Κάβουρας Δημήτρης – Κωνσταντακόπουλος Γιώργος
Με άρθρο του στο Ριζοσπάστη, την Τετάρτη 6/6/2012, ο Μάκης Μαϊλης, (Μ.Μ.), στρέφεται κατά πάντων, κατά δικαίων και αδίκων, οι οποίοι «επιτίθενται στην πολιτική του ΚΚΕ, προκειμένου να τη φέρουν… στο σωστό δρόμο!».
Κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει στην ίδια μοίρα το ΚΚΕ, με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ και άλλες δυνάμεις, οι οποίες, δήθεν από κοινού, του επιτίθενται. Μια τέτοια ισοπεδωτική πολιτική λογική, όμως, δεν ταιριάζει σε κομμουνιστές, οι οποίοι πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν τις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις για να μπορούν να κάνουν συμμαχίες, να αποσπούν δυνάμεις από τον αντίπαλο, να μεγαλώνουν και να ενισχύουν το μέτωπο των δυνάμεων της εργατικής τάξης.
Ξέρουμε ότι ίσως να ζητάμε πολλά από τον Μ.Μ., αλλά οι κομμουνιστές ποτέ δεν τσουβάλιαζαν παραιτούμενοι από την ανάγκη της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης σε ταξικό-πολιτικό επίπεδο.
Με το εν λόγω άρθρο του με τίτλο «Υποκρισία και υπονόμευση», ο Μ.Μ, καταφέρεται κατά όλων όσων ασκούν κριτική στην πολιτική του ΚΚΕ, γράφοντας χαρακτηριστικά:
«…Μια πλειάδα δημοσιογράφων των αστικών ΜΜΕ, με πρώτους και καλύτερους διαφόρους της ΝΕΤ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάποια ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, σειρά γνωστών «αγνώστων» που υπογράφουν με ψευδώνυμα σε ιστοσελίδες και βεβαίως η εφημερίδα «Αυγή», όλοι αυτοί και άλλοι επιτίθενται στην πολιτική του ΚΚΕ, προκειμένου να τη φέρουν… στο σωστό δρόμο!».
Παρόλο που ολόκληρο σχεδόν το άρθρο του είναι αφιερωμένο στον ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Αυγή με τον τίτλο «σύντροφε», ο Μ.Μ. βολεύεται, τσουβαλιάζοντας διαφορετικές δυνάμεις στα πρότυπα της παλιότερης πολιτικής του ΚΚΕ, «πέντε κόμματα-δύο πολιτικές». Ο Μ.Μ. με ένα σμπάρο προσπαθεί να σκοτώσει πολλά τρυγόνια, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι:
«…Ο συντονισμός όλων των αυτόκλητων υπερασπιστών ενός άλλου ΚΚΕ είναι απόλυτος. Αν είναι ένα το κέντρο που συντονίζει την επίθεση ή περισσότερα από ένα, αποτελεί δευτερεύον ζήτημα. Το θέμα είναι ο ενιαίος συντονισμός…».
Η συνομωσιολογία που διαπνέει το άρθρο, αποτελεί ένα παμπάλαιο και γι’ αυτό φθαρμένο και σαθρό οχυρό, που χρησιμοποιεί κανείς για να μην απαντήσει με ανάλυση και επιχειρήματα σε συγκεκριμένες κριτικές.
Και με μία μόνο ματιά, μπορεί κανείς να καταλάβει τη διαφορά της σημερινής κατάστασης της εργατικής τάξης και του λαού από αυτήν του 1989, όταν στο όνομα της ανάγκης μιας κάποιας «κάθαρσης» του αστικού πολιτικού συστήματος το ΚΚΕ, εντός του ενιαίου τότε Συνασπισμού, έβαλε πλάτη για να βρει λύση στην κρίση του αυτό το σύστημα, συγκυβερνώντας τη μία με τη ΝΔ και την άλλη με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει την κατεπείγουσα ανάγκη αυτού του λαού σήμερα να βγει άμεσα από την εξαθλίωση του Μνημονίου, να απαλλαχτεί από τη μέγγενη της Τρόικας και να αποφύγει τον οδοστρωτήρα των αντεργατικών μέτρων που στοχεύουν να εξαφανίσουν όχι μόνο κάθε εργασιακό δικαίωμα αλλά και την ίδια τη συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Σε αυτήν την ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά με αντιφάσεις και μισόλογα και οδηγεί το λαό σε συμβιβασμούς μέσα από ένα μεσοβέζικο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τους κομμουνιστές από το καθήκον να καταθέσουν αυτοί μία άμεση πολιτική πρόταση διεξόδου στο λαό, μία άμεση πρόταση εξουσίας με καθαρές λύσεις και σε ευθεία σύγκρουση με την αστική τάξη, την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Με αυτό τον τρόπο ο Μ.Μ., με το τσουβάλιασμα και τη συνομωσιολογία, αποφεύγει να απαντήσει σε όλες τις απόψεις που διατυπώθηκαν σχετικά με το πώς το ΚΚΕ θα έπρεπε να απαντήσει έναντι της «επίθεσης φιλίας» στο ΣΥΡΙΖΑ, πώς θα πρόβαλε τη γραμμή του στη συζήτηση για συμπαράταξη ή κυβέρνηση της Αριστεράς με άλλο τρόπο από την άρνηση και την καταγγελία. Απαντά μόνο σε εκκλήσεις να διαχυθεί το ΚΚΕ εντός μιας συμπαράταξης ή να βάλει πλάτη για την εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ή να συμμετέχει χωρίς αρχές σε μία αριστερή κυβέρνηση και έτσι να εγκαταλείψει τη γραμμή του για τη διαγραφή του χρέους και την έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ. Δεν μιλά καθόλου για τη δυνατότητα και το καθήκον να προωθήσει τη δική του γραμμή ως άμεση πρόταση εξουσίας, ακολουθώντας τις κομμουνιστικές αρχές και την εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτό το τελευταίο μας αφορά και γι’ αυτό δεν θεωρούμε καθόλου τυχαίο ότι αναφέρεται σε «κάποια ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ» και δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την «κομουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ». Η ουσία για μας δεν είναι η υποτιμητική του έκφραση αλλά το γεγονός ότι επιχειρεί να αποκρύψει ότι υπάρχει κριτική στην στάση του ΚΚΕ από κομμουνιστική σκοπιά.
Η κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, χρόνια τώρα, προβάλλει την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου πάλης και εξουσίας και πρόβαλε επίσης από την έναρξη της κρίσης το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης. Την πρόταση για μια εργατική κυβέρνηση σήμερα, ως άμεση εργατική απάντηση στην κρίση και ως το πρώτο βήμα της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας που οδηγεί στην εξουσία της εργατικής τάξης.
Διαβλέποντας την φθορά των αστικών κομμάτων, ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και την ενίσχυση της Αριστεράς, θεωρούσαμε και θεωρούμε ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης αυτό μετατρέπεται και από σύνθημα ζύμωσης γίνεται επίκαιρο σύνθημα δράσης. Γιατί, όπως αποφαίνεται η απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Γ’ Διεθνούς:
«Ως επίκαιρο πολιτικό σύνθημα δράσης (Losung) ωστόσο, η εργατική κυβέρνηση έχει την πιο μεγάλη σπουδαιότητα σ’ εκείνες εκεί τις χώρες, στις οποίες η αστική κοινωνία είναι ιδιαιτέρως ανασφαλής, στις οποίες ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει ως πρακτική αναγκαιότητα στην ημερήσια διάταξη την τελική κρίση του ζητήματος της διακυβέρνησης. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα δράσης (Losung) της εργατικής κυβέρνησης προκύπτει ως αναπόδραστη λογική συνέπεια από τη συνολική τακτική του ενιαίου μετώπου…».
Είναι φανερό ότι υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα συνθήκες αντίστοιχες με αυτές που περιγράφονται σ’ αυτή την απόφαση της Γ’ Διεθνούς. Η γραμμή της εργατικής κυβέρνησης μπορούσε να εκφραστεί μαζικά και θα ήταν ένα μεγάλο όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος. Όμως, παρόλο που θα μπορούσαν να δώσουν σήμερα απαντήσεις στα καυτά ερωτήματα του ποιος και πώς, με ποιο πρόγραμμα θα κυβερνήσει, οι πολιτικές δυνάμεις με αναφορά στην εργατική τάξη αρνούνται να κατανοήσουν ότι η πραγματικότητα προστάζει απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας εδώ και τώρα.
Οι ιστορικές αυτές ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται κάθε μέρα. Μετά από 68 ολόκληρα χρόνια η Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις και να πάρει την κυβέρνηση, με διαφορετικούς βέβαια όρους και σε διαφορετικές συνθήκες απ’ ό,τι παλιά. Σήμερα δίνεται η δυνατότητα στην Αριστερά να πάρει την κυβέρνηση μέσα από τις εκλογές.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση οι κομμουνιστές, οι αριστεροί, οι αντικαπιταλιστές μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες που διαχωρίστηκαν απ’ το ΠΑΣΟΚ και την πολιτική του καθώς και άλλους σοσιαλδημοκράτες, έπρεπε να συμπτύξουν ενιαίο μέτωπο πάλης και εξουσίας με το σύνθημα δράσης της εργατικής κυβέρνησης, που θα υλοποιήσει ένα μεταβατικό πρόγραμμα ρήξης με την αστική τάξη, την Τρόικα και την ΕΕ.
Οι κομμουνιστές, όμως, δεν πήραν μέχρι τώρα καμία ανάλογη πρωτοβουλία και άφησαν έτσι την πρωτοβουλία των κινήσεων σε δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης. Ενώ, έστω και με καθυστερήσεις, το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υιοθέτησαν και πρόβαλαν τα βασικά αιτήματα που συνιστούν το μεταβατικό πρόγραμμα, όπως τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ, την κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο κ.ά., δεν έκαναν τίποτα για τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου και δεν έχουν κανένα μέχρι σήμερα στόχο και σύνθημα για τη διακυβέρνηση.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν τώρα οι κομμουνιστές; Ποια πρέπει να είναι η στάση τους απέναντι στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε; Ποια πρέπει να είναι η στάση τους απέναντι σε μια πρόταση συγκρότησης αριστερής κυβέρνησης;
Η τοποθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μετά την συνάντηση με το ΣΥΡΙΖΑ ότι «…Με κριτήριο αυτό το πρόγραμμα, (σ.σ. το μεταβατικό πρόγραμμα) το λαϊκό κίνημα, η Αριστερά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα καθορίζουν αντικειμενικά τη στάση τους απέναντι σε κάθε κυβέρνηση, στη σημερινή ιστορική περίοδο…», δεν είναι επαρκής απάντηση. Δεν απαντάει με σαφήνεια στο ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι σε μια αριστερή κυβέρνηση, όπως αυτή που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ και στο τι θα κάνουμε μπροστά στο ενδεχόμενο να εξαρτηθεί απ’ τις ψήφους μας στη Βουλή, η σύσταση, η συγκρότηση ή όχι, μιας τέτοιας κυβέρνησης.
Υπήρξε ωστόσο μια θετική μετατόπιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ζήτημα αυτό και στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας γενικά, στην κοινή δήλωση εκλογικής συμμαχίας με την κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ. Η κοινή αυτή δήλωση αποτυπώνει με σχετικά σαφή τρόπο ότι με το μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικούμε «την κυβερνητική και τη συνολική ταξική εξουσία της εργατικής τάξης» καθώς και την στάση μας απέναντι στην προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης: «Μία αριστερή κυβέρνηση για επαναδιαπραγμάτευση και όχι ριζική ανατροπή και καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, των Μνημονίων και των ασφυκτικών ορίων που θέτει η γενικότερη πολιτική της ΕΕ δεν μπορεί να έχει την ανοχή μας…».
Δεν βοηθάει σε τίποτα το κίνημα η άρνηση του ΚΚΕ ακόμα και να συνομιλήσει με το ΣΥΡΙΖΑ για το ζήτημα της κυβέρνησης και να αναγορεύει μάλιστα το ΣΥΡΙΖΑ σε βασικό εχθρό αντί τα κόμματα του κεφαλαίου που ευθύνονται για τα συσσωρευμένα προβλήματα. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζει πριν τις εκλογές ότι «καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει λαϊκά προβλήματα», πράγμα που αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αναιρέσει μετά τις εκλογές της 6ης Μάη με κάλεσμα προς το λαό να κατακτήσει την διακυβέρνηση που του αξίζει, «την κυβέρνηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας».
Απέναντι στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια αριστερή κυβέρνηση, δηλαδή για μια «απλώς φαινομενική εργατική κυβέρνηση», σύμφωνα με την ορολογία της Γ’ Διεθνούς, οι κομμουνιστές δεν μένουν αδιάφοροι. Αντίθετα, παλεύουν με μία τακτική που δεν θα τους αποκόψει απ’ τις μάζες, δεν θα τους περιθωριοποιήσει αλλά θα τους φέρει σε καλύτερη θέση να κερδίσουν τις μάζες, ακριβώς γιατί οι σοσιαλδημοκράτες έμπρακτα θα φανούν στα μάτια της εργατικής τάξης ανίκανοι να έρθουν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών και να εφαρμόσουν πολιτική υπέρ της εργατικής τάξης και του λαού.
Οι κομμουνιστές, απέναντι στην πρόταση για αριστερή κυβέρνηση, οφείλουν να αντιπροτείνουν το πρόγραμμα της εργατικής κυβέρνησης, ολόκληρο το μεταβατικό πρόγραμμα με αιχμές τη διαγραφή του χρέους, την έξοδο απ’ την ΟΝΕ-ΕΕ, κ.λπ., ως πρόγραμμα προς άμεση υλοποίηση με την στήριξή τους, προκειμένου να αποκαλύψουν μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου ότι ακόμα και τα μεσοβέζικα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για την αριστερή κυβέρνηση δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εντός ευρώ και ΕΕ και να προετοιμάσουν το λαό για τις μάχες που πρέπει -ούτως ή άλλως– να δώσει ακόμα.
Ως δεύτερο βήμα και αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδεχθεί το μεταβατικό πρόγραμμα, οι κομμουνιστές μπορούν να παρέχουν ψήφο ανοχής υπό όρους σε μια αριστερή κυβέρνηση.
Οι όροι της ανοχής αυτής προκύπτουν από το μεταβατικό πρόγραμμα και είναι συμβατές με το πρόγραμμα της αριστερής κυβέρνησης:
- · Άμεση παύση πληρωμών προς τους τοκογλύφους-δανειστές και αποδέσμευση από τις δανειακές συμβάσεις.
- · Άμεση καταγγελία και μη εκπλήρωση των μνημονίων.
- · Ικανοποίηση των διεκδικήσεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Για τους κομμουνιστές, είναι απόλυτα σαφές ότι κανένας από τους παραπάνω όρους δεν μπορεί να υλοποιηθεί αν η όποια αριστερή κυβέρνηση δεν έρθει σε ρήξη με την αστική τάξη, με την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Η ανοχή ή η στήριξη μιας «απλώς φαινομενικής εργατικής κυβέρνησης», χωρίς τη συμμετοχή των κομμουνιστών, μπορεί να γίνει στο βαθμό που αυτή η κυβέρνηση θα δεσμευτεί και θα προχωρήσει στην επίλυση εργατικών και λαϊκών προβλημάτων, στο βαθμό που θα στηριχτεί στο μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα, αλλά και στο βαθμό που η ίδια η κυβέρνηση θα το στηρίξει, ενάντια στα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών και της Τρόικας. Σε αυτό το βαθμό και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι κομμουνιστές μπορούν να δώσουν ψήφο ανοχής σε μια αριστερή κυβέρνηση, φροντίζοντας παράλληλα να εξηγήσουν ανοιχτά στην εργατική τάξη και στο λαό την στάση τους αυτή.
Η εχθρική στάση δυνάμεων της κομμουνιστικής Αριστεράς απέναντι σε μια τέτοια πολιτική τακτική αφενός διευκολύνει την αστική προπαγάνδα και την επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία των μνημονιακών κομμάτων, αφετέρου εμποδίζει τον απεγκλωβισμό δυνάμεων απ τη σοσιαλδημοκρατία και το τράβηγμά τους με την επανάσταση. Και αυτό γίνεται επειδή οι δυνάμεις στις οποίες αναφερόμαστε, δεν βλέπουν το δάσος, δηλαδή την κίνηση και τη βούληση της κοινωνίας για αλλαγή, αλλά μόνο το δέντρο, την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν βλέπουν επίσης την όξυνση της ταξικής πάλης που θα επιφέρει και μόνο η προσπάθεια μιας αριστερής κυβέρνησης να εφαρμόσει την παραμικρή φιλολαϊκή μεταρρύθμιση και πολιτική.
Η πολιτική που προτείνουμε, η προβολή της άμεσης πολιτικής διεξόδου με το σύνθημα δράσης της εργατικής κυβέρνησης και με υπό όρους ανοχή μιας αριστερής κυβέρνησης, θα έχει άμεσο αποτέλεσμα στην κατάσταση που μπορεί πολύ σύντομα να δημιουργηθεί. Γιατί μια αριστερή κυβέρνηση, σαν αυτή που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, πολύ γρήγορα θα κληθεί να απαντήσει στο δίλλημα με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει: Με την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό ενάντια στην ΕΕ, το ΔΝΤ και το κεφάλαιο, η με την ΕΕ, το ΔΝΤ και το κεφάλαιο ενάντια στο λαό; Η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που γίνει πραγματικότητα, πολύ γρήγορα θα απογοητεύσει την εργατική τάξη και το λαό και αυτό γιατί ακόμα και αυτό το μεσοβέζικο πρόγραμμά της είναι ανεφάρμοστο στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Οι αυταπάτες για ένα καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο είναι διάχυτες και σπέρνουν σύγχυση στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει το μέλλον της χώρας μέσα στην ΟΝΕ και την ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι σε αυτό το πλαίσιο θα αναζητήσει τις λύσεις για την άσκηση της όποιας φιλολαϊκής πολιτικής επαγγέλλεται, προβάλλει μία αντίφαση που μας επιτρέπει να πούμε ότι οι αγαθές προθέσεις του δεν συμβαδίζουν με την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Οι ιμπεριαλιστές ούτε μπορούν ούτε θέλουν να δώσουν τίποτα. Θέλουν πιστή εφαρμογή της πολιτικής των μνημονίων και των μέτρων που συνεπάγονται από αυτή την πολιτική. Η παραμικρή παραχώρηση θα είναι αποτέλεσμα της επαναστατικής πάλης που θα αμφισβητεί την ιδιοκτησία και την εξουσία τους.
Η εργατική κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το επόμενο βήμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στο βαθμό που η στάση μιας αριστερής κυβέρνησης είναι απογοητευτική.
Οι κομμουνιστές στις παρούσες συνθήκες πρέπει να προβάλουν το συνολικό τους μεταβατικό πρόγραμμα, το οποίο ήδη έχει υιοθετηθεί από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ολοκληρώνοντας την πρότασή τους με την απάντηση στο ποιος και πώς θα το υλοποιήσει, να θέσουν δηλαδή την άμεση προοπτική της εργατικής κυβέρνησης.
Σε αυτή ακριβώς τη θέση μας και στην αντίστοιχη κριτική μας προς το ΚΚΕ αποφεύγει να τοποθετηθεί και να απαντήσει ο Μ.Μ. Προτιμάει να ακολουθήσει την πεπατημένη αλλά πλήρως αδιέξοδη γραμμή της συνομωσιολογίας και του τσουβαλιάσματος, θεωρώντας ότι με το ίδιο αυτό τσουβάλι του μπορεί να κουκουλώσει και να αποκρύψει την κομμουνιστική κριτική που ασκείται στο ΚΚΕ και ότι με τον τρόπο αυτό θα ξεφύγει από τα αμείλικτα ερωτήματα που η ίδια η ζωή, η καπιταλιστική κρίση και η όξυνση της ταξικής πάλης, έφερε στο προσκήνιο.
Μόνο που τα ερωτήματα αυτά είναι το ζήτημα της εξουσίας και η τακτική των κομμουνιστών για την διεκδίκηση και κατάκτησή της. Και οι κομμουνιστές δεν μπορούν να μην τα απαντήσουν.
Εντάξει ρε Μάκη, “ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά με αντιφάσεις και μισόλογα” κι εσύ απαντάς με πλήρη άρνηση.
Να, το σημερινό πρωτοσέλιδο του ριζοσπάστη http://www.rizospastis.gr/story.do?id=6887122&publDate=7/6/2012 ζητά άμεσα μέτρα ανακούφισης του λαού από τη φοροληστεία. Ποιος θα τα πάρει σε σύντροφε; Η ΝΔ αν κερδίσει; Ή ο ΣΥΡΙΖΑ; Και πώς θα τα επιβάλλεις εσύ; Με όρους λαϊκού κινήματος; Που ‘ν’ το ακριβώς το λαϊκό κίνημα σήμερα που μπορεί και επιβάλλεται;