Μια μικρή ιστορία σε καλοκαιρινό φόντο, αλλά παντός καιρού, για την κατασταλτική βία, το ρατσισμό και το σύγχρονο κοινωνικό τέλμα.
Το καλοκαίρι προχωρούσε και μέστωνε τους καρπούς του. Τα σπαρτά, τα χωράφια απαιτούσαν χέρια. Φτηνό δυναμικό, εύκαιρο για κάθε εργασία. Είναι βαρύς ο κάματος στην ύπαιθρο. Η ζωή σκληρή. Προχωρούσε αργά και η νύχτα προς το ξημέρωμα. Στο σημείο που είχε σταματήσει το τρένο είχε στηθεί ένα τεράστιο μπλόκο. Η τοποθεσία που είχε σταματήσει εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το μέσον του πουθενά. Τίποτα το εξαιρετικά χαρακτηριστικό. Όσο έπιανε το μάτι κι από τις δύο πλευρές απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ήταν ίσως το ιδανικότερο σημείο για τις διωκτικές αρχές να στήσουν το μπλόκο. Από το βάθος ωστόσο ακουγόταν ένα βουητό. Δεν καταλάβαινες εύκολα αν ήσουν κάπως πιο απόμακρα, στα τελευταία βαγόνια, αλλά ήταν ανθρώπινο το βουητό. Ένας νεαρός φοιτητής από το τελευταίο βαγόνι σηκώθηκε και κρεμάστηκε από ένα παράθυρο στο διάδρομο μήπως καταλάβει τι γίνεται. Εκείνη την ώρα οι εισβολείς είχαν μπει σε όλα τα βαγόνια και με γρήγορες και νευρικές κινήσεις σήκωναν ακόμη και με τη βία όποιον θεωρούσαν ύποπτο. Φωνές και βρισιές σχεδόν από παντού. Σε όποιο θάλαμο έμπαιναν άναβαν τα φώτα και κοιτούσαν προσεκτικά τις φυσιογνωμίες των επιβατών. «Τι ψάχνετε:» ρωτούσαν τις περισσότερες φορές με πραγματική απορία κάποιοι από τους επιβάτες. Οι ασφαλίτες και οι ένστολοι μικρή σημασία έδιναν σε τέτοιου είδους ερωτήσεις, αλλά οι απορίες λύνονταν όταν συνεχιζόταν η «έρευνα». «Τα χαρτιά σου ρε… Χαρτιά έχεις;» κραύγαζαν σχεδόν μόλις πλησίαζαν κάποιον που έμοιαζε με αλλοδαπός ή στο μεταξύ τον είχαν σταμπάρει να ψιθυρίζει κάτι σε άλλη γλώσσα. «Αλβανός είσαι ρε;» ακουγόταν μια βαριά έως και κοροϊδευτική φωνή κάθε φορά που ένα ζωντανό θήραμα έπεφτε στην «τσιμπίδα του νόμου».
Σκηνές βγαλμένες από την πλατεία Ομονοίας. Τα ίδια λόγια. Σχεδόν οι ίδιες βρισιές. Τα ίδια τρομαγμένα βλέμματα των κυνηγημένων που είχαν εγκλωβιστεί κι αυτοί σε ένα ταξίδι προς ένα άγνωστο αύριο που θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τη βαρβαρότητα. Όχι απλώς τη βαρβαρότητα της καταστολής, στο κάτω – κάτω οι μπάτσοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, τη ν ίδια συμπεριφορά έχουνε. Άλλος λίγο, άλλος πολύ υπηρετεί τα σχέδια των αφεντικών του, της εξουσίας που δυναστεύει τους πολλούς. Ήρθαν αντιμέτωποι και με τη βαρβαρότητα του πολιτισμού των εφησυχασμένων. Των αποζητούντων την ησυχία. Οι άνθρωποι ήταν, και μάλλον εξακολουθούν να είναι, υποταγμένοι στην τυραννική φύση της ησυχίας τους. Οι επιβάτες του τόνου σχεδόν στο σύνολο τους μετά το αρχικό ξάφνιασμα λούφαξαν και πάλι στη θέση τους. Κάποιοι ακόμη παραπέρα άρχισαν να δυσανασχετούν με την καθυστέρηση ου συνεπαγόταν η επιχείρηση «σκούπα». Πόσοι άραγε να αναρωτήθηκαν πως και μόνο ο όρος «σκούπα» είναι προσβλητικός για τον ίδιο τον πολιτισμό. Το όποιο σύγχρονο πολιτισμό τέλος πάντων κρύβει αυτή χώρα στη σύγχρονη καθημερινότητά της την ώρα που έχει ανάγει σε τρόπο και αξία ζωής το σκυλάδικο, τέσσερις ρόδες , πισίνες στα βόρεια προάστια με μια δόση από Παρθενώνα, γύψινες απομιμήσεις αγαλμάτων και μπόλικη προγονολατρεία… Σε ένα τέτοιο σκηνικό είναι απορίας άξιο πως κάποιοι αποδέχονται εύκολα για τον άλλο, τον άλλο άνθρωπο, το ρόλο του «σκουπιδιού» που είναι έτοιμο να το σαρώσει η «σκούπα» της αστυνομίας. Στο βάθος μπορεί να δίνει μια εξήγηση σε πρώτο επίπεδο η φράση του Θουκυδίδη που υπενθύμιζε ο Κορνήλιος Καστοριάδης : «οι άνθρωποι θα ζήσουν ή ήσυχοι ή ελεύθεροι. Ελευθερία και ησυχία δεν συμβαδίζουν»,. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι άνθρωποι έχουν επιλέξει την ησυχία τους. Η ελευθερία έχει κόστος. Τα σκεφτόταν όλα αυτά ο φίλος μας ο φοιτητής την ώρα που επέστρεφε στο κάθισμα του. Ήξερε ή μάλλον καταλάβαινε πως το ρίσκο αυτό και το κόστος της ελευθερίας το αντιλαμβάνεσαι και είναι πολύ πιο πιθανό να το πάρεις εάν είσαι κυνηγημένος. Στο διπλανό κάθισμα καθόταν ένας νεαρός ξένος. Αλβανός, από αυτούς που έψαχναν, ενός. Κατατρεγμένος και ανέστιος. Τους με ευκολία ονομαζόμενους «λαθραίους». Και αυτά δεν έχουν ούτε χρώμα ούτε ξεχωρίζουν φυλή ή εθνική καταγωγή. Η ανησυχία ήταν φανερό πως έπαιζε στα μάτια του. Του μίλησε. «Ξέρεις καθόλου ελληνικά;», τον ρώτησε…. …
Η επιχείρηση είχε οργανωθεί και προετοιμαστεί καλά. Καθώς φαίνεται με κάθε λεπτομέρεια και στο ¨κόλπο» ήταν προφανές πως συμμετείχε και το πλήρωμα της αμαξοστοιχίας. Ελεγκτές του τρένου μαζί με αστυνομικούς είχαν πιάσει τις δεξιές πόρτες αποβίβασης προκειμένου να μην μπορεί κανένας φουκαράς να αποπειραθεί να αποδράσει μέσα στα χωράφια. Κατά έναν τρόπο έλεγχαν και τα παράθυρα των διαδρόμων, αν και κανένας δεν έκανε κίνηση να ξεφύγει. Ίσως από αιφνιδιασμό, ίσως από ένστικτο ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά και αν τον έπιαναν ίσως τα πράγματα να ήταν χειρότερα. Από την αριστερή πλευρά τα πράγματα ήταν ελεγχόμενα από την αστυνομία και από όσους ένστολους είχαν ακροβολιστεί περιφερικά των επιβατηγών βαγονιών καθώς στην ουρά το τρένο έσερνε και κάποια εμπορικά φορτωμένα με αποσκευές και εμπορεύματα. Όπως είχε σταματήσει ο συρμός περίπου τα μισά βαγόνια ήταν μπροστά από το μικρό επαρχιακό δρόμο. Τα άλλα μισά ακολουθούσαν και ο δρόμος ήταν σα να είχε κόψει το τρένο στα δύο. Στο σημείο που ο δρόμος διέσχιζε τις γραμμές έγιναν ουσιαστικά και οι δύο έξοδοι από όπου κατέβαζαν τη λεία τους οι διωκτικές αρχές. Σπρωξιές, χαστούκια, κλωτσιές. Βαναυσότητα και ξυλοδαρμοί σε όλους σχεδόν τους μετανάστες που τους κατέβαζαν σηκωτούς. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω οι κλούβες, τα αστυνομικά τζιπ και τα συμβατικά περιπολικά. Τα τελευταία τοποθετημένα κάθετα προς τη φορά του τρένου με τους προβολείς αναμμένους να σκοπεύουν κατευθείαν το «χώρο αποβίβασης». Το τρομακτικότερο όλων ωστόσο ήταν το συγκεντρωμένο πλήθος. Μια οχλοβοή που ώρες ώρες ήταν διαπεραστική και τόσο απόκοσμη σε όλο το σκηνικό μιας τρομερής αντίθεσης που δημιουργούσε το απόλυτο σκοτάδι της υπαίθρου και οι εκτυφλωτικοί προβολείς των οχημάτων.
«Μην τους δείξεις ότι τρομάζεις», είπε χαμηλόφωνα ο νεαρός φοιτητής στον συνομήλικο του αλβανό μετανάστη, καθώς οι αστυνομικοί πλησίαζαν απειλητικά στο δικό τους κουπέ. Για καλή τους τύχη το κουπέ ήταν γεμάτο και οι υπόλοιποι συνεπιβάτες είχαν τις δικές τους συζητήσεις όλη αυτήν την ώρα που διαρκούσε η επιχείρηση. Ο φοιτητής ξεκίνησε να αναλύει τις δυσκολίες των μαθημάτων και τα θέματα της εξεταστικής που μόλις είχε τελειώσει. Ο άλλος έγνεφε καταφατικά και ρωτούσε για τα σκονάκια και τις καλύτερες μεθόδους αντιγραφής. Έστω κι αν από ότι φαινόταν δεν είχε καμία σχέση με το αντικείμενο της φυσικής και του ηλεκτρισμού. Η μέθοδος αυτή ωστόσο φάνηκε να πετυχαίνει. Παρά τα εξονυχιστικά και απειλητικά βλέμματα των αστυνομικών, η καταιγίδα φάνηκε να περνάει. Κανένας δεν τους ρώτησε κάτι ώστε να τους φέρει σε δύσκολη θέση, ειδικότερα αν θα έψαχναν για χαρτιά. Βεβαίως ο νεαρός φοιτητής σε αυτό το ενδεχόμενο είχε σκεφτεί στα σοβαρά να κάνει τσαμπουκά. Έστω κι αν ήξερε ότι θα το έπαιζε κορώνα γράμματα με μια μεγάλη πιθανότητα να έχει μπλεξίματα. Οι αστυνομικοί αποχώρησαν και συνέχισαν πιο κάτω. Σε λίγο θα ξαναπέρναγαν μαζί με μερικούς ακόμη από την πίσω πλευρά του βαγονιού και στη μέση θα είχαν τρεις – τέσσερις άτυχους μετανάστες οι οποίοι βάδιζαν σαν πρόβατα επί σφαγή. Ο νεαρός μετανάστης έκανε μια κίνηση με τα χέρια και κάτι πήγε να πει για να ευχαριστήσει τον φοιτητή, αλλά εκείνος με μια γρήγορη κίνηση του έπιασε με το ένα χέρι και τα δύο δικά του και με το δείχτη του χεριού του του έκανε χαρακτηριστική κίνηση να σωπάσει ακουμπώντας το δάχτυλο στα χείλη του. Ύστερα του έκανε νεύμα να φύγει από την πλευρά του παραθύρου όπου καθόταν και να κάτσει στη θέση του ακριβώς δίπλα. Αυτός έκανε την ανάποδη κίνηση και κρεμάστηκε έξω από το παράθυρο κι άρχισε να παρατηρεί. Όσο μπορούσε να δει το σκηνικό θύμιζε αμερικανικό Νότο την εποχή της Κου Κλούξ Κλάν. Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί είχε ακροβολιστεί και από τις δύο μεριές του δρόμου. Κρατούσαν φτυάρια, αξίνες, τσάπες και όποιο άλλο εργαλείο είχαν πρόχειρο. Κάποιοι είχαν καλάμια ή αυτοσχέδια ρόπαλα. Με τα στειλιάρια των εργαλείων ως αυτοσχέδια ρόπαλα και με ότι είχαν πρόχειρο κάποιοι από τους συγκεντρωμένους ράβδιζαν τους άτυχους μετανάστες τους οποίους οι ασφαλίτες οδηγούσαν συντεταγμένα προς τις κλούβες. Με το φως κόντρα και τους προβολείς να τους τυφλώνουν κανείς σχεδόν δεν καταλάβαινε από πού έρχονταν τα χτυπήματα. Αριστερά, δεξιά ή από πίσω καθώς και οι ασφαλίτες είχαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να χτυπήσουν κι αυτοί στο ψαχνό. Αν κάποιος φουκαράς τύχαινε να παραπατήσει και να πέσει κάτω ένα πολύβουο μελίσσι έπεφτε επάνω του και άφηνε αμέτρητα κεντριά. Κάπως έτσι μπορούσαν να παρουσιαστούν τα χτυπήματα. Η βαρβαρότητα ενός αυτοδικούντος όχλου άγγιζε απώτατα όρια. Βλαστήμιες, κατάρες και φτυσίματα ήταν ίσως το λιγότερο σε σχέση με τη χειροδικία. Τόσο που να είναι σίγουρο πως οι άνθρωποι αυτοί στον παροξυσμό τους ήταν ικανοί να κομματιάσουν άλλους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αμυνθούν. Μα τέτοια τύχη δεν αρμόζει ούτε στους χειρότερους εγκληματίες κι αυτοί το έγκλημα που είχαν διαπράξει ήταν να αναζητούν ένα μεροκάματο. Ένα καλύτερο αύριο γι αυτούς και τα παιδιά τους. Το γεγονός ότι κάποιοι δεν είχαν χαρτιά δεν τους καθιστούσε λιγότερο ανθρώπους…
Η μηχανή που ήταν σβηστή ξαναπήρε μπροστά. Το τρένο σύριε δυο – τρείς φορές και άρχισε να κυλάει ξανά σιγά σιγά στις ράγες. Άρχισε κιόλας να ξεμακραίνει από εκείνον τον τόπο που είχε γίνει θέατρο μιας απάνθρωπης παράστασης. Μπορεί η σιωπηρή ανοχή να είναι πράξη συνενοχής σε ρατσιστικές κτηνωδίες, αλλά η έμπρακτη συμμετοχή και μάλιστα με βιαιότητα αγγίζει τα όρια του αγριανθρωπισμού. Τέτοιες ειδήσεις μάλιστα δεν πέρναγαν ούτε καν στα ψιλά των εφημερίδων. Τα κάθε λογής «έγκυρα» μικρόφωνα δεν είχαν χώρο και χρόνο για να αναδείξουν αυτές τις πτυχές της πραγματικότητας. Καθώς φαίνεται ούτε και σήμερα έχουν. Μοιάζει απίστευτο πόση παραποίηση σε κάθε έννοια μπορεί να προσφέρει κάθε κυβέρνηση αυτού του τόπου και ειδικότερα η σημερινή. Έτσι ονομάστηκε «Ξένιος Ζεύς» ένα ατελείωτο ρατσιστικό πογκρόμ εναντίον μεταναστών σε Αθήνα και Έβρο. Αυτοί τη φορά ο στόχος ‘ήταν ακόμη πιο εύκολο να εντοπιστεί γιατί ξεχώριζε από το χρώμα του δέρματος. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο που ο όρος «επιχείρηση σκούπα» δεν ενοχλεί παρά ελάχιστους. Με τα χρόνια το Κεραμίδι, η Νέα Μηχανιώνα ή η Μανωλάδα ξεχάστηκαν ή στη καλύτερη περίπτωση έγιναν «μεμονωμένα περιστατικά». Όπως οι «τυχαίες» εκπυρσοκροτήσεις δεκάδων περιστρόφων ανδρών της αστυνομίας, για τις οποίες καμία ΕΔΕ, ποτέ, δεν απέδωσε τις πρέπουσες ευθύνες και κυρώσεις. «μεμονωμένα περιστατικά»… Ένας κατασταλτικός και ιδεολογικός μηχανισμός που έχει επιμελώς φροντίσει να υποκρύπτει πίσω από τέτοιες έννοιες και κατασκευές την προαγωγή της καταπάτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Φροντίζει να «κουκουλώνει» πίσω από «γραφικούς» δημάρχους και ξαναμμένους ακραίους εθνικόφρονες αυτήν την τρομερή υπόγεια σαπίλα της τρομακτικής αυτής δύναμης που λέγεται «σιωπηρή πλειοψηφία». Φροντίζει να κολακεύει μιλώντας για υψηλά εθνικά ιδανικά την ίδια ΄ώρα που εκμαυλίζει και αποκτηνώνει ρίχνοντας σάρκες και αίμα στην τηλεοπτική αρένα προκειμένου να εμπεδωθεί το «αίσθημα ασφαλείας». Έτσι ο εκφασισμός προχωράει μολύνοντας σαν τη γάγγραινα ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του σώματος της κοινωνίας. Με ουσιαστικό στόχο οι φτωχοί, οι πλέον καταπιεσμένοι να κυνηγούν και να βλέπουν σαν εχθρό τον φτωχότερο, τον απόκληρο, τον ανέστιο αφήνοντας στο απυρόβλητο την ολιγαρχία που εξακολουθεί να πλουτίζει μεγεθύνοντας τις ανισότητες και αυξάνοντας την καταστολή…
Το τρένο είχε πια ξεκινήσει για τα καλά. Ο φοιτητής βγήκε στο παράθυρο και άναψε τσιγάρο. Πρόσφερε ένα και στον μετανάστη που τον ακολούθησε για να του σφίξει επιτέλους τα χέρια και να τον ευχαριστήσει. «Δεν έκανα τίποτα σπουδαίο» είπε ο φοιτητής και ρώτησε παράλληλα «εσύ, το ίδιο δε θα έκανες στη θέση μου»; Αντί για απάντηση ένας λυγμός ξέφυγε από τα σφιγμένα χείλη του μετανάστη και τα μάτια του βούρκωσαν. Ύστερα με μια ορμή ασυνήθιστη έπεσε στην αγκαλιά του νεαρού φοιτητή και στάθηκαν έτσι για κάμποση ώρα αγκαλιασμένοι σαν αδέρφια. «Ναι, ναι το ίδιο θα έκανα» είπε ο μετανάστης επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση πολλές φορές σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα μάτια του. Ύστερα μέχρι να φύσουν στην Αθήνα έπιασαν την κουβέντα και μίλησαν για πολλά. Είχε σταθεί τυχερός. Η ανθρωπιά δεν είχε πεθάνει. Όμως η περιπλάνηση στη μεγαλούπολη μόλις άρχιζε καθώς πρώτη φορά κατέβαινε στην Αθήνα μετά από χρόνια δουλειάς στα χωράφια. Ίσως την επόμενη φορά να μην στεκόταν τόσο τυχερός σκέφτηκε από μόνος του την ώρα που αποχαιρετούσε τον άγνωστο φίλο του τρένου. Ίσως πάλι όμως μέχρι την επόμενη φορά να έχουν αυξηθεί και οι άνθρωποι, ξανασκέφτηκε. Έτσι αναθάρρησε και πήρε τη βαλίτσα του και το δρόμο για τον προορισμό του…
Μάκης Γεωργιάδης
V – VIII – 2012
Αφήστε μια απάντηση