Του Γιώργου Τοζίδη – “Δρόμος της Αριστεράς”
Η τοποθέτηση του κ. I. Στουρνάρα, ως υπουργού Οικονομίας, στην τρικομματική κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ.-ΔΗΜΑΡ αποτελεί την επιβράβευση της συνεπούς εξυπηρέτησης πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων από το συγκεκριμένο στέλεχος. Ενώ, όμως, είναι γνωστά και έχουν σχολιασθεί, ας δούμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά «επιτεύγματα» του:
1. Ως επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνώμων στην κυβέρνηση Σημίτη αποδέχθηκε το κλείδωμα της ισοτιμίας μετατροπής της δραχμής σε ευρώ σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που προέκυπταν από την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, εξυπηρετώντας τα γερμανικά (κυρίως) εμπορικά συμφέροντα.
2. Ως γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ (δεξαμενή «σκέψης» του ΣΕΒ) υπερθεμάτισε για την υλοποίηση των μνημονίων, επιμένοντας ιδιαίτερα στις ιδιωτικοποιήσεις (δηλαδή, στο ξεπούλημα σε ντόπια και ξένα συμφέροντα της δημόσιας περιουσίας) και στο «άνοιγμα» των κλειστών επαγγελμάτων» (δηλαδή, στην απορρύθμιση και τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων στους συγκεκριμένους κλάδους), δημοσιεύοντας μελέτη που «εκτιμούσε» ότι με το «άνοιγμα» θα επιτυγχανόταν αύξηση του ΑΕΠ κατά 13% σε 5 χρόνια. Μια μελέτη που προκάλεσε θυμηδία ακόμη και μεταξύ των υπε¬ρασπιστών των μνημονίων.
Υπάρχει, όμως, μια «επιτυχία» του κ. I. Στουρνάρα που δεν προβλήθηκε όσο της άξιζε, ούτε όταν πραγματοποιήθηκε, ούτε και σήμερα. Η επιτυχία αυτή αφορά την περίοδο που ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα (2000-2004). Το 1999 η Εμπορική τράπεζα πούλησε το μερίδιο της στην Ιονική Τράπεζα (αγοράστρια η Alpha Bank) έναντι του ποσού των 226 δισεκατομμυρίων δρχ. (περίπου 663 εκατ. ευρώ), παρά την αντίθεση των διεθνών συμβούλων (που είχε η ίδια προσλάβει) και πρότειναν τη συγχώνευση των δύο τραπεζών και τη δημιουργία μιας τράπεζας ισοδύναμης της Εθνικής. Η τότε διοίκηση της Εμπορικής είχε ετοιμάσει ένα επιχειρηματικό σχέδιο που θα χρηματοδοτείτο από το τίμημα πώλησης της Ιονικής και θα ισχυροποιούσε σημαντικά την τράπεζα.
Όμως ο κ. I. Στουρνάρας είχε άλλα σχέδια. Όπως προκύπτει από τους ισολογισμούς των χρήσεων 2000 και 2001, τα κεφάλαια της τράπεζας που είχαν επενδυθεί σε μετοχές εισηγμένων εταιριών στο ΧΑ αυξήθηκαν από 109,2 δισ. δρχ. (320,6 εκατ. ευρώ) το 1999 σε 195,2 δισ. δρχ. (572,8 εκατ. ευρώ) το 2000 και σε 200,4 δισ. δρχ. (588,1 εκατ. ευρώ) το 2001. Είναι, άραγε, «σύμπτωση» ότι το 2000 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε, οριακά, τις εκλογές με κύριο επιχείρημα την άνοδο του Χρηματιστηρίου; Η ζημιά θα αποκαλυφθεί το 2002 με τη ψήφιση του Ν. 2992/2002 που έδωσε τη δυνατότητα στις εισηγμένες να αποτιμούν τα χαρτοφυλάκια τους στις τρέχουσες τιμές αγοράς και όχι, όπως γινόταν μέχρι τότε, στις τιμές κτήσης.
Στον ισολογισμό της χρήσης 2002, η αποτίμηση των μετοχών έχει καταρρεύσει σε 216,4 εκατ. ευρώ (73,7 δισ. δρχ.), δηλαδή μειώθηκε κατά 63%. Όπως αναφέρουν στις παρατηρήσεις τους οι ορκωτοί ελεγκτές της τράπεζας, «ποσό 542,40 εκατ. ευρώ μεταφέρθηκαν απ’ ευθείας σε μείωση του λογ/σμού «Ειδ. Αφορολ. Αποθ. Από Χρεόγραφα» που περιλαμβάνεται στο λογαριασμό Ιδίων Κεφαλαίων «Αποθεματικά». Δηλαδή, μέσα σε δύο χρόνια, η διοίκηση του κ. I. Στουρνάρα «απώλεσε» στο ΧΑΑ το 82% του τιμήματος που εισέπραξε από την πώληση της Ιονικής τράπεζας, με αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας από 2 δισ. ευρώ το 2001 σε 1,3 δισ. ευρώ το 2002. Ατυχείς επιχειρηματικές κινήσεις; Όχι ακριβώς. Κατά την ίδια χρήση η διοίκηση Στουρνάρα θα επιλέξει να μην αναπροσαρμόσει την αξία των ιδιόκτητων παγίων της τράπεζας (Ν. 3091/2002) ώστε να μετριάσει τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων.
Τα μειωμένα ίδια κεφάλαια της τράπεζας θα «διευκολύνουν» την είσοδο της Credit Agricole στο μετοχικό της κεφάλαιο, με αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωση της Εμπορικής τράπεζας (στην οποία θα πρωταγωνιστήσει στη συνέχεια ο πολύς κ. Γ. Προβόπουλος). Η κατασπατάληση της δημόσιας περιουσίας, η διευκόλυνση εξαγοράς της Εμπορικής τράπεζας από το ξένο κεφάλαιο ή η εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων αποτέλεσαν τα κριτήρια για την ανάληψη της θέσης του υπουργού Οικονομίας από τον κ. I. Στουρνάρα;
ΥΓ. Ποια από τα παραπάνω «προσόντα» του κ. Στουρνάρα ενθουσίασαν, άραγε, τη ΔΗΜ.ΑΡ;
Αφήστε μια απάντηση