TERRA INCOGNITA: Συνεπιβάτες στο συρμό των κυνηγημένων (Α΄)

Του Μάκη Γεωργιάδη

Μια μικρή ιστορία σε καλοκαιρινό φόντο, αλλά παντός καιρού, για την κατασταλτική βία, το ρατσισμό και το σύγχρονο κοινωνικό τέλμα.

Το καλοκαίρι προχώραγε ολοταχώς και μέστωνε τους καρπούς του. Πάνω στις ράγες, σε μια τροχιά καθορισμένη σαν την εναλλαγή των εποχών έτρεχε  και κάπου κάπου σφύριζε  το τρένο. Διασχίζοντας με γοργό ρυθμό την ύπαιθρο με προορισμό την Αθήνα. Έχει η νύχτα την ανεμελιά της. Είτε είσαι επιβάτης στο τρένο είτε κάτοικος της πρωτεύουσας. Οποιασδήποτε πολιτείας δηλαδή, μόνο που να στην Αθήνα μοιάζουν τα πράγματα να κινούνται σε άλλο ρυθμό. Τα μεγέθη επίσης. Τα μεγέθη είναι απλησίαστα. Οι αποστάσεις μεγάλες και οι ανοχές πολλαπλάσιες σε ότι κακό μπορεί να συμβαίνει. Πολλαπλάσιες και οι αντιδράσεις ασφαλώς, όμως συνήθως ούτε αυτές είναι επαρκείς. Τέλος πάντων, το θέμα μας δεν είναι η Αθήνα.  Είναι περισσότερο ένα σημείο αναφοράς και ένας προορισμός χιλιάδων ανθρώπων που αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, αναγκάζονται να θυσιάσουν κάτι από τον εαυτό τους. Να κρύψουν τα πραγματικά όνειρά τους, να καταπιούν τη γλώσσα τους, να ξεχάσουν προσωρινά ή και για πάντα την καταγωγή τους. Πολλούς τους βοηθάει η ανωνυμία. Το αχανές και του μεγέθους. Είμαστε ακόμη στην εποχή όπου δεν έχουν γκετοποιηθεί συνοικίες, δεν έχει διαβρωθεί ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού από το φασισμό, ι άστεγοι είναι ελάχιστοι. Στο λεξιλόγιο όμως έχουν μπει κάποιοι νέοι όροι : επιχείρηση σκούπα…

Η αμαξοστοιχία τρέχει αδιάκοπα πάνω στις ράγες. Τρέχει  προς τον τελικό προορισμό και στις ευθείες αναπτύσσει ταχύτητα. Ζέστη αρκετή, τα παράθυρα ανοιχτά. Ο απέραντος σκοτεινός ορίζοντας φωτίζεται μόνο από αστέρια και το φεγγάρι. Που και που στο βάθος ξεφυτρώνουν τα φώτα κάποιου χωριού ή κάποιου μικρού και απόμακρου οικισμού για να σβήσουν κι αυτά καθώς  το τρένο καταπίνει με ταχύτητα τις γραμμές. Σε έναν συρμό έμοιαζε να βρίσκεται και η χώρα. Είχε αφήσει πίσω το σταθμό του νεοφιλελευθερισμού της διακυβέρνησης Μητσοτάκη και έτρεχε ολοταχώς προς τα νέα οράματα του εκσυγχρονισμού και της «ισχυρής Ελλάδας». Βεβαίως όλα αυτά είναι κάπως σχηματικά, καθώς οι νέες Χίμαιρες ήταν οργανικά συνδεμένες  με ότι πιο άγριο, βάναυσο και καθυστερημένο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα  τους τελευταίους δύο αιώνες. Συνέπεσε και η εποχή της κατάρρευσης των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και έτσι σιγά σιγά  μετατράπηκε ο ίδιος ο άνθρωπος σε εμπόρευμα. Όχι απλώς οι ανάγκες του. Μια εποχή αγριανθρωπισμού και μίσους σχηματοποιούταν πια εντός των κατά τα λεγόμενα πολιτισμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μορφοποιούταν σαν ένα μεγάλο και αβυσσαλέο τέλμα  αλλοτρίωσης, κυνηγιού του κέρδους με κάθε τρόπο και κόστος αλλά και διωγμού του διαφορετικού. Καταστάσεις που ασφαλώς δεν ήταν πρωτόγνωρες, αλλά έκρυβαν μια διαφορετική ένταση και ποιότητα. Είναι πολλά, πάρα πολλά αυτά που μπορεί να θυμηθεί και να πει κανείς, αλλά όσο επεκτείνεσαι τόσο ξεμακραίνεις από το στόχο. Οπότε επιστρέφουμε ξανά σε ένα βαγόνι. Σε κάποιο βαγόνι νυχτερινής αμαξοστοιχίας που ταξιδεύει για Αθήνα. Η νύχτα προχωράει.  Κουρασμένα κορμιά έχουν γείρει στο πλάι αναζητώντας λίγο ύπνο. Άλλοι πάλι διαβάζουν ακόμη συνήθως υπό χαμηλωμένα φώτα, ένα βιβλίο ή κάποια εφημερίδα. Χαμηλόφωνες συνομιλίες και στους διαδρόμους και στα παράθυρα κάποιοι κάνουν τσιγάρο. Η αύρα της νύχτας  ανακατεμένη με τη μυρωδιά του χώματος ή σε άλλες περιπτώσεις των λιπασμάτων ή της κοπριάς εισέρχεται με ορμή από τα ανοιχτά παράθυρα. Τα φρένα στριγγλίζουν ανακόπτοντας την ταχύτητα του τρένου καθώς  ετοιμάζεται να σταματήσει. Μόνο που η στάση αυτή δεν θα είναι σε έναν κανονικό, καταγραμμένο σταθμό…

Αντιθέτως η πόλη ποτέ δεν κοιμάται τη νύχτα. Τουλάχιστον όχι εξ ολοκλήρου. Δεν μιλάμε απλώς για τη διασκέδαση. Σε κάποιες γωνιές στήνεται ένα άλλο είδος διασκέδασης και εκπαίδευσης των δυνάμεων καταστολής. Η πλατεία Ομονοίας περιστοιχισμένη από κλούβες της αστυνομίας. Στην οδό Αθηνάς από το δημαρχείο μέχρι τη συμβολή με την πλατεία δεκάδες κρανοφόροι των ειδικών δυνάμεων καταστολής, απλοί ένστολοι αστυνομικοί, ασφαλίτες με πολιτικά. Το νέο φρούτο λέγεται «επιχείρηση σκούπα» και τα κανάλια μεταδίδουν απ΄ ευθείας εικόνες από τα σημεία της δράσης. Μπροστά στις κάμερες τα πράγματα είναι κάπως κόσμια. Οι αξιωματικοί συγκρατούν τους θερμοκέφαλους. Μερικές βρισιές, μερικές σπρωξιές, χειροπέδες και φόρτωμα στην κλούβα. Στόχος: οι «λαθραίοι». Άνθρωποι χωρίς χαρτιά, μετανάστες, ανάμεσά τους μικροαπατεώνες και λωποδύτες, αλλά πάντα οι πιο αδύναμοι. Απελπισμένοι στην πατρίδα τους, κυνηγημένοι σε ξένο τόπο. Όταν ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός ξεκινάει από την παραδοχή ότι υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι τότε ο πολιτισμός της βίας γίνεται ο καταλύτης του κοινωνικού γίγνεσθαι.  Βεβαίως σε καμία εκμεταλλευτική κοινωνία  δεν ευημερεί η δικαιοσύνη. Το δίκαιο του ισχυρού είναι αυτό που επιβάλλεται. Τόσο διά της συναίνεσης όσο, και κυρίως, διά της βίας.  Διαμορφώνεται έτσι η κουλτούρα της βίας, αυτή που νομιμοποιεί την καταδυνάστευση του αδύναμου, του ανίσχυρου, του καταπιεσμένου. Η βία με την αντίθετη φορά ονομάζεται έτσι τρομοκρατία και η προάσπιση της αξιοπρέπειας μπορεί εύκολα να καταλήξει σε κάποιο αστυνομικό τμήμα ως αντίσταση κατά της αρχής. «Τα χαρτιά σου», είπε αγριεμένα ο αστυνομικός σε κάποιον φουκαρά που τον είχαν σύρει  σχεδόν σηκωτό μέχρι εκεί κάποιοι συνάδελφοί του. Το μέρος ήταν κάπως σκοτεινό και πιο απόμερο από το κυρίως θέατρο των επιχειρήσεων. Ο άνθρωπος κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά λίγο το γεγονός ότι δεν ήξερα καλά τη γλώσσα, λίγο ο φόβος κράτησαν το στόμα του κλειστό. Ο αστυνομικός επανέλαβε με πιο αγριεμένο και επιτακτικό ύφος «Τα  χαρτιά σου ρε» και  συνοδευτικά του έβρισε την πατρίδα και τη μάνα του. Ο  άνθρωπος έμεινε να κοιτάζει τρομαγμένος και με ένα βλέμμα που περιείχε την οργή και την παράκληση. Τρίτη προσταγή δεν υπήρξε παρά ένα δυνατό χαστούκι. Έπειτα ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που τον είχαν σύρει ως εκεί του έριξε μια δυνατή κλωτσιά από πίσω και τον σώριασε κάτω. Τότε αυτός άρχισε να φωνάζει και κάτι να λέει στη γλώσσα του. Βλαστήμιες , κατάρες και ικεσίες ανάμεικτες, την ώρα που μια ολόκληρη ομάδα ένστολων χτύπαγε και κλωτσούσε αλύπητα τον πεσμένο ανυπεράσπιστο μετανάστη. Ύστερα του έδεσαν τα χέρια πίσω  την πλάτη και του πέρασαν χειροπέδες. Τον σήκωσαν και σηκωτό τον έβαλαν στην κλούβα που περίμενε σταθμευμένη λίγα μέτρα πιο κάτω. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε δεκάδες φορές μέχρι το ξημέρωμα και ώσπου να γεμίσουν οι κλούβες. Προορισμός  τα κτίρια της ασφάλειας και κατόπιν η επαναπροώθηση. Τα ελληνο- αλβανικά σύνορα. Προς το παρόν οι ζωντανές μεταδόσεις των ‘επιχειρήσεων σκούπα’, αυξάνουν το «αίσθημα ασφαλείας» των πολιτών. Άλλωστε σε όλες τις ιστορικές περιόδους ήταν απαραίτητη μια απειλή.  Πάντα κάποιοι επιβουλεύονται τα αγαθά και την ασφάλεια  των γηγενών πληθυσμών. Καθ΄ όλα φιλήσυχων και  κατά τα άλλα φιλόξενων… Κάπως έτσι με μικρές δόσεις, διαβρωτικά και ύπουλα το δηλητήριο του ρατσισμού και οι τοξικές ουσίες του περιβόητου εκσυγχρονισμού φώλιασαν  κάτω από το φλοιό του δέντρου και άρχισαν να απομυζούν τους χυμούς. Όπως  οι πραγματικές ασθένειες και τα έντομα που προσβάλλουν  τα δέντρα. Η εξάπλωση  σταδιακά θα ξεράνει το ανυπεράσπιστο κλαρί.  Η διάγνωση δεν έχει κανένα νόημα αν δε συνοδευτεί από την κατάλληλη θεραπεία. Τα κύτταρα καταστρέφονται, οι ιστοί νεκρώνονται και το τέλος αποτελεί αδυσώπητη νομοτέλεια.. Στην αρχή τα συμπτώματα μπορεί και να μην είναι ορατά. Αλλά να που σταδιακά τα φύλλα ξεραίνονται και πέφτουν και ο φλοιός θρυμματίζεται απονεκρωμένος πια και ολόκληρα κομμάτια  αποκολλούνται  αφήνοντας τεράστιες ανοιχτές πληγές…

Το τρένο κόβει κι άλλο ταχύτητα.  Έχει αφήσει πίσω του την ατελείωτη ευθεία του θεσσαλικού κάμπου και ετοιμάζεται  να να σκαρφαλώσει στα πιο δύσβατα βουνά. Η ταχύτητα τώρα πια είναι αργή. Αραιά σφυρίγματα και το τρένο σταματά. Ορατός σταθμός δεν υπάρχει. Ούτε στο βάθος φαίνεται κάποιος οικισμός . Ερημιά και γύρω γύρω χωράφια. Μόνο ένας αγροτικός δρόμος διασχίζει κάθετα τις γραμμές και δεν υπάρχουν ούτε καν μπάρες που να σηματοδοτούν μια φυλασσόμενη διάβαση. Η νύχτα προχωράει ολοταχώς  και εμφανίζονται τώρα τα φώτα από περιπολικά, κλούβες και τζιπ της αστυνομίας. Όλη δύναμη είναι επικεντρωμένη σε ένα από τα κεντρικά βαγόνια. Οι πόρτες ανοίγουν και στο τρένο  μπαίνουν γρήγορα και κατά ομάδες  αστυνομικοί και ασφαλίτες οι οποίοι διασκορπίζονται σε  κατά μήκος  του συρμού. Η αναστάτωση και η ανησυχία έχουν αρχίσει και παίρνουν τη θέση  της ανέμελης ανάπαυσης ή της ρουτινιάρικης ταξιδιωτικής ραστώνης.  Φωνές δυνατές ακούγονται σχεδόν από κάθε άκρη και οι εισβολείς ανάβουν τα φώτα από κουπέ σε κουπέ εκεί που τα βλέπουν χαμηλωμένα. Η σκούπα έχει και άλλες, σκοτεινές, διαστάσεις…

(Συνεχίζεται. Η συνέχεια στο Β΄ μέρος)

Μάκης Γεωργιάδης

XXXI – VII – 2012

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *