Ναι, το ξέρουμε πως η ελληνική κοινωνία, όντας βυθισμένη στην οικονομική, πολιτική και πνευματική μιζέρια, έχει ανάγκη από συλλογικές χαρές. Ναι, καταναλώσαμε κι εμείς δεκάδες μπύρες κολλημένοι στην οθόνη το 2004, ανεχόμενοι τον υστερικό σχολιαστή που κραύγαζε για το “πειρατικό”. Ναι, είμαστε κι εμείς μέρος της κοινωνίας του θεάματος, όσο κι αν παλεύουμε ν΄ απεξαρτηθούμε απ’ αυτό. Ναι, πράγματι, η πολιτική της Γερμανίας είναι αυτή τη στιγμή ο πιο σκληρός εκφραστής του Νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Ναι, συμμετέχουμε κι εμείς στην διαδικασία της αποδόμησης της ιδεολογίας αυτής που προτάσσει ως βασικό της γεγονός τη διάκριση ανάμεσα σε διευθυντές κι εκτελεστές, σε αφεντικά και υπαλλήλους, σε ολιγάρχες κι υπηκόους• της ιδεολογίας που προωθεί τον ατομικισμό, την διάλυση της κοινωνίας με την φτωχοποίησή της, ανάβοντας λαμπάδες στην “Ανάπτυξη” που δεν είναι τίποτα άλλο από δείκτες που μετρούν την παραγωγή πλαστικών σκουπιδιών. Ναι, μας τη σπάει η Μέρκελ, το ίδιο όμως και ο εθνικιστής Σαμαράς ή ο νεοναζί Μιχαλολιάκος. Ναι, τσατιζόμαστε όταν οι αυτόκλητοι οίκοι αξιολόγησης των χωρών μάς στέλνουν χαράτσια με ραβασάκια, το ίδιο όμως παθαίνουν κι οι αυτόκλητοι σεκιουριτάδες της Χρυσής Αυγής που μαχαιρώνουν με γνώμονα το χρώμα, την “τάξη” και την α-πολιτική άποψη. Αλλά αυτοί, οι τελευταίοι, όταν ακούν τον εθνικό ύμνο βλέποντας τα σώβρακα του Κατσουράνη, ηδονίζονται. Δεν ξέρουμε γιατί… αλλά εκεί είναι μια ακόμα διαφορά μας.
Ναι, θέλουμε κι εμείς να υψώσουμε μια σημαία, αυτήν που θα συμβολίζει την κοινωνική επανάσταση για την ατομική και συλλογική αυτονομία κι όχι μια σταυροφόρα γαλανόλευκη που άλλοι καθόρισαν για μας, κι άλλα συμβόλιζε γι΄αυτούς. Δεν μισούμε την Ελλάδα, αντιθέτως αγαπούμε κάθε νοηματοδότηση που χουμε δώσει στον τόπο που μας έλαχε να γεννηθούμε και να ζήσουμε (όπως αγαπάμε κάθε τόπο που ζούμε κι ας μην γεννηθήκαμε εκεί), δίνουμε όμως προτεραιότητα στους ανθρώπους που συμβαίνει να ζουν δίπλα μας, και όχι στους πασάλους στο χώμα, που στήθηκαν με μόνο σκοπό να διαχωρίζουν και να αναζωπυρώνουν εθνικισμούς κάθε φορά που η εκάστοτε τοπική εξουσία κινδυνεύει.
Δεν αντιπαθούμε τον πολίτη της Γερμανίας, όπως ούτε της Τουρκίας, του Πακιστάν ή της Τανζανίας. Δεν θα αισθανθούμε εθνικά υπερήφανοι αν 11 ποδοσφαιριστές (είτε εκατομμυριούχοι είτε όχι) με σκούρες μπλε στολές κερδίσουν 11 ποδοσφαιριστές με ασπρόμαυρες στολές. Ούτε εθνικά ντροπιασμένοι αν συμβεί το αντίθετο. Δεν θέλουμε καμία νίκη, ούτε ήττα, καμία “εκδίκηση” απέναντι σε κανένα λαό, είτε αυτό συμβεί σε μάχη με μπάλες, είτε σε μάχη με οπλοπολυβόλα.
Ο μόνος αγώνας για τον οποίο θα δώσουμε την ψυχή μας, η μόνη νίκη για τον οποία θα αγωνιστούμε, και δεν θα στηθούμε στις οθόνες δίνοντας το χρίσμα σε αντιπροσώπους κανενός έθνους-κράτους-κοινωνίας, είναι η κατάρρευση κάθε θεσμού καταπίεσης, το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, το πέρασμα στην αυτονομία. Η πραγματική μας νίκη είναι η κοινωνία εκείνη στην οποία τα μέλη της ξέρουν πως ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να το κάνουν αυτά τα ίδια και να το προσφέρουν στον εαυτό τους και στο κοινωνικό σύνολο. Η κοινωνία που αμφισβητεί, όμως όχι για την ευχαρίστηση της αμφισβήτησης. Που επαναστατεί, όχι για την εναλλαγή των τάξεων στην εξουσία, αλλά για τη συνεχή της εξέλιξη και δημιουργία.
Οπότε, Κατσουράνη, αν θέλεις βάλε γκολ, αν θέλεις αυτογκόλ ή κάνε πως σε πονάει το πόδι σου και κάτσε στα αποδυτήρια. Δεν έχει σημασία…
Αφήστε μια απάντηση