Από τον συμβολισμό στον κονστρουκτιβισμό

Βασίλης Τσιράκης
ΣΟΥΠΡΕΜΑΤΙΣΜΟΣ

Η λέξη «σουπρεματισμός» προέρχεται από τη λατινική ρίζα «suprem» (υπεροχή, κυριαρχία) και δηλώνει, σύμφωνα με τον Μαλέβιτς, την υπεροχή του χρώματος πάνω σε όλα τα άλλα τεχνικά μέρη του πίνακα. Ο Μαλέβιτς θεωρούσε τον εαυτό του ιδιότυπο ρεαλιστή, μόνο που έβλεπε τον ρεαλισμό σε μια φανταστική πραγματικότητα «στην οποία για να φτάσεις πρέπει να απομακρυνθείς από την ορατή πλευρά της ζωής».
Ο Μαλέβιτς ίδρυσε την ομάδα «Supremus» στην οποία προσχώρησαν πολλοί καλλιτέχνες του κυβοφουτουρισμού όπως ο Ιβάν Κλιούν, η Λιουμπόβ Ποπόβα, η Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα, η Όλγα Ρόζανοβα, ενώ στην πόλη Βιτέμπσκ διηύθυνε την σχολή καλών τεχνών «Ούνοβις» (Επιβεβαιωτές της Νέας Τέχνης), που στόχο είχε να αλλάξει μέσα από την τέχνη την αισθητική αντίληψη των ανθρώπων.
Έμβλημα του σουπρεματισμού έγινε το «Μαύρο τετράγωνο» (1915), το οποίο εξέφραζε το τέλος της παλιάς τέχνης και ταυτόχρονα την αρχή της καινούργιας. Tο 1913 ο Μαλέβιτς ζωγραφίζει το περίφημο έργο του “Μαύρο τετράγωνο σε λευκό φόντο” και η τέχνη του οδηγείται πλέον στην απόλυτη αφαίρεση, απαλλασσόμενη από το βάρος των αντικειμένων και χάνοντας κάθε έννοια περιγραφικότητας.
Και αυτό μας πάει στο δεύτερο βασικό σημείο της διαλεκτικής: τα πάντα έχουν ιστορία, αλλά όχι την δική τους ιστορία. Ο κόσμος γύρω μας αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Αν αποκόψουμε τα πράγματα από το πλέγμα των σχέσεων που τα συνδέουν μεταξύ τους, γίνονται ακατανόητα.
Το 1918 ο Καζιμίρ Μάλεβιτς ζωγράφισε τον διάσημο πίνακα “Λευκό πάνω σε λευκό”.  Ο πίνακας παρουσιάζει αυτό ακριβώς που λέει: ένα λευκό τετράγωνο πάνω σε λευκό φόντο. Αποκομμένος από το περιβάλλον και την ιστορία του,  ο πίνακας είναι απλά ένα τίποτα. Ο Μάλεβιτς, όμως, έζησε την εποχή της Ρώσικης Επανάστασης, ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές του κινήματος της “Ρώσικης Πρωτοπορίας” και η σχολή του αναζητούσε μια όλο και πιο  αφηρημένη τέχνη. Με το “Λευκό πάνω σε λευκό” η αφηρημένη τέχνη έφτασε στο απόγειο της. Ο ίδιος ο Μάλεβιτς  δεν ξαναζωγράφισε ποτέ ξανά. Ειδωμένο μέσα από αυτό το πλέγμα των σχέσεων, το “Λευκό πάνω σε Λευκό” είναι ένα μεγάλο έργο τέχνης.

ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

O κονστρουκτιβισμός σαν συνέχεια αλλά και άρνηση του σουπρεματισμού χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1920 και αποτελεί το τελευταίο μεγάλο κίνημα της «ρωσικής πρωτοπορίας». Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη «constructio» (κατασκευή) και πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 1920.
Τον Ιανουάριο 1922 πραγματοποιήθηκε στο «Καφέ των Ποιητών» στη Μόσχα η έκθεση «Κονστρουκτιβιστές» στην οποία παρουσιάζονταν ελεύθερες κατασκευές βασισμένες στη φόρμα, όπου η χρήση βιομηχανικών υλικών και η προσήλωση στο καθαρό υλικό κυριαρχούσε στην δημιουργία έργων που έτειναν πλέον προς μια τέχνη με χρηστική αξία.
Οι κονστρουκτιβιστές ανέλαβαν να υλοποιήσουν το σχέδιο της δημιουργίας νέων συνθηκών για τη ζωή των ανθρώπων με τη βοήθεια μιας νέας αισθητικής που βασίζεται στη δημιουργία απλών, λογικών και λειτουργικών μορφών και κατασκευών
Τον Ιανουάριο 1922 πραγματοποιήθηκε στο «Καφέ των Ποιητών» στη Μόσχα η έκθεση «Κονστρουκτιβιστές» στην οποία παρουσίασαν ελεύθερες κατασκευές βασισμένες στη φόρμα, όπου η χρήση βιομηχανικών υλικών και η προσήλωση στην καθαρή υφή (καθαρό υλικό) κυριαρχούσε στην δημιουργία έργων που έτειναν πλέον προς μια τέχνη με χρηστική αξία.
Η κατασκευή ως εικαστική εγκατάσταση έχει την καταγωγή της σ’ έναν σημαντικό καλλιτέχνη της ρωσικής πρωτοπορίας, τον Βλαντιμίρ Τάτλιν ο οποίος στο διάστημα 1914 έως 1917 δημιούργησε τα λεγόμενα αντι-ανάγλυφα έργα του.
Ο Τάτλιν, την ίδια περίοδο σχεδίασε και κατασκεύασε, μεταξύ άλλων, τη μακέτα ενός πύργου αφιερωμένου στην Τρίτη Διεθνή που βασιζόταν στη σύνθεση αρχιτεκτονικών, γλυπτικών και ζωγραφικών στοιχείων με άψογα μελετημένες περιστρεφόμενες φόρμες από μέταλλο και γυαλί, ηλεκτρικούς ανελκυστήρες, συστήματα θέρμανσης, προβολών και τηλεφωνικών και ραδιοφωνικών πομπών.
Μα είναι τέχνη αυτό; αναρωτιούνταν οι φιλότεχνοι, κι ένας κριτικός τέχνης, ο Νικολάι Πούνιν, έσπευσε να τον υπερασπιστεί λέγοντας ότι, ναι, είναι τέχνη και διαμορφώθηκε «στη βάση της οργανικής σύνθεσης των αρχών που διέπουν τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, δίνοντας έτσι ένα νέο τύπο μνημειακών κατασκευών που συνδυάζουν τη δημιουργική φόρμα με τη χρηστική».
Ταυτόχρονα ο Ρότσενκο συνυπέγραψε το πρώτο μανιφέστο των Ρώσων κονστρουκτιβιστών, το οποίο κηρύσσει τον πόλεμο κατά της ζωγραφικής, ακόμη και της μη-αντικειμενικής ζωγραφικής του σουπρεματισμού, και καλεί τους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα βασισμένα στους κανόνες της μηχανικής και της αρχιτεκτονικής, με έμφαση στη δημιουργία καθαρής φόρμας και τον συνδυασμό φαινομενικά ασύμβατων υλικών.
Το έργο τέχνης αξιολογούνταν πλέον όχι με βάση τις τεχνικές αρτιότητας ή τις αισθητικές καινοτομίες αλλά με βάση τη χρηστικότητά του και τις εφαρμογές που ήταν δυνατό να προσφέρει. Οι γνώσεις αρχιτεκτονικής και μηχανικής κρίνονταν πιο απαραίτητες για τον καλλιτέχνη απ’ ό,τι οι κανόνες φωτοσκίασης, το Μουσείο ήταν τόπος απεχθής, ενώ τόπος λατρείας έγινε το Εργοστάσιο.
Η τέχνη οφείλει να παρακολουθεί τη δομή και την οικονομία της κοινωνίας, να είναι λειτουργική, να συνεργάζεται με την κοινωνία στην αναζήτηση λύσεων σε πρακτικές κοινωνικές ανάγκες.
Έτσι συναντούμε επίσης την εφαρμογή της κάθε μορφής ριζοσπαστικής καλλιτεχνικής έκφρασης στην καθημερινή ζωή. Οι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας σχεδίαζαν θεατρικά κοστούμια και σκηνικά, εξέδρες για λαϊκές συγκεντρώσεις, υφάσματα και στολές εργασίας, οικιακά σκεύη, είδη καθημερινής χρήσης, με σκοπό να φέρουν την τέχνη στη ζωή, να καταργήσουν τις αστικές διακρίσεις.

Yπηρετώντας την παραγωγή

Το 1922, ο κονστρουκτιβιστής Αλεξέι Γκαν περιέγραψε στο βιβλίο του με τίτλο «Κονστρουκτιβισμός» πολύ καθαρά την επιζητούμενη σχέση της τέχνης με την τεχνολογία καλώντας τους καλλιτέχνες να δουν το έργο τέχνης σαν την ίδια την κοινωνία (όχι όμως και το αντίθετο), τα τεχνικά «υλικά» της οποίας είναι οι πέτρινοι όγκοι των πόλεων, οι σιδηρόδρομοι, τα λιμάνια, οι κτιριακές εγκαταστάσεις, τα αυτοκίνητα κ.λπ. Τα «υλικά» αυτά, αυστηρά συνδεδεμένα με την κοινωνική υπόσταση και ανάγκη της νέας εποχής, διαμορφώνουν ένα τεχνολογικό σύστημα που μπορεί να ανταποκριθεί στον απαιτούμενο παραγωγικό μηχανισμό της κοινωνίας.
Η φωτογραφία, το φωτομοντάζ και ο κινηματογράφος, νέες τέχνες που επιδιώκουν και πάλι την απόδοση της εικόνας με τη βοήθεια όμως, πλέον, της τεχνολογίας (μηχανή) και των θετικών επιστημών (χημεία), γίνονται ιδιαίτερα αγαπητά καλλιτεχνικά εργαλεία των κοντστρουκτιβιστών.
Ο κονστρουκτιβιστής Γκούσταβ Κλούτσις είχε επιδοθεί στον σχεδιασμό κατασκευών προπαγάνδας με χρήση όλων των σύγχρονων για την εποχή του οπτικοακουστικών μέσων (τηλεβόας, ραδιόφωνο, κινηματογραφική προβολή). Το Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Παιδείας, το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Μόσχα για τη διδασκαλία των καλών τεχνών μετονομάστηκε σε Καλλιτεχνικό-Τεχνικό Ινστιτούτο. «Τι τα θέλουμε τόσα εργαστήρια ζωγραφικής;» αναρωτιέται ο Κλούτσις σε άρθρο που δημοσιεύει το 1924 στο φιλο-κονστρουκτιβιστικό περιοδικό του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι «ΛΕΦ» με σκοπό να προπαγανδίσει το νέο χαρακτήρα των σπουδών τέχνης στη Μόσχα και να προτρέψει στη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα δώσει έμφαση στην προετοιμασία «καλλιτεχνών μέχρι τα δόντια εξοπλισμένων με όλα τα σύγχρονα επιστημονικά και τεχνικά επιτεύγματα που θα θέτουν ως στόχο τους την άσκηση μιας ευρείας κοινωνικής και πολιτιστικής επιρροής», υποστηρίζοντας πως η νέα καλλιτεχνική πρακτική δημιουργήθηκε από την ανάγκη της τέχνης να συναντήσει την τεχνική μέσα από τα νέα σοσιαλιστικά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα.

* Απόσπασμα από εισήγηση με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Οκτωβριανή επανάσταση.

 Οι «Αναιρέσεις» οργανώνουν ομαδική επίσκεψη στην έκθεση με ξενάγηση, την Τρίτη 26 Ιουνίου στις 5μμ με κόστος συμμετοχής 1 ευρώ. Δηλώσεις συμμετοχής στο τηλ: 6977000149

Πηγή: http://aristeroblog.gr/node/863

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *