Οικονομίες της κρίσης

 

Ανέκδοτο πορτραίτο του Ζακ Ντερριντά (λεπτομέρεια), 1995, έργο των Μονίκ Στομπιενιά και Τιερύ Μπριώ

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΕΡΙΝΤΑ, 24-26.1.

του Ζακ Ντερριντά

μετ.: Κωνσταντίνος Ηροδότου, επιμ.: Γεράσιμος Κακολύρης

Το κείμενο του Jacques Derrida, «Economies de la crise» δημοσιεύθηκε στο La Quinzaine littéraire, τχ. 399, Αύγουστος 1983, σ. 4-5. Ευχαριστούμε τον Maurice Nadeau, διευθυντή του περιοδικού «La Quinzaine littéraire», για την άδεια που να μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε το παρόν κείμενο.

Μπορείτε, με αφετηρία το πεδίο σας, αλλά χωρίς να περιοριστείτε σε αυτό, να μας εκθέσετε (σε δυο σελίδες) τι αναπαριστά για σας η ιδέα ότι ο σύγχρονος κόσμος βρίσκεται σε κρίση;

Σε πρώτο χρόνο –  Όχι, αδύνατον, ιδίως σε δύο σελίδες. Αντιθέτως, είναι πολλές οι προκείμενες  που θα έπρεπε να εξεταστούν στις ίδιες τις λέξεις της ερώτησης, σε καθεμία από αυτές.

Σε δεύτερο χρόνο – Κι αν, πέρα από τους καλούς λόγους που μπορούμε πάντα να έχουμε για να μην απαντούμε σε λίγες γραμμές σε μια τέτοια ερώτηση, αυτό το επιχείρημα οικονομικού τύπου πρόδιδε ακριβώς την ουσία αυτής εδώ της «κρίσης»;  Ενδεχομένως, πράγματι, δεν διαθέτουμε πλέον αξίωμα απαντητικού τύπου, έναν λόγο αρκετά σίγουρο για τη νομιμότητά του (θεμέλιο, αξιωματική, ή αλήθεια), που θα επέτρεπε μια απάντηση αξιωματικού τύπου, το τηλεγράφημα: «Με δυο λόγια, για να αποκρυπτογραφήσετε την κρίση, ερευνήστε σε αυτή την κατεύθυνση, ιδού ο μείζων κώδικας, ακολουθεί κείμενο».

Ωστόσο, όμως, γνωρίζουμε. Οι κώδικες και τα προγράμματα, τα προλεγόμενα σε κάθε πιθανό λόγο περί κρίσης, μας παραείναι οικεία. Σε όλα τα «πεδία», μάλιστα: φιλοσοφία, ιστορία των πολιτισμών και των θρησκειών, πολιτική οικονομία, γεωστρατηγική του πολέμου, ιατρική, τεχνοεπιστήμες εν γένει κ.λπ. Ανεξάντλητα είναι τα ρητορικά μας σχήματα για το τέλος της φιλοσοφίας, για την ανικανότητα των ανθρωπιστικών επιστημών, συμπεριλαμβανομένης της ψυχανάλυσης, να θεμελιωθούν στις θεωρίες τους και τους θεσμούς τους, για την κάμψη των μαρξιστικών ή ανθρωπιστικών δογματισμών, και μαζί τους των πολιτικών ή θεολογικοπολιτικών τους μοντέλων, για την επιστροφή του θρησκευτικού, στην αινιγματική και διασκορπισμένη δυναμική του, για τις ανεξέλεγκτες «τεχνολογικές μεταβολές» που δεν φαίνονται πλέον σύμμετρες με αυτό που ακόμα αποκαλούμε ηθική, πολιτική, κουλτούρα, οικολογία, οικονομία, για τις χειραγωγήσεις της «νομισματικής αστάθειας», την αδυναμία να διακρίνουμε μια πολιτική της επιστήμης από έναν στρατιωτικό σχεδιασμό, τη Δύση από το άλλο της, την Ευρώπη από τους άλλους της (τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία κ.λπ.), το νέο δι’ εαυτόν μιας περατής ανθρωπότητας που θα είχε εν τέλει επίγνωση της ικανότητάς της για ριζική αυτοκαταστροφή κ.λπ. Όλα αυτά και κάποια άλλα είναι αληθινά, βέβαια. Μας βοηθούν, όμως, να ονοματίσουμε ή να εντοπίσουμε το ολότελα μοναδικό στοιχείο του παρόντος μας;

Δεν υπάρχει φιλοσοφία της κρίσης, ούτε κρίση της φιλοσοφίας

Σε τρίτο χρόνο – Η «κρίση», αυτή εδώ, επηρεάζει μέσα στην ενδεχομενικότητά της καθεμία από τις λέξεις που μόλις χρησιμοποίησα: το όνομα, τον τόπο, τη μοναδικότητα, το «εμείς», το παρόν, το αυτό. Είμαστε χωρίς φωνή σε αυτό το σημείο, σε αυτή τη στιγμή, την οξύτερη του παροξυσμού, όπου αυτή εδώ η κρίση δεν θυμίζει καμιά άλλη προηγούμενη. Τουλάχιστον, αυτό νομίζουμε ότι το αισθανόμαστε. Οι ερμηνείες δεν λείπουν, ούτε οι αναλογίες – έχουμε πληθώρα, εύστοχες αλλά ανεπαρκείς. Το κυριότερο, δεν γίνεται να συνδεθούν μεταξύ τους: δεν υπάρχει λόγος μοναδικός ή κυρίαρχος, σύστημα, ούτε διαδικασία διαιτησίας για να κριθεί η ενότητα ή η μοναδικότητα της εν λόγω κρίσης. Επομένως (μια και με ρωτάτε για το υποτιθέμενο «πεδίο» μου): δεν υπάρχει φιλοσοφία της κρίσης, ούτε καν κρίση της φιλοσοφίας. Θα αποτολμήσω, ευθύς, μια υπόθεση για τον  λόγο που η λέξη «κρίση» έχει εγκαταλείψει το φιλοσοφικό λεξιλόγιο μετά τον Βαλερύ και τον Χούσερλ. Ιδού η πιο αβυσσαλέα κρίση, η κρίση της κρίσης: δεν υπάρχει πλέον φιλοσοφία της κρίσης, όπου η φιλοσοφία θα ήταν ένα «πεδίο» ή μια θεμελιώδης οντολογία, ένας λόγος ικανός να κυριαρχήσει στην πολυμορφία των «περιοχών». Δεν θα υπήρχε έτσι πλέον «κόσμος», ακόμη λιγότερο «σημερινός κόσμος», του οποίου ο κοινός ορίζοντας θα επέτρεπε την οριοθέτηση μιας προσδιορίσιμης εμπειρίας και, ακολούθως, μιας ασφαλούς γνώσης (φιλοσοφικής, επιστημονικής, οικονομικο-πολιτικής). Η προσδοκία μιας τέτοιας ενότητας, η ίδια η γλώσσα της, μας φαίνεται απροσπέλαστη. Αυτό θα μας παρακινούσε να πούμε – και κάποιοι θα σκεφτούν ότι αυτό είναι το χειρότερο: δεν υπάρχει ίσως καν «κρίση του σύγχρονου κόσμου». Καθώς βρίσκεται με τη σειρά της σε κρίση, η έννοια της κρίσης θα αποτελούσε την υπογραφή του έσχατου συμπτώματος, τη σπασμωδική προσπάθεια διάσωσης ενός «κόσμου» που δεν κατοικούμε πλέον: δεν υπάρχει πλέον οίκος,* οικονομία, οικολογία, κατοικήσιμος τόπος στον οποίο αισθανόμαστε «σπίτι μας».  Ακόμη μια προσπάθεια, μας λέει η λέξη της κρίσης – λέξη που μας είναι πράγματι οικεία–, ακόμη μια προσπάθεια να διασώσουμε τον λόγο ενός «κόσμου» που δεν μιλάμε πλέον ή που ακόμα τον μιλάμε, μερικές φορές με τρόπο ακόμα πιο φλύαρο, ωσάν σε αποικία εκπατρισμένων.

Η «κρίση» της αξίας της «κρίσης»
 
Σε τέταρτο χρόνο – Η «κρίση» της αξίας της «κρίσης» δεν μπορεί, επομένως, να είναι μια κρίση ανάμεσα σε άλλες. Θα ήθελα εδώ να λάβω υπόψη τους συγκεκριμένους όρους της ερώτησής σας. Εάν, όπως μόλις υπαινίχθηκα, δεν θα έπρεπε καν να μιλάμε για κρίση, υπάρχει ωστόσο, το λέτε, η «ιδέα ότι ο σημερινός  κόσμος βρίσκεται σε κρίση».

Αυτή η «ιδέα» γνωρίζει την πιο μεγάλη εξάπλωση, έχει το «θέατρό» της, τη ρητορική της. Και, πράγματι, «αναπαριστά» – όπως σωστά το θυμίζετε, κάτι για τον καθένα από «εμάς». Εμάς; Θα έπρεπε ίσως να αναρωτηθούμε επίσης (κλασικό προαπαιτούμενο, αλλά πάντα απαραίτητο): Ποιος μιλά για κρίση; Ποιος μιλά για κρίση πιο πολύ αυτήν τη στιγμή; Πού; Σε ποιον; Με ποιον τρόπο; Ενόψει ποιών αποτελεσμάτων ή ποιών συμφερόντων; Παίζοντας με ποιες «αναπαραστάσεις»; Ποιά είναι τα άτομα, οι ομάδες συμφερόντων, οι χώρες που αρθρώνουν αυτόν τον λόγο της κρίσης, επιμένουν σε αυτόν ή γαντζώνονται από αυτόν; Πελώριο μέλημα – δεν μπορούμε παρά μόνο να δείξουμε τον πυρήνα του. Ας μείνουμε στην πιο ασφαλή γενικότητα. Η «αναπαράσταση» της κρίσης και η ρητορική που οργανώνει έχουν πάντα τουλάχιστον αυτόν τον σκοπό: τον προσδιορισμό, με σκοπό τον περιορισμό, μιας σοβαρότερης και πιο ασαφούς απειλής, η οποία στην πραγματικότητα δεν έχει ούτε μορφή ούτε κανόνα. Τερατώδης απειλή, που κρατά, όμως, την επιθυμία σε εκκρεμότητα: απειλή για την επιθυμία. Με το να την προσδιορίζουμε ως κρίση, την τιθασεύουμε, την εξημερώνουμε, την εξουδετερώνουμε, εν ολίγοις, εντάσσουμε την απειλή σε μια οικονομία. Οικειοποιούμαστε το Πράγμα, το άσκεφτο καθίσταται το άγνωστο προς γνώσιν, αρχίζουμε να του δίνουμε μορφή, να διερευνάμε, να ελέγχουμε, να υπολογίζουμε, να προγραμματίζουμε. Ακυρώνουμε ένα μέλλον.

Σε πέμπτο χρόνο – Ποια είναι πράγματι τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης, αυτά που την περιορίζουν και της διασφαλίζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δύναμή της να οριοθετεί:

1. Μια κρίση είναι προσωρινή, τυχαία, ακατανόητη – σε σχέση, όμως, με μια ορισμένη τάξη. Αναστατώνει τους κανόνες, τους νόμους, τις νόρμες, αλλά μόνο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Οφείλουμε να υποψιαστούμε ότι αυτή η αταξία έχει επιπτώσεις σε αυτό που είναι ουσιώδες (είναι ένα ουσιώδες ατύχημα!), αλλά χρειάζεται επίσης μια καθησυχαστική πίστη στο ρυθμό: «Δεν γίνεται τίποτα (τίποτα δεν μπορείτε να κάνετε!), αλλά δεν είναι παρά μια κρίση. Είναι πολύ σοβαρό αλλά θα περάσει». Δεν υπάρχει κρίση χωρίς κατάληξη, ακόμα και το χειρότερο (ο θάνατος ύστερα από μια καρδιακή κρίση, ο παγκόσμιος πόλεμος ύστερα από την οικονομική κρίση) εξακολουθεί να παραμένει μια κατάληξη. Αυτό που λειτουργεί καθησυχαστικά είναι ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο πιθανές λύσεις.

2. Διότι  ένα αποτέλεσμα κρίσης εμφανίζεται ως τέτοιο, και  μιλάμε γι’ αυτό, εντός μιας «δυαδικής» κατάστασης. Η απόφαση εδώ είναι βεβαίως αδύνατη, αλλά η αδυνατότητα και η αδυναμία δεν αντλούν το «κριτικό» τους νόημα παρά μόνο από τον ορίζοντα κάποιας αναμενόμενης απόφασης. Κρίσις:[1] κρίση, επιλογή, απόφαση. Κρίση: μια στιγμή κατά την οποία η κρίσις* εμφανίζεται (είναι ή ονομάζεται) αδύνατη, σε σχέση, όμως, με μια αναμενόμενη κρίσιν*, με μια αναγκαία κρίση, επιλογή κι απόφαση μεταξύ δύο. Η κρίση δεν είναι απλώς κάτι μη υπολογίσιμο, είναι το ανυπολόγιστο ως στιγμή του υπολογισμού, το μη αποφασίσιμο που εξακολουθεί να καθορίζεται ως σχέση ενός βουλητικού υποκειμένου με μια δυνατή απόφαση, με έναν υπολογισμό με τον οποίο προτίθεται να λογαριάσει. «Προς το παρόν, ας παραδεχθούμε την αδυναμία μας, αλλά θα έπρεπε να μπορούμε να αποφασίζουμε, να κυριαρχούμε, να προγραμματίζουμε», κ.λπ. Παράδοξη αποποίηση, βουλησιαρχικός σπασμός, που μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να καταστεί ο τέτανος μιας κουλτούρας. Αυτός ο διπλός λόγος αφήνει χώρο σε όλων των ειδών τις πανουργίες. Αλλά η διττή του διάσταση, οι αφοπλιστικές στρατηγικές του ή χειρονομίες του δεν είναι δυνατές παρά μόνο σε έναν «κόσμο» που ρυθμίζεται από τις αξίες της κρίσης, της βούλησης, της απόφασης, της τεχνο-επιστημονικής διαύγειας. Ικανότητα, βουλησιαρχία, γνώση και τεχνογνωσία, κυριαρχία του υποκειμένου επί των σύγχρονων θεματικών, παραγωγισμός [productivisme], εν ολίγοις, ολόκληρη η τεχνο-μεταφυσική νεωτερικότητα έξω από την οποία δεν θα είχε κανένα νόημα να μιλάμε για «κρίση».

Η κρίση και η Δύση

Σε έκτο χρόνο – Η νεωτερικότητα του λόγου-περί-κρίσης θα μπορούσε να είναι, επομένως, δυτική. Απ’ άκρη σ’ άκρη, αλλά σύμφωνα με μια παράδοξη λογική. Αυτή η λογική δεν αποδεικνύει πράγματι ούτε την ενότητα, ούτε την ύπαρξη της Δύσης. Η κρίση, ό,τι ονομάζεται έτσι, «αναπαριστά» ένα τυχαίο συμβάν της Δύσης, αυτό που συμβαίνει σ’ αυτήν, στο υποκείμενό της. Όμως ένα ουσιώδες τυχαίο συμβάν που απαιτεί από την πλευρά του την επιστήμη, τη συνείδηση και τη βούληση, εξωθώντας, εν τέλει, τη Δύση σε μια περισυλλογή εαυτού, που ίσως δεν έχει λάβει ποτέ χώρα.

Πρόκειται πράγματι για την «ενότητα» της Δύσης και της λεγόμενης δυτικής φιλοσοφίας: υπήρξε άραγε αυστηρά ποτέ κάποια τέτοια «ενότητα»; Το ερώτημα αυτό δεν εμποδίζει το λόγο της κρίσης να επιστρέφει ή να αναφέρεται σε αυτό το δυτικό σχέδιο και υποκείμενο. Όπως και στον παροξυσμό του. Aυτό ακόμη κι αν τα συμφέροντα πολλών δυτικών υπο-συνόλων είναι σε πόλεμο ή επιχειρούν να διευθετήσουν κατά διαφορετικό τρόπο τις κρίσιμες συνέπειες του ανταγωνισμού. Λέγοντας «κρίση», επικαλούμαστε το υποκείμενο της Ευρώπης, το ανακαλούμε στον εαυτό του, στην ενότητά του, στην «ελευθερία» του, όπως έκανε ο Βαλερύ στο τέλος του Η κρίση του Πνεύματος (1919), τη στιγμή που μιλάει ακριβώς για το «Ευρωπαϊκό πνεύμα» και για μια «diminutio capitis της Ευρώπης».

Αυτό ήταν πριν από την κρίση του 29. Μετέπειτα, στα χρόνια του 30, αυτό που ονομάζεται έκτοτε Η Κρίση… του Χούσερλ μιλά επίσης για την «κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας», την «κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών», κι αυτό για άλλη μια φορά από την άποψη της υπερβατολογικής ελευθερίας του υποκειμένου: αποφασιστική επιστροφή στο ξεχασμένο νόημα και το κρυμμένο θεμέλιο της τεχνο-επιστημονικής αντικειμενικότητας, συνειδητοποίηση, επανενεργοποίηση της απαρχής, αφύπνιση, ουσιωδώς βουλησιαρχική Selbstbesinnung. Πρόκειται για τη σωτηρία  της φιλοσοφίας, της οποίας η καθολικότητα αναγγέλλεται πάντα μέσα από την απαρχή και το τέλος* του ευρωπαϊκού Λόγου. Αλλά μόλις κάποιος διερευνήσει ή υπερβεί αυτό το αξιωματικό μόρφωμα (υποκείμενο/αντικείμενο, κρίση, απόφαση, βούληση, συνείδηση,  ικανότητα), τότε το πλέον ανησυχητικό του Πράγματος δεν εμφανίζεται πια σε μια σκηνή της κρίσης. Μου φαίνεται συνεπώς ότι ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, ακόμη κι αν τη χρησιμοποιούσε, δεν θα είχε δώσει ποτέ έμφαση στη λέξη «κρίση» – κάποτε την επανεισάγουν λαθραία οι μεταφραστές του. Ό,τι διαβάζουμε σε αυτά τα «μεγάλα κείμενα», το αποκρυπτογραφούμε επίσης στον πολιτικό λόγο των δυτικών δημοκρατιών. Αυτός ο λόγος προσπαθεί απελπισμένα να εντοπίσει την κρίση σε ένα ή δύο τομείς.  Αν δεν βρίσκεται «στο κεφάλι σας», είναι ανέκκλητα οικονομική. Και παρά την ουσιώδη αδυναμία ή ανικανότητα που θα εμπόδιζε την υπέρβασή της προς το παρόν (διότι τα ελατήρια της κρίσης θα μπορούσαν να ήταν αμιγώς οικονομικά, μόνο αν η οικονομία ήταν μια αυστηρά προσδιορίσιμη περιοχή  – και δεν είναι), η απορρύθμιση θα ενέπιπτε πάλι, κατά τρόπο αξιωματικό, σε μια τεχνογνωσία, στην κρίση, στη βούληση, στην απόφαση.

Εκτός αυτού, μέσα στα ασαφή όρια της οικονομίας, η λεγόμενη παγκόσμια κρίση σηματοδοτεί, ίσως, μια ισχυρή κίνηση αυτορρύθμισης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Παραπέμπω, στο σημείο αυτό, στον τίτλο του άρθρου του Claude Julien, «Τα οφέλη της κρίσης» (Monde diplomatique, Ιούλιος 1983). Είτε πετύχει, είτε όχι, η οικονομία αυτής της αυτορρύθμισης υπαγορεύει ως ένα βαθμό, όλες τις χειρονομίες «προκειμένου να βγούμε από την κρίση» ακόμη κι αν αυτές οι χειρονομίες μας επιτρέπουν να προαισθανθούμε μια άλλη λογική, ένα πέραν της οικονομικής κρίσης: επί παραδείγματι, συνθήματα, όπως «η πολιτική ενάντια στον οικονομισμό, ειδικά στην μονεταριστική του μορφή» ή «πολιτισμός προκειμένου να βγούμε από την κρίση». Δεν μπορούμε άραγε να μεταθέσουμε σε όλα τα «πεδία» αυτόν τον παράδοξο υπολογισμό, αυτή την οικονομία των «οφελών της κρίσης»; Δευτερεύοντα οφέλη, αναμφίβολα, αλλά πάντα καλοδεχούμενα. Προκειμένου να κρατήσουμε σε κάποια απόσταση, προκειμένου να διατηρήσουμε σε εκκρεμότητα κάτι πιο μακρινό ή υπερβολικά κοντινό, κάτι ταυτόχρονα πιο παλιό και πιο νέο από την κρίση, πιο τρομακτικό αλλά και πιο προκλητικό, για να μην πω πιο ενδιαφέρον.

O Κωνσταντίνος Ηροδότου είναι υποψήφιος διδάκτορας φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Paris-8 Vincennes-à-Saint-Denis. Ο Γεράσιμος Κακολύρης διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο Thierry Briault, φιλόσοφος και ζωγράφος, υπήρξε μαθητής του Ζακ Ντερριντά. Εξέδωσε το έργο του Ντερριντά Marx et sons  και τις μελέτες Philosophie du sens commun–Pragmatique et déconstruction και Philosophies de la plastique pure:entre déconstruction et postdéconstruction. Η ζωγράφος Monique Stobienia (1956-2010) σπούδασε στην Εcole des Beaux-Arts των Παρισίων όπως και ο Τιερύ Μπριώ, με τον οποίο πραγματοποίησε σειρά πορτραίτων του Ντερριντά, που επί δεκαετία συνόδευσαν τον εισηγητή της αποδόμησης.  Επίσης συμμετείχε, με δύο σχήματα, στην έκδοση του βιβλίου του Alain Badiou Second manifeste pour la philosophie.

Ευχαριστούμε τον Τιερύ Μπριώ που παραχώρησε ευγενικά, ειδικά για τα Ενθέματα, τα πορτραίτα του Ντερριντά.

——————————————————————————–

[1] Ελληνικά στο κείμενο.

 

Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *