Trash – TV – Χρυσή Αυγή

Της Δέσποινας Παρασκευά – Βελουδογιάννη   – www.ektosgrammis.gr

Χρειάστηκαν «30 με 40 μεραρχίες», όπως αποκάλεσε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής τους ψηφοφόρους του κόμματος, για να ανοίξει τεράστια κουβέντα σχετικά με τη μιντιακή προβολή του φασιστικού μορφώματος. Και η συζήτηση επιταχύνεται μετά τη live επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη και τη Ρένα Δούρου. Τελικά τα ΜΜΕ θα «ξεσκεπάσουν» τον πραγματικό εαυτό των (νεο)ναζί ή θα συμβάλουν στην περαιτέρω εδραίωσή τους; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τα ερωτήματα αυτά ήταν από τα πρώτα που προβλημάτισαν τους μη ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής την επομένη των εκλογών, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του Ν. Μιχαλολιάκου για το εκλογικό αποτέλεσμα. Η αυθόρμητη αυτή αντίδραση είναι αποκαλυπτική για το γεγονός ότι, έστω και ασυνείδητα, έχει τελικά επικρατήσει η αντίληψη ότι τόπος άσκησης της πολιτικής είναι η μιντιακή και όχι η κοινωνική πραγματικότητα. Όμως κάτω από το τηλεοπτικό χαλί κρύβεται πολλή βρόμα.

Η Χρυσή Αυγή, ένα «κίνημα» (όπως χαρακτηριστικά αυτοαποκαλείται) με πυρήνες και τοπικές οργανώσεις σε όλη σχεδόν τη χώρα, δεν είναι –τουλάχιστον ως επί το πλείστον– μιντιακό κατασκεύασμα. Έγινε γνωστή μέσα στις γειτονιές με τη δράση που ανέπτυσσε όλο το προηγούμενο διάστημα. Είναι πλέον διαδεδομένες οι ιστορίες με τις γιαγιάδες που πηγαίνουν με «προστασία» στα ATM ή με τα σπίτια που έχουν καταληφθεί από «λαθρομετανάστες» και που μέσα σε τρεις μέρες παραδίδονται στους ιδιοκτήτες τους «καθαρά και φρεσκοβαμμένα», τα μαχαιρώματα στους δρόμους «για να έχει ασφάλεια ο έλληνας πολίτης». Ο Ρομπέν των Δασών σε έκδοση φασιστοειδούς κατοικεί εδώ και καιρό στην Ελλάδα και μας καλεί να κοιμηθούμε ήσυχοι.

Η Χρυσή Αυγή, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχει φτιάξει ένα «δίκτυο αλληλεγγύης», αποκορύφωμα του οποίου αποτέλεσαν τα συστηματικά συσσίτια (τα οποία είπαν ότι θα χρηματοδοτήσουν και από την κρατική επιχορήγηση που θα πάρουν ως κοινοβουλευτικό κόμμα), ικανό να δομήσει ισχυρούς δεσμούς με τα εργατικά και κυρίως με τα νέα μικροαστικά στρώματα που πολώνονται βίαια προς τα κάτω. Ιδιαίτερα σημαντική και για την ιδεολογική αναπαραγωγή της είναι φυσικά και η αναπτυσσόμενη παρέμβαση στα σχολεία, ειδικά στο έδαφος της υποχώρησης της άλλοτε κρατούσας ΚΝΕ. Η υλική βοήθεια συνδυασμένη με μπόλικες δόσεις εθνικισμού, τόνωσης της χαμένης εθνικής αξιοπρέπειας και «θετικής προοπτικής» προς τα στρώματα που βρίσκονται (ή έχουν ξεπεράσει) το όριο της κατάθλιψης, και πασπαλισμένη με κορώνες αντισυστημισμού, χάρισε 7% στους σύγχρονους φασίστες, ακόμα και χωρίς τηλεοπτική προβολή και ως εκ τούτου χωρίς προσωποποίηση του Ρομπέν των Δασών (με χαρακτηριστικά τα χιλιάδες ασταύρωτα ψηφοδέλτια, κυρίως στην επαρχία).

Η Χ.Α. παιζόταν εδώ και καιρό στα ΜΜΕ…

Τα «λεβεντόπαιδα με τις μαύρες μπλούζες», πράγματι, δεν ήταν μόνιμοι θαμώνες τηλεοπτικών πάνελ, όπως το έτερο καλό παιδί του συστήματος, το ΛΑΟΣ, μεγάλο μέρος της αρχικής αποδοχής του οποίου οφειλόταν στη μιντιακή προβολή του. Ήταν, ωστόσο, πανταχού παρόντα, ακόμα και αν δεν φαίνονταν στους δέκτες μας. Ήταν στον πυρήνα της λογικής που ήθελε τους μετανάστες να αποτελούν τον «εσωτερικό εθνικό εχθρό», ήταν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» της Πάτρας, ήταν ο εγκέφαλος των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ήταν η αντίληψη της δημόσιας διαπόμπευσης των οροθετικών που μολύνουν τον «έλληνα οικογενειάρχη», ήταν η βία των δυνάμεων καταστολής ενάντια στο αγωνιζόμενο κίνημα, ήταν το ίδιο το βαθύ κράτος της βίαιης επιβολής και της υφαρπαγής ανύπαρκτης συναίνεσης.

Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τα ΜΜΕ καλλιέργησαν το ρατσισμό, τη βία, τη μισαλλοδοξία, φυτεύοντας τη Χρυσή Αυγή στα κεφάλια μας. Το αυγό του φιδιού και η ιδεολογία του επωάζονταν καιρό τώρα στην αστική πρακτική και ρητορεία. Και όλα πήγαιναν καλά στην αρχή, όταν ακόμα και για αριστερούς ψηφοφόρους οι μετανάστες αποτελούσαν το πρόβλημα καθεαυτό, όταν η (άγνωστη στον κόσμο της TV) Χρυσή Αυγή «καθάριζε» τους δρόμους της Αθήνας, όταν, τέλος πάντων, κράτος και παρακράτος συνεργάζονταν με σαφώς κατανεμημένες τις δραστηριότητές τους. Όμως, τα παιχνίδια με τη φωτιά μπορεί να αποβούν μοιραία καμιά φορά. Κι έτσι η κατάσταση ξέφυγε. Η διαφαινόμενη μεγάλη άνοδος της Χρυσής Αυγής πριν από τις εκλογές της 6ης Μάη, που πλέον κατέληγε ενοχλητική για τους πολιτικούς εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού, και οι προπηλακισμοί βουλευτών οδήγησαν στα κροκοδείλια δάκρυα Σαμαρά-Βενιζέλου μπροστά στον «υπαρκτό κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας». Λίγο αργά βέβαια.

Τα σκοτεινά μονοπάτια του διαδικτύου

Ο εκσυγχρονισμένος φασισμός είναι πιο ολοκληρωμένος από ό,τι νομίζουμε και η οικοδόμηση του κομματικού προφίλ δεν είναι παραμελημένος στόχος. Η Χρυσή Αυγή, εκτός από τη γνωστή εφημερίδα, διαχειρίζεται έναν ευρύ διαδικτυακό ιστό, που περιλαμβάνει από το επίσημο σάιτ μέχρι ιστότοπους των κατά τόπους οργανώσεων, βιντεάκια στο You Tube, παρέμβαση στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Το «αποκλεισμένο από τα ΜΜΕ» κόμμα, που το «λασπολογούν» και το «συκοφαντούν» ξέρει και άλλο μονοπάτι, στο οποίο μάλιστα βαδίζει με ιδιαίτερη μαεστρία, καθώς η παρέμβαση μέσω διαδικτύου ευνοεί τη ρητορική «μας φοβούνται-δεν μας παίζουν», αλλά όχι μόνο: η χρήση νέων τεχνολογιών χτυπάει την καρδιά του target group της Χρυσής Αυγής. Οι ηλικίες 35-44 και οι μαθητές που ψήφισαν για πρώτη φορά είναι τα τμήματα του εκλογικού σώματος στα οποία το κόμμα είχε τη μεγαλύτερη επιρροή.

Μια μικρή εξερεύνηση στην επίσημη ιστοσελίδα τους είναι ενδεικτική για το προφίλ που προσπαθεί να οικοδομήσει σήμερα η οργάνωση. Επίσημο και υπεύθυνο πολιτικό κόμμα, με άποψη για τα τεκταινόμενα, που ούτε στα θεωρητικά του κείμενα ούτε στην πρακτική του έχει κάποια σχέση με τη βία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο σύνδεσμο «αρθρογραφία» του «γενικού γραμματέα» δεν υπάρχει κανένα άρθρο, πέρα από τη 45΄ προεκλογική συνέντευξή του. Για το πλατύ διαδικτυακό κοινό, λοιπόν, η Χρυσή Αυγή είναι politically correct οργάνωση που τα λέει έξω από τα δόντια και δεν διστάζει να καταγγείλει τα αστικά ΜΜΕ, στέλνοντάς τους ακόμα και εξώδικο.

Λίγο διαφορετικά είναι τα πράγματα στη σελίδα «Ιδεολογική βιβλιοθήκη του μετώπου γυναικών», στην οποία φιλοξενούνται άρθρα για το ρόλο της γυναίκας και τη φυλή, καθώς και «κείμενα ιδεολογίας» που περιλαμβάνουν τοποθετήσεις και τσιτάτα από τον Χίτλερ, τον Μεταξά, τον Έζρα Πάουντ, αλλά και τον Νίτσε ή τον Καζαντζάκη. Φαίνεται ότι «η βάση» της οργάνωσης με τις ιστοσελίδες για τους πιο μυημένους έχει πιο ξεκάθαρη «ιδεολογική» τοποθέτηση. Και με αυτόν τον τρόπο η διαδικτυακή εικόνα της φαίνεται να ολοκληρώνεται: τοποθέτηση για το κοινοβούλιο, άποψη για το γυναικείο ζήτημα, τοποθέτηση για την ιστορία, παρεμβάσεις περί πολιτισμού. Τα παιδιά, εκτός από άποψη, έχουν και ευαισθησίες…

Πριν από τις μπουνιές

Ωστόσο, για ένα κοινοβουλευτικό κόμμα που θέλει να διευρύνει την εκλογική του βάση και να γίνει κομμάτι της επίσημης πολιτικής ζωής το ζήτημα τις προβολής του από τα ΜΜΕ είναι καίριο. Και η Χρυσή Αυγή, ιδιαίτερα μετά τις 6 Μάη, διεκδίκησε αυτή τη δυνατότητα με όλους τους τρόπους. Την αρχική αμηχανία των τηλεοπτικών ΜΜΕ διαδέχτηκε η υιοθέτηση της άποψης ότι η προβολή της οργάνωσης θα ξεσκεπάσει το πραγματικό ποιόν της. Ως αποτέλεσμα, και με την επίκληση του σχετικού νόμου περί προβολής των κοινοβουλευτικών κομμάτων, δημοσιογράφοι όπως ο Θεοδωράκης και ο Σρόιτερ άρχισαν να παίρνουν συνεντεύξεις από τα στελέχη του κόμματος, προετοιμασμένοι να απευθύνουν «δύσκολες» ερωτήσεις, επιτελώντας τάχα κοινωνικό έργο. Τελικά, όμως, η Χρυσή Αυγή ξεσκεπάζεται;

Πριν προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε μια απάντηση, είναι αναγκαίο να σταθούμε στο εξής: ακόμα ένας «δημοσιογράφος» που φιλοξένησε μέλος της οργάνωσης ήταν ο Θέμος Αναστασιάδης. Και εκεί δεν ετέθη καν το ερώτημα περί του πώς να «στριμωχτεί» το εν λόγω στέλεχος. Αντιθέτως, η εκπομπή αποτέλεσε το πρώτο τρανό παράδειγμα του πόσο εύκολα και αναίμακτα ο νεοφασισμός μπορεί να ενταχθεί στο life style, δίπλα από την Ελένη Μενεγάκη και τη συμμετοχή μας στη Γιουροβίζιον. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι πια κάτι ακατονόμαστο, αλλά τμήμα της πολιτικής ζωής και ως εκ τούτου της show biz, πάντα με τη συμπαράσταση σχολίων από άλλες, πρωινο-μεσημεριανές συνήθως εκπομπές (βλ. ο «γλυκούλης» Γερμενής κ.λπ.). Αλλά, ο Θέμος Αναστασιάδης δεν ήθελε έτσι κι αλλιώς να φέρει σε δύσκολη θέση τη Χρυσή Αυγή. Αντιθέτως.

Οι άλλοι δημοσιογράφοι όμως; Την έφεραν πράγματι σε δύσκολή θέση; Αν παρακολουθήσει κανείς τις συνεντεύξεις του Μιχαλολιάκου, του Κασιδιάρη ή του Λαγού, αρχικά μπορεί να διακρίνει το γεγονός ότι ποτέ δεν αφήνουν να φανεί αν έρχονται σε δύσκολη θέση, καθώς και τη δυνατότητά τους να αντιστρέφουν ερωτήσεις και με ιδιαίτερα επιθετικό ύφος να ψέγουν τον δημοσιογράφο ότι είναι καθοδηγούμενος και σκοπό έχει να τους συκοφαντήσει. Οι στημένες απαντήσεις τους, οι «τρίπλες»-φασόν που υιοθετούν όλοι προς αποφυγή δύσκολων ερωτήσεων, οι συγκεκριμένες, κοινές σε όλους ατάκες και η ήρεμη στάση του σώματός τους (δεν ιδρώνουν καν, σε αντίθεση με τους δημοσιογράφους!) δείχνουν καταρχάς ένα πολύ καλά προετοιμασμένο επιτελείο, που ξέρει τι τους περιμένει, που έχει προβάρει τη στάση του, που βγαίνει στα κανάλια με σκοπό να προβάλει ένα πολύ έξυπνα δομημένο προφίλ, στην οικοδόμηση του οποίου έχουν –σαφέστατα– συμβάλει επικοινωνιολόγοι.

Σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης διαπιστώνουμε ότι η τοποθέτηση όλων ανεξαιρέτως των συνεντευξιαζόμενων έχει συγκεκριμένη δομή και στόχο. Σκιαγραφούν το προφίλ τους περίπου ως εξής: καταρχάς, τονίζουν συχνά ότι η Χρυσή Αυγή πρόκειται για «νόμιμο πολιτικό κόμμα», προκειμένου να σπάσουν την αντίληψη περί της παράνομης δράσης και πολιτικής τους τοποθέτησης. Πασχίζουν να παρουσιαστούν ως τμήμα της επίσημης πολιτικής σκηνής, γεγονός που αποδεικνύεται και από την επιλογή τους να απαρνηθούν ως «πλαστογραφίες» ακόμα και ολόκληρα τεύχη του περιοδικού τους που μιλούν για τον Χίτλερ και το «έπος του Γ΄ Ράιχ». Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η επίκλησή τους σε αποφάσεις της δικαιοσύνης κάθε φορά που τους υπενθυμίζονται κατηγορίες και καταδίκες των μελών τους.

Κι εδώ έρχεται η έτερη επωδός των φασιστοειδών: «δεν κρύβομαι, δεν φοβάμαι» να βγω στα κανάλια. Που σημαίνει, δεν έχω να κρύψω τίποτα. Αφού πρώτα απαρνιούνται τα γραπτά τους, αφού αποκρύπτουν (ή ωραιοποιούν) την ιδεολογική τους τοποθέτηση, αφού διακηρύττουν ότι το κόμμα τους έχει δομές όπως κάθε άλλο κόμμα, έρχεται η ώρα να μετατοπίσουν την κουβέντα στην πολιτική συγκυρία. Αυτό είναι μία από τις «τρίπλες», όταν τα επιχειρήματα απόσεισης του νεοναζισμού στερεύουν. Επίθεση στον δημοσιογράφο ότι τους ρωτάει πράγματα που δεν έχουν σχέση με την πολιτική και δεν αφορούν τον κόσμο, και επικέντρωση στο «εμείς δεν κλέψαμε, άλλοι μας κατάντησαν έτσι – ο κόσμος έχει ανάγκη για απαντήσεις στο σήμερα, αφήστε το παρελθόν». Το παζλ συμπληρώνεται με τη Χρυσή Αυγή να είναι ένα κόμμα περήφανο για την πολιτική πορεία του, συνεπές και γειωμένο με τον πόνο του λαού.

Οι πολιτικές απαντήσεις στο σήμερα, βεβαίως, είναι τέτοιες που μόνο το κοινό αίσθημα δεν προκαλούν: «μέσα στο ευρώ, δεν θα χαρίσουμε την Ελλάδα στους τοκογλύφους, θέλουμε αξιοκρατία» και, φυσικά, οι άνθρωποι είναι και χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως δεν ξεχνούν να τονίζουν. Εξάλλου, το χαρακτηριστικό τους είναι η «μαζικότητα» και οι «περιφρουρημένες πορείες», αλλά και η μόρφωση, μιας και συνεχώς μιλούν για τον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη, το Βυζάντιο. Τη διαφορά τους με τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα την εντοπίζουν στην ηθική στάση τους και στο γεγονός ότι αυτοί «κάνουν πράξεις και δεν μένουν στα λόγια», γιατί βαρέθηκαν την «αερολογία» των πολιτικών τόσα χρόνια. Η ρητορική τους δεν αποκλίνει χιλιοστό από την κυρίαρχη ρητορική. Η Χρυσή Αυγή, λοιπόν, δεν είναι τίποτε ακραίοι. Αντιθέτως, αυτοί και τα λένε και θα τα κάνουν. Όσο για τους μετανάστες, είναι όλοι παράνομοι και το μόνο που χρειάζεται είναι να πάνε από κει που ήρθαν. Αυτό η Χρυσή Αυγή διατείνεται ότι το διεκδικεί πολιτικά, γιατί, φυσικά, ουδεμία σχέση με τις επιθέσεις εναντίον τους έχει. Ίσα ίσα, «ο κόσμος τηλεφωνεί συνεχώς στα γραφεία τους» για να τους σώσουν από την επέλαση των μεταναστών, και οι χρυσαυγίτες, «όταν μπορούν, φτιάχνουν ομάδες και πηγαίνουν».

Και αφού οι συνεντευξιαζόμενοι παρουσιάζονται ως τα καλά παιδιά της πολιτικής, έρχεται και η ώρα να αποδειχτούν και τα πιο ριζοσπαστικά. Μιλούν για «εθνική αντίσταση στη χούντα του Μνημονίου», προπαγανδίζουν την «επαναστατική δράση των εθνικιστικών κινημάτων», διακηρύττουν ότι «δεν θα μπουν στο καλούπι του συστήματος», καλούν τον κόσμο «να σηκωθεί από τον καναπέ και να συνταχθεί γύρω από τον εθνικιστικό πυρήνα», ενώ δεν παραλείπουν να θυμίσουν τους αγώνες του λαού με αναφορές στην Κερατέα. Η «αντισυστημική» Χρυσή Αυγή είναι εδώ και δεν διστάζει κάθε στιγμή να καταγγέλλει και τα ΜΜΕ ως το μακρύ χέρι του συστήματος που έχει ευθύνη για την κατάσταση της χώρας.

Όλα αυτά, φυσικά, έχουν και αντιφάσεις. Γιατί είναι αντίφαση να υποστηρίζουν, για παράδειγμα, την ελληνική δικαιοσύνη και από την άλλη να λένε ότι αυτό που έχουμε δεν είναι δημοκρατία, να λένε ότι είναι επίσημο πολιτικό κόμμα και ταυτόχρονα να προβάλλονται ως αντισυστημικοί, να απευθύνονται σε συγκεκριμένα στρώματα ενώ η ιδεολογία τους μιλά για φυλές και έθνη. Ωστόσο, οι αντιφάσεις δεν είναι αυτές που αποτυπώνονται. Αντιθέτως, αποτυπώνεται το προφίλ μιας καθ’ όλα νόμιμης οργάνωσης, που έχει έτοιμες και λογικές (λογικοφανείς για την ακρίβεια) απαντήσεις, που δεν κολλάει πουθενά.

Ένα είναι σίγουρο: η Χρυσή Αυγή πιάνει τον παλμό του κόσμου στον οποίο βασικά απευθύνεται. Αντιλαμβάνεται τη ριζοσπαστικοποίηση και την ενσωματώνει στα δικά της καλούπια. Γιατί ο ακροατής που δεν είναι αριστερός αρέσκεται στο να ακούει πως πρέπει να σηκωθεί από τον καναπέ του (αλλά τελικά να μη σηκώνεται), φτιάχνεται όταν βλέπει να βρίζουν τους δημοσιογράφους γιατί και ο ίδιος τους απεχθάνεται ως υπηρετούντες το πολιτικό σύστημα (δεν ήταν λίγος ο κόσμος που γούσταρε το «εγέρθητι»), χαίρεται να ακούει για την Κερατέα (γιατί πιθανότατα ήταν εκεί), μισεί το τέως πολιτικό προσωπικό (το οποίο μάλλον μούντζωνε βράδια ολόκληρα το προηγούμενο διάστημα στο Σύνταγμα), βρίσκει λύση σε όλα του τα προβλήματα όταν του προσφέρεται και επίσημα, τηλεοπτικά, ο μετανάστης ως αποδιοπομπαίος τράγος.

Είπαμε, όμως, ότι υπάρχουν και οι επικοινωνιολόγοι, οι οποίοι φαίνονται όχι μόνο στην τακτική, αλλά και στην αισθητική του τηλεοπτικού λόγου της Χρυσής Αυγής. Η χρήση «λαϊκού» λεξιλογίου («τα στέκια του Κολωνακίου», «λεβεντόπαιδα», «παλικάρια») σε συνδυασμό με τη συνεχή χρήση συναισθηματικού λεξιλογίου («περηφάνια», «προδοσία») και τις επαναλήψεις φράσεων-κλειδιών όχι μόνο κινητοποιούν συγκινησιακά τον ακροατή, αλλά επιτυγχάνουν να εντυπώσουν στο μυαλό του, ακόμα και όχι άμεσα συνειδητά, την τοποθέτηση του ομιλούντος. Ψευτομαγκιά και αντριλίκι συμβαδίζουν πλήρως με την αισθητική του νεοέλληνα (και μάλιστα του «πληγωμένου νεοέλληνα») ωραιοποιώντας και απενοχοποιώντας την προβαλλόμενη πολιτική και βαθύτατα ιδεολογική άποψη. Πόσο μάλλον όταν είναι εμφανής και η χρήση δήθεν αριστερής φρασεολογίας («η χώρα μας είναι προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων», «δουλεία», «κοινωνική ζούγκλα»).

Το σχήμα που προβάλλουν είναι απλό: «μας χτυπάνε από παντού, γιατί είμαστε επικίνδυνοι για το σύστημά τους». Όποιος μας λασπολογεί είναι πολιτικός μας αντίπαλος και λέει ψέματα. Μακριά από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και την «κόκκινη χούντα των σταλινικών αποβλήτων», η Χρυσή Αυγή όχι μόνο διατείνεται, αλλά έχει αποδείξει ότι μπορεί να δώσει φαΐ και ασφάλεια στον Έλληνα, μπορεί να σώσει την πατρίδα από τα ξένα συμφέροντα. Από αυτό το σχήμα δεν λείπει, φυσικά, το σημαντικότερο ίσως συστατικό, η αλήθεια. Η έμμεση επίκληση στην αυθεντία του ομιλούντος επιτυγχάνεται με αποστροφές μεσσιανικού τύπου και συνεχείς επαναλήψεις φράσεων που περιέχουν τις έννοιες της αλήθειας και της ειλικρίνειας.

Με άλλα λόγια, η προβολή της Χρυσής Αυγής στα ΜΜΕ όχι μόνο δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα ρίξει τις μάσκες, αντιθέτως είναι δυνατόν να συμβάλει στην ενδυνάμωση, τη νομιμοποίηση και την ιδεολογικοποίηση της σχέσης της με τους ψηφοφόρους της. Από την άλλη, όσον αφορά το κοινό που δεν την ψήφισε ή που διαφωνεί, η παρουσία της οργάνωσης στην τηλεόραση το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί με βεβαιότητα είναι μάλλον η εμπέδωσή της μέσα στα σπίτια μας, στη σκέψη μας, και την αισθητική μας, σε καθημερινή βάση, μέχρι αυτό, έστω και ασυνείδητα, να γίνει συνήθεια που δεν προκαλεί ξενισμό. Όμως, η Χρυσή Αυγή δύσκολα θα χάσει πόντους από την προβολή της και για ένα λόγο επιπλέον: ακόμα και οι «πολύ σκληροί για να πεθάνουν» δημοσιογράφοι δεν μπορούν ούτε να ξεφύγουν ούτε να ξεμπροστιάσουν τον πυρήνα της λογικής της Χρυσής Αυγής, απλώς γιατί η τοποθέτησή της αποτελεί το όριο της τοποθέτησης των επίσημων ΜΜΕ. «Έχετε δίκιο σε ό,τι αφορά την παράνομη μετανάστευση», όπως είχε απαντήσει η Στάη στον Κασιδιάρη μέσω τηλεοπτικού παραθύρου…

Μετά τις μπουνιές

Μήπως, όμως, η επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη κατέστρεψε το προφίλ που με κόπο έστηνε τόσο καιρό η οργάνωσή του στα ΜΜΕ; Μήπως είχαν δίκιο όσοι μίλαγαν για τηλεοπτικό ξεμπρόστιασμα και αυτογκόλ; Ωστόσο, αυτοί που φαίνεται να δείχνουν απέχθεια στο περιστατικό και να το καταγγέλλουν –τουλάχιστον η πλειονότητά τους– φαίνεται μάλλον να είναι άνθρωποι εξαρχής ενάντια στην τοποθέτηση της Χρυσής Αυγής. Αντιθέτως, συζητήσεις στις λαϊκές, στη δουλειά, στη γειτονιά καταγράφουν μεγάλο αριθμό κόσμου ο οποίος είτε έμπαινε στη ερώτημα περί του ποιος προκάλεσε ή χτύπησε πρώτος ή, ακόμα χειρότερα, ξεστόμιζε «καλά της έκανε». Η σελίδα στο Facebook με τίτλο «Να αγιάσει το χέρι σου Ηλία Κασιδιάρη» είχε μέχρι το πρωί της επομένης του περιστατικού 4.493 «Like». Ακόμα και με την επιφύλαξη της γνώσης ότι μεγάλο μέρος αυτής της ηλεκτρονικής δουλειάς είναι σαφώς καθοδηγούμενο, τα αποτελέσματα είναι τουλάχιστον ανησυχητικά.

Και το πρόβλημα υπάρχει ακριβώς γιατί η «έκρηξη» του ανθρωποειδούς δεν ήταν έκρηξη, αλλά καθεαυτή η αντίληψη της Χρυσής Αυγής, που επιχειρεί τη βίαιη πάταξη και απομόνωση όποιου δεν συμφωνεί μαζί της. Ας μην έχουμε αυταπάτες: ο Ηλίας Κασιδιάρης ούτε ξέφυγε ούτε έκανε κανένα λάθος. Έκανε, σε πιο λάιτ εκδοχή, αυτό που χρόνια ξέρει να κάνει off camera, με τη συνείδηση ότι μπορεί να χάσει κάποιους και την πεποίθηση ότι θα κερδίσει ή ακόμα και θα «ντουρώσει» άλλους. Ό,τι έκανε υπηρετεί κατά γράμμα και αποτελεί σαφή συνέχεια του σχεδίου της Χρυσής Αυγής «που θα τα βάλει με όλους για να ξεβρομίσει ο τόπος». Αλλά ακόμα και αν δεν το εξυπηρετούσε, η οργάνωση με την ασυναγώνιστη γκαιμπελίστικη μέθοδό της θα ήξερε πώς να το κάνει εξυπηρετικό.

Χρειάστηκε η on camera επίθεση του Κασιδιάρη, γιατί οι καθημερινές δολοφονίες μεταναστών στο δρόμο δεν ήταν αρκετές, ώστε τα πολιτικά κόμματα να δηλώσουν ότι δεν θα ξανακάτσουν στο ίδιο τηλεοπτικό τραπέζι με εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής. Παρ’ όλα αυτά, δεν θέλει ούτε πολλή σκέψη ούτε πολλή αριστεροσύνη για να γίνει σαφές ότι ακόμα και η τέταρτη εξουσία δεν μπορεί να φιλοξενεί στα τηλεοπτικά της πάνελ τοποθετήσεις που είναι πίσω και από τον Διαφωτισμό και ότι αυτό δεν θίγει κανένα ανθρώπινο ή πολιτικό δικαίωμα, όπως συχνά αναφέρεται.

Ωστόσο, αν ένα πράγμα γίνεται σαφές, είναι ότι η Χρυσή Αυγή δεν θα πέσει από την τηλεόραση. Η ευρωπαϊκή εμπειρία μάς δείχνει ότι η ανάδυση νεοφασιστικών μορφωμάτων δεν είναι ούτε απλή ούτε πρόσκαιρη υπόθεση. Χρειάζεται ο κόσμος της δουλειάς να οικοδομήσει μορφές αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, να θωρακιστεί ιδεολογικά, να διεκδικήσει πολιτικά, να ανακτήσει την ιστορική του μνήμη και την πείρα του, να δώσει απαντήσεις και να βαδίσει ενωμένα στον κοινό αγώνα για την πάταξη του φασισμού.

Το σκίτσο είναι του Στέφανου Κουτσουπάκη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *