“Γιατί υποστηρίζουμε τον Γιάννη Δημητράκη”

Ο Γ. Δημητράκης συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2θθ6, μετά τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας της οδού Σόλωνος στην Αθήνα, βαριά τραυματισμένος από ανταλλαγή πυρών, στην οποία δεν συμμετείχε, νοσηλεύτηκε επί μακρόν και στη συνέχεια προφυλακίστηκε, για να δικαστεί ενάμιση χρόνο αργότερα και, αφού απηλλάγη από την πλειονότητα των κατηγοριών που του αποδίδονταν, να καταδικαστεί σε 25ετή κάθειρξη.

Η δίκη

Ο 30χρονος σήμερα αναρχικός εξήγησε με σαφήνεια και ευθύτητα τα κίνητρα του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και τον βαθμό της εμπλοκής του στη συγκεκριμένη ληστεία, συνεπικουρούμενος από τους συνηγόρους του και πολλούς μάρτυρες υπεράσπισης.

Ωστόσο οι εφέτες που τον δίκαζαν (ένορκοι δεν υπήρχαν, γιατί παραπέμφθηκε με τον νόμο
περί εγκληματικής οργάνωσης, τον διαβόητο «αντιτρομοκρατικό»), αν και υποχρεώθηκαν να τον απαλλάξουν για τον κορμό των κατηγοριών που συνέθεταν τη συμμετοχή του σε «εγκληματική οργάνωση» (άλλες ληστείες, ξέπλυμα μαύρου χρήματος κ.λπ.), με εμφανή κοινωνική προκατάληψη και αντίστοιχες δικονομικές ακροβασίες, του επέβαλαν τις μέγιστες ποινές στα αδικήματα για τα οποία τον καταδίκασαν, αποδίδοντάςτου μάλιστα και συμμετοχή σε απόπειρες ανθρωποκτονιών, ενώ όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν σαφώς απαλλακτικοί για αυτόν.

Τα κίνητρα

Ο Γιάννης Δημητράκηςεπέλεξε να συμμετάσχει στη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας εμφορούμενος, αφενός από την αντιεξουσιαστική κοσμαντίληψη της συνεχούς σύγκρουσης με το κράτος και τους μηχανισμούς του και αφετέρου από την αντίθεση στην καπιταλιστική αρπακτικότητα, στυγνότεροι εκφραστές της οποίας είναι οι τράπεζες.

Αυτά είναι που του διαμόρφωσαντη συνολική στάση ζωής του και παράλληλα του υπαγόρευσαν τη συγκεκριμένη βιωματική επιλογή της άρνησης της μισθωτής εργασίας και της πραγματοποίησης της ληστείας.

Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση, τη συμφωνία ή τη διαφωνία με τη στάση ζωής και τις επιλογές του Δημητράκη (και μεταξύ όσων υπογράφουμε αυτό το κείμενο υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τα προηγούμενα), οφείλουμε να διευκρινίσουμε ορισμένα ζητήματα.

Η συμμετοχή του φυλακισμένου αναρχικού στη ληστεία επ’ ουδενί στόχευε σε προσωπικό πλουτισμό, αν και κάλυπτε βιοτικά προβλήματα.
Η όλη διαδρομή του στο κίνημα, από την εφηβεία του ήδη, αποδεικνύει άνθρωπο λιτό και σεμνό, η δε αγωνιστική στάση του ως κρατουμένου πλέον στις φυλακές επικυρώνει την ανιδιοτέλεια και την ακεραιότητα που τον διακρίνουν.
Μάλλον, όμως, η πασίδηλη «μη ταπεινότητα των ελατηρίων» του ήταν αυτή που, αντί να αποτελέσει, ως είθισται, ελαφρυντικό γι’ αυτόν, ώθησε τους δικαστές στην επιβολή μιας παραδειγματικά σκληρής ποινής.

Για μία ακόμα φορά, η καταστολή της κοινωνικής απειθαρχίας και της προσβολής της ατομικής ιδιοκτησίας καθόρισε την απόφαση ενός δικαστηρίου ευτελίζοντας κάθε έννοια δικαιοσύνης και δικαίου.

Η ληστεία

Η ληστεία αυτή καθαυτή είναι σωστό να αντιμετωπίζεται ως στυγνό έγκλημα; Ούτως ή άλλως θεωρούμε τη σκλήρυνση των ποινών και τον μακρόχρονο εγκλεισμό στοιχεία βαρβαρότητας και όχι βεβαίως μέσα απονομής δικαιοσύνης, ωστόσο, στην περίπτωση των ληστειών, η ποινική αντιμετώπιση τους αποτελεί συνήθως πρότυπο παραδείγματικής τιμωρίας όσων δεν σέβονται την καπιταλιστική ιδιοκτησία, και ιδιαίτερα την Αγία Τράπεζα.

Τούτο είναι πολλαπλώς προκλητικό, εξοργιστικό και επικίνδυνο, γιατί οι τράπεζες αποτελούν τον ειδεχθέστερο εκμεταλλευτή των λαϊκών στρωμάτων, γιατί θρασύτεροι καταχραστές του δημόσιου πλούτου όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά στην ουσία κυβερνούν, γιατί ενώ ο πλούτος των «από πάνω» και η επίδειξη του αυξάνονται αλματωδώς, τα δικαστήρια είναι γεμάτα με μετανάστες, τοξικοεξαρτημένους και μικροπαραβάτες, γιατί γύρω από το ιδεολόγημα της «ασφάλειας» υφαίνεται ένα ολοκληρωτικό πλέγμα μη ανοχής στην αποκλίνουσα συμπεριφορά και στην ενοχλητική για το καθεστώς δράση, αλλά μοιρολατρικής αποδοχής της αδηφαγίας και της αυθαιρεσίας των αρχόντων.

Ας κατανοήσουμε, λοιπόν, ότι η απαξίωση και η παραδειγματική τιμωρία των ληστών συμβαδίζουν μετην αποχαλίνωση των πλουσίων, αλλά και την εντεινόμενη πεποίθηση σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα νεανικά, ότι «δεν τους χρωστάμε τίποτα, μας τα χρωστάνε όλα».

Η τρομολαγνεία

Την περίοδο της σύλληψης του Γιάννη Δημητράκη, με πρωταγωνιστή τα τηλεοπτικά Μ Μ Ε, δημιουργήθηκε ένα ασφυκτικό κλίμα με επίκέντρο του ς «ληστές με τα μαύρα», δηλαδή τους φερόμενους ως συνεργάτες του Δημητράκη στη ληστεία της Εθνικής και, κατά τις διωκτικές αρχές, δράστες και προηγούμενων ληστειών.

Μάλιστα, η αστυνομία άσκησε δίωξη κατά των Σίμου και Μάριου Σεϊσίδη και Γρηγόρη Τσιρώνη ως μελών της “συμμορίας με τα μαύρα”, τους οποίους πρόσφατα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης επικήρυξε έναντι 6οο.οοο ευρώ, αποδεικνύοντας ότι είναι το πλέον εύρωστο οικονομικά υπουργείο, με ασθενέστερα βεβαίως τα Παιδείας, Υγείας και Πολιτισμού…

Αν και στη συνέχεια δεν προέκυψε οτιδήποτε που να συνηγορεί στην ύπαρξη των «ληστών με τα μαύρα», ενώ στη δίκη του Δημητράκη κατέρρευσε η διωκτική εκδοχή περί εγκληματικής οργάνωσης, το κλίμα που προαναφέρουμε, όλη αυτή η υστερία για «αναρχοτρομοκράτες ληστές», επικράτησε στη δίκη και σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την έκβαση της.
Πώς να το κάνουμε, άνθρωποι είναι και οι δικαστές, μπορεί η Δικαιοσύνη να είναι τυφλή, όμως οι ίδιοι βλέπουν, ακούνε και βεβαίως υπακούουν…

Το Εφετείο

Στις 9 Δεκεμβρίου ο Γιάννης Δημητράκης δικάζεται σε δεύτερο βαθμό. Κανονικά η ποινή του πρέπει να μειωθεί δραστικά καθώς οι εφέτες οφείλουν να τον απαλλάξουν από την έωλη κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονιών και βεβαίως να μειώσουντη βάση των ποινών σε όσα αδικήματα τον καταδικάσουν.
Όμως, στην εποχή της αντιτρομοκρατικής υστερίας, της κοινωνικής πειθάρχησης σε «φιλήσυχους πολίτες» και «βανδάλους» δεν υπάρχει κανονικό.

Ο Γιάννης Δημητράκης αξίζει και χρειάζεται την αλληλεγγύη μας. Για να αποδειχθεί ότι η κοινωνία δεν είναι έρημος που προελαύνουν οι λεγεώνες της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας.
Για να βγει το συντομότερο από τη φυλακή ένας άνθρωπος που είναι ταγμένος στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Για να μπει ένα, μικρό έστω, ανάχωμα στη σωφρονιστική βαρβαρότητα.
Γιατί είναι μεγαλύτερο έγκλημα, όπως λέει ο Μπρεχτ, να ιδρύεις μια τράπεζα από το να τη ληστεύεις…

Γιαννόπουλος Νίκος, Καλαϊτζίδης Γιώργος, Καλαϊτζίδου Μαρία, Λαζαράτου Τέση, Ξύδας Γιάννης, Παρίσης Μάκης, Πολίτης Τάκης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *