Παναγιώτης Μαυροειδής
Χρειάστηκε και η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιούνη για να καταλάβει για τα καλά ο κόσμος της αριστεράς ότι το 7% της Χρυσής Αυγής στις 6 Μάη δεν ήταν μια συγκυριακή αβαθής τοποθέτηση ενός απελπισμένου κόσμου που αναζητούσε εργαλεία για να εκφράσει μια ‘’ακραία’’ διαμαρτυρία.
Αντίθετα, αποδείχτηκε πως αποτελεί ένα σχετικό συνεκτικό κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, που αναδύεται μέσα από τους πόρους της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που μας περιβάλλει.
Δεν περιορίζεται σε ομάδες ακροδεξιών δολοφόνων των γυμναστηρίων και ‘’προστατών’’ της νύχτας, αν και έχει τη σημασία του ότι ο οργανωτικός του κορμός συγκροτείται σε μεγάλο βαθμό από τέτοια κατακάθια.
Η ΧΑ αποτέλεσε την δεύτερη -μετά τη ΝΔ- εκλογική και πολιτική επιλογή εργοδοτών και επιχειρηματιών, όπως φανερώνουν όλα τα σχετικά στοιχεία. Απέχει όμως από την πραγματικότητα ο ισχυρισμός ότι αποτελεί την βασική επιλογή του κόσμου του κεφαλαίου. Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι ακουμπούν σε αυτή αρκετοί άνεργοι, ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και κατεστραμμένοι μαγαζάτορες.
Είναι γεγονός ότι αυτοί οι 440.000 άνθρωποι που ψήφισαν το φασιστικό μόρφωμα, επιχαίροντας μάλιστα για την τηλεοπτική επίδειξη θρασυδειλίας του Κασιδιάρη απέναντι σε δύο βουλευτίνες της αριστεράς, είναι ακόμη σχετικά αόρατοι. Δεν έχουν το θάρρος να διαλαλήσουν την επιλογή τους δημόσια. Γνωρίζουμε όμως πλέον πολύ καλά, πώς δεν είναι μακριά μας, αλλά είναι κάποιοι από τους συναδέλφους, γείτονες, συντοπίτες ή/και συγγενείς μας, με τους οποίους έχουμε μοιραστεί αγωνίες και αναθέματα. Αρχίζει να μας ανατριχιάζει κάθε αναφορά στα ταπεινωτικά ‘’εγέρθητι’’ προς τους δημοσιογράφους, να μας ψυλλιάζει κάθε υπονοούμενο για ‘’χαστούκια’’ και να βλέπουμε αλλιώς κάθε περιφρονητική αναφορά σε μετανάστες.
Στην κουλτούρα της αριστεράς ο λαός είναι κατά βάση ‘’καλός’’, αν και ‘’αγαθός’’, ‘’ευκολόπιστος και πάντα προδομένος’’. Βεβαίως, ενίοτε, όταν οι κομματικοί φορείς της ζεματίζονται από την άρνηση των χιλιο-υμνημένων ‘’λαϊκών μαζών’’ να πορευτούν μαζί τους, οι τελευταίες μετατρέπονται σε κουτά και διαβρωμένα θύματα, παρασυρμένα στην πράξη και την σκέψη τους. Έτσι, ανάμεσα σε παινέματα και αναθέματα, μεταξύ γονυκλισιών στον περίφημο ‘’μέσο όρο’’ της ‘’κοινής συνείδησης’’ των ‘’απλών΄΄ ανθρώπων και περισπούδαστων αναλύσεων για την ιδεολογική ηγεμονία του αστικού κόσμου, καταφέρνει και η αριστερά να οχυρώνεται πίσω από αυτή ή την άλλη ερμηνεία, να αθωώνει τον εαυτό της, κάνοντας τα λιγότερα για αυτό στο οποίο καλείται ταπεινά αλλά και θαρραλέα να συμβάλλει: στην αλλαγή της κατάστασης, κατανοώντας την με διαλεκτικό τρόπο.
Σήμερα ωστόσο, είμαστε σε μια οριακή στιγμή και πρέπει να βιαστούμε, να πούμε και να πράξουμε τα απαραίτητα.
Κατά τη γνώμη μας, μια απάντηση στο φασισμό με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους ήττας του, από θέσεις και αξίες δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης και διεθνισμού, δηλαδή από τα αριστερά, προϋποθέτει να εργαστούμε σε πολλαπλές κατευθύνσεις.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ‘’παραβγούμε’’ τον φασισμό στο ίδιο το οικονομικό και κοινωνικό πεδίο που γεννιέται. Ίσως δεν μας αρέσει να το παραδεχτούμε, αλλά τα αντιδραστικά ρεύματα γεννιούνται στην ίδια μήτρα της οικονομικής και κυρίως της πολιτικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος που βιώνουμε.
Η καπιταλιστική κρίση εμφανίζεται, βαθαίνει και κατανοείται όχι από μόνη της ως ένα φυσικό φαινόμενο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να σταθμίσει, αλλά μέσα από την επιβολή της αντιδραστικής απάντησης σε αυτήν. Η όξυνση της ανεργίας είναι η μια πλευρά. Η άλλη είναι η καλλιέργεια του μίσους των ανέργων απέναντι στους εργαζόμενους. Η πτώση των μισθών για όλους με μια ταυτόχρονη οριζόντια κίνηση, αποτελεί το βασικό στοιχείο της μνημονιακής πολιτικής. Ταυτόχρονα όμως, η αντιπαράθεση μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα ή όσων παίρνουν 500 ή 1000 ευρώ, δεν έχει μικρή σημασία. Η κατάργηση κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας της κοινωνικής πλειονότητας από μεριάς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ, είναι η δεσπόζουσα πλευρά. Ωστόσο, η κατανόηση αυτής της εξέλιξης μέσα στο σχήμα ‘’έλληνες και ξένοι’’, περίπου ως μια φυσική λειτουργία εθνικού δαρβινισμού, οδηγεί σε άλλες εξηγήσεις.
Η όξυνση των ‘’απλών καθημερινών προβλημάτων’’ και η συνακόλουθη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, δεν οδηγούν απαραίτητα σε προοδευτική στάση και πολύ περισσότερο σε αντικαπιταλιστικό πολιτικό αγώνα, όπως δυστυχώς αυταπατάται μεγάλο μέρος της αριστεράς έχοντας μια αντίληψη θεϊκής προοδευτικής αποστολής της εργαζόμενης πλειονότητας.
Ο φασισμός αναδύεται πάντοτε, δυναμικά, ως η ανεξάρτητα συγκροτημένη, συνειδητή και ομολογημένη πλευρά, των εγγενών, αντικειμενικών αλλά και ανομολόγητων θεμελιωδών τάσεων του συστήματος.
Προτάσσει τη βία και την κατάργηση της δημοκρατίας, που είναι ο μύχιος πόθος αλλά και το τυπικό ‘’όριο’’ της αστικής δημοκρατίας.
Ο φασισμός κηρύσσει τον εσωτερικό κοινωνικό εμφύλιο και τον άκρατο ανταγωνισμό μέσα στους εργαζόμενους, την επίθεση στο εργατικό κίνημα και τις απεργίες που ‘’διαλύουν τη χώρα’’. Πρόκειται για βασικά όπλα υπονόμευσης του ταξικού αγώνα που λαχταρά να χρησιμοποιήσει ο αστικός κόσμος την ίδια ώρα που πρέπει να τηρεί τα προσχήματα περί κοινωνικής διαβούλευσης και συνεργασίας των τάξεων.
Η ‘’λύση’’ των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων δεν είναι μονοσήμαντη.
Ο γερμανικός λαός ξέπλυνε την ντροπή της συνθήκης των Βερσαλλιών, ακολουθώντας τους φασίστες στην πολεμική καταστροφή των ευρωπαϊκών λαών και όχι με τη διεθνή απελευθερωμένη κοινότητα των λαών, όπως θα ήθελαν οι αγωνιστές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Πίστεψε και έζησε για μικρό χρονικό διάστημα μια οικονομική και κοινωνική εξασφάλιση πάνω στον αφανισμό του εβραίου γείτονα και την αρπαγή του πλούτου από όλες τις κατεχόμενες χώρες και όχι με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και την ισοκατανομή του κοινωνικού πλούτου, όπως ονειρεύονταν οι μαρξιστές.
Δεν υπάρχει καμία πολιτική νομοτέλεια που μας λέει ότι η επιβίωση έναντι της ανεργίας θα εκφραστεί με αιτήματα όπως ‘’λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους’’ και αγώνα κατά του κεφαλαίου και της στρατηγικής για jobless recovery (ανάπτυξη με ανεργία) και όχι με σφαγή και ανείπωτο εξευτελισμό για μια κακοπληρωμένη και επισφαλή θέση εργασίας.
Η ταπεινωμένη και ρημαγμένη Σερβία από τον πόλεμο που της επέβαλλε το ΝΑΤΟ και η ΕΕ (συμπεριλαμβανομένων και των ‘’αριστερών’’ κυβερνήσεων της), δεν μας άφησε την κληρονομιά μιας διεθνιστικής αντιϊμπεριαλιστικής αντίστασης, αλλά τα εξαμβλώματα του Σέσελι και του Αρκάν.
Οργάνωση, αλληλεγγύη και δράση για αξιοπρεπή ζωή και δημοκρατία
Αν θέλουμε να βαδίσουμε ενάντια στο φασισμό, πρέπει να κινηθούμε πιο αποφασιστικά προς τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους νέους, τους φτωχούς. Να δοκιμάσουμε σε κάθε υποβαθμισμένη γειτονιά του Δήμου Αθήνας να φτιάξουμε εμείς Επιτροπή Κατοίκων ή Λαϊκή Συνέλευση ενάντια στην υποβάθμιση και την ερήμωση, οργανώνοντας την διεκδίκηση ενάντια στις πολιτικές του ΥΠΕΚΑ και του Δήμου. Απαιτώντας ζωή και πολιτισμό στις γειτονιές ενάντια στην επιχειρηματοποίηση και τη διάλυση των κοινωνικών πολιτικών στέγασης, υγείας, παιδείας. Και ας έρθουν σε αυτές τις δράσεις ακόμη και άνθρωποι που ψήφισαν ή περιστασιακά ακολούθησαν τους φασίστες.
Να πάμε στις γειτονιές του Πειραιά και να πρωταγωνιστήσουμε σε στήσιμο Επιτροπής Ανέργων, που να οργανώσει και την αλληλεγγύη και τη διεκδίκηση των ανέργων τόσο απέναντι στο κράτος όσο και προς το Δήμο.
Να πάμε στη Δυτική Αθήνα ή Δυτική Αττική και να αναμετρηθούμε με τη δυνατότητα να αναστηθούν παλιά ή να στηθούν νέα σωματεία, αλλά και άτυπες ενώσεις αγώνα που θα αποτελούν απαντοχή για κάθε εργαζόμενο που του κλέβουν ένσημα, αλλά και φόβητρο για κάθε εργοδότη που θα θέλει να απολύσει, να μειώσει μισθό ή να κρύψει το εργατικό ‘’ατύχημα’’.
Η δράση των αγωνιστών της αριστεράς για τα προβλήματα των εργαζομένων, των ανέργων και της νεολαίας που καταδικάζεται στα αζήτητα πριν δοκιμάσει τις δυνάμεις της, δεν μπορεί να κατανοείται και δεν είναι ένας απλός αγώνας δρόμου με τους φασίστες. Δεν θα ξεχωρίσουμε από αυτούς ούτε και θα τους προλάβουμε αν είμαστε απλά συνεπέστεροι και ταχύτεροι.
Η παρέμβαση της αριστεράς χρειάζεται να έχει τέχνη αλλά και χρώμα, κατεύθυνση, προσανατολισμό.
Κοινά προβλήματα, διαφορετικές λύσεις.
