Χτες δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία της ΕλΣτατ για την εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) τον Ιούλη του 2012. Το συμπέρασμα που βγάζει κανείς μελετώντας την πορεία του ΔΤΚ είναι πως η περιβόητη «εσωτερική υποτίμηση» αφορά μόνο τους εργατικούς μισθούς και όχι τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες που πουλάνε οι καπιταλιστές στους εργαζόμενους. Ο ΔΤΚ εξακολουθεί να αυξάνεται. Αυξάνεται μεν με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με την περσινή χρονιά, όμως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι εξακολουθεί να αυξάνεται.
Τον Ιούλη του 2012 η αύξηση του ΔΤΚ, σε σχέση με τον Ιούλη του 2011, ήταν 1,3% (πριν ένα χρόνο η αντίστοιχη σύγκριση έδειχνε αύξηση 2,4%). Σε δωδεκάμηνη βάση, ο ΔΤΚ «έτρεχε» με μέσο ρυθμό 2,1% (έναντι 4,4% που «έτρεχε» το αμέσως προηγούμενο δωδεκάμηνο). Οπως βλέπουμε, έχουμε μεν σχετική αποκλιμάκωση (η οποία είναι αποτέλεσμα της δραματικής πτώσης των λιανικών πωλήσεων, λόγω της φτώχειας που σαρώνει τα εργατικά νοικοκυριά), σε καμιά περίπτωση όμως ο ΔΤΚ δεν έχει περάσει σε αρνητικό ρυθμό. Δηλαδή, οι τιμές δεν πέφτουν, αλλά αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό.
Αρκεί μια σύγκριση της πτώσης των εργατικών εισοδημάτων με την αυξητική κίνηση του ΔΤΚ, για να μας αποκαλύψει ολόκληρη την ουσία της διαχείρισης της κρίσης με βασικό εργαλείο την «κινεζοποίηση» των εργαζόμενων. Η καπιταλιστική «ύφεση» πλήττει την Ελλάδα για πέμπτη συνεχή χρονιά και αναμένεται φέτος να ξεπεράσει το 7%. Αυτό είναι αποτέλεσμα της δραματικής μείωσης των εργατικών εισοδημάτων. Απολύσεις, εκ περιτροπής εργασία, μισές θέσεις εργασίας και χτύπημα των μισθών σε ποσοστά που κινούνται μεταξύ 10% και 20% δημιούργησαν ασφυκτική κατάσταση στα εργατικά νοικοκυριά. Παράλληλα, το κράτος, με τα απανωτά χαράτσια, στραγγίζει το ισχνό διαθέσιμο εισόδημα, αφήνοντας ψίχουλα για να ζήσουν οι άνθρωποι της δουλειάς. Ετσι, τα νοικοκυριά αναγκάζονται να καταναλώνουν ολοένα και λιγότερα, με αποτέλεσμα κάθε μήνα να σημειώνει πτώση ο Δείκτης Λιανικών Πωλήσεων της ΕλΣτατ.
Οι τιμές, όμως, κάθε άλλο παρά πέφτουν. Εξακολουθούν ν’ αυξάνονται με μόνη τη διαφορά ότι ο ρυθμός αύξησης γίνεται μικρότερος. Αυτό συμβαίνει επειδή η αγορά ελέγχεται μονοπωλιακά. Και βέβαια, κανένας από εκείνους που καθορίζουν την οικονομική πολιτική, κυβερνήσεις ή τρόικα, δεν έθεσε ζήτημα ελέγχου και των τιμών, ώστε να γίνει πράξη η περιβόητη «εσωτερική υποτίμηση» που διαφημίζουν εδώ και πάνω από δυο χρόνια. Η καπιταλιστική «αγορά» είναι σαν τις ιερές αγελάδες των ινδουϊστών: απαγορεύεται να την αγγίξεις. Αγγίζεις, με βάρβαρο τρόπο μάλιστα, μόνο εκείνο το στοιχείο της «αγοράς» που διαμορφώνει τους όρους εκμετάλλευσης: την τιμή της εργατικής δύναμης. Αυτή, πλέον, είναι κρατικά καθορισμένη. Δεν περιμένουν καν να τη διαμορφώσει η ίδια η «αγορά», μέσω των εκβιασμών που ασκούν οι καπιταλιστές στους εργάτες. Παρεμβαίνει το κράτος και διαμορφώνει τους όρους με νόμους. Δεν χρειάζεται ν’ απαριθμήσουμε τους νόμους που έχουν ψηφιστεί τα τελευταία δυόμισι χρόνια για να χτυπήσουν μισθούς, μεροκάματα και εργασιακές σχέσεις και να κάνουν τον εργάτη πιο φτηνό για το κεφάλαιο.
Εχουμε, δηλαδή, το εξής φαινόμενο: το κράτος παρεμβαίνει χρησιμοποιώντας το μονοπώλιο της βίας που διαθέτει (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία) και καθορίζει το ύψος των μισθών και τις εργασιακές σχέσεις. Για να το διατυπώσουμε ακριβέστερα, καθορίζει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Δηλαδή, σπρώχνει στα τάρταρα το κομμάτι που παίρνει ο εργάτης και στα ύψη το κομμάτι που παίρνει ο καπιταλιστής από μια δεδομένη παραγωγική διαδικασία. Δεν καθορίζει, όμως, νομοθετικά και την τιμή που θα πουληθούν τα εμπορεύματα. Σ’ αυτόν τον τομέα δεν παρεμβαίνει καθόλου. Αφήνει την «αγορά» να λειτουργεί «ελεύθερα», δηλαδή ασύδοτα. Ο εργάτης, όμως, ανταλλάσσει τον μισθό του με μέσα συντήρησης. Ετσι, πλέον είναι αναγκασμένος με ένα σημαντικά χαμηλότερο εισόδημα να αγοράζει μέσα συντήρησης που γίνονται ολοένα και πιο ακριβά. Υφίσταται, δηλαδή, διπλή εκμετάλλευση. Μία ως εργαζόμενος (πληρώνεται λιγότερο) και μία ως καταναλωτής (αναγκαστικά υποκαταναλώνει και συχνά υποσιτίζεται).
Οταν η προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης οδηγήθηκε στο Μνημόνιο-1, η «Κόντρα» ήταν η μόνη που πολέμησε τη θεωρία της «κρίσης χρέους». Ηταν εκείνη που εισήγαγε τον όρο «κινεζοποίηση», επιμένοντας ότι το χρέος είναι το μέσο και όχι ο σκοπός. Σκοπός είναι η «κινεζοποίηση» των εργαζόμενων και το δημόσιο χρέος ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Οποια πλευρά των οικονομικών εξελίξεων και να αναλύσει κανείς (όπως εν προκειμένω κάναμε με την εξέλιξη του ΔΤΚ), σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγείται.
Αφήστε μια απάντηση