Ο Βάγγος

Τζιμάνι παιδί ο Βάγγος. Βλέπετε, είχε και οικογενειακές καταβολές. Χίτης και μαυραγορίτης ο γέρος του. Οσο για την μακαρίτισσα μάνα του, μπακιρογαμιόλα στα νιάτα της, τσατσά στην Φυλής στα στερνά.

Είχε και την φιλοσοφία του ο Βάγγος. Την σήμερον ημέραν έλεγε, δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα. Για μεροκάματο κι αφεντικό θα ψάχνουμε τώρα; Αφεντικά έχουν οι σκύλοι, άσε που οι περισσότεροι κυκλοφορούν αδέσποτοι.

Εξάλου, ο γέρος του φρόντισε να τον αποκαταστήσει. Τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει στο γκουβέρνο. Απ’ το «ευαγές ίδρυμα» της Μπουμπουλίνας, μέχρι την Μακρόννησο, είχε δώσει ρεσιτάλ. Του χρωστούσαν χάρη δηλαδή. Κι αυτός τι τους ζήτησε; Κάτι απλό. Να διορίσουν μπάτσο το καμάρι του. Ετσι και έγινε.

Όταν αποδήμησε ο γέρος εις Κύριον, ο Βάγκος βρέθηκε με πλάκα τα γαλόνια. Επ’ εδώ είμαστε, σκέφτηκε. Τρεις κι εξήντα παίρνουμε, αλλά αυτό είναι το βασικό. Εχουμε το επίδομα της λαχαναγοράς, τα τέλη απ’ τα νυχτομάγαζα, τη μίζα απ’ την μαύρη.

Οσο για ψυχαγωγία δεν είχε παράπονο. Ας είναι καλά οι διαδηλωτές, οι πελάτες του, όπως έλεγε. Αμόκ έπιανε τον Βάγγο αν έβλεπε διαδηλωτή. Ηδονιζόταν αν έσπαζε καμιά μούρη, αν τσαλαπατούσε σαν σκουλήκι κανέναν εργάτη. Σκέτη καύλα.
Ασε πια που όταν άκουγε ότι αυτός είναι το κράτος, ότι επιτελεί λειτούργημα και τα σχετικά, φούσκωνε σαν παγώνι από αυτοπεποίθηση.

Είχε ένα νταλγκά ο δικός σου. Λίτσα τον έλεγαν. Την κουτούπωνε στο αραιά και που, αυτή του μαγείρευε κανένα φαϊ, είχε και τα κυβικά της, ε σαν άντρας έκανε το κομμάτι του.

Είχε κι ένα πάθος. Αυτό ήταν αρσενικό και ζημιάρικο. Το μπαρμπουτάδικο του Σταύρακλα.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς και είχε γκίνια φοβερή. Ασσόδυο και ντόρτια τον είχαν ερωτευτεί.
Ρέντα ο Νώντας ο πρεζέμπορας, εύνοια ο Μήτσος ο τοκογλύφος μάδησαν τους υπόλοιπους. Πανί με πανί ο Βάγγος κάνει θαλασοδάνειο τρία εκατόευρα από τον Σταύρακλα.
Ιδια γεύση.

Ζοχαδιασμένος στα οχτώ μποφόρ, βάζει πλώρη για το τσαρντί του. Πρόστυχα ζάρια π’ αδικείτε τους μαστόρους, μονολογούσε.

Φτάνει στην βάση του, ερημιά. Την έχει πουλέψει η δικιά του. Ρίχνει κάτι χριστοπαναγίες, κι αράζει στον καναπέ.
Στρίβει το τρίφυλλό του, βάζει την τζιβάνα δαγκωμένη, τραβάει δυο βαθιές τζούρες να ξενερώσει. Το σαράκι της χασούρας τον έτρωγε. Πρέπει να ρεφάρω, συλλογάται.
Πώς όμως; Στεγνός από μπακίρια, καψωμένος απ’ την λαμογιά της Λίτσας δεν έβρισκε άκρη.

Το τσιγαριλίκι του λαμπικάρισε το μυαλό. Χλαπακιάζει δυο μπακλαβάδες για να παν τα ζαφείρια κάτω, παίρνει το σιδερικό του και ξεστρατίζει.
Θυμάται ότι σε μια ντουλάπα στην υπηρεσία του ήταν τα κατασχεμένα. Χρυσαφικά, βραχιόλια, τέτοια. Σαλτάρει προς τα κει, κάνει μια ανάληψη στη ζούλα, και ντουγρού στο κρεματόριο του Μανώλα.
Μια τρύπα δυο επί τρία, σ’ ένα στενό στην Ομόνοια. «ΕΝΕΧΥΡΑ-ΔΑΝΕΙΑ η εμπιστοσύνη» έλεγε η ταμπέλα του.

Μπουκάρει μέσα ο Βάγγος και σκάει το μυστικό στον μαγαζάτορα. Θέλω χίλια ευρώπουλα, του λέει, κράτα κι αυτά για ενέχυρο. Και του πασάρει την σακούλα με τα κατασχεμένα. Τα κιαλάρει ο εμπειρογνώμων, τα εκτιμά και καταλήγει: 500 ευρώπουλα η δούλεψη τους.
Στο κουβεντιαστό κατέληξαν στα 700.

Τα σταυρώνει, τα τσεπώνει ο Βάγγος και βουρ για του Σταύρακλα. Ξανακάθετε στη γύρα με τα ζάρια. Εκατό μπρος και πενήντα πίσω, μπαίνει βαρβάτα στο παιχνίδι. Του ‘κατσε καλή. Παίρνει λίγο πάνω του.
Ελα όμως που στην καψούρα τους ρίχνει «γεμάτο» ζάρι στο τραπέζι ο Νώντας. Τους ξαλαφρώνει κανονικά.

Μαδημένη κότα γυρνάει στο γιατάκι του. Την νύφη την πληρώνει το Λιτσάκι. Την κάνει με τα κρεμυδάκια για να ξεχαρμανιάσει.

Αγανακτισμένη η λάγια, πάει το πρωί και τα ξερνάει όλα στον αρχιμπάτσο για να τον εκδικηθεί.

Στη στενή τώρα πια ο Βάγγος το μελετάει. Θα κάνω μερικές μέρες δω μέσα διακοπές δαπάνες ελληνικού δημοσίου και μετά τα ξαναλέμε. Καθαρή την έβγαλαν οι συνάδελφοι μου που φάγαν τον Καλτεζά, τα τακίμια μου που σακάτεψαν τον φοιτητή στην Θεσσαλονίκη, λάδι βγήκαν οι συνάδελφοι μου που «καθάρισαν» τον αλλοδαπό στο Α.Τ της Νίκαιας. Εγώ γιατί να την πληρώσω;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *