Πραγματοποιήθηκε σήμερα η έναρξη της Διημερίδας που οργανώνει ο “Ομιλος για τη Μελέτη της Ιστορίας και της Κοινωνίας” (ΟΜΙΚ) με θέμα: “Η Ιστορία της μισθωτής εργασίας και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα: διερευνόντας μαρξιστικές οπτικές στην εποχή μας”.
Παραθέτουμε σε ηχητική μορφή της εισηγήσεις που έγιναν.
• Κώστας Γαλανόπουλος, υπ. διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Πάντειο Πανεπιστήμιο, «”Τυφέκιον άνευ φυσεκίου”: επαναστατικός συνδικαλισμός και μαρξισμός στο πρώιμο σοσιαλιστικό κίνημα του ελλαδικού χώρου»
. Σταμάτης Λιαδάκης. υπ. διδάκτορας Πάντειο Πανεπιστήμιο, «Οι διασπάσεις στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα την περίοδο του Μεσοπολέμου: γεγονότα και συμπεριφορές στον Πειραιά».
• Μανόλης Αρκολάκης, διδάσκων ΕΑΠ, «Οι εργασιακές σχέσεις στο χώρο του κινηματογραφικού θεάματος κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου»
• Κώστας Παλούκης, υπ. διδάκτορας Παν. Ρεθύμνου, «Το ιστοριογραφικό έργο του Δ. Λιβιεράτου για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου».
(Αύριο θα έχουμε σε βίντεο αποσπάσματα από αυτή την εκδήλωση. Δυστυχώς σήμερα αντιμετωπίσαμε τεχνικό πρόβλημα με την βιντεοκάμερα μας).
Η εισήγηση του ερευνητή-συγγραφέα για εργατικά ζητήματα Βασίλη Μηνακάκη:
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Α. Τα συνδικάτα είναι ενώσεις μισθωτών εγαζομένων με στόχο την αποτελεσματική προάσπιση των συμφερόντων τους. Ως συλλογικές μορφές συσπείρωσης και πάλης, προέκυψαν όταν συνειδητοποιήθηκαν μαζικά μερικά βασικά χαρακτηριστικά της σχέσης μισθωτής εκμετάλλευσης:
Πρώτον ότι, με την επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ως κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, η μοίρα του μισθωτού εργάτη είναι αυτή του πωλητή εργατικής δύναμης στον κάτοχο μέσων παραγωγής. Ότι αυτή η μοίρα καθορίζει την προοπτική ζωής του και είναι κοινή με των συναδέλφων του, είτε αυτοί εργάζονται στον ίδιο εργοδότη είτε όχι. Όταν, δηλαδή αναπτύχθηκαν η αυτοσυνείδηση της ιδιαίτερης ταξικής θέσης. του ταξικού συμφέροντος και ιδίως του συλλογικού ταξικού συμφέροντος, το οποίο αντιπαρατίθεται στο συμφέρον των κεφαλαιοκρατών.
Δεύτερον, όταν συνειδητοποιήθηκε ότι η μισθωτή σχέση, αν και τυπικά ελεύθερη, είναι ουσιαστικά ανελεύθερη αν και τυπικά ισότιμη, είναι κατ’ ουσία ανισότιμη, μιας και η ισχύς με την οποία προσέρχονται στην «αγορά εργασίας» -τουτέστιν διενεργείται η αγοραπωλησία του εμπορεύματος εργατική δύναμη- ο μισθωτός εργάτης και ο εργοδότης είναι ανισότιμη. Συνειδητοποιήθηκε, κατά συνέπεια, ότι η συλλογική στάση απέναντι στον εργοδότη και το αστικό κράτος έχει μεγαλύτερη ισχύ από την ατομική. Βεβαίως αυτό δεν εξαφάνισε -ούτε θα εξαφανίσει- την ατομική διαπραγμάτευση, ακόμη κι από εργαζόμενους-μέλη των συνδικάτων, που προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια καλύτερη αμοιβή ή τη μη απόλυση διά μέσου της ατομικής συνδιαλλαγής και υποταγής στην εργοδοσία.
Β. Τα συνδικάτα υπόκειται στα χαρακτηριστικά της μισθωτής σχέσης εκμετάλλευσης και «παρακολουθούν» την εξέλιξή της, καθώς και την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Δεν είναι -δεν μπορούν να είναι- στατικές κι άκαμπτες μορφές σε καμιά από τις πλευρές που συνθέτουν την ύπαρξη και το ρόλο τους.
Ποιες, όμως, είναι αυτές οι πλευρές, του συνθέτουν την έννοια συνδικάτο;
Καταρχήν, η έννοια συνδικάτο παραπέμπει σε συλλόγικότητα εργαζομένων που παρέχουν εξαρτημένη μισθωτή εργασία. Αρα το συνδικάτο εμπερικλείει -οφείλει να εμπερικλείει- μια τοποθέτηση πάνω σε αυτή καθαυτή τη μισθωτή σχέση απόσπασης υπεραξίας, την «καταστατική» σχέση της μισθωτής εργασία στον καπιταλισμό. Μια τοποθέτηση ειδική -απέναντι στον συγκεκριμένο εργοδότη-, αλλά και συνολική, απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα, στο κράτος που το υπηρετεί και στους εθνικούς και διεθνικούς πυλώνες του.
Δεύτερον, το συνδικάτο οφείλει, στο περιεχόμενο και τη δράση του να περιέχει μια τοποθέτηση όχι μόνο για την έννοια αλλά και για τους όρους αγοραπωλησίας του εμπορεύματος εργατική δύναμη: το μισθό (ύψος και τρόπος απόκτησης), το χρόνο εργασίας (διάρκεια και ελαστική ή μη διευθέτησή του), τη σταθερότητα της εργασίας (ανεργία, εξωτερική ελαστικοποίηση, εκ περιτροπής εργασία, μπλοκάκι), τη σχέση με τα μέσα εργασίας (μηχανές), την ένταση και το ρυθμό εργασίας, τη σχέση με τους άλλους εργάτες, τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας.
Τρίτον, το συνδικάτο οφείλει να περιέχει μια τοποθέτηση για το περιεχόμενο της εργασίας (μονότονη ή δημιουργική, αποξενωτική ή όχι), για τους σκοπούς της (αν παράγει χρήσιμα ή όχι εμπορεύματα για την κοινωνία), για την εξουσιαστική σχέση εργάτη-εργοδότη εντός της παραγωγικής διαδικασίας.
Τέλος, το συνδικάτο οφείλει να έχει μια τοποθέτηση πάνω σε ζητήματα που αφορούν τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης: την παιδεία (ή αλλιώς τη διαμόρφωση των ικανοτήτων του εμπορεύματος εργατική δύναμη), την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, το περιβάλλον το δημόσιο χώρο και την κατοικία, τα δημόσια αγαθά (νερό, ενέργεια, μεταφορές επικοινωνίες κ.λπ.).
Πέρα, όμως, από τις κατευθύνσεις δράσης, η έννοια συνδικάτο συντίθεται και από άλλα τρία καίρια στοιχεία:
1. Τη βάση συγκρότησης: Είναι το κοινό επάγγελμα (ομοιοεπαγγελματικό συνδικάτο), ο κοινός χώρος δουλειάς (εργασιακό συνδικάτο) ή ο κλάδος παραγωγής (κλαδικό συνδικάτο).
2. Τον τρόπο λειτουργίας και τις μορφές διεκδίκησης. Ποια είναι η εσωτερική ζωή του συνδικάτου που οικοδομεί τα μέλη του, οι σχέσης βάσης-ηγεσίας; Πώς λαμβάνονται αποφάσεις; Τί μορφές πάλης υιοθετούνται;
3. Τη σχέση τους με τη συνολική κοινωνική και πολιτική πάλη, με το αστικό κράτος, τους υπερεθνικούς αστικούς θεσμούς, τα κόμματα.
Στο σύνολο τους όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την έννοια συνδικάτο εξελίχθηκαν υπό την επίδραση ενός κομβικού διχασμού. Του διχασμού ανάμεσα στις τάσεις που εξέφραζαν με ιστορικά συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο τη ρήξη με τα αστικά συμφέροντα, τη διεκδίκηση λύσεων για τα εργατικά προβλήματα σε αντιπαράθεση με το αστικό καθεστώς, και στις τάσεις που εξέφραζαν τη συνδιαλλαγή με τα αστικά συμφέροντα, τη διεκδίκηση λύσεων με λογικές «συνεννόησης» με τον εργοδότη και το αστικό καθεστώς. Του διχασμού, δηλαδή, ανάμεσα στις τάσεις που έφερναν στο προσκήνιο το ρόλο της μισθωτής εργασίας ως αξίας χρήσης, ως παραγωγού νέων αξιών χρήσης, και σε εκείνες που έφερναν στο προσκήνιο το ρόλο της ως εμπορεύματος, ως ανταλλακτικής αξίας.
Γ. Τα πρώτα βήματα των συνδικάτων έγιναν όταν ο καπιταλισμός πέρασε από τη φάση της μικρής βιοτεχνικής παραγωγής σ’ εκείνη της μεγάλης βιομηχανίας και της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Στην Ελλάδα αυτό το πέρασμα είχε ως κοιτίδες τη Σύρο, το Βόλο. τη ναυτιλία -τους χώρους όπου διαμορφώθηκαν τέτοιες ανερχόμενες καπιταλιστικες δυνάμεις και ιδρύθηκαν τα πρώτα σωματεία. Σε εκείνη τη φάση, που σφραγίστικε και από σημαντικές τεχνολογικές τομές, άρχισαν να συγκεντρώνονται μαζικά εργάτες κάτω από την «εργασιακή στέγη» ενός βιομήχανου αλλά και στα διαμορφούμενα αστικά κέντρα. Στη μισθωτή σχέση της φάσης αυτής κυριαρχούσε η τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο: ο εργοδότης κατείχε μεν τα μέσα παραγωγής και καρπωνόταν την υπεραξία, όμως οι εργάτες-τεχνήτες κατείχαν τα μυστικά της παραγωγής και έλεγχαν το ρυθμό της.
Στη φάση εκείνη, η προσπάθεια του κεφαλαιοκράτη να μεγιστοποιήσει το κέρδος του υλοποιούνταν κυρίως μέσα από τις εξής κατευθύνσεις: την παράταση της εργάσιμης ημέρας, την εντατικοποίηση της εργασίας, την εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου που διαμόρφωνε άθλιες συνθήκες δουλειάς, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου (που μαζικοποιούσε την εργατική τάξη, αλλά και τις πόλεις, εξαναγκάζοντας τους εργάτες να ζουν σε άθλιες συνθήκες). Από κατευθύνσεις, δηλαδή, που αναγόρευαν την απόσπαση απόλυτης υπεραξίας σε βασικό μηχανισμό τόνωσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Στη φάση εκείνη αντιστοιχούν συνδικάτα που κινούνταν μεταξύ του σύγχρονου σωματείου, του ταμείου αλληλοβοήθειας και της συντεχνιακής ένωσης των μαστόρων-τεχνητών. Ως κεντρικά διακυβεύματα στη δράση τους τα συνδικάτα εκείνης της φάσης είχαν τα προαναφερθέντα πεδία στα οποία εκδιπλωνόταν η αστική στρατηγική. Η σχέση εκμετάλλευσης αυτή καθαυτή άρχισε να μπαίνει στο στόχαστρο τους -σε συνδυασμό με τη διάδοση του μαρξισμού-, χωρίς ωστόσο να αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο. Πάντως, ότι η ιδρυθείσα το 1917 ΓΣΕΕ έθετε ως στόχο την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Οι μορφές συγκρότησης των συνδικάτων της φάσης αυτής βασίζονταν κυρίως στο επάγγελμα αλλά και στον κλάδο, ενώ στις μορφές λειτουργίας κυριαρχούσαν η αλληλεγγύη αλλά κι ένα καθετοποιημένο ιεραρχικό μοντέλο, με δεσπόζοντα το ρόλο της συνδικαλιστικής ηγεσίας.
Συμβολικές συνδικαλιστικές μάχες εκείνης της περιόδου ήταν ο Λουδισμός, ο Χαρτισμός και πάνω απ’ όλα το οκτάωρο και το Σικάγο, το 1888. «Ουρά» αυτής της φάσης, αλλά και πρελούδιο της επόμενης, ήταν η αναμέτρηση της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα στις Η ΠΑ.
Από την πλευρά του κεφαλαίου, ο εργατικός συνδικαλισμός εκείνης της περιόδου αντιμετωπίστηκε κατά βάση με την ωμή καταστολή. Οι αντισοσιαλιστικοί νόμοι του Βίσμαρκ -την ίδια ωρα που άνοιγε την αυλαία του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας»-, η βίαιη συντριβή των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στις ΗΠΑ και ο δικός μας Μάης του 1936 αποτελούν δείγματα αυτής της γραμμής πλεύσης, που ήταν εξαιρετικά ανελαστική απέναντι και σε στοιχειώδεις εργατικές διεκδικήσεις. Δευτερεύουσα πλευρά αυτής της τακτικής ήταν η ιδιόμορφη «κρατικοποίηση-θεσμοποίηση» των νεοεμφανιζόμενων θεσμών αλληλεγγύης, άρα η απονεύρωση από τα επικίνδυνα εργατικά χαρακτηριστικά τους.
Δ. Από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και κυρίως μετά τη μεγάλη κρίση του 1929-33 και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το συνδικαλιστικό κίνημα αλλάζει ριζικά. Στην αλλαγή αυτή συνέβαλλαν, αναμφίβολα, η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 αλλά και οι γενικότερες σχέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των εργατικών, αναρχικών, σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών ρευμάτων. Ωστόσο, η βάση αυτής της αλλαγής εντοπίζεται στον ίδιο τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων.
Ποια ήταν η μεγάλη αλλαγή; Η μαζική εφαρμογή της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, του τεϊλορισμού-φορντισμού, της αλυσίδας παραγωγής. Επρόκειτο για ένα μοντέλο εργασίας που κυριάρχησε στις ηγέτιδες βιομηχανίες της φάσης αυτής και έδωσε τον τόνο στην κίνηση του καπιταλισμού, χωρίς ωστόσο να ξεπεράσει το 50% της παραγωγής στην Ελλάδα, λόγω των γνωστών ιδιομορφιών της το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη πιο χαμηλό. Αυτή η επαναστατική κοινωνική- οργανωτική καινοτομία -που είχε τον κεϊνσιανισμό ως αντίστοιχο της στην ασκούμενη από το κράτος πολιτική – είχε πολλαπλές επιδράσεις:
– Μετέτρεψε την εργασία από εργασία του τεχνίτη (που την έλεγχε ο ίδιος) σε μονότονα επαναλαμβανόμενη κίνηση (που το περιεχόμενο και το ρυθμό της τον καθόριζε και τον έλεγχε ο κεφαλαιοκράτης)” άρα σηματοδότησε το πέρασμα από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της χειρωνακτικής εργασίας στο κεφάλαιο.
– Πολλαπλασίασε την παραγωγικότητα της εργασίας κι έδωσε προτεραιότητα στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Αυτό επέτρεψε μια ορισμένη – αλλά πάντα υπολειπόμενη από την άνοδο της παραγωγικότητας- βελτίωση του άμεσου εργατικού μισθού αλλά και του λεγόμενου «έμμεσου μισθού». Η εν λόγω κατεύθυνση -που αποτυπώθηκε στο New Deal του Ρούσβελτ και ευρύτερα στο μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος- ήταν αναγκαία για να τραβηχτεί ο αγροτικός πληθυσμός στα αστικά-βιομηχανικά κέντρα και για να εξασφαλιστεί η κατανάλωση των μαζικά παραγόμενων προϊόντων. Παράλληλα έκανε δυνατό να αποκτήσει προβάδισμα η τακτική του καρότου, απέναντι στα συνδικάτα, έναντι της τακτικής του μαστίγιου, που πρυτάνευε στην προηγούμενη φάση.
– Ευνόησε τη δημιουργία μεγάλων παραγωγικών μονάδων με χιλιάδες εργαζόμενους, οι οποίοι δούλευαν με ομοιόμορφο τρόπο κι είχαν ομοιογενείς συνθήκες ζωής. Συνακόλουθα, ευνόησε τη δημιουργία μεγάλων πόλεων και υποχρέωσε τους ατομικούς και το συλλογικό κεφαλαιοκράτη να αντιμετωπίσουν υπό άλλο πνεύμα τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (κατοικία, ασφάλιση κ.λπ.), όχι γιατί τους το υπαγόρευαν κάποια ουμανιστικά κίνητρα, αλλά γιατί τους πίεζαν προς μια τέτοια κατεύθυνση η εργατική πάλη και οι δικές τους ανάγκες διευρυμένης κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής και σταθεροποίησης του οικονομικού μοντέλου συσσώρευσης και εκμετάλλευσης.
– Συνδέθηκε με μια αυξημένη παρέμβαση του αστικού κράτους στη ρύθμιση των όρων αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης (αυτού που ονομάζουμε εργασιακές σχέσεις) αλλά και των όρων αναπαραγωγής της (αυτού που ονομάζουμε «κράτος πρόνοιας»). Αποκρυστάλλωμα αυτής της παρέμβασης αλλά και του συσχετισμού της ταξικής πάλης, είναι το εργατικό δίκαιο, οι συλλογικές
συμβάσεις, το ασφαλισικό σύστημα και άλλες ρυθμίσεις εκείνης της φάσης.
Τι συνδικάτα έφερε στο προσκήνιο αυτή η φάση;
Καταρχήν ήταν συνδικάτα μαζικά, μιας και εύκολα, σχεδόν αυθόρμητα οι χιλιάδες εργάτες που εργάζονταν και ζούσαν με τον ίδιο τρόπο και για πολλά χρόνια αναγνώριζαν σε αυτά τον εκπρόσωπο των κοινών τους συμφερόντων. Αυτό ίσχυε τόσο στις περιπτώσεις που υπήρχε ενιαίο συνδικαλιστικό κίνημα, όπως η Ελλάδα, όσο και στις περιπτώσεις όπου κάθε πολιτικό ρεύμα είχε τα «δικά» του συνδικάτα, όπως σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Ήταν συνδικάτα οργανωμένα με βάση το εργοστάσιο και τον κλάδο, αλλά με ιεραρχική και συχνά γραφειοκρατική δομή που έδινε πρωταύοντα ρόλο στα κεντρικά όργανα και δευτερεύοντα στους ίδιους τους εργάτες, στον ίδιο το χώρο δουλειάς, στις διαδικασίες βάσης και άμεσης δημοκρατίας, που θα εξασφάλιζαν τον έλεγχο των διεκδικήσεων από τους ίδιους. Στην Ελλάδα, λόγω του μεγέθους των παραγωγικών μονάδων, του πλήθους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της διαμάχης μεταξύ κομμουνιστικού και σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος, τα εργοστασιακά συνδικάτα δεν έγιναν κυρίαρχο υπόδειγμα – για την ακρίβεια κυριάρχησαν, υπό την ηγεμονία του δεύτερου ρεύματος ή και της εργοδοσίας συνήθως μόνο σε μεγάλες μονάδες του ιδιωτικού και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Κυρίως, όμως, ήταν συνδικάτα που λειτουργούσαν στη λογική του «κοινωνικού εταίρου» και όχι του «κοινωνικού αντιπάλου» με το κεφάλαιο, της διαπραγμάτευσης και όχι της ρήξης, του διχασμού οικονομικού και πολιτικού αγώνα, που άλλοτε τα απολιτικοποιούσε κι άλλοτε τα μετέτρεπε σε κηδεμονευόμενα υποχείρια. Ήταν συνδικάτα που περιόριζαν την οπτική και τις διεκδικήσεις τους στους όρους αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης, στη διεκδίκηση καλύτερων αποδοχών (συχνά με τη μορφή επιδομάτων), εξασφαλίζοντας σε αυτό το πεδίο κάποιες επιτυχίες που νοηματοδοτούσαν και αναπαρήγαγαν την ύπαρξή τους με μαζικούς όρους, αλλά άφηναν στο απυρόβλητο την ίδια την ουσία της εκμεταλλευτικής σχέσης, το περιεχόμενο της εργασίας και τους σκοπούς της – μια πλευρά που συνέλαβαν -στρεβλά βέβαια- ο Μαρκούζε, το κίνημα αμφισβήτησης στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και οι απόψεις περί «ενσωματωμένης εργατικής τάξης».
Αυτός ο τύπος συνδικαλισμού -που υλοποιήθηκε με την πρακτική περισσότερων του ενός πολιτικών ρευμάτων- εκφράστηκε τόσο με τα ρεφορμιστικά όσο και με αρκετά εργοδοτικά συνδικάτα και προσδέθηκε σε αρκετές περιπτώσεις με ποικίλα νήματα -φανερά ή αδιαφανή- στο άρμα της εργοδοσίας. Παράλληλα, δεσμεύτηκε με ποικίλες εξαρτήσεις και από το αστικό κράτος (χρηματοδοτήσεις, συμμετοχή σε θεσμούς κ.λπ.) κι αντιμετώπισε το υφιστάμενο εργατικό δίκαιο όχι ως έσχατη γραμμή άμυνας απέναντι στις επιθέσεις του κεφαλαίου, αλλά ως την κορωνίδα των εργατικών διεκδικήσεων και διασφαλίσεων Ήταν ένας τύπος συνδικαλισμού που αντιστοιχούσε στην προτεραιότητα της απόσπασης σχετικής υπεραξίας και της τακτικής του καρότου, της ενσωμάτωσης, έναντι εκείνης του μαστίγιου εκ μέρους της αστικής τάξης.
Εν κατακλείδι, το πολυδιαφημισμένο «κοινωνικό συμβόλαιο» -στη σοσιαλδημοκρατική ή την αστικορεφορμιστική του εκδοχή ήταν ακριβώς η αποτύπωση του συσχετισμού και του συμβιβασμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και σ’ αυτόν τον τύπο συνδικαλισμού. Σε έναν συνδικαλισμό που μπορεί να έκανε αγώνες -και έκανε-, ωστόσο αποδεχόταν ότι δεν θα αμφισβητήσει τα ιερά και τα όσια της μισθωτής σχέσης εκμετάλλευσης αρκεί να αυξηθεί η τιμή (ο μισθός) πώλησης της εργατικής δύναμης.
Η πιο συμβολική «στιγμή» αυτού του συνδικαλισμού ήταν οι συμφωνίες της Γκρενέλ, το Μάη του 1968 μετά από μια διαδήλωση εκατομμυρίων εργατών, που συναντήθηκαν με εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές και στα εργοστάσια της Ρενώ, κι ενώ η εξουσία κλονιζόταν και ο Ντε Γκολ αναχωρούσε για το Μπάντεν Μπάντεν προκειμένου να εξασφαλίσει τη στήριξη του γαλλικού στρατού, τα συνδικάτα προτίμησαν να υπογράψουν μια σύμβαση για αυξήσεις 10% (δίνοντας ανάσες και στον Ντε Γκολ και στους εργοδότες), αντί να πρωτοστατήσουν στην εμβάθυνση και την περεταίρω ριζοσπαστικοποίηση της πάλης.
Ε. Αυτός ο συνδικαλισμός τείνει πλέον να εκλείψει μετά τους μετασχηματισμούς που ακολούθησαν την κρίση του 1973-75, τη δίδυμή της του 1980-82 και ιδιαίτερα την πρόσφατη κρίση. Ορόσημο της νέας εποχής ήταν οι αναμετρήσεις των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας με την κυβέρνηση Ρήγκαν και των ανθρακωρύχων με την κυβέρνηση Θάτσερ. Όπως και στις προηγούμενες μεγάλες τομές των συνδικάτων, έτσι και τώρα η αντικειμενική βάση των συνδικαλιστικών αλαγών είναι οι μετασχηματισμοί στην ίδια τη μισθωτή σχέση εργασίας.
Ποιοι είναι αυτοί οι μετασχηματισμοί και πώς επηρεάζουν τα συνδικάτα;
Πρώτα απ’ όλα αποδιαρθρώνονται οι όροι που με σχεδόν αυταπόδεικτο τρόπο καλλιεργούσαν την έννοια των κοινών συμφερόντων και δημιουργούσαν την προφανή βάση συσπείρωσης στα συνδικάτα. Οι όροι ένταξης στη μισθωτή σχέση διαφοροποιούνται (μόνιμοι, εποχικοί ή εκ περιτροπείς εργαζόμενοι) ή και εξατομικεύονται (ατομικές συμβάσεις η μορφή της σχέσης αυτής αλλάζει (τυπική εξαρτημένη εργασία, υπεργολαβία-υπενοικίαση, μπλοκάκι), ο χρόνος εργασίας διευθετείται ελαστικά, ο κοινός τόπος εργασίας διασπάται λόγω της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», της τηλε-εργασίας και των υπεργολαβικών επιχειρήσεων, το ύψος της αμοιβής συρρικνώνεται μέσα και από την ενίσχυση σχημάτων σύνδεσης της αμοιβής με την παραγωγικότητα, η ασφαλιστική και υγειονομική προστασία μετατρέπεται σε ευθύνη του εργαζόμενου, το περιεχόμενο εργασίας και οι σχέσεις με τα μέσα εργασίας διαφοροποιούνται, οι αξιολογήσεις και η ενδεχόμενοι απόλυση εντείνουν τους ανταγωνισμούς μεταξύ των εργαζομένων, τα κύματα μεταναστών και η ελευθερία κίνησης-μετανάστευσης του κεφαλαίου αλλάζουν τα δεδομένα, η γεωγραφία του εργατικού δυναμικού αλλάζει, τα δημόσια αγαθά ιδιωτικοποιούνται κι η πρόσβαση σε αυτά δεν υπόκειται σε κοινούς για όλους τους εργάτες κανόνες.
Οι διεργασίες αυτές δεν σηματοδοτούν απλώς μια πολιτική επιλογή ή μια ιδεολογική αγκύλωση -του νεοφιλελευθερισμού, εν προκειμένω-, συγκροτούν τη στρατηγική με την οποία το κεφάλαιο και οι εθνικοί και υπερεθνικοί θεσμοί του επιλέγουν να αντιμετωπίσουν την κρίση και να διατηρήσουν την καπιταλιστική κερδοφορία. Μια στρατηγική που αναβαθμίζει την απόσπαση απόλυτης υπεραξίας (διατηρώντας, βέβαια την πρωτοκαθεδρία της απόσπασης σχετικής υπεραξίας) και επαναφέρει στο προσκήνιο την τακτική του μαστιγίου έναντι εκείνης του καρότου εκ μέρους του κράτους και του κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, n αντίκρουσή της δεν επιτυγχάνεται απλώς με αλλαγές σε επίπεδο κυβερνητικής διαχείρισης, απαιτεί ένα κίνημα που θα αναμετράται με τον πυρήνα και τους φορείς αυτής της στρατηγικής.
Πώς αντέδρασε το συνδικαλιστικό κίνημα απέναντι σε αυτές τις διεργασίες; Συνήθως με όρους διατήρησης της προηγούμενης κατάστασης, διαπραγμάτευσης του βαθμού επιδείνωσης της εργατικής θέσης, ουράς στα κρέντο της νέας καπιταλιστικής φάσης (ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, παγκοσμιοποίηση, αγορές) κι όχι πρόταξης των αυτοτελών εργατικών συμφερόντων. Κι επιπλέον με όρους που προσανατολίζονταν στη διατήρηση των «κεκτημένων» από ένα μόνο τμήμα του εργατικού δυναμικού αλλά δεν καταπιάνονταν με τη συνδικαλιστική συγκρότηση και πάλη των δυναμκά ανερχόμενων εργασιακών πραγματικοτήτων.
Ετσι, όμως, η έννοια του συνδικάτου υπονομεύτηκε διπλά και από τις αντικειμενικά υλοποιούμενες μεταβολές στη σχέση μισθωτής εκμετάλλευσης, αλλά και από την ίδια την πρακτική του συνδικαλιστικού κινήματος που, καθώς δεν ανασυγκροτούνταν ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας κατάστασης, να συσπειρώσει τη νέα εργατική βάρδια και να εκφράσει ένα πνεύμα ρήξης, αδυνατούσε να έχει αποτελέσματα (τόσο άμεσα όσο και σε επίπεδο συνείδησης), να διατηρήσει τον προϋπάρχοντα βαθμό συνδικαλιστικής συσπείρωσης, να πείσει τους ίδιους τους εργάτες για τη χρησιμότητα των συνδικάτων. Εξ ου και η μεγάλη μείωση των μελών τους, των απεργιών, αλλά και η έκπτωση της λειτουργίας τους. Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε και γιατί ο τρόπος λειτουργίας τους παρέμεινε προσκολλημένος στις ιεραρχικές-γραφειοκρατικές δομές της προηγούμενης φάσης και στον κυριαρχικό ρόλο των ηγεσιών, αντί να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα μιας εργατικής τάξης πιο μορφωμένης, με αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να διαχειριστεί την παραγωγή, με πιο δημιουργικό ρόλο στην παραγωγή, και στην οποία το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας αποκτούσε βαρύνοντα ρόλο.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη σημερινή καμπή στην ιστορία των συνδικάτων. Μια καμπή στην οποία κυριαρχεί το εξής ερώτημα: θα ανασυκροτηθούν σε ταξική βάση, ώστε να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων ποτ θέτει η αντιπαράθεση κεφαλαίου-εργασίας ή θα αποσαθρωθούν στρατηγικά διαλυμένα πλήρως ή μετατρεπόμενα σε γραφική καρικατούρα που θα κινείται στο περιθώριο ενός ωκεανού ατομικά και ανταγωνιστικά δρώντων μισθωτών εργατών, ανήμπορων -ως εκ τούτου- να προασπίσουν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους.
Αντί για απάντηση, παραθέτουμε το ακόλουθο χωρίο από τον πρόλογο του Φρ. Ένγκελς στην «Κατάσταση της εργαζόμενης τάξης στην Αγγλία»: «Αυτή η οργάνωση μπορεί σε πολλά να πάρει τη μορφή των παλιών συνδικάτων των “ειδικευμένων” εργατών, ωστόσο ο χαρακτήρας της είναι ουσιαστικά διαφορετικός. Τα παλιά συνδικάτα διατηρούν τις παραδόσεις της εποχής που ιδρύθηκαν. Θεωρούν το μισθωτό σύστημα σαν ένα γεγονός που είναι μια για πάντα δοσμένο και οριστικό και που στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να το απαλύνουν προς το συμφέρον των μελών τους. Τα νέα συνδικάτα, αντίθετα, ιδρύθηκαν σε μια εποχή που η πίστη στην αιωνιότητα του συστήματος είχε κιόλας κλονιστεί γερά. Οι ιδρυτές και καθοδηγητές τους ήταν είτε συνειδητοί σοσιαλιστές, είτε σοσιαλιστές από συναισθηματισμό. Οι μάζες που συνέρρευσαν σ’ αυτά και που σ’ αυτές στηρίζεται η δύναμή τους ήταν άξεστες και εγκαταλειμένες, που η αριστοκρατία της εργατικής τάξης τις κοιτούσε με περιφρόνηση. Έχουν όμως αυτό το απροσμέτρητο πλεονέκτημα: Οι διαθέσεις τους είναι ακόμα παρθένο έδαφος, είναι ολότελα απαλλαγμένες από τις κληρονομημένες “σεβαστές” αστικές αντιλήψεις που ζαλίζουν τα κεφάλια των πιο προνομιούχων “παλιών γιουνιστών”. Κι έτσι βλέπουμε
τώρα ότι αυτά τα νέα συνδικάτα παίρνουν στα χέρια τους την καθοδήγηση του εργατικού κινήματος γενικά, και ολοένα και περισσότερο ρυμουλκούν τα πλούσια και περήφανα “παλιά” συνδικάτα».
Αφήστε μια απάντηση