Τα προβλήματα όλου του κόσμου είναι κοινά. ΟΙ αιτίες ωστόσο έχουν χρώμα και είναι λάθος να μη συζητούνται, διότι αυτό σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και τις απαντήσεις και λύσεις. Ποιος φταίει αλήθεια για την ανεργία; Οι μετανάστες ή ο καπιταλισμός; Ποιος ευθύνεται για τα χάλια του δημόσιου τομέα; Οι ‘’τεμπέληδες’’ δημόσιοι υπάλληλοι ή η καταβαράθρωση των κοινωνικών πολιτικών και οι πελατειακές σχέσεις των αστικών κομμάτων; Τι διαλύει τα πανεπιστήμια και την παιδεία; Το νεολαιίστικο και εκπαιδευτικό κίνημα ή η υπο-χρηματοδότηση και επιχειρηματοποίηση; Ποιος φταίει για τα χαμηλά μεροκάματα και μισθούς; Ο εργατικός συνδικαλισμός που δήθεν κλείνει επιχειρήσεις ή τις στέλνει στο εξωτερικό ή ο εργοδότης που κυνηγάει το μεγαλύτερο κέρδος και ΄΄όπου γή πατρίς’’; Από ποιόν κινδυνεύει η λαϊκή κυριαρχία και εθνική αξιοπρέπεια; Από τους γειτονικούς λαούς και τους μετανάστες ή την ΕΕ και τις πολιτικές του ευρωπαϊκού κεφαλαίου;
Οι διαφορετικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά που πηγάζουν από τα κοινά προβλήματα, παράγουν διαφορετικά πολιτικά αποτελέσματα, ενίοτε μάλιστα εκτρωματικά. Η αριστερά που δεν βλέπει την ανάγκη σύνδεσης της οικονομικής και δημοκρατικής πάλης με ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό και βαυκαλίζεται με τις δήθεν ενωτικές πολιτικές της άχρωμης συμπόρευσης για τα ‘’απλά κοινά προβλήματα’’, απλά πριονίζει το κλαδί που στηρίζεται. Η αναγκαία κοινή δράση, η έγνοια για το ευρύτερο δυνατό μέτωπο πάλης, δεν καταργεί, δεν αντικαθιστά αλλά αναβαθμίζει την ανάγκη της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης για τον πολιτικό προσανατολισμό και τις ερμηνείες των προβλημάτων και των αντιθέσεων.
Οι λύσεις, οι απαντήσεις στα προβλήματα, απαιτούν διαπάλη για την κατεύθυνση που θα έχουν και το πεδίο που θα αναζητηθούν.
Θα φάμε όλοι ψωμί με μείωση των μισθών των εργαζομένων, με μοίρασμα της φτώχειας ή με ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου και χτύπημα του κεφαλαίου;
Θα παλέψουμε ενάντια στη φτώχεια ή στους φτωχούς; Ενάντια στην κατάρα της αναγκαστικής οικονομικής μετανάστευσης ή στους μετανάστες;
Θα νοιώσουμε και εμείς πως έχουμε ‘’εθνική υπόσταση’’ πατώντας στο λαιμό τους ακόμη πιο αδύνατους (όπως στα ή θα αγωνιστούμε ενάντια στην κοινωνική και οικονομική ερήμωση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ;
Θα παλέψουμε ενάντια στην πολιτική της προάσπισης των καπιταλιστικών κερδών της ατομικής ιδιοκτησίας ή υπέρ του κοινωνικού οφέλους από μια γενικευμένη κοινοκτημοσύνη του κοινωνικού παραγόμενου πλούτου και των δημόσιων αγαθών ή θα αναθεματίζουμε απλά τους ‘’πολιτικούς’’ συλλήβδην;
Θα αναζητήσουμε ένα συνδυασμό θεσμών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας στους χώρους εργασίας, κατοικίας και παραγωγής πολιτισμού, υπερβαίνοντας τον τυπικό χαρακτήρα και την ανάθεση της αστικής δημοκρατίας ή θα καταργήσουμε κάθε δημοκρατική κατάχτηση στο πλαίσιο της οδεύοντας προς ένα νέο φασιστικό ολοκληρωτισμό εθνικού χαρακτήρα ή ‘’ευρωπαϊκής’’ βοναπαρτιστικής μορφής με καπέλο την τραπεζική και νομισματική ένωση;
Ο ιδεολογικός αγώνας, συστατικό της κοινωνικής πάλης για καλύτερη ζωή και απελευθέρωση
Η δυναμική ανάπτυξη και απειλή του φασιστικού φαινομένου και στην Ελλάδα, έρχεται να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο. Να μας θυμίσει πως ο οικονομικός αγώνας για ζωή, δημοκρατία και ελευθερία, είναι άρρηκτα δεμένος με αξίες και τον πολιτισμό. Με τις διαφορετικές φιλοσοφικές αντιλήψεις για τον άνθρωπο, τις κοινωνίες που συγκροτεί και τη σχέση τους με το χρόνο, την ιστορία, τη φύση. Η διαγραφή όλων αυτών των πλευρών στο όνομα της αμεσότητας και της ρεαλιστικότητας και η αντικατάσταση τους με ένα στείρο οικονομισμό, αποτελεί την μεγαλύτερη ήττα για την αριστερά.
Κόντρα στις θεωρίες για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, οι κομμουνιστές πρέπει να θεμελιώσουν με σύγχρονο τρόπο την απελευθερωτική κομμουνιστική προοπτική και το δημοκρατικό δικαίωμα της κοινωνικής πλειονότητας για επαναστατική πραγμάτωση της, κόντρα στην βίαιη επιβολή της άρχουσας κοινωνικής μειοψηφίας του πλούτου και της πνευματικής της αστυνομίας.
Ο φασισμός αποτελεί μια αντιδραστική απάντηση στο ερώτημα ταυτότητας και προοπτικής κάθε κοινωνίας, θεμελιώνοντας τις απαντήσεις του στον πυρήνα του έθνους και συνακόλουθα του εθνικισμού και του επιθετικού ρατσισμού.
Υποτάσσει την ατομική προσωπικότητα και τις ελευθερίες στο ολοκληρωτικό κράτος. Διατείνεται πως καταργεί τις τάξεις, ενώ στην ουσία επιτίθεται στην ταξική οργάνωση των εργαζομένων.
Συγκροτεί έτσι την βάση υποταγής των εργαζομένων και όλων των εκμεταλλευόμενων στην αστική τάξη κάθε χώρας. Δικαιολογεί και προτάσσει το χτύπημα κάθε χωριστής κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των εργαζομένων και ευρύτερα της πολιτικής δημοκρατίας, θεωρώντας πως αυτές υπονομεύουν την σιδερένια εθνική ενότητα.
Κηρύσσει εκ των πραγμάτων την εχθρότητα σε κάθε άλλο έθνος και λαό, έχοντας στο τσεπάκι τη φωτιά του πολέμου. Αν ο φασισμός και εθνικισμός αποτελεί ‘’λογικό’’ καταφύγιο και ιδεολογική ενοποιητική βάση για τις μεγάλες επιθετικές ιμπεριαλιστικές χώρες, οδηγώντας πάντα τους λαούς τους σε τραγωδίες, για τις μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, αποτελεί καθαρή αυτοκτονία, καθώς σε ένα πόλεμο μεταξύ εθνικισμών, αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά αυτοκτονία και αφανισμό. Με την έννοια αυτή η φασιστική απάντηση έχει εξ ορισμού αφετηρία και τέρμα με άρωμα θανάτου.
Ο αστικός φιλελευθερισμός τοποθετεί στο κέντρο της δικής του αφήγησης τον πολίτη, το άτομο και την φαντασιακή ελεύθερη επιλογή του.
Δικαιολογεί έτσι μια οικονομική και κοινωνική δομή στηριγμένη στην μεγάλη ατομική ιδιοκτησία και την ατομική ιδιοποίηση του πλούτου από μια ολιγαρχία που συγκροτείται όλο και πιο μονοπωλιακά σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Ακόμη περισσότερο, εχθρεύεται κάθε προσπάθεια συγκρότησης κοινωνικού και πολιτικού συλλογικού υποκειμένου από μεριάς των υποτελών και εκμεταλλευόμενων τάξεων, στο βαθμό που αυτή τείνει να αποχτήσει χαρακτηριστικά ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου. Οι τάξεις κηρύσσονται και εδώ σε ανυπαρξία, το δε έθνος ή η υπερεθνική κατά περίπτωση φόρμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας της άρχουσας τάξης και της άσκησης της εξουσίας της.
Ο μαρξισμός, το κομμουνιστικό κίνημα, αναδεικνύουν την κεντρικότητα της ύπαρξης διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, ως φορέων διαφορετικών συμφερόντων και αξιών. Προτάσσουν την ταξική πάλη, συμπεριλαμβανόμενων των κοινωνικών επαναστάσεων, τομών και ρήξεων, ως το δρόμο για τον μετασχηματισμό των ανθρώπινων κοινωνιών προς την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, την πραγματική ελευθερία και δημοκρατία.
Το έθνος, η χωριστή κρατική συγκρότηση, είναι για τους κομμουνιστές ο χώρος συγκρότησης της ξεχωριστής λαϊκής ιστορίας της ανατρεπτικής προοδευτικής δράσης. Είναι ο χώρος αγώνα απέναντι στην αστική τάξη, αλλά και το πεδίο ιδιαίτερης συμβολής στο διεθνικό αγώνα όλων των λαών και εθνών προς την διεθνιστική κομμουνιστική απελευθέρωση. Σε ένα δρόμο ευγενικού συναγωνισμού και ειρηνικής συνάντησης, που αντίπαλό τους έχουν ότι αποτελεί ή θυμίζει οικονομική και πολιτική καταπίεση.
Οι ατομικές προσωπικότητες βρίσκουν την ξεχωριστή θέση και ‘’ολοκλήρωση’’ τους στην συλλογική προσπάθεια για ένα καλύτερο κόσμο, χωρίς να καταργούνται ή να ισοπεδώνονται. Ξεκινώντας, όχι απλά από την αφετηρία ότι ‘’μόνο μαζί μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο’’, αλλά και από την πεποίθηση ότι η ατομική ευτυχία και καταξίωση, πραγματώνονται μόνο σε πλαίσιο κοινής απόλαυσης και συλλογικής δημιουργίας.
Η ανθρώπινη ιστορία και ειδικά ο 20ος αιώνας έχει να μας πει πολλά πάνω στην διαπάλη αυτών των βασικών, ανάμεσα και σε άλλες φυσικά, αντιλήψεων και προσεγγίσεων. Η ανέλιξη της δεν είναι φυσικά ευθύγραμμη, από το κατώτερο προς το ανώτερο σημείο. Ωστόσο, οι απελευθερωτικές προοπτικές του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος έχουν βάλει τη σφραγίδα τους σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές και δημοκρατικές καταχτήσεις και στην ανάπτυξη του πολιτισμού και των τεχνών, ενώ ο φασισμός είναι συνταυτισμένος με τον πόλεμο, την κοινωνική φρίκη, την πολιτική αντίδραση και το μαύρο σκοτάδι.
Η υποκριτική θεωρία των ‘’δύο άκρων’’ αθωώνει το φασισμό
Η εφεύρεση των απολογητών του αστικού φιλελευθερισμού περί δήθεν αντίθεσης τους και στα ‘’δύο άκρα του πολιτικού φάσματος’’, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πονηρή αθώωση του φασισμού και μια ακόμη πιο πρόστυχη άρνηση για ρητή καταδίκη και αντι-πάλεμα του φασιστικού φαινομένου.
Στην ουσία, με τον τρόπο αυτό, σιγοντάρουν την ανάπτυξη του ως αντίβαρο στην εργατική και κομμουνιστική προοπτική. Είναι τόσο αστείο να μιλά κανείς για δύο άκρα μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού, επιχειρώντας έμμεσα μια εξομοίωση, όσο είναι λογικό να ανακατώνεις φώς και σκοτάδι για να βγάλεις μια ακαθόριστη ομίχλη.
Αποφασιστική αντιφασιστική δράση
Η ανάπτυξη και εδραίωση του φασισμού, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μορφές ανάλογες της αντιδραστικής ιδεολογίας του. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ως κανόνα τουλάχιστον, μια συγκρότηση με κέντρο τους χώρους δουλειάς, διότι αυτό θα σήμαινε μια αναγνώριση της πρωταγωνιστικότητας της ταξικής συγκρότησης και των αντίστοιχων προβλημάτων. Ούτε είναι στον ‘’πολιτισμό τους η ιδεολογική διαπάλη γενικά.
Η Χρυσή Αυγή όπως και κάθε φασιστικό μόρφωμα για να αποκτήσει και να διατηρήσει κύρος πρέπει να κάνει επίδειξη δύναμης, βίας και βαρβαρότητας. Μετανάστες, κομμουνιστές, αριστεροί, αναρχικοί, απεργοί και κάθε είδους ‘’διαφορετικοί’’, θα είναι οι στόχοι τους όλο και περισσότερο και έχουμε ήδη δείγματα αρκετά ως τώρα. Τα κοινωνικά παντοπωλεία (που παρεμπιπτόντως θα χρηματοδοτούνται και από την κρατική κομματική χρηματοδότηση και από το βαθύ κράτος), μαζί με τις ‘’αιματολογικές εξετάσεις’’ τους, απλά θα συμπληρώνουν την εικόνα των βίαιων και άνανδρων επιθέσεων και των πογκρόμ σε βάρος ανυπεράσπιστων ανθρώπων, πολλούς από τους οποίους το κράτος έχει καταστήσει παράνομους.
Το θέμα αυτό δεν μπορεί να προσπεραστεί στο όνομα του γενικού αγώνα για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και την αφαίρεση εδάφους από τους φασίστες. Χρειάζεται η αποφασιστική άμυνα, αλλά και δημοκρατική πρωτοβουλία, στηριγμένη στην κοινή δράση οργανώσεων της αριστεράς, συνδικάτων, μεταναστευτικών κοινοτήτων, ενώσεων ανέργων, κινήσεων νεολαίας, σε όλες τις γειτονιές και πόλεις.
Στο δρόμο του αντικαπιταλιστικού αγώνα, για να νικήσουμε το φασισμό
Ας συνοψίσουμε σχηματικά τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν. Παρουσιάστηκε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων.
Πρώτον, να πρωταγωνιστήσει η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική αριστερά στον κοινωνικό αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική κρίση, τα μνημόνια της ΕΕ, τον δεσποτισμό του κεφαλαίου, οργανώνοντας τη δράση, την αλληλεγγύη, τις διεκδικήσεις των εργαζομένων (ελλήνων και μεταναστών), των ανέργων, των φτωχών.
Δεύτερο, άνοιγμα του ιδεολογικού μετώπου απέναντι στο φασισμό, με πολυποίκιλες πρωτοβουλίες, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της βαθύτερης αντικαπιταλιστικής κριτικής και την προβολή μιας σύγχρονα θεμελιωμένης κομμουνιστικής διεθνιστικής προοπτικής.
Τρίτο, θαρραλέες αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, που θα τσακίζουν κάθε απόπειρα των φασιστών να συγκροτούνται στη βάση της βίας και της δύναμης, με την ανοχή ή και τη στήριξη των μηχανισμών καταστολής.
Κατά τη γνώμη μας, ο συνδυασμός αυτών των προσπαθειών, σε σύνδεση πάντα με την ευρύτερη στόχευση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για οργάνωση και πάλη του κόσμου για ανατροπή της χούντας των μνημονίων, της ΕΕ και του κεφαλαίου θα μας επιτρέψει να θέσουμε τον στόχο: Να νικήσουμε το φασισμό, πριν αυτός στερεωθεί οργανωτικά και πολιτικά! Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε καμία σημαντική ως τώρα συμβολή, θεωρούμε πως αυτός ο στόχος ανταποκρίνεται καλύτερα στα καθήκοντα της στιγμής, από μια δράση με συνθήματα του τύπου ‘’να διώξουμε τους φασίστες από κάθε δρόμο, γειτονιά, σχολείο και χώρο δουλειάς’’. Ο φασισμός αποτελεί κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο. Να τον αντιπαλέψουμε ως τέτοιο. Να κερδίσουμε τους εργαζόμενους, τους άνεργους και τους νέους. Στη γειτονιά, στο δρόμο, στο χώρο δουλειάς, στο σχολείο. Δρώντας και διαδηλώνοντας ακριβώς εκεί, ενάντια στην φτώχεια, την στέρηση, τον καπιταλισμό, την ΕΕ και τα νόθα παιδιά των αντιδραστικών ‘’απαντήσεων’’ τους στην κρίση τους.
Αφήστε μια απάντηση