Ο κονταρομάχος των φτωχών, ποιητής Κώστας Βάρναλης (Μέρος 1ο)

Του Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.

Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα
τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο:
ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα∙
και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη.

(«Ακροτελεύτιον», από τη συλλογή «Οργή Λαού»  )

O Κώστας Βάρναλης είναι ένας από τους κορυφαίους προοδευτικούς διανοουμένους του τόπου μας τον περασμένο αιώνα. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική, δοκίμια   και μεταφράσεις με διαλεκτική υλιστική οπτική της τέχνης.
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και συγχρόνως  δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Εχοντας έκτακτη και λεπτή ευαισθησία, ως πρός το αισθητικό, το καλλιτεχνικά ωραίο, διαμόρφωσε έναν προσωπικό και φιλοσοφημένο χαρακτήρα, που υπήρξε πηγή έλξεως πολλών νέων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.   Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει την καταγωγή από τη Βάρνα, όπου έμεναν πολλοί Έλληνες.
Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Πέθανε όταν ο ποιητής ήταν πολύ μικρός, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ).

Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Έπειτα από την αποφοίτησή του και με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ο Κώστας Βάρναλης έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία.

Όταν ήλθε στην Αθήνα, γνώρισε στο λογοτεχνικό καφενείο της Δεξαμενής (Κολωνάκι) την Έλλη Αλεξίου και τη ζήτησε σε γάμο από τον πατέρα της, λόγιο και συγγραφέα Στυλιανό Αλεξίου. Ο Αλεξίου απαντά: «Είσθε μωρά κι οι δύο. Έλα σε τέσσερα χρόνια». Παίρνει μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών δεχόμενος επιθέσεις από τους γλωσσαμύντορες της εποχής.

Πρώτη περίοδος της ποιητικής του δημιουργίας:
τολμηρός ανανεωτής της παλαμικής παράδοσης

Η πρώτη ποιητική του δουλειά ήταν οι ΠΥΘΜΕΝΕΣ, μια συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά  . Ο Βάρναλης είχε στείλει τους ΠΥΘΜΕΝΕΣ στον Παλαμά, ζητώντας απ’ αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ’ ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ’ αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή του με το μεγάλο δάσκαλο:

«Του ’στειλα με το Ταχυδρομείο σ’ ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημενα. Αυτό είτανε το μοναδικό τους προσόν. Ύστερα από μέρες πήρα μια ‘βραχεία’. Μου έγραφε: ‘Φίλε… συνάδελφε!’. Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου»  .

Με τον γενικό τίτλο Σε μια μέρα της ζωής μου, ο Κ. Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου στις 22.8.1904  . Η αναγγελία έγινε στο τεύχος 106, στο τεύχος 108 παρουσιάστηκαν τα ποιήματα του Βουτιερίδη με το ψευδώνυμο Περικλής Αρέτας και στο 110 του Βάρναλη.
Τα ίδια αυτά ποιήματα που είχε δημοσιεύσει στο ΝΟΥΜΑ, συμπληρωμένα και μ’ άλλες του συνθέσεις, ο Βάρναλης τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο ΚΗΡΗΘΡΕΣ που κυκλοφόρησε το 1905  . Ο ίδιος ο ποιητής θα αποκηρύξει αργότερα αυτό του το έργο σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία.

Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ένας ποιητής, που, όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης, «οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής»  .
    Έγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ’ εκείνον τον πρόλογο  :

«Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να πω με μεγάλη μου χαρά, ότι είναι αληθινός ποιητής. Και ιδού σήμερα σ’ αυτό το βιβλίο ένα ρυάκι του εσωτερικού του κόσμου, το οποίον αρχίζει το δρόμο του φωτός και φαίνεται πως έχει βγη από καλλιεργημένο και ευωδιακό κήπο και για τούτο πάνω στα νερά του πλέουν φύλλ’ από ρόδα, φύλλ’ από κρίνους και φύλλ’ από μυρτιές. Δεν μοιάζει μ’ άλλα ρυάκια, τα οποία δεν έχουν τίποτε δικό τους και, αν τα βλέπουμε να κυλούν, δεν μας παρουσιάζουν άλλο παρά μόνη τη λάσπη, η οποία αποκλειστικώς είναι δική τους.
Για να βγούμε από τη μεταφορά, στο νέον αυτόν χαμογελά το μέλλον. Εδώ κι εκεί βλέπει κανείς κάτι, το οποίο φαίνεται σκοτεινό, αλλ’ αυτό δεν είναι παρά η επιτυχής συγκέντρωσις της ιδέας, είναι η φιλοσοφική σκέψις, η οποία διαπνέει το έργο του ποιητού.
Η μετριοφροσύνη είναι εκείνη, η οποία συντροφεύει τον νεαρόν αυτόν ποιητή, η μετριοφροσύνη εκείνη, η οποία μοιάζει με τη γαλήνη του ενάρετου, με τον ύπνο του δυνατού, με τη γαλήνια αγάπη της ψυχής

Στέφανος Μαρτζώκης  »

Εκτός από τον Στέφανο Μαρτζώκη και ο Ν. Καρβούνης θα εκφραστεί επαινετικά για τις «Κηρήθρες» επισημαίνοντας πως ο ποιητής τους: «Φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».
Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού   και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ  , το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη «κάτω από τη βαρειά σκιά του Παλαμά». Ο Βάρναλης δημοσιεύει σ’ αυτό το περιοδικό ποιήματα του που αποπνέουν την ευγένεια και τη μελαγχολία του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Προξένου. Δημοσιεύει ακόμα ποιήματά του και στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του από τη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία ανακηρύχτηκε και διδάκτωρ. Άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία. Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία:

Θυσία  

Το μυτερό σου το σκουφί,
Μίδ’   απ’ την άτριχη κορφή
πέτα κάτω
κα φέρε απ’ το χλωρό τ’ αχούρι
το διχρονίτικο γαϊδούρι
το βαρβάτο!

Που λάμπ’ η πέτσα του γιαλὶ
και κανείς δεν το καβαλλεί
και τη νιότη
την απερνάει στα πισινά του
ολόρθο, κ’ είναι τ᾿ αχαμνά του
όλο αξιότη!

Φέρτο στη μέση τ᾿ αλωνιού
και στο ριζό του πλατανιού
ρίχτο χάμου,
είν’ η σειρά του να δοξάσει
τους γόνιμους θεούς, να πιάσ’ η
προσφορά του!

’Πόψε παντρεύομαι, γι’ αυτό
σου άξιζε τέτοιο ένα σφαχτό
κοτσονάτο,
εσένα, Πρίαπε  , ασκημομούρη,
πούσαι κι᾿ εσύ σαν το γαϊδούρι,
το βαρβάτο!

Συμπόσιον

Ανοίχτε στα τραπέζι᾿ απλοχωριά
για την ωριά,
πού με τ’ αψό
κορμί θα πεταχτεί το μελαψό
χορεύοντας· κι απά στα φιδωτά
ψηφιδωτά
απλώστε, ω νιά
σκλαβόπουλα, τα φρέσκα γιασεμιά.
Και φέρε σε κροντήρι ξομπλιαστό
κρασί λιαστό
κι άλλο κρασί,
με τα μικρά τα δαχτυλάκια εσύ.
Και στις κολόνες, που πρασινωπά
κλαριά νωπά,
κισσού κλαριά,
με τα κομμένα φύλλα και τ’ αριά,
τις ζώνουνε για την καλή γιορτή,
ας μπούνε ορτοί
και σιμωτά
καθρέφτες με στεφάνι᾿ ασημωτά,
να χιλιάζουν το κάλλι της αχνό
μες στον αχνό,
όπου γι᾿ αυτή
θα βγάνει όσο λιβάνι θ᾿ αναφτεί!…
Ω! υψώστε τις φωνούλες τις ψιλές!
Τις αψηλές
δάδες, ω νιοί,
χαμηλώστε! Τα πέπλα της ανοιεί
και τα πετάει, και λάμπουν στο γερό,
το λυγερό
κορμί, που αχεί,
οι σκιές, που με νάρδο  
έχουν βραχεῖ.
Φουντώσαν οι καπνοί της κεφαλής.
–Φαλλής! Φαλλής!
Με την ορμή,
που ακράτητο μας κάνει το κορμί,
ας πάρει όποιο κορίτσι κάθε νιός,
ομορφονιός,
μα τη Γοργώ,
τη φλόγα τη χορεύτρα, μόνο ἐγώ!

Ορέστης

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος,
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
τουμεγάλου χρησμού μιακαὶ κανένα
τρόπο δὲν έχεις άλονε! Καιμ᾿ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ᾿ έφερ᾿ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν᾿ αφανίσεις που σ᾿ εγέννα.
Κανελι δε σε θυμάτ᾿ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον, κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σα να ᾿ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς, θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.

Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατέα.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.

Το 1910-1911 ο Βάρναλης, 27 χρονών τότε, διορίζεται σχο¬λάρχης στην Αργαλαστή του Βόλου. Εκεί θα τον βρουν τα «Αθεϊκά» του Βόλου και θα στοχοποιηθεί ως φίλος του Δελμούζου. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά.

Το 1917 συνθέτει και το 1919 επιστρέφοντας απ’ το Παρίσι δημοσιεύει στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ (480 στίχοι), που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη, σύνθεση αριστουργηματική, ένας αληθινός ύμνος στην αιώνια Ελλάδα, που μέσα του «αστράφτει η γλώσσα του λαού», σηματοδοτώντας τη στροφή του, τη νέα πορεία του ποιητή.
Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Και προσθέτει:

«Ο ‘Προσκυνητής’ είναι το ορόσημο, ο σταθμός. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο. Όλος ο ‘Προσκυνητής’ είναι νέα ποιότητα στο έργο του Βάρναλη. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, του εθνικού ποιητή, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες: Να εκφράσει το έθνος, την εποχή, να γίνει ο οδηγητής του»  .

Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει  :

«Πολλοί χαρακτηρίζουν τον ‘Προσκυνητή’ μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο ‘Προσκυνητής’… έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο ‘Προσκυνητής’ αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».

III

Όσες φορές μεγάλοι ανάψαν ήλιοι
στου ανθρώπου την ψυχή (εκκλησιές οι λόγοι!),
διδάχος του λαού ήτανε τα χείλη
και το παντοτινό του μοιρολόγι,
Με το δικό του εσύρανε μαντίλι
Όμηρος, Σολωμός, τ᾿ αρχοντολόγι
των αρετών Σου: ολίγη αγάπη δώσ᾿ μου
και μένα, Ελλάδα, Στόμα όλου του κόσμου.

Ένας πολύ καλός φιλόλογος κι εκπαιδευτικός στη νεότητά του υπήρξε ο Κώστας Βάρναλης, «αλλά χωρίς κριτικό νου» – όπως σημειώνει στα μελετήματά του για τον Βάρναλη ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου – «βουτηγμένος στον πιο αντιδραστικό λογοτεχνικό σκοταδισμό, χώριζε την τέχνη από τη ζωή της κοινωνίας, όπως οι περισσότεροι του σιναφιού του. Στον κλειστό κύκλο των ποετάστρων τίποτα δεν περνούσε από τον έξω κόσμο, από το χώρο των ανθρώπων της δουλειάς, της παραγωγής υλικών και πνευματικών αγαθών. Αυτά τα δυο αγαθά ήταν διαιρεμένα, απόλυτα ασύνδετα μεταξύ τους. Και τούτος ο απόλυτος χωρισμός προκαλούσε τη διάσπαση της προσωπικότητας του ανθρώπου της τέχνης, του ποιητή. Τέτοιος φιλόλογος και τέτοιος λογοτέχνης ήταν ο Βάρναλης ως πριν από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Άριστος τεχνίτης του στίχου, μα για να ντύνει τον αισθησιασμό του και τις απόλυτες ιδέες καλλιτεχνικά».

Σημειώσεις:
1,Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται και στο αξιόλογο βιβλίο του φιλόλογου-συγγραφέα Ηρακλή Κακαβάνη, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2012, σελ. 15.
2.Κώστα Βάρναλη: «ΠΥΘΜΕΝΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1985. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους «ΠΥΘΜΕΝΕΣ» στον Παλαμά, ζητώντας απ’ αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε.
3. Κώστα Βάρναλη: «Αισθητικά – Κριτικά», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, τόμος β’, σελ. 158.
4.Νουμάς ονομαζόταν λογοτεχνικό περιοδικό το οποίο κυκλοφόρησε από το 1903 μέχρι το 1931 (με διακοπές τα έτη 1917-1918, 1924-1929) με σημαντικότατο ρόλο στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Υπήρξε πιθανώς το σημαντικότερο έντυπο των αρχών του 20ου αιώνα ανάμεσα στα άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της περιόδου. Το περιοδικό ταυτίστηκε με τον γλωσσικό αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
5. Οι ΚΗΡΗΘΡΕΣ τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν στα τέλη του 1904, έχοντας σαν επίσημο έτος κυκλοφορίας το 1905. Ήταν ένα μικρόσωμο Βιβλίο, διαστάσεων 16,5 Χ 11,5 εκ, από 64 σελίδες που ο Κώστας Βάρναλης το αφιέρωσε στον αδελφό του Παναγιώτη. Το πρωτότυπο βιβλίο είναι σπανιότατο, και υπάρχουν σήμερα μόνο τέσσερα (4) αντίτυπα στις βιβλιοθήκες: Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, συλλογή καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη, και στη συλλογή Γ. Βαλέτα.
6.Μάρκου Αυγέρη: «Κώστας Βάρναλης – Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου», ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη «Κριτικά – Αισθητικά», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» σελ. 25.
7.Κώστα Βάρναλη: «ΚΗΡΗΘΡΕΣ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
8.Βλ. τον πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη στην πρώτη ποιητική συλλογή του Κώστα Βάρναλη, ΚΗΡΗΘΡΕΣ, Αθήνα 1905, σελ. 5-8.
9.Ο παρνασσισμός είναι μία ποιητική σχολή που αναπτύχθηκε στη Γαλλία, στα μέσα του 19ου αιώνα και ειδικά στη δεκαετία 1866 – 1876. Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο παρνασσισμός αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ: «Η τέχνη για την τέχνη». Οι παρνασσιστές επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι’ αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας. Στράφηκαν προς την κλασική (ελληνική και ρωμαϊκή) αρχαιότητα αλλά και προς τον ινδικό πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που κατά τ’ άλλα θεωρούνται ψυχρά.
10.Με τον τίτλο Ηγησώ, ιδρύθηκε και άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα, το 1907, μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Το περιοδικό αυτό εξέδιδε ομάδα νέων λογοτεχνών της εποχής. Το πρώτο φύλλο εκδόθηκε το Μάιο του έτους εκείνου, το δε τελευταίο τον Φεβρουάριο του 1908.
Ιδρυτές του περιοδικού ήταν οι Φώτος Πολίτης, Γ. Ν. Πολίτης, Κώστας Βάρναλης, Λέανδρος Παλαμάς, Δ. Ευαγγελίδης (Μήτσης Καλαμάς), Ν. Καρβούνης, Λ. Κουμαριανός, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ρώμος Φιλύρας, και Ν. Χατζάρας. Επίσης συνεργάτες στο περιοδικό ήταν και οι Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Λάμπρος Πορφύρας, Παύλος Νιρβάνας, Ρήγας Γκόλφης, Άριστος Καμπάνης κ.ά. Το περιοδικό αυτό δημοσίευε αποκλειστικά ποιήματα, η δε έκδοσή του είχε προκαλέσει ευμενή κριτική όχι μόνο Ελλήνων αλλά και ξένων λογοτεχνών.
11. Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 195.
12.Στην ελληνική μυθολογία, ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας. Ήταν γνωστός για την ικανότητά του να μετατρέπει σε χρυσάφι ο,τιδήποτε άγγιζε. Φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του. Γυναίκα του Μίδα ήταν η Ερμοδίκη ή Δημοδίκη, κόρη του Αγαμέμνονα, βασιλιά της αιολικής Κύμης. Επίσης τον λάτρευαν ως γιό της θεάς Κυβέλης. Κάποτε, ο Πάνας είχε το θράσος να συγκρίνει τον εαυτό του σε μουσική ικανότητα με τον Απόλλωνα κι έτσι αποφάσισαν να αναμετρηθούν. Κριτής μπήκε ο Τμώλος και στην αναμέτρηση έτυχε να είναι παρών και ο Μίδας. Ο Πάνας έπαιξε μουσική με τον αυλό του και ο Απόλλων με τη λύρα του. Ο Τμώλος μεμιάς έδωσε τη νίκη στον Απόλλωνα, αλλά ο Μίδας δε συμφώνησε κι έτσι ο Απόλλων του «χάρισε» ένα καινούριο ζευγάρι από αυτιά γαϊδάρου για να ακούει καλύτερα την επόμενη φορά. Ο βασιλιάς Μίδας ντρεπόταν για τα αυτιά του και προσπάθησε να τα κρύψει με ένα σκούφο. Το μυστικό του φυσικά γνώριζε μόνο ο κουρέας του, ο οποίος όμως επειδή δεν άντεξε, πήγε σ’ ένα χωράφι, έσκαψε ένα λάκκο και ψιθύρισε την ιστορία. Μετά σκέπασε το λάκκο με χώμα, κι έφυγε. Στο χώμα όμως φύτρωσαν καλάμια, τα οποία άρχισαν να διαδίδουν την ιστορία με το φύσημα του ανέμου, ότι δηλ. ο βασιλιάς Μίδας είχε γαϊδουρινά αυτιά, κι έτσι όλοι μάθανε για το πάθημά του. Την ιστορία αυτή την αναφέρει ο Απολλώνιος ως απόδειξη ότι ο Μίδας κρατούσε από το γένος των Σατύρων.
13.  Στην ελληνική μυθολογία ο Πρίαπος ήταν θεός της γονιμότητας, προστάτης των αγροτικών ζώων, των φρουτοπαραγωγών φυτών, των κήπων και των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης. Γλυπτά του Πριάπου με μεγάλα, ιθυφαλλικά γεννητικά όργανα ήταν τοποθετημένα σε κήπους και χωράφια για να εγγυηθούν μια άφθονη σοδειά. Ήταν πολύ πιο δημοφιλής στην Ρωμαϊκή μυθολογία απ’ ό,τι στην Ελληνική. Συλλογή με περίπου 95 ποιήματα και επιγράμματα από τη Ρωμαϊκή εποχή για τον Πρίαπο έχει σωθεί στο βιβλίο Πριάπεια. Προσπάθησε να βιάσει την Λωτίδα, και αυτή μεταμορφώθηκε στο δέντρο λωτό για την προστασία της.
14. Στην ελληνική μυθολογία ο Πρίαπος ήταν θεός της γονιμότητας, προστάτης των αγροτικών ζώων, των φρουτοπαραγωγών φυτών, των κήπων και των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης. Γλυπτά του Πριάπου με μεγάλα,
15. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Κώστας Βάρναλης – Μελέτες», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ., 20.
16. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, Αθήνα 1962, τόμος β’, σελ. 476 – 477.

Εστάλη από:Δημήτρη Δαμασκηνό

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *