ, η διάσωση ωστόσο συνολικά του ευρώ είναι ουσιαστικά απλησίαστη με τα σημερινά δεδομένα. Η πληγωμένη αξιοπιστία του νομίσματος  στις «αγορές» δίνει ήδη εμφανή σημάδια  ενός bank run  σε πανευρωπαϊκό επίπεδο  και μάλιστα εδώ και αρκετό καιρό. Γεγονότα τα  οποία μάλλον ισχυροποιούν παρά κλονίζουν τις εκτιμήσεις πολλών αγγλοσαξόνων μελετητών, οικονομολόγων ή ουδέτερων παρατηρητών που μιλούν για τη διάλυση του ευρώ σαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να εξεταστούν και οι στρατηγικές επιλογές του γερμανικού κεφαλαίου. Η επέκταση προς Ανατολάς η οποία επιτεύχθηκε και με την ένταξη στην ΕΕ χωρών δορυφόρων ή και πολιτικών υποχειρίων της Γερμανίας από το πρώην Ανατολικό μπλόκ και η στρατηγικής σημασίας προσέγγιση μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας με επίκεντρο τα ενεργειακά, δείχνει και πιθανές μελλοντικές εξελίξεις. Ίσως μετά την εποχή του ευρώ αν τελικά κριθεί σκόπιμο ότι η διάλυσή του συμφέρει πολύ περισσότερο από τη διατήρησή του.

Απάντηση με ποια πολιτική;

Η παραδοχή με την οποία προσεγγίζει το ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τουλάχιστον προβληματική στο μέτρο που κανείς πιστεύει ότι μπορεί να ακυρώσει ή να καταγγείλει το μνημόνιο και παράλληλα να μείνει στη νομισματική ένωση θεωρώντας ότι το κόστος της αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ θα ήταν δυσβάσταχτο για τους υπόλοιπους εταίρους.  Σίγουρα το ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί μονομερώς ως αμιγώς οικονομικό. Ενδεχόμενο  αποπομπής της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως οικονομικό σε αυτήν την περίπτωση. Αφενός γιατί η θωράκιση των υπολοίπων και κυρίως των τραπεζών τους που απειλούνται άμεσα από μια ελληνική κατάρρευση, είναι πλέον πολύ μεγαλύτερη και το χρέος είναι διακρατικό, αφετέρου εάν αυτός ο στόχος επιτευχθεί και ακυρωθεί το μνημόνιο με παράλληλη πολιτική απόφαση στήριξης στην Ελλάδα μέσα στο ευρώ, θα φέρει μια σειρά  από χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία ή η Ισπανία να απαιτήσουν την ίδια αντιμετώπιση. Από μια άλλη άποψη συναίνεση της καγκελαρίου Μέρκελ και αποδοχή αυτού του αιτήματος με μια πολιτική απόφαση σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον. Πόσες πιθανότητες συγκεντρώνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Τι είδους συσχετισμός έχει ανατραπεί στη Γερμανία που θα  μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοια απόφαση; Η μήπως θεωρούμε ότι κάθε καγκελάριος ή πρωθυπουργός  ειδικά στις σημερινές συνθήκες αποφασίζει και κινείται αυτόνομα χωρίς να εκφράζει την κάθε εθνική ολιγαρχία και τις στρατηγικές της επιλογές; Επειδή οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα είναι σχεδόν αυτονόητες και η επανάκαμψη της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής λόγος  αισιοδοξίας για τις θρυλημένες «αλλαγές» καθώς εδώ και δεκαετίες πια δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος που στην άλλη πλευρά έχει τους νεοφιλελεύθερους, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Υπό αυτό το πρίσμα μονο απλός εκφοβισμός ή προπαγάνδα δεν είναι  τα όσα ακούγονται για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και τα όσα μεταδίδει το Ρώυτερς από το Γιουρογκρούπ της 23ης Μαίου όπου αποφασίστηκε να εκπονηθούν σχέδια έκτακτης ανάγκης για το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το Ευρώ. Το ζήτημα ωστόσο που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα είναι γιατί να φοβίζει αυτό το ενδεχόμενο τον Έλληνα εργαζόμενο; Γιατί η εμμονή και του ΣΥΡΙΖΑ  και οι διαβεβαιώσεις για παραμονή στην ευρωζώνη;

Είναι εμφανές ότι τέτοια αντίληψη των πραγμάτων η οποία δεν έχει  ούτε στο ελάχιστο κατεύθυνση ρήξης και σύγκρουσης με την ΕΕ οδηγεί σε αντιφάσεις. Χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό απεμπλοκής όχι μόνο από τα μνημόνια, αλλά από όλο το πλέγμα των θεσμών και των δεσμών της ΕΕ οδηγεί σε ανώμαλες προσγειώσεις. Η εμμονή δε στο ευρώ όταν τίθεται ως απάντηση στο κυρίαρχο δίλημμα οδηγεί σχεδόν νομοτελειακά και στη σταδιακή αποδοχή των μνημονίων και του «λιγότερου κακού» από τη  στιγμή που οι συσχετισμοί σε εσωτερικό επίπεδο αλλά και πανευρωπαϊκά είναι αρνητικοί. Η αποδοχή του ευρώ πολιτικά, οικονομικά και φιλοσοφικά είναι επί της ουσίας και η αποδοχή της κυριαρχίας της ελληνικής ολιγαρχίας, ακόμη κι αν σχηματιστεί η περιβόητη «κυβέρνηση της Αριστεράς». Πρακτικά αυτό σημαίνει πως οι κυρίαρχες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ ούτε έθεσαν, ούτε προτίθενται να θέσουν ζήτημα εξουσίας ενώ υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικές προϋποθέσεις για την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Οι προϋποθέσεις αυτές ασφαλώς δεν εκπληρώνονται από τα εκλογικά και μόνο αποτελέσματα, αλλά είναι ικανές να δημιουργηθούν στα συνδικάτα, στο μαζικό εργατικό και φοιτητικό κίνημα, στις γειτονιές και την κοινωνία εν γένει. Εκεί  όπου πραγματικά υπάρχει το έδαφος για την κοινή δράση της Αριστεράς για την οποία πολύς λόγος γίνεται αλλά την οποία δεν επιδίωξαν ποτέ επί της ουσίας και με αποφασιστικό τρόπο τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΚΕ. Σε αυτό το πεδίο ευνοείται και καλλιεργεί τις συμμαχίες της η όποια Αριστερά και όχι μόνο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η οικοδόμηση ενός μαχητικού κινήματος αμφισβήτησης και η ανάπτυξη των αγώνων θα ήταν τα στοιχεία εκείνα που θα ήταν ικανά να τροφοδοτήσουν τα εγχειρήματα  της Αριστερής κυβέρνησης και να σταθούν σθεναρά στο πλάι της σε οποιαδήποτε ρήξη επιχειρούσε. Αντιθέτως τα στοιχεία αυτά βρίσκονται στο περιθώριο της αντίληψης των επίδοξων κυβερνητών.

Βεβαίως το ζήτημα εκφεύγει ακόμη και από το δίλημμα ευρώ ή δραχμή από τη στιγμή που η κοινωνία απειλείται με πραγματικό ολοκαύτωμα. Το ευρώ εξέφρασε μια στρατηγική επιλογή της ελληνικής ολιγαρχίας για ενίσχυση της θέσης τόσο στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ένωσης όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Κανείς από τους εργαζόμενους δεν ρωτήθηκε στην τότε «ισχυρή Ελλάδα» για την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ. Όπως δεν θα ρωτηθεί και σε περίπτωση εξόδου. Εάν μπαίνει ένα ζήτημα για εθνικό νόμισμα δεν μπαίνει από κάποιον δογματικό αριστερισμό ή από τη σκοπιά του εθνικού απομονωτισμού. Μπαίνει υπό το πρίσμα της προάσπισης των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, από τη σκοπιά της προετοιμασίας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και κυρίως από την άποψη της αντανάκλασης της συνολικής ανατροπής της αστικής κυριαρχίας ως κομβικό ζήτημα το οποίο αποτυπώνεται και στο νομισματικό ζήτημα. Είναι ανούσιο να υπερασπίζεται κανείς τη δραχμή εάν δεν υπάρχουν οι όροι της αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών και της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας καθώς εάν τα πράγματα παραμείνουν ως  έχουν και πάλι ευνοημένη από  μια επιστροφή στο παρελθόν θα είναι η ολιγαρχία.

Τι είδους πάλη για ανατροπή μπορεί να γίνει μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και μάλιστα με το ευρώ να έχει αναχθεί σε «ιερό τοτέμ»; Αυτό που ίσως έχει αξία είναι η προετοιμασία του κόσμου και η συσπείρωση για την αντιμετώπιση του «κινδύνου» της εξόδου και μάλιστα με τους δυσμενείς όρους που θα επιφέρει αυτή εάν συντελεστεί με την ισχύ και τον τσαμπουκά των ισχυρών του κεφαλαίου, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο. Κάθε άλλο μάλιστα. Το θέμα είναι πως η Αριστερά που προσπαθεί να λύσει το «γόρδιο δεσμό» και να σώσει μάλιστα το ευρώ δεν αντιλαμβάνεται πως βαδίζει σε έναν λαβύρινθο που στο κέντρο του την περιμένει με ανοιχτές αγκάλες  ο αδηφάγος Μινώταυρος της καπιταλιστικής κρίσης. Η αναγκαιότητα που προκύπτει είναι να αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για έναν ολόκληρο λαό  πριν καταλήξουν παρέα βορά στο θηρίο…

Μ. Γ.

XXIII – V – 2012

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *