Μελαμπιανάκη Ζέττα
Συγκρότηση εκ νέου μνημονιακής κυβέρνησης, συνέχιση της πολιτικής αστάθειας και πόλωση του πολιτικού σκηνικού ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του εκλογικού αποτελέσματος της 17ης Ιουνίου. Μια πόλωση που έχει χωρίς αμφιβολία σαφέστατα ταξικά χαρακτηριστικά. Οι εργατικές συνοικίες, οι μεγάλες πόλεις, η νεολαία και οι εργαζόμενοι μέχρι την ηλικία των 55 χρόνων ψήφισαν μαζικά την Αριστερά. Τα μεσοστρώματα των πόλεων, η επαρχεία, οι αγρότες, και οι μεγάλες ηλικίες ψήφισαν μαζικά δεξιά.
Παρ’ όλα αυτά, από την πόλωση αυτή κέρδισε τελικά η ευρύτερη Δεξιά. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία κυβέρνησης της Ν.Δ. με την συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜ.ΑΡ. Μετά από δύο χρόνια λοιπόν, έντονων ταξικών αγώνων που πολλές φορές πήραν σχεδόν τα χαρακτηριστικά της εξέγερσης, με 17 γενικές απεργίες, το κίνημα των πλατειών, τα κινήματα μαζικής ανυπακοής-«δεν πληρώνω», τις παρελάσεις της οργής της 28 Οκτωβρίου 2011, στις εκλογές της 17 Ιουνίου οι εργαζόμενες τάξεις δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από τις κυβερνήσεις του Μνημονίου.
Είναι σίγουρο ότι τα χαμόγελα στα πρόσωπα της αστικής τάξης δε θα διαρκέσουν για πολύ. Τα κόμματα τα που διαμορφώνουν την επόμενη κυβέρνηση, έχουν υποστεί συντριπτικά πλήγματα από το κίνημα των δύο προηγούμενων χρόνων.
Η ΝΔ μπορεί να συγκέντρωσε 29,66% αλλά παραμένει 3,81% κάτω από το ποσοστό της του 2009. Την ίδια ώρα παραμένει και βαθιά διασπασμένη αφού οι Ανεξάρτητοι Έλληνες διατηρούν ένα 7, 51%. Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό της Ν.Δ. είναι ήδη φθαρμένο, αφού πολλοί από τους υπουργούς της συμμετείχαν και στις κυβερνήσεις Καραμανλή.
Το ΠΑΣΟΚ, είναι επίσης ένα κόμμα διαλυμένο, εξευτελισμένο στα μάτια της πλειοψηφίας του λαού, χωρίς καμιά στήριξη από τις εργαζόμενες τάξεις, που επιχειρεί να διασώσει το μηχανισμό και τη γραφειοκρατία του συμμετέχοντας στην κυβέρνηση. Ήδη την επομένη των εκλογών ξέσπασαν σημαντικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του μα κέντρο το είδος της συμμετοχής στο κυβερνητικό σχήμα, με τους τέως υπουργούς της κυβέρνησης Παπανδρέου να διαμαρτύρονται γιατί δεν συμμετέχουν και στην κυβέρνηση Σαμαρά.
ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ελπίζουν ότι η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ θα προσδώσει αξιοπιστία στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε. Γι’ αυτό άλλωστε επέμειναν και εξασφάλισαν τελικά την συμμετοχή του Κουβέλη σε ρόλο «αριστερού Καρατζαφέρη».
αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει, εντός 100 ημερών να υλοποιήσει τα 77 μέτρα που μένουν να υλοποιηθούν από το μνημόνιο2, ελπίζοντας ότι η ΕΕ, θα συμφωνήσει να δοθούν κάποια ψίχουλα από τα ΕΣΠΑ μαζί με μία παράταση ενός ή δύο χρόνων στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αλλά οι ελπίδες τους είναι σίγουρο ότι θα διαψευσθούν. Η κρίση στην ΕΕ βαθαίνει και άρα Βρυξέλλες Βερολίνο και Παρίσι είναι πιθανόν τελικά να ασκήσουν αφόρητες πιέσεις στο ελληνικό κεφάλαιο να προχωρήσει χωρίς ανάπαυλα την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί εκτεθειμένη στις πιέσεις του μαζικού κινήματος.
Όμως η διαπίστωση ότι η νέα κυβέρνηση εκφράζει έναν ασταθή κοινωνικά και πολιτικά ταξικό συσχετισμό, δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί τελικά δεν προέκυψε αριστερή κυβέρνηση από τις εκλογές;
Η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός, που ψήφισε αριστερά, με κυρίαρχη την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν είχε φυσικά σαν στόχο να δει τον Τσίπρα επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντίθετα ψήφισε για να υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς. Ψήφισε για να απαλλαγεί από τα μνημόνια, τους αντεργατικούς νόμους, τις δανειακές συμβάσεις και τον βραχνά του χρέους. Ψήφισε για να δικαιωθούν οι αγώνες της τελευταίας διετίας.
Το γεγονός ότι τελικά υπάρχει πάλι μνημονιακή κυβέρνηση συνιστά μια αποτυχία που απαιτεί εξήγηση.
Πριν προχωρήσουμε στην πολιτική ανάλυση ας δούμε πρώτα τον συσχετισμό που προέκυψε από τις εκλογές με νούμερα.
Η ΚΑΤΑΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Το πρώτο βασικό στοιχείο είναι η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Από το 43,92% του 2009, το ΠΑΣΟΚ φτάνει στο 13,18% της 6ης Μάη και καταλήγει στο 12,28% της 17ης Ιούνη. Χάνει δηλαδή 31,64%.
Από αυτό το 31,64%, το 8,5% περίπου προσχωρεί στο χώρο του δεξιού φάσματος, δίνοντάς του ένα σύνολο 48,33% στις 17 Ιούνη, (48,12% στις 6 Μάη) από 39,95% του 2009.
Αναλυτικά:
- Νοέμβριος 2009: ΝΔ-33,47%, ΛΑΟΣ 5,63%, Χ.Α. 0,29%, Ένωση Κεντρώων 0,27, Βεργής 0,29= 39,95%.
- 6 Μάη 2012: ΝΔ – 18,85%, ΛΑΟΣ 2,90%, Χ.Α. 6,97%, Ανεξάρτητοι Έλληνες 10,61%, Δημοκρατική. Συμμαχία 2,56%, Δημιουργία ξανά 2,15%, ΔΡΑΣΗ 1,80%, Ένωση Κεντρώων 0,61%, Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας 0,60%, Κόμμα Πειρατών 0,51%, Καποδίστριας 0,45%, Κόμμα Φιλελευθέρων 0,06%, Ανεξάρτητος 0,05% Αξιοπρέπεια 0,01%= 48,12%
- 17 Ιούνη 2012: ΝΔ 29,66%, ΛΑΟΣ 1,58%, Χ.Α. 6,92%, Ανεξάρτητοι Έλληνες 7,51%, Δημιουργία Ξανά 1,59%, Καποδίστριας 0,29%, Ένωση Κεντρώων 0,28%, Πειρατές 0,23%, Παναθηναϊκό Κίνημα 0,20 %, Εθνική Ελπίδα 0,07%= 48,33%.
Το υπόλοιπο ποσοστό 23,14% που απελευθερώνεται από τη κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ κατευθύνεται αριστερά. Έτσι, η αριστερά έχει μια μεγάλη αύξηση, από το 15,43% του 2009 στο 39,37% στις 17 Ιούνη του 2012. (Εδώ περιλαμβάνουμε στην αριστερά όλα τα κόμματα και τους σχηματισμούς που ψηφίστηκαν ως αριστερή επιλογή η/και αυτοπροσδιορίστηκαν ως αριστερά.)
Αναλυτικά:
- Νοέμβριος 2009: ΣΥΡΙΖΑ 4,60%, ΚΚΕ 7,54%, Οικολόγοι 2,53% , ΑΝΤΑΡΣΥΑ 0,36 %, ΚΚΕ μ-λ και μ-λ ΚΚΕ 0,23%, ΕΕΚ 0,07%, ΟΑΚΚΕ 0,02% = 15,35%.
- 6 Μάη 2012: ΣΥΡΙΖΑ 16,78%, ΚΚΕ 8,48%, ΔΗΜΑΡ 6,11% , Οικολόγοι 2,93%, ΑΝΤΑΡΣΥΑ 1,19%, Κοινωνική Συμφωνία 0,96%, ΟΧΙ 0,92%, Δεν Πληρώνω 0,88%, ΚΚΕμ-λ, μ-λ ΚΚΕ,0,25%, ΕΕΚ 0,1%, ΟΑΚΚΕ 0,04%, ΟΚΔΕ 0,03% = 38,7%.
- 17 Ιούνη 2012: ΣΥΡΙΖΑ 26,89%, ΚΚΕ 4,5%, ΔΗΜΑΡ 6,26% Οικολόγοι 0,88%, Δεν Πληρώνω 0,39%, ΑΝΤΑΡΣΥΑ 0,33%, ΚΚΕ μ-λ και μ-λ ΚΚΕ 0,12% = 39,37%.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι ο βασικός συσχετισμός ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά έχει διαμορφωθεί ήδη από τις 6 Μάη (48,12% έναντι 38,7%) και δεν τροποποιείται παρά ελάχιστα στις 17 Ιούνη (48,33% έναντι 39,37%). Αυτό που συμβαίνει στις 17 Ιούνη είναι ότι τροποποιείται ο εσωτερικός συσχετισμός στα δύο μπλοκ, υπέρ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα.
Μια δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η αποχή αυξήθηκε μεταξύ των εκλογών της 12ης Μαΐου και 17ης Ιουνίου. Στις 12 του Μάι είχαμε συμμετοχή 65,10%, ενώ στις 17 του Ιούνη είχαμε συμμετοχή 62,47%. Δηλαδή αύξηση της αποχής 2,63%.
Μια τρίτη παρατήρηση είναι ότι τα χαρακτηριστικά του δεξιού μπλοκ, δείχνουν ότι διαμορφώνεται συνολικά μια δεξιά σκληροπυρηνική αντικομουνιστική και επιθετική απέναντι στο εργατικό κίνημα και την αριστερά. Δεν είναι μόνο ότι ο Σαμαράς και ο Καμένος έχουν υιοθετήσει πλήρως τη ρατσιστική και σοβινιστική ατζέντα. Επιπλέον, η νεοναζιστική συμμορία της Χ.Α. εγκαθίσταται στο πολιτικό σκηνικό με το σημαντικό ποσοστό του 6,92%, και αποκτά έτσι η άρχουσα τάξη ένα δολοφονικό εργαλείο ενάντια στην αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Μια τέταρτη παρατήρηση είναι ότι σε αντίθεση με τις εξελίξεις στο δεξιό πόλο, στην αριστερά κυριαρχούν οι δυνάμεις του συμβιβασμού. Καταρχήν η ΔΗΜΑΡ (η αριστερά του Μνημονίου) σταθεροποιείται στο 6,26 % και επιπλέον συμμετέχει και στην μνημονιακή κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που αναδείχτηκε στην κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της Αριστεράς, έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι πάσχει από έλλειμμα στρατηγικής απάντησης στις κεντρικές επιλογές του κεφάλαιου, αφού νομιμοποίησε τα βασικά εκβιαστικά διλήμματα ευρώ η χάος, ΕΕ ή καταστροφή, μνημόνια ή διάλυση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ –ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της αριστεράς.
Δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που κινήθηκαν προς τ’ αριστερά και στις 17 Ιούνη απορρόφησε και μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων της υπόλοιπης αριστεράς, περιορίζοντας τους στο σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων τους. Η άνοδος του εκλογικού ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται στο ότι έθεσε το ζήτημα της άμεσης πρότασης εναλλακτικής διακυβέρνησης από την αριστερά, απέναντι στο μνημονιακό μπλοκ. Αυτό του έδωσε τη δυναμική να αναδειχτεί σε δεύτερο κόμμα. Ωστόσο, το πρόγραμμα που τελικά παρουσίασε, δεν αποτελούσε πραγματική ρήξη. Αντίθετα, αποδεχόταν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική προοπτική έξω από το βασικό σχεδιασμό της άρχουσας τάξης, δηλαδή την παραμονή με κάθε θυσία στο ευρώ.
Αποδέχτηκε ότι η οικονομία έχει ανάγκη τα δάνεια της ΕΕ για να λειτουργήσει, να πληρώσει μισθούς και να επανέλθει στην ανάπτυξη –πράγμα που δεν ισχύει, γι αυτό και η παράλογη τακτική περί καταγγελίας του μνημονίου αλλά όχι των δανειακών συμβάσεων.
Αποδέχτηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των περικοπών (με εξαίρεση τον κατώτερο μισθό και το επίδομα ανεργίας) δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν πριν γυρίσει σε κερδοφορία το κεφάλαιο. Γι αυτό και ουσιαστικά δεν δεσμεύτηκε ότι θα καταργήσει τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους αλλά μόνο τις πιο επαχθείς διατάξεις του δεύτερου μνημονίου (κατώτερος μισθός, επίδομα ανεργίας, μετενέργεια συλλογικών συμβάσεων, κατάργηση χαρατσιών σε χαμηλόμισθους και ανέργους).
Αποδέχτηκε τη νομιμότητα του χρέους, αρνήθηκε κάθε μονομερή κίνηση απέναντι στους δανειστές και την Τρόικα και ανέδειξε σε βασική του διεκδίκηση την έναρξη αποπληρωμής όταν η οικονομία επιστρέψει στην ανάκαμψη.
Έθεσε σαν πρώτη προτεραιότητα και αυτός την παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ. Με αυτό τον τρόπο νομιμοποίησε τα εκβιαστικά διλήμματα της άρχουσας τάξης και στάθηκε ανίκανος να προκαλέσει τη νέα απαραίτητη αριστερή μετατόπιση που χρειαζόταν για να κερδίσει η αριστερά τις εκλογές. Δεν άλλαξε δηλαδή προς όφελος της Αριστεράς τον συσχετισμό 48%-39%, δεν προκάλεσε νέα μετατόπιση από το ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, ούτε κατόρθωσε να ανακόψει την άνοδο της αποχής που ευνοούσε αναμφισβήτητα τις μνημονιακές δυνάμεις.
Ακόμα χειρότερα, μετατόπισε την ατζέντα διεκδικήσεων του κινήματος προς τα δεξιά. Το σύνθημα που δόνησε τις τεράστιες συγκεντρώσεις στις πλατείες και τις απεργιακές διαδηλώσεις, το περήφανο «δε χρωστάμε –δεν πουλάμε-δεν πληρώνουμε» έγινε «χρωστάμε- μπορεί και να πουλάμε-πληρώνουμε αργότερα».
Ουσιαστικά υπονόμευσε και απονομιμοποίησε μια σειρά ριζοσπαστικών αιτημάτων όπως η διαγραφή του χρέους και η επιστροφή των μισθών των συντάξεων και των κοινωνικών δαπανών στα προ μνημονίων επίπεδα, αιτήματα που αναδείχτηκαν στο κίνημα στο διάστημα των αγώνων της προηγούμενης διετίας.
Υποχωρώντας στην πίεση της ακροδεξιάς ρητορείας, έκανε σαφή αναδίπλωση στο θέμα των μεταναστών, αποδεχόμενος ότι «οι μετανάστες είναι πρόβλημα». Και φυσικά αρνήθηκε με πρόσχημα την προεκλογική περίοδο, να απαντήσει στις προκλήσεις της ΧΑ και να αναδείξει σαν κρίσιμο το μέτωπο ενάντια στους φασίστες.
Έτσι, αναδείχτηκε το τεράστιο στρατηγικό έλλειμμα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς, ένα έλλειμμα που τον έκανε ανίκανο να νικήσει τη ΝΔ στις εκλογές. Ένα στρατηγικό έλλειμμα που σχετίζεται με το γεγονός ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για έξοδο από την κρίση, δεν αμφισβητεί τα πλαίσια που θέτει σαν βασικές στρατηγικές επιλογές η άρχουσα τάξη –την πάση θυσία παραμονή στον σκληρό πυρήνα του ευρώ και της Ε.Ε.- και άρα υπόκειται στα ίδια αδιέξοδα με τους πολιτικούς εκπροσώπους της άρχουσας τάξης.
Όπως η κυβέρνηση που σχηματίστηκε θα είναι μια ιδιαίτερα ασταθής κυβέρνηση, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια ιδιαίτερα ασταθής αντιπολίτευση. Θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στους πασοκογενείς και τη δεξιά του πτέρυγα από τη μια και στην απαίτηση της εργατικής τάξης να οργανώσει την αντίσταση στην εφαρμογή του μνημονίου από την άλλη. Ανάμεσα δηλαδή στην τακτική της «υπεύθυνης και προγραμματικής αντιπολίτευσης» και την πίεση να μη δοθεί πίστωση χρόνου στην κυβέρνηση. Οι πασοκογενείς και η δεξιά πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, οπωσδήποτε θα στοχεύσουν στην προετοιμασία του να γίνει η επόμενη κυβέρνηση με επίσημο λόγο αυτόν των Σταθάκη-Δραγασάκη-Παπαδημούλη-Δούρου. Αυτή η τακτική οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει «αντιπολίτευση του πεζοδρομίου». Περιλαμβάνει όμως, την επανάληψη της τακτική του Ηλία Ηλιού με γενικό τίτλο «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα» (Παπαδημούλης).
Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα δεν ήθελε μια αριστερή κυβέρνηση παρά τις διακηρύξεις της για κυβέρνηση της αριστεράς. Δεν ήθελε μια δηλαδή μια κυβέρνηση που θα αμφισβητούσε τις κεντρικές στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης και άρα θα υποχρεωνόταν να έλθει σε σύγκρουση μαζί της.
Προτιμούσε και προτιμά να κυβερνήσει σε συνεννόηση και συμφωνία με την άρχουσα τάξη. Η δημιουργία του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ με κυρίαρχη την συμμετοχή πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, είναι η πολιτική αποκρυστάλλωση αυτής της πορείας προς τα δεξιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν έκανε μια πραγματική πολιτική πρόταση ενότητας προς την υπόλοιπη αριστερά. Μια πρόταση δηλαδή που θα παίρνει υπόψη τις πολιτικές προϋποθέσεις ενότητας με το ΚΚΕ και την αντικαπιταλιστική αριστερά. Το γεγονός πως το ΚΚΕ θα αρνιόταν ούτος η άλλως κάθε πρόταση για ενότητα, δεν σημαίνει ότι τέτοιες προτάσεις δεν έπρεπε να γίνουν, μόνο και μόνο για να αποδείξουν την ειλικρίνεια αυτού που έρχεται κραδαίνοντας την σημαία της ενότητας. Αντίθετα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε συνεχείς υποχωρήσεις με στόχο την πολιτική συμφωνία με δυνάμεις που προέρχονται από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Δυνάμεις που διαφοροποιήθηκαν βέβαια από τα μνημόνια, όχι όμως και από τους βασικούς στρατηγικούς στόχους της άρχουσας τάξης.
ΤΟ ΚΚΕ ΣΕ ΚΡΙΣΗ;
Το ΚΚΕ έχει να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα, τα οποία έχουν τεθεί πλέον με πολύ ηχηρό τρόπο και δε μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Ποια ήταν τα λάθη της ηγεσίας τα οποία το οδήγησαν ξανά στο περιθώριο, με εκλογική επιρροή αντίστοιχη του 1993; Γιατί επιλέχτηκε μαζικά ως εργαλείο-όχημα προς την κυβέρνηση της αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι το ΚΚΕ;
Το ΚΚΕ απουσίαζε από τους αγώνες της τελευταίας διετίας, οργανώνοντας καρικατούρες διαδηλώσεων-κομματικών παρελάσεων. Χωριστές διαδηλώσεις, ακόμη και χωριστές απεργίες, αποχή και καταγγελία του κινήματος των πλατειών, αποχή και καταγγελία των λαϊκών παρελάσεων της 28-10-11, αποχή και καταγγελία οποιουδήποτε δεν ήταν κάτω από τον κομματικό έλεγχο του. Τη διασπαστική τακτική στο κίνημα ήρθε να την ολοκληρώσει η άρνηση να δώσει τις πολιτικές μάχες της περιόδου. Ψευτοδίλημμα το «ευρώ ή δραχμή» ψευτοδίλημμα αρχικά και η διαγραφή του χρέους.
Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν, η άρνηση να τοποθετηθεί στο ζήτημα της κυβέρνησης της αριστεράς, με αποκορύφωμα τη δήλωση ότι ο ρόλος του κόμματος είναι η αντιπολίτευση.
Μετέφερε την διασπαστική πολιτική που ακολουθεί στο κίνημα και στην κεντρική πολιτική αντιμετωπίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ σαν κομμάτι του μαύρου μετώπου, μια τακτική που το απομόνωσε ακόμα περισσότερο από τον κόσμο που κινήθηκε προς τ’ αριστερά.
Απέναντι στη ΧΑ, και παρά το γεγονός ότι δέχτηκε επίθεση η υποψήφια βουλευτής του και το περίπτερό του στην Αγ. Παρασκευή, αρνήθηκε συνειδητά να σηκώσει το αντιφασιστικό μέτωπο με δήλωση της Παπαρήγα ότι τώρα στις εκλογές δε θέλουμε φασαρίες.
Για όλους αυτούς τους λόγους η εργατική τάξη τιμώρησε το ΚΚΕ σε αυτές τις εκλογές με τον ποιο ηχηρό τρόπο.
Μένει να δούμε αν οι εξελίξεις στο ΚΚΕ θα καθοριστούν από την υγιή διάθεση της πλειοψηφίας των μελών του, που θέλουν να βγει το κόμμα από την απομόνωση και να συμμετάσχει ενωτικά σε ένα ταξικό αγωνιστικό εργατικό κίνημα.
Ευχόμαστε οι εξελίξεις να είναι σε αυτή την κατεύθυνση.
Πρέπει πάντως να τονίσουμε εδώ ότι και για το ΚΚΕ ισχύει ότι ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της εξουσίας, ακριβώς επειδή κα το ΚΚΕ είναι ένα ρεφορμιστικό σταλινικό κόμμα. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέλει να βρεθεί στην εξουσία χωρίς συμμαχίες με τμήματα της άρχουσας τάξης. Σύμφωνα με την πρόταση του ΚΚΕ για την «λαϊκή εξουσία» εχθρός δεν είναι γενικά το κεφάλαιο, αλλά το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο που έχει δεσμούς με τον ιμπεριαλισμό και τις πολυεθνικές. Για αυτόν τον λόγο εξάλλου χρησιμοποιεί και τον όρο οικονομική ολιγαρχία των μονοπωλίων και όχι τον όρο «κεφάλαιο». Προσβλέπει λοιπόν σε συμμαχία με κάποιο υποτιθέμενο μεσαίο «εθνικό» κεφάλαιο και μέχρι να γίνει δυνατή μια τέτοια συμμαχία το ΚΚΕ αρνείται κάθε συζήτηση για το θέμα της εξουσίας, παραπέμποντας υποκριτικά και με αριστερίστικη φρασεολογία το ζήτημα στην σοσιαλιστική επανάσταση.
Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η τάση των ρεφορμιστών να επιδιώκουν να αναλάβουν την κυβέρνηση μόνο στην περίπτωση που έχουν την συμφωνία της άρχουσας τάξης έχει αναλυθεί από τους κλασικούς του επαναστατικού μαρξισμού. Το τέταρτο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς το 1922 περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο οι ρεφορμιστές (η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης) προσεγγίζουν το θέμα της κυβέρνησης, αλλά και πως οι επαναστάτες μαρξιστές εφαρμόζουν την τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου στο θέμα της κυβέρνησης, αναπτύσσοντας μια μεταβατική λογική και στο θέμα της εξουσία:.
«Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχόμενα και η εργατοαγροτική Κυβέρνηση) πρέπει παντού, να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα η. εργατική κυβέρνηση αποκτάει σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη.
Σ‘ αυτές τις χώρες το σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης» αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του Ενιαίου μετώπου.
Τα κόμματα της 2ης Διεθνούς σ’ αυτές τις χώρες προσπαθούν να «σώσουν» την κατάσταση υποστηρίζοντας και πραγματοποιώντας τη συμμαχία των αστών με τους σοσιαλδημοκράτες. Οι πιο πρόσφατες προσπάθειες που έγιναν από ορισμένα κόμματα της 2ης Διεθνούς (πχ στη Γερμανία), που αρνήθηκαν την ανοιχτή, συμμετοχή τους σε μια τέτοια κοινή Κυβέρνηση, για να πραγματοποιήσουν σύγχρονα το συνασπισμό τους με τους αστούς με μασκαρεμένη μορφή είναι απλώς μια μανούβρα που αποβλέπει να καθησυχάσει τις μάζες οι οποίες διαμαρτύρονται εναντίον τέτοιων συνασπισμών, και μια ραφιναρισμένη εξαπάτηση των εργατικών μαζών. Στη φανερή ή μασκαρεμένη συμμαχία αστικής τάξης και σοσιαλδημοκρατίας οι κομμουνιστές αντιτάσσουν το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και τον πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας για την οριστική ανατροπή της. Στον κοινό αγώνα όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας, όλος ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να περάσει στα χέρια της εργατικής κυβέρνησης και οι θέσεις της εργατικής κυβέρνησης να ενισχυθούν ….
.…Μια τέτοια Κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηριχτεί πάνω σε εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα και δημιουργημένα από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεζομένων εργατικών μαζών. Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Είναι όμως αυτονόητο ότι η δημιουργία μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η, διατήρηση μιας κυβέρνησης που κάνει επαναστατική πολιτική θα οδηγήσουν αναγκαστικά στον πιο λυσσασμένο αγώνα και ίσως και σε εμφύλιο πόλεμο εναντίον της μπουρζουαζίας. Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης επομένως μπορεί να εξαπολύσει επαναστατικούς αγώνες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κομμουνιστές πρέπει να δηλώσουν ότι είναι διατεθειμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με μη κομμουνιστικά εργατικά κόμματα και οργανώσεις. Αυτό όμως μπορούν να τα κάνουν μόνο αν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτές οι εργατικές κυβερνήσεις θα κάνουν πραγματικά αγώνα εναντίον της μπουρζουαζίας με την έννοια που μιλήσαμε παραπάνω…..
…..Παρά τα μεγάλα του πλεονεκτήματα το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης έχει επίσης και κινδύνους. Όπως και κάθε ενιαιομετωπική τακτική. Για να προφυλαχτούν απ‘ αυτούς τους κινδύνους, τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν ότι αν κάθε αστική κυβέρνηση είναι σύγχρονα και κυβέρνηση καπιταλιστική, δεν είναι αλήθεια ότι και κάθε εργατική κυβέρνηση είναι κυβέρνηση πραγματικά προλεταριακή, δηλαδή ένα επαναστατικό όργανο της προλεταριακής εξουσίας.» (Θέσεις και Αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνέδριου της 3ης Διεθνούς – εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη 1987 –σελίδες 22-23)
Ο Λέων Τρότσκι στο Μεταβατικό Πρόγραμμα συστηματοποιεί αυτήν την θέση:
«Από τον Απρίλη ως το Σεπτέμβρη του 1917 οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν από τους Σοσιαλεπαναστατές και τους Μενσεβίκους να κόψουνε τους δεσμούς τους µε τη φιλελεύθερη μπουρζουαζία και να πάρουνε την εξουσία στα χέρια τους. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το Μπολσεβίκικο κόμμα υποσχόταν στους Μενσεβίκους και στους Σοσιαλεπαναστατές, ως τους μικροαστούς εκπροσώπους των εργατών και των αγροτών, την επαναστατική βοήθεια ενάντια στη μπουρζουαζία…..
….. Αν οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστατές κόβανε στην πραγματικότητα τους δεσμούς τους µε τους Καντέ (φιλελεύθερους) και µε τον ξένο ιμπεριαλισμό, τότε μονάχα η “εργατοαγροτική κυβέρνηση”, που θα δημιουργούσαν αυτοί, θα μπορούσε να επιταχύνει και να διευκολύνει την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ακριβώς όμως γι’ αυτό η ηγεσία της μικροαστικής δημοκρατίας αντιστεκόταν µε όλη της τη δύναμη στην εγκαθίδρυση μιας δικής της κυβέρνησης. Η πείρα της Ρωσίας απέδειξε, και η πείρα της Ισπανίας και της Γαλλίας επιβεβαίωσε για άλλη µια φορά πως, ακόμα και κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες, τα κόμματα της μικροαστικής δημοκρατίας (Σοσιαλεπαναστατές, σοσιαλδημοκράτες, σταλινικοί, αναρχικοί) είναι ανίκανα να δημιουργήσουν µια κυβέρνηση εργατών – αγροτών, δηλαδή, µια ανεξάρτητη από την μπουρζουαζία κυβέρνηση.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η συστηματικά απευθυνόμενη πρόσκληση στην παλιά ηγεσία: “Κόψτε τους δεσμούς µε τη μπουρζουαζία, πάρτε την εξουσία!” είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό όπλο για να αποκαλύψουμε τον προδοτικό χαρακτήρα των κομμάτων και των οργανώσεων της 2ης, της 3ης Διεθνούς και της Διεθνούς του Άμστερνταμ Από όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις που βασίζονται πάνω στους εργάτες και αγρότες και μιλάνε στο όνομά τους ζητάμε να ξεκόψουν από τη μπουρζουαζία και να µπούνε στο δρόμο της πάλης για την εργατοαγροτική κυβέρνηση. Σ‘ αυτό το δρόμο τους υποσχόμαστε πλέρια υποστήριξη ενάντια στην καπιταλιστική αντίδραση. Συγχρόνως αναπτύσσουμε ακούραστα τη ζύμωση µας γύρω από κείνες τις μεταβατικές διεκδικήσεις, που κατά τη γνώμη µας θα ‘πρεπε να αποτελέσουν το πρόγραμμα της “εργατοαγροτική κυβέρνησης“.
Είναι δυνατός ο σχηματισμός μιας τέτοιας κυβέρνησης από τις ιστορικές εργατικές οργανώσεις; Η πείρα του παρελθόντος δείχνει, όπως αναφέραμε παραπάνω, πως ένα τέτοιο πράγμα είναι τουλάχιστον εξαιρετικά απίθανο. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς κατηγορηματικά να αρνηθεί από τα πριν τη θεωρητική πιθανότητα, κάτω από την επίδραση εντελώς εξαιρετικών συνθηκών (πόλεμος, ήττα, οικονομικό κραχ, επαναστατική πίεση των μαζών, κλπ), τα μικροαστικά κόμματα, μαζί και το σταλινικό, να τραβήξουν μακρύτερα από ότι τα ίδια θέλουν στο δρόμο του σπασίματος των σχέσεών τους µε τη μπουρζουαζία. Εν πάση περιπτώσει ένα πράγμα είναι έξω από κάθε αμφισβήτηση: ακόμα και αν αυτό το εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο κάποτε και κάπου γίνει πραγματικότητα, και η “εργατοαγροτική κυβέρνηση“, με την παραπάνω έννοια, εγκαθιδρυθεί πραγματικά, θα αντιπροσωπεύει απλώς ένα σύντομο επεισόδιο στο δρόμο της πραγματικής δικτατορίας του προλεταριάτου.
Ωστόσο δεν υπάρχει ανάγκη να παραδινόμαστε σε υποθέσεις. Η ζύμωση γύρω από το σύνθημα μιας εργατοαγροτικής κυβέρνησης διατηρεί κάτω από όλες τις συνθήκες μια κολοσσιαία διαπαιδαγωγική αξία. Και όχι τυχαία. Το γενικευμένο αυτό σύνθημα προχωρεί ολοκληρωτικά πάνω στη γραμμή της πολιτικής εξέλιξης της εποχής μας (τη χρεοκοπία και την αποσύνθεση των παλιών αστικών κομμάτων, τη δύση της δημοκρατίας, την ανάπτυξη του φασισμού, την επιταχυνόμενη ώθηση των εργατών προς μια περισσότερο ενεργητική και επιθετική πολιτική). Κάθε μια από τις μεταβατικές διεκδικήσεις πρέπει επομένως να οδηγεί σε ένα και το αυτό πολιτικό συμπέρασμα: οι εργάτες έχουν ανάγκη να κόψουνε σχέσεις μ’ όλα τα ιστορικά κόμματα της μπουρζουαζίας, για να εγκαταστήσουνε τη δική τους εξουσία σε στενή σύνδεση με τους αγρότες.» (Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς-Εκδόσεις Εργατική Πάλη 2003 σελίδες 37-38-39)
ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Σύμφωνα με την επαναστατική μαρξιστική παράδοση γύρω από το θέμα της κυβέρνησης θα πρέπει να αναπτυχθεί επίσης ένα διεκδικητικό κίνημα από την εργατική τάξη. Ένα κίνημα που τα αιτήματα του θα απευθύνονται αυτήν την φορά στα ρεφορμιστικά κόμματα και θα στοχεύουν να τα σπρώξουν σε ρήξη με την άρχουσα τάξη. Αν οι ρεφορμιστές υποχωρήσουν στην πίεση του κινήματος τότε βαθαίνει η κρίση του αστικού συστήματος και ξεκινά μια επαναστατική κρίση μέσα στην οποία οι επαναστάτες μαρξιστές και το εργατικό κίνημα ενισχύουν τις θέσεις τους. Αν από την άλλη οι ρεφορμιστές δεν δεχτούν να έλθουν σε ρήξη με την άρχουσα τάξη τότε το κίνημα μέσα από την δική του πείρα καταλαβαίνει την ανάγκη να αποδεσμευτεί από τα ρεφορμιστικά κόμματα στην πορεία προς την αντικαπιταλιστική ανατροπή.
Εδώ έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια κυβέρνηση ενιαίου εργατικού μετώπου. Μια κυβέρνηση που κινείται ακόμα σε αστικό έδαφος, αλλά που η εμφάνισή της οδηγεί σε δυσλειτουργία και αποσύνθεση τους αστικούς θεσμούς. Μια κυβέρνηση που πρέπει να στηρίζεται κυρίαρχα σε μαζικές δομές αυτοοργάνωσης στη βάση του ίδιου του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων, προκειμένου να προωθήσει τις μεταβατικές διεκδικήσεις που συγκροτούν το πρόγραμμά της. Μέσα από την ζύμωση για την εργατική κυβέρνηση η συζήτηση για το θέμα της εξουσίας παίρνει συγκεκριμένη μορφή μέσα στο εργατικό κίνημα και απαλλάσσεται από την μορφή της απρόσμενης – ξαφνικής και «εξ αποκαλύψεως» παρουσίας της επανάστασης.
Σήμερα ο όρος «εργατική κυβέρνηση» έχει αντικατασταθεί μέσα στο εργατικό κίνημα με τον όρο «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Πιστεύουμε πως ένα από τα προβλήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην προεκλογική περίοδο μεταξύ 6 Μάη και 17 Ιούνη ήταν το γεγονός πως δεν είχε μια επικαιροποιημένη πρόταση για το θέμα της αριστερής κυβέρνησης με βάση την μαρξιστική παράδοση που παρουσιάσαμε παραπάνω.
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια πρόταση για κυβέρνηση ενιαίου εργατικού μετώπου των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων που προσπάθησαν να απαντήσουν με όρους κινήματος στην νεοφιλελεύθερη επίθεση και την πολιτική των μνημονίων. Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ του ΚΚΕ της ΑΝΤΡΣΥΑ και της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο σύνολο της. Το πρόγραμμα αυτής της κυβέρνησης θα μπορούσε κατά την γνώμη μας να είναι τα έξη σημεία που τέθηκαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην συνάντηση που είχε με τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του Μαΐου:
Ακύρωση όλων των Μνημονίων και Δανειακών Συμβάσεων με ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, κατάργηση όλων των μέτρων που συνδέονται με αυτές.
Προστασία των ανέργων, αυξήσεις μισθών και συντάξεων, μείωση χρόνου εργασίας, σταθερή δουλειά για όλους, φορολόγηση μεγάλου κεφαλαίου.
Άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και μονομερή διαγραφή ολόκληρου του τοκογλυφικού δημόσιου χρέους.
Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο όλων των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατία από το λαό για το λαό, κατάργηση των ειδικών σωμάτων της ΕΛΑΣ, εξουδετέρωση της Χρυσής Αυγής, σταμάτημα των αντιμεταναστευτικών πογκρόμ, διάλυση των μηχανισμών του στρατού που στρέφονται κατά του λαού, με απεμπλοκή του από το ΝΑΤΟ.
Κανένα απ’ τα παραπάνω ζωτικά αιτήματα δεν είναι υλοποιήσιμο χωρίς την άμεση έξοδο από το Ευρώ και την Ευρωσυνθήκη, τη ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ.
Φυσικά αυτό το πρόγραμμα θα πρέπει να στηριχτεί πάνω στην οργάνωση του ίδιου του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Ένα ενιαίο εργατικό μέτωπο θα πρέπει να αναζωογονήσει και να βαθύνει τις δομές αυτοοργάνωσης που εμφανίστηκαν έστω εμβρυακά στην διάρκεια των δύο χρόνων του αγώνα ενάντια στα μνημόνια. Θα πρέπει να καλέσει μαζικές λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές, γενικές συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και στους χώρους της νεολαίας, προκειμένου να συζητήσουν και να εγκρίνουν ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα εξουσίας και φυσικά να αποφασίσουν και τον αγωνιστικό τρόπο με τον οποίο θα το εφαρμόσει το ίδιο το κίνημα από τα κάτω.
Με αυτόν τον τρόπο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματικές πολιτικές πιέσεις τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο ΚΚΕ προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα το δικό της πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Ουσιαστικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την επόμενη περίοδο πρέπει να κινηθεί για να συγκροτήσει την κοινή δράση των κομμάτων και των οργανώσεων της Αριστεράς καθώς και όλων των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης γύρω από τρία κεντρικά μέτωπα:
Α) Την πρόταση της για το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής.
Β) Το ενιαίο εργατικό μέτωπο για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής
Γ) Το ενιαίο εργατικό μέτωπο γύρο από την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ» Νο 109
Αφήστε μια απάντηση