ένα σχόλιο για τα χθεσινά γεγονότα – μέρος 2

Σε συνέχεια του προηγούμενου ποστ, αντιγράφω μια ακόμα φορά ένα ποστ από το radicaldesire, που θεωρώ ότι βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση:

“Οι ημέρες που έρχονται θα κυριαρχηθούν χωρίς αμφιβολία από το νοσηρό παιχνίδι της διαχείρισης της ενοχής για τον άδικο θάνατο από ασφυξία τριών ανθρώπων, υπαλλήλων, κατά τα φαινόμενα, στην Marfin Bank που έγινε στόχος επίθεσης με μολότωφ. Μία σειρά πολιτικών ή ιδεολογικών σχηματισμών θα μπουν στο παιχνίδι αυτό με στόχο να μειώσουν τις δικές τους απώλειες στο κοινωνικό “ίματζ” και να αυξήσουν, ταυτόχρονα, αυτές των άλλων. Θα αναζητηθούν “ηθικοί αυτουργοί” αναλόγως των ιδεολογικών προδιαθέσεων των κατηγόρων, θα απαιτηθεί η παραδειγματική τους τιμωρία, και κατόπιν, το θέμα θα κυλήσει στην αφάνεια, καθώς οι αμείλικτες συνθήκες της καθημερινής πραγματικότητας υπό το καθεστώς των νέων μέτρων θα πάρουν τη θέση του.

Στην πορεία όμως δεν κατέβηκε αυτός ή εκείνος ο κομματικός ή εξωκοινοβουλευτικός σχηματισμός: κατέβηκε ένα σημαντικό πληθυσμιακά κομμάτι της κοινωνίας της πρωτεύουσας. Τα όσα έγιναν –η ρίψη χημικών, ο πετροπόλεμος, οι καταστροφές, και οι θάνατοι– το αφορούν εν συνόλω, είτε ως θύμα, είτε ως παρατηρητή, είτε ως συνένοχο κατά την περίσταση.
Τι επιτάσσει η πολιτικά εμμενής ηθική αντί της γνωστής, αισχρής αναγωγής της πολιτικής σε κατά το δοκούν ηθικολογία;
Πρώτον, ανάληψη ενός κομματιού ευθύνης από όλους όσους τάσσουν τη μοίρα τους με την ριζοσπαστική αριστερά. Στο μέτρο που μας αναλογεί, δηλαδή στο μέτρο που η βίαια οργή που εκφράστηκε σήμερα με ανθρωποκτονικές συνέπειες είναι και δική μας οργή. Δεν ωφελεί κανέναν και σε τίποτα να υποκρινόμαστε ότι η λαϊκή επιθυμία αφορούσε μια ήσυχη διαδήλωση ή ότι το στοιχείο της βίας αποτελεί κάποιου είδους παρέκκλιση από τον ορθό δρόμο της πολιτικής δραστηριοποίησης. Η εκατέρωθεν βία είναι συστατικό στοιχείο του τι διαμείβεται σε καταστάσεις μαζικής πολιτικής αναταραχής. Κάθε πολιτική πράξη προϋποθέτει την καταφυγή, σε τελική ανάλυση, στην άσκηση βίας. Και θα είναι ευχής έργον την τυφλότητα και την υποκρισία απέναντι σε αυτό το ουσιώδες δεδομένο να την αντικαθιστούσε η τραγική συναίσθηση του πόσο γρήγορα και πόσο εύκολα μπορεί να χαθούν ανθρώπινες ζωές όταν λειτουργούμε χωρίς συναίσθηση των συνεπειών των σκέψεων και των πράξεών μας. Χωρίς –σιωπηλή ή ρητή, δεν έχει σημασία– ανάληψη ευθύνης τώρα και από όλους όσους θεωρούν τις μαζικές κινητοποιήσεις αναγκαίες, θα ξαναχαθούν ζωές εξίσου αστόχαστα, εξίσου μάταια. Κατά συνέπεια, και σε ό,τι μας αφορά, το μπαλάκι της ενοχής σταματάει εδώ: δεν το περνάμε στον επόμενο χωρίς να τακτοποιήσουμε τους δικούς μας λογαριασμούς μαζί του.
Δεύτερον, και κατά συνέπεια, ενταντικοποίηση της ενσυνείδητης περιφρούρησης δράσεων και πράξεων από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο υπό συνθήκες μάχης στους δρόμους, με τα δακρυγόνα παντού, με την μαζική ορμή να παρασέρνει την ατομική σκέψη. Αλλά είναι ανάγκη να διαφυλαχθεί η νομιμότητα της εξεγερσιακής πολιτικής δράσης στα δικά της μάτια. Για να γίνει αυτό, το υποκείμενο που εξεγείρεται θα πρέπει να μπορεί να κοιτάξει τις πράξεις του χωρίς ντροπή, να μπορεί να πει στον εαυτό του “αυτό ήταν ανάγκη να γίνει, δεν μπορούσε να αποφευχθεί.” Και η ανακλαστική τροπή στην αναζήτηση ενόχων σε τρίτους, στον “άλλο”, όσο και αν τους αναλογούν εξίσου ευθύνες, προδίδει ανετοιμότητα σε αυτό το επίπεδο.
Τρίτον, διαρκής και έμπρακτος διαχωρισμός του προσωπικού από τον πολιτικό εχθρό. Οι τρεις άνθρωποι που σκοτώθηκαν δεν ήταν προσωπικοί εχθροί, ούτε όμως μπορούν να λογιστούν και πολιτικοί εχθροί. Ήταν αναγκασμένοι να βρίσκονται στον χώρο εργασίας τους υπακούοντας εντολές. Αν η εργοδοσία τους τούς εξέθεσε σε κίνδυνο ζωής, στον ίδιο κίνδυνο, με μοιραίες συνέπειες, τούς εξέθεσε η απόφαση ρίψης μολότωφ από κάποιους –δεν έχει σημασία ποιους, σημασία έχει ότι έδρασαν ανενόχλητοι. Αν η εργοδοσία αποτελεί συστατικό κομμάτι του πολιτικού εχθρού, ένας λόγος παραπάνω να επιδεικνύεται ανθρωπιά απέναντι σε αυτούς που αφήνονται ανυπεράσπιστοι και έκθετοι στην λαϊκή οργή.
Οι σημαντικοί λαϊκοί αγώνες δεν είναι κοκτέϊλ πάρτι. Και δεν θα γίνουν ποτέ τέτοιοι. Δεν μπορούν όμως επίσης να αφήνουν τον εαυτό τους στην τύχη, δεν έχουν το δικαίωμα να μην αναλαμβάνουν γενναίες προσπάθειες ενσυνειδητότητας. Για να εμπνεύσουν, για να αρθούν στο ύψος τους στα μάτια της κοινωνίας που τους γεννάει, οφείλουν να επιδεικνύουν όχι μόνο τυφλή αποφασιστικότητα αλλά και αίσθημα ευθύνης, αυτοπειθαρχία, συμπόνοια και ηρωϊσμό. “

Παραθέτω επίσης και ένα σχόλιο του συντάκτη της ανάρτησης αυτής, που επίσης θεωρώ εύστοχο και σημαντικό:

Ο εξεγερμένος λαός είναι ένα υποκείμενο που μπορεί και πρέπει να αναλαμβάνει ευθύνη. Γιατί; Γιατί είναι στην πραγματικότητα, όταν ξεσηκώνεται, η πηγή κάθε κυριαρχίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *