Η ανάπτυξη του φασισμού στην Ελλάδα

Κώστας Κούσιαντας

Η αύξηση των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής από το 0,29% (19.624 ψήφοι) των εθνικών εκλογών του 2009, στο 6,97% (441.018 ψήφοι) στις εκλογές της 6ης Μαΐου και η διατήρηση αυτού του ποσοστού στις εκλογές της 17ης Ιουνίου (6,92% και 425.980 ψήφοι) φωτογραφίζουν την αύξηση και τη συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος ακροδεξιού ριζοσπαστισμού το οποίο αναδείχτηκε ως απάντηση στην κρίση του δεξιού χώρου στις εκλογές της 6ης Μαΐου, αλλά και ικανό να αντέξει χωρίς καθόλου απώλειες την τεράστια πολιτική και ιδεολογική πίεση της ΝΔ για ενότητα ολόκληρης της δεξιάς, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 17ης Ιουνίου.

Αυτή η “θεαματική” αύξηση των ποσοστών της ΧΑ και πολύ περισσότερο η διατήρηση τους, έχουν προκαλέσει αντιφατικές ερμηνείες και εκτιμήσεις για τη δυναμική αυτής της οργάνωσης και του ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος που εκφράζει.

Η πρώτη εκτίμηση, πριν από τις εκλογές της 6ης Μαΐου και καθώς οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν μια συνεχή αύξηση της επιρροής της ΧΑ, ήταν ότι πρόκειται για μία ευκαιριακή προτίμηση ενός μέρους του εκλογικού σώματος, το οποίο ψηφίζοντας κάτι το “ακραίο”, ήθελε να εκφράσει ένα θυμό ο οποίος δεν μπορούσε να πάρει σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις, είτε οι ψηφοφόροι της ΧΑ θα κατανοούσαν πολύ γρήγορα ότι η ψήφος τους δεν πήγε σε ένα κόμμα έκφρασης θυμού αλλά σε μία φασιστική οργάνωση και θα την εγκατέλειπαν· είτε η ίδια η ΧΑ θα “αναγκαζόταν” να “προσαρμοστεί” στις κοινοβουλευτικές πρακτικές και συνήθειες και να “μετατραπεί” σε ένα ακίνδυνο κοινοβουλευτικό κόμμα. Σύμφωνα με την Αλ. Παπαρήγα, οι βουλευτές της ΧΑ θα φορούσαν γραβάτες και ταγεράκια, θα καθόντουσαν στα έδρανα του κοινοβουλίου και θα μετατρεπόντουσαν σε καθώς πρέπει πολιτικούς του πολιτικού συστήματος (μία δήλωση η οποία περιγράφει μάλλον τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με τον κοινοβουλευτισμό η ρεφορμιστική αριστερά).

Το χαμηλό πολιτικό προφίλ της ΧΑ πριν από τις εκλογές της 6ης Μάη έμοιαζε να δικαιώνει αυτές τις εκτιμήσεις. Πριν από την 6η Μάη η ΧΑ επέλεξε να κινηθεί αναδεικνύοντας τον “αντιμνημονιακό” άξονα της πολιτικής της (“αν είχαμε βουλευτές δεν θα ψηφίζονταν τα μνημόνια”). Αμέσως όμως μετά τις εκλογές η τακτική της άλλαξε: έβγαλε στο δρόμο ομάδες κρούσεις εξαπολύοντάς τες, στην αρχή εναντίον των μεταναστών και πολύ γρήγορα στη συνέχεια και εναντίον της αριστεράς. Η προεκλογική εκστρατεία της για τις εκλογές της 17ης Ιουνίου είχε την μορφή ενός πανελλαδικού πογκρόμ με κυρίαρχα πολιτικά χαρακτηριστικά το απροκάλυπτο ρατσισμό και τον αντικομουνισμό.

Έτσι και τα δύο επιχειρήματα των αριστερών εκτιμήσεων που επικρατούσαν πριν από την 6η Μάη κατέρρευσαν: η είσοδος της ΧΑ στη βουλή όχι μόνο δεν την ώθησε σε μία “προσαρμογή” στους αστικοδημοκρατικούς κανόνες λειτουργίας, αλλά αντίθετα αύξησε τη “ριζοσπαστικότητά” της. Επιπλέον, έγινε σαφές ότι η ανάδειξη του σκληρού και αμιγώς φασιστικού της προσώπου λειτούργησε ως το πιο ισχυρό ιδεολογικοπολιτικό στοιχείο συνοχής του συνόλου της εκλογικής της βάσης.

Αυτή τη στιγμή λοιπόν βρίσκεται σε διαμόρφωση μια σειρά τροποποιημένων εκτιμήσεων και προτάσεων για την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου, οι οποίες διαπερνούν διαγώνια το σύνολο των οργανώσεων του κινήματος. Θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε κωδικοποιημένα ως εξής:

Για το ΣΥΡΙΖΑ η άνοδος και δράση της ΧΑ θα αντιμετωπιστεί στα πλαίσια μιας αριστερής διαχείρισης των δημοκρατικών θεσμών. Το αστικοδημοκρατικό κράτος παρέχει εκείνους τους θεσμούς, οι οποίοι εάν ενεργοποιηθούν από μια αριστερή κυβέρνηση (όταν θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση) θα βάλουν φραγμό στην δράση και στην ανάπτυξη της ΧΑ.

Για το ΚΚΕ η απάντηση στο φασισμό θα είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού εργατικού κινήματος (το οποίο βεβαίως θα αναπτυχθεί και θα είναι ισχυρό μόνο όταν περιέλθει υπό την εποπτεία του ΠΑΜΕ). Μέχρι τότε, όπως έχει υπαινιχθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, το κόμμα θα προστατέψει με όποιον τρόπο χρειαστεί τα μέλη του από τις επιθέσεις των φασιστών.

Για την πλειοψηφία των αναρχικών ρευμάτων/οργανώσεων η αύξηση των ποσοστών της ΧΑ προκάλεσε ένα σοβαρό πρόβλημα τακτικής. Η μέχρι πριν από λίγους μήνες πολυδιαφημιζόμενη τακτική των στρατιωτικού τύπου επιθέσεων εναντίον ομάδων φασιστών από ομάδες αναρχικών έχει καταρρεύσει. Οι αναρχικοί δεν έχουν πια να αντιμετωπίσουν μικρές ομάδες, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικό ρεύμα εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων, μέρος του οποίου αρχίζει σιγά-σιγά να αποκτά πολιτικούς και οργανωτικούς δεσμούς με την ΧΑ. Μία τάση που αρχίζει να επικρατεί σε αυτόν τον χώρο, βλέπει τη σύγκρουση με το φασισμό ως μια γενικευμένη σύγκρουση μεταξύ των “σκληρών” κομματιών και των δύο πλευρών. Μέχρι τότε, το βάρος θα πρέπει να πέσει στην υπεράσπιση στεκιών και καταλήψεων, τα οποία θα δεχτούν επίθεση από τους φασίστες.

Ταυτόχρονα, στο σύνολο του κινήματος αρχίζουν να αναπτύσσονται αντιλήψεις που επιχειρούν να αναδείξουν ως κέντρο της αντιφασιστικής τακτικής, την παρέμβαση σε εκείνα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, στα οποία (πραγματικά ή υποθετικά) διαμορφώνονται όροι ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας των φασιστών. Αναπτύσσεται λοιπόν ξαφνικά μια συζήτηση για τις “κοινωνικές δραστηριότητες” της ΧΑ, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα, εκτός ελαχίστων και ανάξιων λόγου περιπτώσεων, αφορούν αποκλειστικά σχεδόν επιθέσεις εναντίον μεταναστών ύστερα από αίτημα “ενδιαφερομένων”.

Παρόμοιες αντιφάσεις υπάρχουν και στις πρώτες προσπάθειες κοινωνικής/πολιτικής ανάλυσης του φαινομένου. Σε πολλές περιπτώσεις οι φασίστες θεωρούνται το μακρύ και σκληρό χέρι των κρατικών/παρακρατικών μηχανισμών. Σε άλλες περιπτώσεις οι ερμηνείες εστιάζουν στον “αντισυστημικό” χαρακτήρα της ψήφου προς την ΧΑ, ακόμα του λόγου της.

Οι περισσότερες από τις ερμηνείες αυτές δεν είναι απαραιτήτως λανθασμένες, είναι όμως σίγουρα μερικές και ελλιπείς, προσεγγίζοντας όψεις μόνο του φασιστικού φαινομένου και αδυνατώντας να ενσωματώσουν σε μία ενιαία προσέγγιση τις εγγενείς αντιφάσεις του φασισμού. Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε στη συνέχεια εκείνα τα στοιχεία τα οποία θεωρούμε ότι είναι απαραίτητα για τη συγκρότηση μίας ανάλυσης του φασισμού από την οποία θα προκύπτει η χάραξη μιας πολιτικής τακτικής για την αντιμετώπισή του. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα εξής ζητήματα:

Ποιες είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έλκονται/ενεργοποιούνται από το φασισμό και πώς επενεργεί ο φασισμός στον ταξικό συσχετισμό;

Ποια είναι τα πολιτικά οράματα με τα οποία και για τα οποία έλκονται κάποια τμήματα της κοινωνίας από το φασισμό;

Ποια είναι η ιστορικότητα του φαινομένου; δηλαδή ποια είναι τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών συνθηκών κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε το φασιστικό ρεύμα και ποια στάδια διένυσε η ανάπτυξή του;

Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της “βάσης” της ΧΑ

Η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων της ΧΑ μπορεί να μας δώσει μια πρώτη εικόνα για την κοινωνική σύνθεση της εκλογικής της βάσης*.

Οι ψηφοφόροι της ΧΑ προέρχονται: 23,3% από το ΠΑΣΟΚ (περισσότεροι από 100 χιλιάδες)· 33,9% από την ΝΔ (περισσότεροι από 150 χιλιάδες)· 12,3% από το ΛΑΟΣ (περισσότεροι από 45 χιλιάδες)· 9,6% από άλλα κόμματα (περισσότεροι από 40 χιλιάδες)· 20,9% είναι νέοι ψηφοφόροι (περισσότεροι από 90 χιλιάδες).

Πιο αναλυτικά, στις εκλογές της 17ης Ιουνίου ψήφισε ΧΑ το 8,1% των ψηφοφόρων ηλικίας 18 – 24 ετών· το 9,9% στις ηλικίες 25 – 34 ετών· το 11,9% στις ηλικίες 35 – 44 ετών· το 6,7% στις ηλικίες 45 – 54 ετών· το 3,8% στις ηλικίες 55 – 64 ετών και 2,5% στις ηλικίες άνω των 65.

Το 8,5% των ανδρών και το 5,1% των γυναικών.

Επίσης ΧΑ ψήφισε: το 20,3% των εργοδοτών/επιχειρηματιών· το 7,5 των αυτοαπασχολούμενων αγροτών, κτηνοτρόφων, ψαράδων· το 8,7 των ελεύθερων επαγγελματιών (επιστημόνων)· το  9,1 των βιοτεχνών, μικρών επαγγελματιών· Το 4,7 των μισθωτών ΔΤ· Το 2,3 των μεσαίων στελεχών ΔΤ· το 10,6 των μισθωτών ΙΤ· το 12,6 των μεσαίων στελεχών ΙΤ/πωλητών· το 11,1 των ειδικευμένων εργατών· το 24,5 των ανειδίκευτων εργατών/ελαστικά απασχολούμενων· το 12,2 των ανέργων· το 11, 5 των ανέργων που έχασαν την εργασία τους· το 3,6 των νοικοκυρών· το 1,7 των συνταξιούχων ΔΤ· το 2,8 των συνταξιούχων ΙΤ· το 3,6 των μαθητών/φοιτητών/στρατιωτών.

Τέλος, ΧΑ ψήφισε ένας στους δύο αστυνομικούς.

Η γεωγραφική κατανομή των ποσοστών της ΧΑ στις δύο τελευταίες εκλογές είναι σε γενικές γραμμές η εξής:

Στην Α΄ Αθήνας πήρε στις εκλογές του Ιουνίου 7,81% (από 8,78%).

Στη Β΄ Αθήνας, 6,38% (από 6,71%). Οι δήμοι/δημοτικές περιφέρειες της Β΄ Αθήνας, όπου η ΧΑ συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα του μέσου όρου της ποσοστά (11,08% [από 11,20%] έως 7,42% [από 7,29%]) είναι: Ταύρος, Καματερό, Αγ. Ανάργυροι Αγ. Βαρβάρα, Αιγάλεω, Περιστέρι, Χαϊδάρι, Ίλιον, Καλλιθέα. Ενώ τα μικρότερα ποσοστά (2,28% [από 3,86%] έως 5,43% [από 5,98%]) καταγράφονται σε: Εκάλη, Κηφισιά, Νέα Ερυθραία, Αγ. Παρασκευή, Νέο Ψυχικό, Ψυχικό, Φιλοθέη, Βριλήσσια, Μαρούσι, Χολαργό, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο. Εξαίρεση εδώ αποτελεί η εκλογική περιφέρεια Παπάγου, όπου η ΧΑ πήρε 6,58% (από 7,09%).

Στην Αττική 9,96% (από 9,70%) – σε όλους σχεδόν τους δήμους και τις δημοτικές κοινότητες στις εκλογές του Ιουνίου αύξησε τα ποσοστά της.

Στην Α΄ Πειραιά 8,23% (από 8,88% τον Μάιο) και στην Β΄ Πειραιά 9,28% (από 9,49% τον Μάιο).

Στην Πελοπόννησο η ΧΑ κατέγραψε κάποια από τα μεγαλύτερα ποσοστά της: Αργολίδα, 9,44% (από 9,90%)· Ηλεία, 7,61% (από 7,85%)· Κορινθία, 9,99% (από 11.98%)· Λακωνία, 10,87% (από 10,19%)· Μεσσηνία, 7,76% (από 8,20%). Εξαίρεση αποτελεί η Αχαΐα στην οποία η ΧΑ πήρε 5,93% (από 6,32%).

Στην υπόλοιπη Ελλάδα άνω του μέσου όρου της ποσοστά κατέγραψε στις εξής περιοχές:

Β΄ Θεσσαλονίκης, 7,75% (από 7,85%)· Βοιωτία, 8,77% (από 8,18%)· Εύβοια, 8,55% (από 8,57%)· Μαγνησία, 7,43% (από 7,03%)· Ημαθία, 7,92% (από 7,70%)· Αιτωλοακαρνανία, 7,60% (από 7,92%)· Πέλλα, 7,35% (από 7,38%)· Σέρρες, 7,13% (από 6,77%)· Καστοριά, 7,56% (από 7,56%).

Από τα στοιχεία της ανάλυσης των εκλογικών αποτελεσμάτων φαίνεται ότι ΧΑ ψήφισαν:

Ένα μεγάλο τμήμα μεσαίας και μικρής αστικής τάξης (εργοδότες/επιχειρηματίες), για το οποίο η ΧΑ ήταν η δεύτερη μετά τη ΝΔ επιλογή. Πρόκειται κυρίως για εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο, το οποίο εκμεταλλεύεται την εργασία των μεταναστών αλλά και Ελλήνων με ελαστικές σχέσεις εργασίας ή ανασφάλιστη εργασία. Η ενίσχυση της ΧΑ φαίνεται να αποτελεί μια υπόσχεση ότι τα τμήματα των εργαζομένων τα οποία εκμεταλλεύονται (μετανάστες κυρίως), δεν θα τολμήσουν να απαιτήσουν βελτίωση των εργασιακών σχέσεων.

Αντίθετα τα τμήματα της μεγάλης αστικής τάξης και των ανώτερων στελεχών του κρατικού μηχανισμού (τα οποία διαμένουν κυρίως στους βόρειους δήμους της Αθήνας), δεν φαίνεται να έχουν καμιά πολιτική εμπιστοσύνη στη ΧΑ.

Όμως η ΧΑ έχει μεγάλη επιρροή μεταξύ τμημάτων των κατασταλτικών μηχανισμών και κυρίως της αστυνομίας, όπου ένας στους δύο αστυνομικούς την ψήφισαν. Το στοιχείο αυτό συμπληρώνεται και από τα ποσοστά της στην εκλογική περιφέρεια του Παπάγου – περιοχή στην οποία διαμένουν συνταξιούχοι στρατιωτικοί.

Επίσης ένα σχετικά μεγάλο τμήμα βιοτεχνών και ελεύθερων επαγγελματιών (παραδοσιακή μικροαστική τάξη) ψήφισε ΧΑ. Όπως επίσης και ένα σημαντικό τμήμα των χαμηλών στρωμάτων της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης της υπαίθρου: αγρότες, κτηνοτρόφοι, ψαράδες. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των μικροαστικών τμημάτων στην πόλη και την ύπαιθρο επιβιώνει εκμεταλλευόμενο την εργασία κυρίως μεταναστών εργατών – σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης (άθλιες συνθήκες εργασίας για τους συνήθως χωρίς χαρτιά μετανάστες και μεροκάματα πείνας). Ταυτόχρονα όμως αυτά τα μικροαστικά στρώματα πλήττονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα από την οικονομική κρίση και τμήματά τους βρίσκονται στα όρια της κοινωνικής εξάλειψης (πχ. το άνοιγμα των επαγγελμάτων, ή ο σταδιακός αποκλεισμός τους από τις αγροτικές επιδοτήσεις, το σύνολο των οποίων διοχετεύεται προς τις αγροτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις). Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν, ότι γι’ αυτά τα στρώματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης υπάρχουν τρία διαφορετικά κριτήρια στην προτίμησή τους για την ΧΑ. α) Τμήματα αυτών των στρωμάτων επιδιώκουν να συμπιέσουν όσο μπορούν περισσότερο τα μεροκάματα των εργαζομένων, κυρίως μεταναστών, χάρη στην εργασία των οποίων επιβιώνουν. Η ΧΑ υπόσχεται ότι με την ωμή τρομοκρατία, αλλά και συνολικά την αντιμεταναστευτική της πολιτική δεν θα αφήσει τους μετανάστες “να σηκώσουν κεφάλι”. β) Η ΧΑ όμως αναγνωρίζεται από αυτά τα στρώματα ως ένας “προστάτης” που θα αναλάβει να καθαρίσει το πεδίο από τους επαγγελματικούς ανταγωνιστές – δηλαδή κυρίως τα μικρομάγαζα και τις μικροεπιχειρήσεις μεταναστών (ψαρέμποροι στο Πέραμα που θέλουν να απαλλαγούν από τους Αιγύπτιους “ανταγωνιστές” – παραγωγοί των λαϊκών αγορών που θέλουν να διώξουν τους πάγκους των μεταναστών και των Ρομά). Η εικόνα αυτή της ΧΑ ως “προστάτη” του μικροαστικού συμφέροντος, συμπληρώνεται και από την προσπάθεια ιδιοκτητών ακινήτων (πχ στον Αγ. Παντελεήμονα) να αυξήσουν τις τιμές των ακινήτων τους διώχνοντας τους μετανάστες από την περιοχή. Και γ) τμήματα που ψηφίζουν ΧΑ επειδή θέλουν να “χτυπήσουν τη γροθιά τους στο τραπέζι” και να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο “σάπιο πολιτικό σύστημα”, τους “κλέφτες πολιτικούς”, τις τράπεζες “που μας τα παίρνουν”, το “διεφθαρμένο δημόσιο”, τους “τεμπέληδες δημόσιους υπαλλήλους, που τους ταΐζουμε για να κάθονται” και τους “εργατοπατέρες συνδικαλιστές που με τις απεργίες δεν αφήνουν την οικονομία να ορθοποδήσει”. Η ΧΑ είναι επίσης η δυνατή φωνή αυτής της καθυστερημένης και αντιδραστικής πολιτικής συνείδησης.

Με αυτό το τελευταίο περίπου το κριτήριο ψήφισε ΧΑ και ένα, σχετικά μικρό ποσοστό, συνταξιούχων και νοικοκυρών, οι συνθήκες ζωής του οποίου εξαθλιώνονται και το οποίο μέσα στην κοινωνική του απομόνωση καταλαμβάνεται από υστερία για ζητήματα ασφάλειας και εγκληματικότητας.

Οι παραπάνω κοινωνικές κατηγορίες ψηφοφόρων της ΧΑ αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα τμήμα της κοινωνικής βάσης της ΝΔ και ολόκληρη την εκλογική βάση του ΛΑΟΣ. Το γεγονός ότι όλος αυτός ο κόσμος μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων παρέμεινε στη ΧΑ και δεν επέστρεψε στην ΝΔ, παρά τις ισχυρές πιέσεις, δείχνει ότι έχει επιτευχθεί ένα υψηλό επίπεδο ιδεολογικοπολιτικής συνοχής, η οποία καλύπτει πλήρως τις διαφορές ταξικών συμφερόντων. Δείχνει επίσης, ότι η ΧΑ αναδεικνύεται σε ένα καθοριστικό πολιτικό παράγοντα, που θα μπορεί ενδεχομένως να καθορίσει στο μέλλον τις εξελίξεις στο εσωτερικό της δεξιάς παράταξης, να επιβάλει πολιτικές μετατοπίσεις και να αναγκάσει τα κόμματα της δεξιάς να υιοθετούν όλο και περισσότερα στοιχεία της ατζέντας της ΧΑ.

Όμως ένα μεγάλο σύνολο κοινωνικών ομάδων που ψήφισαν ΧΑ προέρχεται από τη διαλυμένη εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται κυρίως, για εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που διαμένουν στις φτωχότερες περιοχές της Β΄ Αθήνας και της Αττικής, στις οποίες η ΧΑ σημείωσε κάποια από τα μεγαλύτερα ποσοστά της: άνεργοι που έχασαν τη δουλειά τους και νέοι που δεν μπόρεσαν ποτέ να δουλέψουν καθώς και ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα.

Δεν θα κατανοήσουμε τα κριτήρια αυτών των εργατικών και μισοεργατικών στρωμάτων που ψήφισαν ΧΑ, αν δεν πάρουμε υπ’ όψη μας τις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται στο επίπεδο του ταξικού συσχετισμού τα τελευταία δέκα χρόνια και κυρίως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών που επιβάλλει η αστική τάξη για την αντιμετώπισή της. Οι αλλαγές αυτές έχουν κονιορτοποιήσει μεγάλα τμήματα της οργανωμένης εργατικής τάξης και έχουν διαβρώσει τα κριτήρια εκείνων των τμημάτων των εργατικών μαζών, τα οποία χωρίς είναι οργανωμένα, παρασύρονταν από τον οργανωμένο κορμό της εργατικής τάξης στις μεγάλες ταξικές αντιπαραθέσεις τα προηγούμενα χρόνια. Η διάλυση της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ αντανακλά κατ’ αρχάς αυτή την κατάσταση διάλυσης του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτού του τμήματος της εργατικής τάξης κινήθηκε προς τα αριστερά ανάμεσα στις δύο εκλογές, ένα μέρος όμως πήγε προς τη ΧΑ. Είναι αυτό το τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο απώλεσε ή δεν είχε διαμορφώσει ποτέ μία αντίληψη ταξικής/εργατικής συλλογικότητας. Από την άποψη της πολιτικής συνείδησης βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τα εξατομικοποιημένα κομμάτια των φτωχότερων μικροαστικών μαζών, τα οποία έχουν πειστεί ότι για την εξαθλίωση τους φταίνε ταυτόχρονα οι μετανάστες που “μας παίρνουν τις δουλειές” και οδηγούν σε καταστροφή τα δημόσια νοσοκομεία και τα σχολεία, αλλά και οι τραπεζίτες, τα χαράτσια, οι “κλέφτες πολιτικοί” κτλ.

Αυτό το στοιχείο, της διείσδυσης της ΧΑ στα λαϊκά και εργατικά στρώματα, συμπληρώνεται και ενισχύεται από τα υψηλά ποσοστά της μεταξύ της νεολαίας των λαϊκών περιοχών, κυρίως μεταξύ των νέων ψηφοφόρων. Πρόκειται κυρίως για ένα τμήμα της νεολαίας το μέλλον του οποίου είναι η εξαθλίωση και το οποίο δεν είχε ποτέ σχέσεις με το κίνημα. Η ΧΑ αποτελεί γι’ αυτό μια υπόσχεση βίαιης σύγκρουσης με ο,τι αυτό αντιλαμβάνεται ως “κατεστημένο”.

Είναι αυτά τα κοινωνικά στρώματα που διαμορφώνουν την εικόνα του “πληβειακού” χαρακτήρα της εκλογικής βάσης της ΧΑ. Παρ’ όλ’ αυτά θα πρέπει να επιμείνουμε σε μία πολύ σημαντική επισήμανση: ο φασισμός ακόμα και όταν επιτυγχάνει να προσελκύσει μαζικά τμήματα των φτωχών – ακόμα και εργατικών μαζών, αυτό γίνεται πάντοτε με την προϋπόθεση ότι αυτά τα τμήματα έχουν εξατομικοποιηθεί και απολέσει πολιτικά και ιδεολογικά κάθε δυνατότητα οργανωμένης έκφρασης των ταξικών τους συμφερόντων. Έτσι, ακόμα και αν τα άτομα που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα αποτελούν την πλειοψηφία της φασιστικής οργάνωσης, είναι πλήρως υποταγμένα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία κυριαρχούν μέσα στην οργάνωση καταλαμβάνοντας τις ανώτερες θέσεις του κομματικού μηχανισμού. Εξάλλου, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της φασιστικής οργάνωσης έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να επιβάλουν μια πολιτική υπέρ των ταξικών τους συμφερόντων, καθώς συνήθως εντάσσονται σε μηχανισμούς του αστικού κράτους και σε οικονομικές οργανώσεις της αστικής τάξης.

Όμως οι ταξικές διαφορές που καλύπτονται κάτω από υπερταξικές ή αταξικές ιδεολογίες εξακολουθούν να υφίστανται και να εκδηλώνονται (έστω και απολύτως στρεβλά) με την παραμικρή κοινωνική ένταση. Οι “αντικαπιταλιστικές”, “αντισυστημικές” και στην συγκεκριμένη περίπτωση “αντιμνημονιακές” αναφορές της ΧΑ επιδιώκουν κυρίως να ενσωματώσουν σε ένα ενιαίο πολιτικό λόγο αυτές τις εκρηκτικές ταξικές διαφορές και να αμβλύνουν τις εντάσεις τους.

Η ΧΑ δεν είναι μία υπερταξική ή διαταξική (ή πολύ περισσότερο μια “πληβειακή”) οργάνωση και τα ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά μεταξύ των εργοδοτών/επιχειρηματιών και των σωμάτων καταστολής δείχνουν ανάγλυφα ποια ταξικά συμφέροντα εκφράζονται μέσα από την πολιτική και τη δράση της. Από αυτή την άποψη, στα πλαίσια της ταξικής πάλης, η ΧΑ είναι μία οργάνωση αναπαραγωγής και επιβολής των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Όμως η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι είναι μία οργάνωση η οποία μπορεί να συσπειρώνει και πληβειακά – ακόμα και εργατικά στρώματα. Ο απαραίτητος κοινωνικός συνδετικός κρίκος και η βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτή η “ενότητα” είναι, ταυτόχρονα με την εξατομικοποίηση της εργατικής τάξης, η ενεργοποίηση των διαφόρων στρωμάτων της μικροαστικής τάξης. Από αυτή την άποψη, το κυρίαρχο κοινωνικό πολιτικό χαρακτηριστικό της ΧΑ είναι η ανάδειξη των μικροαστικών μαζών σε ρόλο πολιτικού και κοινωνικού ρυθμιστή, τόσο στο εσωτερικό της οργάνωσης (ή του κοινωνικού ρεύματος που συγκροτεί η οργάνωση), όσο και στο επίπεδο της ταξικής πάλης.

Αυτή η κοινωνική γεωμετρία αποτυπώνεται στον αντιφατικό πολιτικό λόγο της ΧΑ: η υπεράσπιση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, μαζί με “αντισυστημικές” υποσχέσεις· η διακηρυγμένη εχθρότητα για το οργανωμένο εργατικό κίνημα, μαζί με υποσχέσεις “υπεράσπισης των συμφερόντων των Ελλήνων εργατών”· η “καταγγελία” των τραπεζών και του μνημονίου, μαζί με “ρεαλιστικές” τοποθετήσεις για την διαγραφή μέρους μόνο του χρέους κτλ. Τα μικροαστικά στρώματα που ενεργοποιούνται από το φασισμό είναι οι κύριοι φορείς αυτής της αντίφασης: από τη μια τα στρώματα αυτά για να επιβιώσουν θα πρέπει να τσακίσουν κάθε αντίσταση των εργατικών στρωμάτων τα οποία εκμεταλλεύονται (μετανάστες και Έλληνες)· από την άλλη είναι αναγκασμένα να αμύνονται απέναντι στις επιθέσεις της αστικής τάξης, η οποία σε περίοδο κρίσης και αναδιάρθρωσης του οικονομικού της μοντέλου, επιχειρεί να τα εξαφανίσει. Το “αντικαπιταλιστικό” στοιχείο του πολιτικού λόγου της ΧΑ δεν είναι μόνο ένα μέσο παγίδευσης και υποταγής των μικροαστικών και πληβειακών μαζών στην αστική τάξη. Μπορεί να λειτουργεί έτσι, μόνο επειδή αποτελεί ένα πραγματικό στοιχείο της ιδεολογίας των μικροαστικών μαζών που συνθλίβονται από την αστική τάξη. Η ΧΑ για να μπορέσει να αποκτήσει και να διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο όλων αυτών των κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούν την εκλογική της βάση, θα πρέπει να παίρνει συνεχώς υπ’ όψη της αυτές τις αντιφάσεις και να κινείται με έναν τρόπο τέτοιο, ώστε να αποτρέπει συνεχώς να εκδηλωθούν ρωγμές και αποσχίσεις. Η περίπτωση της απεργίας των χαλυβουργών είναι πολύ χαρακτηριστική από αυτή την άποψη: η ΧΑ σε πρώτη φάση κινήθηκε στην κατεύθυνση μιας πολιτικής που εκφράζει τα συμφέροντα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που επηρεάζει (της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης και των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων – από τα οποία στελεχώνει σε μεγάλο βαθμό και τους κομματικούς της μηχανισμούς) και κατήγγειλε την απεργία και τους απεργούς, παίρνοντας ξεκάθαρα θέση υπέρ του βιομήχανου. Η κίνηση όμως αυτή ήρθε σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του πληβειακού τμήματος που επηρεάζει, κυρίως των κατοίκων των περιοχών γύρω από το εργοστάσιο της χαλυβουργίας, οι οποίοι δεν είχαν καμιά διάθεση να υποστηρίξουν το βιομήχανο ενάντια στους απεργούς. Η ΧΑ έκανε τότε στροφή 180 μοιρών και τα στελέχη της επισκέφτηκαν τους απεργούς για να εκφράσουν την “υποστήριξή” τους.

Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ενεργοποιηθεί όλο αυτό το κοινωνικό δυναμικό που ψήφισε τη ΧΑ (εάν τελικά η αριστερά επιτρέψει στους φασίστες να το κινητοποιήσουν) θα έχει αυτά τα αντιφατικά χαρακτηριστικά. Οι ομάδες κρούσεις που συγκροτεί η ΧΑ έχουν ήδη αρχίσει να στρέφονται εναντίον των πολιτικών οργανώσεων του οργανωμένου εργατικού κινήματος – αυτό ήταν το μήνυμα που έδωσε η ΧΑ με τον τρόπο που διαχειρίστηκε τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν για την επίθεση ενάντια στη Δούρου και την Κανέλλη, αλλά και από την επίθεση που έγινε στην Αγ. Παρασκευή εναντίον στελέχους της ΚΝΕ. Θα εντείνει τις επιθέσεις εναντίον των ριζοσπαστικών κομματιών της νεολαίας και θα προσπαθήσει με ωμή βία, στις περιοχές τις οποίες θα καταφέρει να ελέγξει, να μην αφήσει να αναπτυχθεί η παραμικρή κινηματική δράση. Σε αυτές της τις δραστηριότητες θα στηριχτεί στη συνεργασία με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και στην ατιμωρησία που της εγγυάται το αστικό κράτος. Είναι ο ρόλος μιας οργάνωσης-πολιτοφυλακής στην υπηρεσία του αστικού κράτους, ένας ρόλος ο οποίος έχει την πλήρη αποδοχή της αστικής τάξης.

Από την άλλη όμως, η ίδια η ΧΑ ως οργανωμένη δύναμη και το κοινωνικό/πολιτικό ρεύμα το οποίο εκφράζει και το οποίο τείνει να διαμορφωθεί σε κίνημα (εάν δεν το εμποδίσει η αριστερά) έχουν ως προϋπόθεση της πολιτικής τους ύπαρξης και της ανάπτυξής τους, μια ορισμένου τύπου αυτονομία απέναντι στην αστική τάξη και την πολιτική της. Τα μικροαστικά και πληβειακά στρώματα που ψήφισαν ΧΑ δεν θα ενεργοποιηθούν και δεν θα παραμείνουν στην επιρροή της ΧΑ εάν η οργάνωση αυτή δεν τους εξασφαλίσει μία δυνατότητα έκφρασης των ταξικών τους συμφερόντων, όχι μόνο μετουσιώνοντάς τα σε μίσος εναντίον των μεταναστών, του συνδικαλιστικού κινήματος και της αριστεράς, αλλά και αφήνοντας να αναδειχτούν κάποιες όψεις της αντιπαλότητας αυτών των στρωμάτων με την αστική τάξη. Ο πολιτικός ρόλος της οργάνωσης θα είναι, να φροντίζει να μην πάρει αυτή η αντιπαλότητα τη μορφή της αμφισβήτησης της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Έτσι θα είναι μάλλον απίθανο να δούμε τη ΧΑ να παίζει το ρόλο που επιχείρησε να παίξει το ΛΑΟΣ, όταν θεώρησε ότι η αποδοχή του από το αστικό πολιτικό σύστημα θα του επέτρεπε να εμφανιστεί ως σωτήρας της αστικής τάξης και ως εκ τούτου ως ένας από τους μεγάλους παίκτες του πολιτικού συστήματος. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό, η ΧΑ μέσα στη βουλή να μην ψηφίσει τα νέα μνημόνια, ίσως ακόμα και όταν η ψήφος της θα είναι απαραίτητη για να περάσουν. Ο ρόλος της θα είναι να τσακίσει έξω από τη βουλή τις εργατικές οργανώσεις που θα παλεύουν ενάντια στα μνημόνια και την εφαρμογή τους.

Αυτά όμως είναι και τα όρια της αποδοχής που μπορεί να έχει η ΧΑ από την αστική τάξη στη συγκυρία που διανύουμε. Η αστική τάξη μπορεί να εμπιστευτεί στη ΧΑ να κάνει τη βρομοδουλειά, που για λόγους πολιτικού συσχετισμού δεν μπορούν να κάνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, δεν είναι όμως διατεθειμένη η αστική τάξη να αναθέσει στη ΧΑ πολιτικό ρόλο στη διαχείριση των υποθέσεών της. Όχι φυσικά από σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς, τους οποίους ανοιχτά αμφισβητεί η ΧΑ, αλλά επειδή το κοινωνικό ρεύμα που εκφράζει και επιχειρεί να συγκροτήσει σε κίνημα η ΧΑ εμπεριέχει και το στοιχείο της μικροαστικής εχθρότητας απέναντι στην αστική τάξη. Η αστική τάξη, πριν φτάσει στο σημείο να εμπιστευτεί τις τύχες της σε τρελαμένους και ανεξέλεγκτους μικροαστούς, θα δοκιμάσει άλλα πολιτικά εργαλεία για να καταστείλει το εργατικό κίνημα και για να το εμποδίσει να χρησιμοποιήσει τους πετσοκομμένους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς ως μέσο έκφρασης των συμφερόντων του: οι συνταγματικές αλλαγές προς πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, η ανάθεση πολιτικού ρόλου σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού ακόμα και του κατασταλτικού μηχανισμού, αποτελούν τις πιο σίγουρες για την αστική τάξη προσπάθειες αλλαγής του πολιτικού πλαισίου διεξαγωγής της ταξικής πάλης.

Αυτή τη στιγμή οι προσδοκίες της ΧΑ δεν μπορεί να φτάνουν τόσο ψηλά, όσο κι αν το εκλογικό της αποτέλεσμα την καθιστά μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Για να μπορέσει η ΧΑ να διεκδικήσει “θεσμικό” πολιτικό ρόλο θα πρέπει, ελέγχοντας τους δρόμους και τις γειτονιές, να αποδείξει ότι είναι ικανή να τσακίσει το εργατικό κίνημα, εάν η αστική τάξη την εμπιστευτεί. Αυτό είναι το στάδιο του κινδύνου που έχει αυτή τη στιγμή να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα.

Τα πολιτικά οράματα του φασισμού

Προκύπτει από τα παραπάνω, ότι δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την πολιτική ιδεολογία με την οποία σημαντικά σε μέγεθος κοινωνικά στρώματα έλκονται από το φασισμό, απλώς ως περιπτώσεις εξαπάτησης τους από μία οργάνωση στην υπηρεσία της αστικής τάξης. Αυτά τα κοινωνικά στρώματα που μπορεί να ενεργοποιηθούν γύρω από ένα αστικό/μικροαστικό πυρήνα οργανωμένο κάτω από τη φασιστική ιδεολογία, κινητοποιούνται αναγνωρίζοντας – έστω και με απόλυτα συγχυσμένο και στρεβλό τρόπο, μία δυνατότητα έκφρασης των ιδιαίτερων τους ταξικών συμφερόντων. Από αυτή την άποψη, παρά τις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρουν στην αστική τάξη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να προκαλέσει αποσταθεροποίηση του αστικού πολιτικού σκηνικού δια του οποίου οργανώνεται η κυριαρχία της αστικής τάξης.

Η ιδεολογία λοιπόν και τα πολιτικά οράματα που αναδεικνύει παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση του φασιστικού πολιτικού ρεύματος και κυρίως στη μετατροπή του σε φασιστικό κίνημα. Η ιδεολογία του φασισμού δεν έχει μάλλον τίποτα το πρωτότυπο σε σχέση με την κυρίαρχη ιδεολογία. Αποτελεί μάλλον μια εκλεκτικιστική χρήση και μία διόγκωση των χαρακτηριστικών της κυρίαρχης ιδεολογίας, απορρίπτοντας ταυτόχρονα ή μεταπλάθοντας ένα σύνολο στοιχείων των ιδεολογιών των λαϊκών μαζών που έχουν ενσωματωθεί στην κυρίαρχη ιδεολογία για να εξασφαλίζεται η συναίνεσή τους σε “κανονικές” συνθήκες.

Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιληφθούμε και τον κυρίαρχο ρόλο που παίζει ο ρατσισμός στην ιδεολογία της ΧΑ. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο ρατσισμός ανταποκρίνεται σε μία σειρά διαφορετικών ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους σκοπιμοτήτων: είναι οπωσδήποτε μία προσπάθεια διάσπασης της ενότητας της εργατικής τάξης. Ο Έλληνας εργάτης θα πρέπει να στραφεί εναντίον του μετανάστη για να μην στραφεί εναντίον των αφεντικών του. Ταυτόχρονα όμως ο ρατσισμός ανταποκρίνεται στα ταξικά συμφέροντα ενός τμήματος της αστικής τάξης και της μικροαστικής τάξης που εκμεταλλεύεται μετανάστες. Ανακύπτει λοιπόν πάλι το ζήτημα της αντιφατικότητας των ταξικών συμφερόντων που καλύπτονται κάτω από τη φασιστική ιδεολογία: ο Έλληνας εργάτης δεν έχει κανένα ταξικό συμφέρον από το μίσος του για τους μετανάστες, οι αστοί και μικροαστοί έχουν υλικά συμφέροντα από το ρατσισμό. Αυτές οι ερμηνείες του ρατσισμού της ΧΑ, χωρίς να είναι λανθασμένες, δεν αρκούν για να εξηγήσουν γιατί η ΧΑ αναπτύσσεται “παίζοντας το χαρτί” του ρατσισμού σε περιοχές όπου υπάρχουν λίγοι μετανάστες, ή σε περιοχές όπου οι μετανάστες είναι πλήρως ενταγμένοι στους ρυθμούς των τοπικών κοινωνιών και δεν μπορούν να αποτελέσουν “ζωντανό” παράδειγμα υπέρ του ρατσισμού. Επίσης δεν εξηγεί γιατί σε πάρα πολλές περιοχές με πολλούς μετανάστες (“περάσματα” μεταναστών προς την Ελλάδα ή προς την Ευρώπη, πχ. Έβρος, Θεσπρωτία, Αχαΐα, Κρήτη, νησιά του Ανατολικού Αιγαίου) τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής ήταν μάλλον από τα χαμηλότερα που πήρε.

Για να κατανοήσουμε τον ρατσισμό ως βασικό στοιχείο της ανάπτυξης της επιρροής της ΧΑ θα πρέπει να τον εντάξουμε στο συνολικό ιδεολογικό πλαίσιο με το οποίο αναπτύσσεται και τα πολιτικά οράματα που απορρέουν από αυτό. Η συνοχή της φασιστικής ιδεολογίας διαμορφώνεται από την ικανότητα του φασισμού να παρακάμπτει τις ταξικές διαφορές προβάλλοντας ένα “ανώτερο” επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής ενότητας, ενός λαϊκού-φυλετικού κράτους, εντός του οποίου θα επικρατεί μια στρατιωτικού τύπου πειθαρχία, από την οποία όχι μόνο θα υπάρχουν απορρέουν συγκεκριμένοι πολιτικοί ρόλοι (καθήκοντα) για όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, αλλά και θα εξαναγκάζονται οι οικονομικά ανώτεροι να σέβονται και να μην καταπατούν τα δικαιώματα των κατώτερων οικονομικών ομάδων. Το σύνολο των πολιτών θα συγκροτούνται σε “φυλή”, η οποία θα έχει μία ενιαία πολιτική βούληση που θα εκφράζεται από το φασιστικό κόμμα, τον ηγέτη και το φασιστικό κράτος. Από πολλές απόψεις πρόκειται για μία διαστροφική παραλλαγή ενός αμεσοδημοκρατικού μοντέλου (οι πάντες θα συμμετέχουν στην πολιτική, έστω και ως εκτελεστές καθηκόντων), αλλά αυτό που έχει εδώ σημασία, είναι να κατανοήσουμε ότι αυτό το ιδεολογικοπολιτικό φασιστικό μοντέλο της φυλής συγκροτημένης σε κράτος, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση να χαραχτούν όρια μεταξύ αυτών οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν μέλη αυτής της φυλής και αυτών οι οποίοι, αλλοιώνοντας τα φυλετικά της χαρακτηριστικά (ή τα πολιτιστικά, ή τα θρησκευτικά κτλ), εμποδίζουν την συγκρότησή της σε κυρίαρχη δύναμη. Η “φυλή”, για να μπορέσει να κυριαρχήσει, θα πρέπει να διαφυλάξει την καθαρότητά της από εκείνα τα στοιχεία τα οποία στέκονται εμπόδιο στην κυριαρχία της (μετανάστες, “περιθωριακοί”, “αντεθνικά” στοιχεία, συνδικαλιστές και αριστερούς που διασπούν την ενότητα της φυλής κτλ).

Το ζήτημα λοιπόν του ρατσισμού για τη φασιστική ιδεολογία της ΧΑ είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πολιτικό όραμα με το οποίο ο φασισμός επιχειρεί να ενεργοποιήσει τμήματα των λαϊκών μαζών για να επηρεάσει τον ταξικό συσχετισμό. Αυτή η σύνδεση του ρατσισμού με ένα πολιτικό όραμα για το οποίο κινητοποιούνται τμήματα κοινωνικών στρωμάτων με αντίθετα μεταξύ τους συμφέροντα, δεν οδηγεί μόνο στην απόκρυψη της ταξικότητας του ρατσισμού, αλλά και στην ανά πάσα στιγμή δυνατότητα να μετατρέπεται σε ρατσισμό κάθε στοιχείο της πολιτικής ιδεολογίας του φασισμού. Δηλαδή τελικά, να κινητοποιούνται τα μέλη και οι οπαδοί της φασιστικής οργάνωσης ενάντια στους μετανάστες, πιστεύοντας ότι αυτή τους η δράση έχει τα χαρακτηριστικά της “αντισυστημικής” πολιτικής ενέργειας. Η εχθρότητα του μικροαστού για τον τραπεζίτη δεν θα εξαφανιστεί έτσι, αλλά θα εξασθενίσουν τα αποτελέσματά της καθώς ο τραπεζίτης θα εξομοιωθεί με τον μετανάστη (που είναι και πολύ πιο εύκολος στόχος).

Κανένα από όλα αυτά τα ιδεολογικά στοιχεία δεν αποτελεί πρωτότυπη δημιουργία της ΧΑ. Το καθένα από αυτά μπορούμε να τα βρούμε, έστω και στο περιθώριο των μεγάλων αφηγήσεων της δεξιάς και ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Τα αντιδημοκρατικά οράματα της ΧΑ έχουν ένα ισχυρό φορτίο από τις παραδόσεις των πραξικοπημάτων στην Ελλάδα. Ο φανατικός αντικομουνισμός εξακολουθεί να παραμένει βασικό ιδεολογικό στοιχείο ολόκληρης της δεξιάς. Ο επιθετικός εθνικισμός της ΧΑ δεν διαφοροποιείται πολιτικά από τον εθνικισμό του συνόλου της ακροδεξιάς και ο ρατσισμός της αποτελεί την ακραία εφαρμογή των ρατσιστικών πολιτικών που εφαρμόζει το ελληνικό κράτος εδώ και δεκαετίες. Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες γίνεται προσπάθεια όλα αυτά τα στοιχεία να συνθέσουν ένα συνεκτικό πολιτικό όραμα κινητοποίησης κοινωνικών στρωμάτων εναντίον του εργατικού κινήματος.

Τα στάδια της ανάπτυξης του φασισμού

Θα πρέπει να τοποθετήσουμε την έναρξη της διαδικασίας προσέλκυσης τμημάτων κάποιων κοινωνικών στρωμάτων από το φασισμό, την περίοδο του 2008/2009, όταν εκδηλώθηκαν μια σειρά κοινωνικών φαινομένων τα οποία η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της σύστημα αδυνατούσε να διαχειριστεί με τα παραδοσιακά της εργαλεία: η εξέγερση της νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008 και το οργισμένο ξέσπασμα των μεταναστών ύστερα από τη βεβήλωση του Κορανίου, γεγονότα που εκδηλώθηκαν ένα περίπου χρόνο μετά το φοιτητικό/εκπαιδευτικό κίνημα και στην αρχή της εκδήλωσης μιας οικονομικής κρίσης από την οποία ο ελληνικός καπιταλισμός κατανοούσε ότι δεν θα έβγαινε χωρίς μια σαρωτική ανατροπή του μέχρι τότε ταξικού συσχετισμού. Ο κατασταλτικός μηχανισμός με τις ευλογίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ άρχισε να πειραματίζεται τότε με μία εκτεταμένη χρήση των πενιχρών δυνάμεων της ΧΑ εναντίον του νεολαιίστικου κινήματος, αλλά και για την τρομοκράτηση των μεταναστών, που η αστυνομία εξανάγκαζε να συγκεντρώνονται στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα. Ολόκληρη η περιοχή τέθηκε επί της ουσίας υπό τον έλεγχο της ΧΑ, η οποία με την κάλυψη της αστυνομίας, ανέλαβε να κάνει αυτό που δεν μπορούσε ανοιχτά να κάνει η αστυνομία: ωμή καθημερινή βία εναντίον των μεταναστών και παρεμπόδιση – πάλι με ωμή βία – κάθε κινηματικής δραστηριότητας στην περιοχή.

Όμως στον Αγ. Παντελεήμονα η ΧΑ δεν αρκέστηκε στο ρόλο του παρακράτους που της ανέθεσαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί. Ανέπτυξε πολιτική επιρροή αναλαμβάνοντας την “προστασία” των μικροαστών ιδιοκτητών και με την υποστήριξή τους οργάνωσε την πολιτική της παρουσία στην περιοχή. Τα αποτελέσματα αυτής της δράσης (με την οποία η αριστερά αρνήθηκε να συγκρουστεί για να τη σταματήσει) ήταν η εκλογική επιτυχία της ΧΑ με το 5,29% (10.222 ψήφοι) που πήρε στο Δήμο της Αθήνας στις δημοτικές εκλογές του 2010.

Πατώντας επάνω σ’ αυτή την εκλογική επιτυχία η ΧΑ επιχείρησε να βγει πιο έξω από την περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και να ελέγξει ολόκληρο το κέντρο της Αθήνας, λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2011, οργανώνοντας ένα πολυήμερο αιματηρό πογκρόμ εναντίον μεταναστών. Ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια της ΧΑ, να προσπαθήσει να μετατρέψει σε οργανωμένη δύναμη τις ψήφους που πήρε στις δημοτικές εκλογές και κυρίως να απλώσει την πολιτική της επιρροή στα πιο καθυστερημένα πολιτικά κομμάτια της κοινωνίας που είχαν αρχίσει να πλήττονται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Όμως όλη αυτή την περίοδο η κοινωνική της επιρροή εξακολουθούσε να είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Η αλματώδης ανάπτυξη των ποσοστών της στις δημοσκοπήσεις και της επιρροής της μέσα στην κοινωνία ξεκίνησε από το φθινόπωρο του 2011. Οι χρονολογίες αυτές έχουν τη σημασία τους, καθώς η ανάπτυξη των φασιστών συμπίπτει με την κάμψη ενός εργατικού κινήματος, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις πήρε εξεγερσιακές μορφές και γύρω από το οποίο είχαν συσπειρωθεί ευρείες λαϊκές μάζες.

Θα πρέπει να σταθούμε σ’ αυτό, γιατί συνδέεται με τη δυναμική του φασιστικού φαινομένου.

Στις απεργιακές κινητοποιήσεις του 2010-2011 κινητοποιήθηκαν τμήματα των λαϊκών μαζών (μικροαστικά και ανοργάνωτα τμήματα εργαζομένων) τα οποία δεν είχαν καμιά προηγούμενη εμπειρία συλλογικών αγώνων και τα οποία κατέβαιναν για πρώτη φορά στο δρόμο, εξαναγκασμένα από το μέγεθος της επίθεσης που βίωσαν ξαφνικά, κουβαλώντας όμως ολόκληρο το φορτίο της αστικής ιδεολογίας, ακόμα και τις πιο αντιδραστικές της πτυχές. Κορυφαία στιγμή αυτής της διαδικασίας ήταν το κίνημα των πλατειών το καλοκαίρι το 2011, όταν αυτά τα στρώματα της κοινωνίας κινητοποιήθηκαν μαζικά, προσπαθώντας να διατηρήσουν τα σύμβολα της ιδεολογικής τους αυτονομίας απέναντι στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, τις διαδικασίες του και τις πολιτικές του δυνάμεις. Η αδυναμία του εργατικού κινήματος να θέσει υπό την ηγεμονία των δικών του πολιτικών στόχων όλο αυτό το κοινωνικό δυναμικό που η καπιταλιστική επιθετικότητα το ανάγκαζε να κινητοποιηθεί, προερχόταν από το γεγονός ότι το ίδιο το εργατικό κίνημα δεν είχε διαμορφώσει πολιτικούς στόχους, επειδή οι πολιτικές και συνδικαλιστικές του δυνάμεις στάθηκαν ανίκανες να επεξεργαστούν ένα πλαίσιο πολιτικών στόχων για τους οποίους το εργατικό κίνημα θα μπορούσε να συνεχίσει να δίνει μάχες και μετά το απεργιακό κίνημα του φθινοπώρου του 2011.

Η ΧΑ αναπτύχθηκε εκμεταλλευόμενη αυτό το κενό: αυτά τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία μέχρι χτες αποτελούσαν το βασικό κοινωνικό στήριγμα της αστικής εξουσίας, απομακρύνθηκαν από την πολιτική επιρροή των αστικών κομμάτων εξουσίας, αλλά εξακολουθούσαν να αντιλαμβάνονται την κοινωνική πραγματικότητα με τα ιδεολογικά εργαλεία της κυρίαρχης ιδεολογίας (πχ. “οι προδότες πολιτικοί που ξεπουλάνε την Ελλάδα”). Αρχικά, ένα τμήμα τους τραβήχτηκε από τη δυναμική του εργατικού κινήματος, όσο το εργατικό κίνημα μπορούσε στο επίπεδο του δρόμου και της μετωπικής σύγκρουσης με την αστική τάξη, να δώσει μία κινηματική διέξοδο στην οργή τους, καθώς και μία υπόσχεση ανατροπής της επίθεσης του καπιταλισμού. Μετά την κάμψη όμως των εργατικών αγώνων ύστερα από το φθινόπωρο του 2011, αυτά τα κοινωνικά στρώματα έμειναν χωρίς μια ορατή πολιτική προοπτική για την αντιμετώπιση των συνεπειών της επίθεσης.

Η ΧΑ απευθύνθηκε και κέρδισε ένα μειοψηφικό, αλλά σημαντικό τμήμα αυτών των μικροαστικών τμημάτων, των εξατομικοποιημένων εργαζόμενων και της νεολαίας, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία του εργατικού κινήματος να διαμορφώσει μία ορατή για ολόκληρη την κοινωνία πολιτική προοπτική.

Το εργατικό κίνημα ενάντια στο φασισμό

Οπωσδήποτε, ένας νέος γύρος εργατικών κινητοποιήσεων θα θέσει σε δοκιμασία την ικανότητα των φασιστών να προσελκύουν τμήματα των λαϊκών μαζών και ενδεχομένως να οδηγήσει και σε σημαντική συρρίκνωση των δυνάμεών της. Εντούτοις όμως, όσο και να συρρικνωθεί, θα παραμένει πλέον ένας υπολογίσιμος εχθρός απέναντι στο εργατικό κίνημα. Για το εργατικό κίνημα η άμεση αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου, αποτελεί μάλλον έναν από τους όρους για την ανάπτυξή του και όχι ένα αυτόματο αποτέλεσμά της.

Η ανάγκη αυτή γίνεται ήδη αντιληπτή από χιλιάδες εργαζόμενους και νεολαίους που έχουν αρχίσει να συσπειρώνονται συγκροτώντας αντιφασιστικές πρωτοβουλίες στις γειτονιές και τους δήμους ολόκληρης της χώρας. Απέναντι στον κίνδυνο να καταφέρει η ΧΑ να μετατρέψει τις ψήφους που πήρε σε οργανωμένη δύναμη εναντίον του εργατικού κινήματος και των μεταναστών, συγκροτείται ένα δυναμικό αντιφασιστικό κίνημα το οποίο η αριστερά θα πρέπει να το στηρίξει και να το βοηθήσει να συντονιστεί.

Η αριστερά όμως δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, είναι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι την μάχη ενάντια στο φασισμό θα πρέπει το εργατικό κίνημα να τη δώσει ενώνοντας όλες του τις δυνάμεις. Το καθήκον διαμόρφωσης μίας πολιτικής πρότασης για την ενότητα του εργατικού κινήματος εναντίον του φασισμού, πέφτει από αυτή την άποψη στις πλάτες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Και αυτό επίσης δεν είναι μια αφηρημένη διακήρυξη. Μόνο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να επεξεργαστεί μία πολιτική πρόταση ενότητας προς το ΚΚΕ, το οποίο όχι μόνο εξακολουθεί να κρατάει τις κινηματικές δυνάμεις που ελέγχει σε απομόνωση από το υπόλοιπο κίνημα, αλλά και επαναλαμβάνει μία ηττοπαθή ανάλυση, ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν προέρχεται από το φασισμό, αλλά από τα “ντόπια και ξένα μονοπώλια”. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό στον κόσμο και στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι εάν το κίνημα επιχειρήσει να παρακάμψει τους φασίστες για να παλέψει ενάντια στα “μονοπώλια”, οι φασίστες δεν θα κάνουν στο πλάι για να του αφήσουν ελεύθερο το πεδίο. Ο ιστορικός ρόλος του φασισμού είναι να κόψει το λαιμό του εργατικού κινήματος, ακριβώς για να μην το αφήσει να συγκρουστεί με τα “ντόπια και ξένα μονοπώλια”.

Επίσης μόνο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να επεξεργαστεί μία πολιτική τακτική αντιμετώπισης του φασισμού, η οποία δεν θα λογοδοτεί στην αστική πολιτική νομιμότητα, που απαιτεί σεβασμό στους εκλεγμένους φασίστες βουλευτές. Που θα εξηγεί στον κόσμο και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι δράσεις των φασιστών δεν θα ανακοπούν με την ενεργοποίηση των “δημοκρατικών θεσμών”, αλλά με την μαχητική ενεργοποίηση μαζών, σε επίπεδο δρόμου. Ότι η σύγκρουση με το φασισμό, απαιτεί να μην αφήσουμε να ελέγξουν οι φασίστες τις γειτονιές, να αντιτάξουμε άμεσα απέναντι στη φασιστική βία τις οργανωμένες και ενωμένες δυνάμεις του εργατικού κινήματος.

Η αντιφασιστική πάλη έχει ως προϋπόθεση την οργάνωση της αυτοάμυνας του λαϊκού κινήματος και των μεταναστών. Όχι όμως με όρους στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ μικροομάδων, όπως έχουν την τάση να ερμηνεύουν την αντιφασιστική πάλη τμήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου (ο οποίος επίσης είναι απαραίτητος σύμμαχος στην αντιφασιστική πάλη) αλλά με όρους μαζικής οργάνωσης και ελέγχου των γειτονιών και των πλατειών από τους κατοίκους τους, Έλληνες και μετανάστες. Η πάλη ενάντια στο φασισμό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την οργάνωση κινηματικών κοινωνικών δομών που θα αγκαλιάζουν τη ζωή των τοπικών κοινωνιών, μην αφήνοντας χώρο δράσης και ανάπτυξης της φασιστικής επιρροής.

Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η πάλη ενάντια στο φασισμό απαιτεί την προσπάθεια να προωθηθεί και να υποστηριχθεί η αυτοοργάνωση και η αυτοάμυνα των μεταναστευτικών κοινοτήτων σε ολόκληρη τη χώρα. Οι μετανάστες, τα κυριότερα θύματα της φασιστικής βίας, αποτελούν ένα τεράστιο δυναμικό της εργατικής τάξης, το οποίο εάν οργανωθεί και συντονιστεί με το αντιφασιστικό κίνημα, θα δώσει μια τεράστια δυναμική.

Η οργάνωση μιας πλατιάς και ενωτικής εργατικής αντιμετώπισης του φασισμού δεν μπορεί όμως να επιτευχθεί και να φέρει αποτελέσματα, χωρίς να γίνει σαφές, ότι ο στόχος θα πρέπει να είναι το ξερίζωμα του φασισμού από όλα τα πεδία στα οποία μπορεί να αναπτύσσεται, να δρα ή να καταφεύγει, πολύ περισσότερο από τα πεδία εκείνα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στα οποία αξιώνουν να παρεμβαίνουν και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να “συνυπάρχει” με φασίστες ούτε στα συνδικάτα, ούτε στα πανεπιστήμια, ούτε στο κοινοβούλιο. Η εργατική τάξη θα πρέπει να διεκδικεί την μετατόπιση των ορίων της πολιτικής νομιμότητας υπέρ των συμφερόντων της και γι’ αυτό θα πρέπει να διεκδικεί να τεθεί άμεσα εκτός νόμου η ΧΑ.

Επίσης θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο φασισμός αναπτύσσεται πάντοτε στο έδαφος της χρεωκοπίας των “παραδοσιακών” πολιτικών ιδεολογιών της αστικής δημοκρατίας. Η αντιφασιστική πάλη δεν μπορεί να διεξάγεται για την αποκατάσταση ενός χρεοκοπημένου οράματος, αλλά θα πρέπει να το υπερβαίνει, προτάσσοντας ως ορίζοντα της πάλης για την ανάσχεση του φασιστικού κινδύνου, το στόχο μιας κοινωνίας υπό τον άμεσο έλεγχο των εργαζόμενων μαζών. Τα καθημερινά βήματα της αντιφασιστικής πάλης θα πρέπει να αποτελούν ταυτόχρονα προσπάθειες συγκρότησης δομών με τις οποίες οι εργαζόμενες μάζες θα ψηλαφούν αυτή τη δυνατότητα.

 

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ» Νο 109

 



* Τα περισσότερα στοιχεία προέρχονται από:

Βερναρδάκης Χριστόφορος, “Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου και οι νέες τομές στο κομματικό σύστημα”, Η Αυγή, 24 Ιουνίου 2012 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=697536

Public Issue, “Εκλογές Ιουνίου 2012: Η ακτινογραφία της ψήφου. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκλογικής βάσης των κομμάτων” http://www.publicissue.gr/2041/proekefsi-kommaton/

Public Issue, “Εκλογές 2012: Η πολιτική προέλευση των σημερινών ψηφοφόρων των κομμάτων”

http://www.publicissue.gr/wp-content/uploads/2012/05/sunoxi-nea_kommata.pdf

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *