Δισέλιδο ρεπορτάζ για τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούν έχει η εφημερίδα “Πριν” που κυκλοφορεί.
Σ’ αυτό ξεχωρίζει η συνέντευξη που παραχώρησε στην συντάκτρια της εφημερίδας, Νατάσα Κεφαλληνού, η Κωνστανίνα Κούνεβα.
Την παραθέτουμε:
“Και τώρα στα δύσκολα. Τι ακριβώς έγινε τη νύχτα της 22ας Δεκέμβρη;
«Γύριζα από τη δουλειά. Στο δρόμο για το σπίτι μου είδα κάποιον σκυμμένο. Τον πλησίασα γιατί νόμιζα ότι κάτι του είχε συμβεί. Μέσα σε δευτερόλεπτα μου είχε ρίξει ένα υγρό που βρίσκονταν σε βάζο. Του φώναζα “γιατί μου το έκανες αυτό;”, “ποιος θα μεγαλώσει τώρα το παιδί μου;”, προσπάθησα να τον κυνηγήσω αλλά δεν τα κατάφερα».
Είναι η μόνη στιγμή που νιώθω ότι η Κωνσταντίνα δυσφορεί.
«Τι νομίζεις ότι προκάλεσε αυτή την επίθεση;».
«Η συνδικαλιστική μου δράση», απαντά ορθά κοφτά. Άλλωστε η αντιπαράθεση με την εργοδοσία είχε ενταθεί ξανά λίγες μέρες πριν, όταν η Κωνσταντινα αρνήθηκε να δεχθεί περικοπή στο δώρο Χριστουγέννων. Η Κωνσταντίνα θεωρεί ότι αυτοί που σχεδίασαν τη δολοφονική απόπειρα το έκαναν από φόβο, κι όταν τη ρωτώ αν θέλει να τιμωρηθούν οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί απαντά:
«Πρέπει να βρεθούν οι ένοχοι για να μην το ξανακάνουν. Για να μην ξαναζήσει κανείς αυτό που περνάω. Για να σταματήσει η αυτή η καθημερινή βία που ασκείται στους χώρους δουλειάς».
Όσο για την ολιγωρία της αστυνομίας, που ένα χρόνο μετά δεν έχει κάνει τίποτα για την αποκάλυψη των ενόχων, λέει πως είναι αναρμόδια να απαντήσει, και εκφράζει το σκεπτικισμό της για την επικήρυξη των δραστών από το υπουργείο Προστασίας.
«Γνωρίζεις για το πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης που ξέσπασε μετά την επίθεση που δέχθηκες;».
«Επειδή ήμουν στο νοσοκομείο δεν μπόρεσα να το δω όλο αυτό, όμως το ένιωθα από όσα μου έλεγαν».
Το κίνημα αλληλεγγύης για την Κωνσταντίνα και για την κατάργηση του δουλεμπορίου ήταν απότοκο της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Πιθανόν αν δεν βρίσκονταν στους δρόμους οι εξεγερμένοι, η υπόθεση να είχε θαφτεί. Οι ενορχηστρωτές του χτυπήματος σε αυτό ακριβώς πόνταραν, ότι κανείς δεν θα ασχολούνταν με μια βουλγάρα καθαρίστρια. Ομως δεν του βγήκε.
«Ο Δεκέμβρης ξύπνησε τον κόσμο, τον έβγαλε από το λήθαργο. Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι πρέπει να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να συμμετάσχουν. Το κίνημα αλληλεγγύης ήταν ένα καλό παράδειγμα. Αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο, και όλοι μαζί να αντεπιτιθόμαστε εναντίον των εργοδοτών.
Για να έχουμε αποτελέσματα σε αυτούς τους αγώνες πρέπει να συμμετάσχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν λίγες στην ΠΕΚΟΠ η εξέλιξη ήταν αργή. Όταν όμως πάνε πολλοί να υποστηρίξουν λίγους το αποτέλεσμα είναι αμεσότερο».
Ποιες πιστεύει όμως ότι πρέπει να είναι οι αιχμές ενός κινήματος που θα αντιπαρατεθεί με το σύγχρονο εργασιακό μεσαίωνα;
«Πρέπει να καταργηθούν οι εταιρείες υπενοικίασης. Δεν έχουμε ανάγκη από μεσάζοντες στη ζωή και τη δουλειά. Μηχανισμοί όπως το ΙΚΑ και η επιθεώρηση εργασίας πρέπει να συνδράμουν τους εργαζομένους και όχι τους εργοδότες. Και το σημαντικότερο να γραφτούν όλοι σε συνδικάτα, τα οποία με τη μαζικότητα τους θα επιβάλουν τα δικαιώματα των εργαζομένων».
Η Κωνσταντινα επισημαίνει ότι η ΠΕΚΟΠ έκανε και κάνει μεγάλη προσπάθεια για να οργανωθούν οι εργαζόμενοι στα σωματεία: «το ότι δεν είναι συνδικαλισμένοι οι εργάτες βοηθά να γίνονται οι παρανομίες των εργοδοτών».
Για τον αγώνα της ΠΕΚΟΠ λέει ότι ήταν πολύ δύσκολος, καθώς στον κλάδο δεν ήταν ρυθμισμένο τίποτα προς όφελος των εργαζομένων: «Σε μας έτυχε να κάνουμε τα πρώτα βήματα για να καλυτερέψουν οι συνθήκες εργασίας».
Όμως η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι υπάρχουν και πτυχές του συνδικαλισμού που δεν χαρακτηρίζονται από τόσο αγνές προθέσεις…
«Στην ΟΙΚΟΜΕΤ έφτιαξαν εργοδοτικό σωματείο που στη διοίκηση ήταν διευθυντές της εταιρείας και υπεύθυνοι έργου. Στόχος τους ήταν να πολεμήσουν την ΠΕΚΟΠ. Για να φανταστείς όταν επιδιώξαμε να κάνουμε έλεγχο στην εταιρεία, με εξουσιοδότηση μάλιστα του ΕΚΑ, τον μπλόκαραν υποστηρίζοντας ότι “εδώ έχουμε άλλο σωματείο”».
Το μέγεθος δε του ξεπουλήματος του σωματείου αυτού, αποδείχθηκε περίτρανα όταν ο εργοδότης κάλεσε την Κωνσταντινα να φύγει από την ΠΕΚΟΠ και να γραφτεί στο «σωματείο μας» ή όταν μέλη της διοίκησης του παρουσιάστηκαν στην επιθεώρηση εργασίας ως αντιπρόσωποι της εταιρείας!
Και για τον κυβερνητικό συνδικαλισμό τι έχει να πει; Της υπενθυμίζω ότι όταν έγινε η επίθεση σε εκείνη, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αρνήθηκαν να βάλουν έστω και μια στάση εργασίας, εμμένοντας σε ανθρωπιστικού τύπου ανακοινώνεις, αρνούμενες να θίξουν το ζήτημα του δουλεμπορίου.
Ακόμη και αυτή τη στιγμή, ενώ σωματεία πραγματοποιούν απεργία για τον προϋπολογισμό λιτότητας, η Συνομοσπονδία κάνει συμπολίτευση μαζί με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αρνούμενη να προκηρύξει ακόμη και την ετήσια απεργία-τουφεκιά στο αέρα, επισημαίνω.
«Πιστεύω ότι είναι λάθος να είναι ανακατεμένα τα κόμματα στο συνδικαλισμό. Όταν ο συνδικαλισμός ελέγχεται κομματικά, αλλάζει ο στόχος του και οδηγούμαστε να κάνουν τα συνδικάτα διάλογο με την κυβέρνηση. Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει να πάρουν οι εργαζόμενοι τα συνδικάτα στα χέρια τους».
Κλείνοντας, καθώς η Κωνσταντινα είναι εμφανώς κουρασμένη, ρωτάω αν θεωρεί ότι η επίθεση είχε ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
«Όχι. Απειλές και ανώνυμα τηλεφωνήματα δεχόντουσαν και άλλες, ελληνίδες συνδικαλίστριες της ΠΕΚΟΠ» αναφέρει.
Κι όμως το βιτριόλι έπεσε στη βουλγάρα Κούνεβα, στον πιο αδύναμο κρίκο… Είναι τυχαίο;
Τα λόγια για την Κωνσταντινα ίσως είναι περιττά. Σύγχρονο σύμβολο εργατικής ανυπακοής, αγώνα και αξιοπρέπειας. Στο πρόσωπο της θα καταγράφεται για πάντα ο πιο βάρβαρος και απάνθρωπος χαρακτήρας του συστήματος εκμετάλλευσης που ζούμε, και για αυτό είναι αναγκαιότητα να υπερβούμε.
Για να μην τολμήσουν να αγγίξουν άλλες Κωνσταντίνες. Το ταξικό εργατικό κίνημα οφείλει να μην ξεχάσει, οφείλει να είναι ξανά στο δρόμο για την Κωνσταντίνα και κάθε Κωνσταντίνα, για να καταργηθεί εδώ και τώρα το δουλεμπόριο, για να ανατραπεί ο καπιταλισμός”.
Αφήστε μια απάντηση