Διεθνισμός

Του Γ.Γ

Ξέρεις ρε φίλε μου να πιάνεις την πέτρα, να την βγάζεις ζουμί και να ‘σε παραπεταμένος; Να βράζει το αίμα σου για δημιουργία και να βρίσκεσαι στα αζήτητα; Να σου φαίνεται το σπίτι σαν φυλακή; Και νάσαι στη χώρα σου, πάει στο διάολο. Ισως τσοντάρουν οι γέροι σου και την κουτσοβγάζεις. Αν όμως είσαι πολιτικός πρόσφυγας, και μάλιστα επαναστάτης, τότε τα πράγματα είναι χειρότερα. Σε ξένη χώρα, με άγνωστη γλώσσα χωρίς καμιά καβάντζα. Αστα να παν.

Μακριά από μένα τα μελοδράματα. Αυτά ταιριάζουν στον Φώσκολο καμιά σχέση με πάρτι μας. Τούτη τη στιγμή δεν μιλάει τ’ άψυχο χαρτί αλλά η κάρδια μου. Παίρνω αφορμή από μια περιπέτεια που περνάει ένας κολλητός μου φίλος, αδελφό μου καλύτερα θα έλεγα.

Με τους Τούρκους και Κούρδους αγωνιστές που βρίσκονται στην χώρα μας γνωριζόμαστε πολύ καλά, χρόνια τώρα. Δε μιλάω γενικά κι αόριστα για κάποιους πολιτικούς πρόσφυγες. Στα μέλη και τους οπαδούς του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας αναφέρομαι. Σ’ αυτούς που η νεολαία του Περισσού δεν δίνει χώρο στο φεστιβάλ της, γιατί βρίσκονται…πολύ αριστερά. Σ’ αυτούς τους συντρόφους μας, που τους φέρνουν εμετό τα εθνικιστικά κραξήματα του Παπαθεμελή, του Βουνάτσου, του ΡΚΚ.
Μπορεί στα βουνά του Κουρδιστάν να ‘ταν με το Καλάσνικοφ στον ώμο, αρκετές βραδιές βρεθήκαμε όμως παρέα κι αυτοί να κρατούν το σάζι στο χέρι, έχοντας την φλόγα στην ψυχή, τραγουδώντας αντάρτικα, διεθνιστικά, κομμάτια.

Θα σας πω την ιστορία του Οσμάν. Ηταν τέλος του ‘8Ο όταν οι ασφαλίτες έκαναν μπλόκο στην γιάφκα τους. Καρφωτή είχε πάει η δουλειά. Πρόλαβε να την κοπανήσει απ’ το παράθυρο σαν πήρε πρέφα το νταλαβέρι τους. Οι σφαίρες έπεφταν γύρω του βροχή καθώς τον κυνηγούσαν. Θα κόψω το τσιγάρο αν τη σκαπουλάρω, σκέφτεται. Δεν το κατόρθωσε. Τον τσουβάλιασαν και τον έριξαν στα κάτεργα του Ντιαμπακίρ. Εκεί ο νόμος είναι ένας: «Τσακίζουμε τον κρατούμενο στην φυλακή, ώστε άμα βγει να μπει στο κοπάδι σαν πρόβατο». Ξεκίνησαν τα βασανιστήρια. Σφίγγα ο δικός μας. Πέρασαν στην εικονική εκτέλεση. Ιδια γεύση για τους ασφαλίτες. Χρησιμοποίησαν επιστημονική τεχνολογία. «Ορό της αλήθειας» τον λεν. Δεν κατόρθωσαν τίποτα. Τα μηχανήματα σήκωσαν ψηλά τα χέρια στην ανθρώπινη θέληση.

Αλλαξαν μεθοδολογία. Ενα πρωί τον φωνάζει ο διοικητής του στρατοπέδου. Παιδί μου Οσμάν, του λέει, δεν λυπάσαι τα νιάτα σου; Ομολόγησε τους συντρόφους σου και θα τα βολέψουμε. Θα κοιτάξω να καθαρίσεις. Εσύ είσαι Τούρκος. Εχουμε την πολυτέλεια να έχουμε προβλήματα αναμεταξύ μας; Δεν βλέπεις ότι πηγαίνουμε σε πόλεμο με την Ελλάδα; Το ποτάμι μπορεί να κοιμηθεί, οι Ελληνες ποτέ. Σήμερα μας απειλούν.

Εγώ, κύριε διοικητά, του απαντά, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου το ‘χω λυμένο. Το μόνο που θα κάνω είναι να πολεμήσω την τούρκικη αστική τάξη. Στον πόλεμο δημιουργείς όσο το δυνατόν περισσότερα προβλήματα στην αστική τάξη της χώρας σου. Κι όσο πιο χαμένη είναι αυτή τόσο πιο κερδισμένος εσύ. Κάποτε στείλατε Ελληνες και Τούρκους εργάτες να σκοτωθούν για τα συμφέροντα των αμερικάνων ιμπεριαλιστών στην Κορέα. Ηταν και είναι οι προστάτες σας, βλέπετε. Σήμερα δεν τσιμπάμε, τουλάχιστον εμείς που είμαστε ψαγμένοι. Λολάθηκε σαν τ’ άκουσε τούτα ο καραβάνας.

Δεύτερος πιο σκληρός γύρος βασανιστηρίων για τον Οσμάν. Κύλησε μαρτυρικά ο χρόνος και το ’86 στις φυλακές του Ντιαμπακίρ ξεσπάει μαζική απεργία πείνας των κρατουμένων. Ο Οσμάν απ’ τους πρώτους. Στην 56η μέρα πέφτει σε κώμα. Η χούντα της Αγκυρας, μπροστά στην παγκόσμια κατακραυγή αναγκάζεται να τους μεταφέρει σε νοσοκομείο.

Ο άνθρωπος που δεν ξέρει να ονειρευτεί δεν ξέρει τίποτα. Και το όνειρο του Οσμάν είναι να παλέψει για την δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς καταπιεστές και καταπιεζόμενους, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.

Στο νοσοκομείο, λοιπόν που βρίσκεται, με την βοήθεια του κόμματος του οργανώνει την απόδραση του. Μεγάλη η ιστορία της όλης επιχείρησης. Δεν μας παίρνει εδώ να την διηγηθώ. Ισως μια άλλη φορά.

Παράνομος, με χίλια βάσανα περνάει στην Ελλάδα. Αρχικά στο Σουφλί του Εβρου. Αργότερα καταλήγει στο στρατόπεδο του Λαυρίου. Εκεί ανταμώνει κι άλλους συντρόφους του. Ξεκινούν το χτίσιμο του πρώτου πυρήνα της επαναστατικής οργάνωσης τους. Και δω πάντως του φαίνεται σαν φυλακή. Δυο άθλια γεύματα την ημέρα και πέραν τούτου ουδέν. Αναγκάζεται να στέκεται κάθε πρωί στην μάντρα του στρατοπέδου και να περιμένει το αφεντικό να διαλέξει τους πιο δυνατούς για να πάνε στην δουλειά. Του την βιδώνει. Λασκάρει κι από ‘δω. Βρέθηκε στα μέρη μας για να κάνει πολιτική δουλειά και όχι να βρεθεί σε μια «ανοιχτή φυλακή». Πουλεύει απ’το Λαύριο, έρχεται στη Αθήνα και προσπαθεί να δικτυωθεί με έλληνες συντρόφους. Συμπαράσταση καμιά. Για το ελληνικό κράτος και τους πουλημένους γραφειοκράτες της Γ.Σ.Ε.Ε οι μετανάστες είναι «το κατσίκι της αμαρτίας». Πήγε σε κάποιο κόμμα που θέλει να λέγεται κομμουνιστικό  Οταν τους είπε τις θέσεις του, του γύρισαν πλευρό. Ήταν έξω απ’ την πολιτική τους. Δεν το ‘βαλε κάτω. Πάλεψε. Η πρώτη του δουλειά ήταν να μάθει ελληνικά. Το κατόρθωσε στα τσάκα-τσάκα. Προχώρησε να μπολιαστεί με τα δεδομένα του ελληνικού επαναστατικού κινήματος. Και σ’ αυτό τα πήγε καλά. Απόκτησε επαφές με διεθνιστές συντρόφους και βρήκε αποκούμπι.

Και ενώ ο Οσμάν γλύτωσε απ’ τις σφαίρες του τούρκικου στρατού, επιβίωσε από φρικτά βασανιστήρια στις φυλακές της Αγκυρας, ήρθε η καπιταλιστική οικονομική κρίση να τον αναγκάσει να γίνει για δεύτερη φορά πολιτικός πρόσφυγας. Πλαισίωσε κι αυτός τις ατέλειωτες στρατιές ανέργων που δημιούργησε η μνημονική πολιτική του εθελόδουλου αστικού πολιτικού σκηνικού, οδηγώντας τον σύντροφο να ζητάει να πουλήσει την εργατική του δύναμη σε μια άλλη χώρα.

Εξακολουθεί, όμως, να παλεύει και να ονειρεύεται ότι θα αλλάξει την κοινωνία. Εξάλλου δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς όνειρα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *