Ο κύκλος των χαμένων «πολιτών»

Tου Σ.Μ

[σχόλιο στο άρθρο του K. Βαξεβάνη: «γιατί δεν κάνουμε τίποτα;»]

 

Η έννοια του πολίτη προέρχεται από την αρχαία πόλη-κράτος όπου απολάμβανε ορισμένα προνόμια σε σχέση με αυτούς που δεν θεωρούνταν πολίτες. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά) ορίζει τον πολίτη ως αυτόν που «μετέχει» αρχής και κρίσεως, δηλαδή, τον προνομιούχο ενήλικα άνδρα που είχε πολιτικά δικαιώματα και μπορούσε να συμμετέχει στην εκκλησία του δήμου, στα άλλα εκτελεστικά όργανα και στα δικαστήρια. Βέβαια, ο ορισμός αυτός μπορεί να αποδοθεί μόνο στους Αθηναίους πολίτες της κλασικής εποχής (μετά τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, 462 π.Χ), οι υπόλοιποι έλληνες της αρχαιότητας είναι ζήτημα εάν κατάφεραν να αποκτήσουν αυτή την πρόσβαση στην εξουσία {ακόμη και στις πόλεις όπου οι Αθηναίοι, ειρηνικά ή όχι, επέβαλαν τη δημοκρατία} δεδομένου του ότι τα καθεστώτα των άλλων πόλεων κάθε άλλο παρά δημοκρατικά ήταν.

Οι πολίτες, λοιπόν, της Αθήνας, σε πείσμα του Αριστοτέλη και των λοιπών θεωρητικών της διάκρισης των εξουσιών, είχαν συγκεντρώσει όλη την εξουσία στα χέρια τους ενοποιώντας – κατά παράδοξο τρόπο – τις τρεις εξουσίες σε μία. Σε άλλες εποχές αυτό θα  σήμαινε καθαρό ολοκληρωτισμό. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν και κατά πόσο η μορφή αυτή της άμεσης δημοκρατίας μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά και εάν και κατά πόσο μπορεί να γίνει αντιστοίχισή της με την σημερινή εποχή και τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες; Επίσης, το θεμελιώδες ερώτημα στο οποίο οδηγούμαστε όταν απαντήσουμε στα παραπάνω είναι εάν, βέβαια, μπορούμε να χρησιμοποιούμε σήμερα την έννοια του «πολίτη» και εάν υφίσταται αυτό το μοναδικό υποκείμενο στη σύγχρονη εποχή.

Από την εποχή του ολοκληρωτισμού των κομμάτων [και εννοώ, από την εποχή που ξεκινά μετά τις επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη, όταν αρχίζουν να εμφανίζονται συλλογικά μορφώματα που πλησιάζουν στη μορφή και την οργάνωση των σημερινών κομμάτων] η πάλη για την εξουσία μεταφέρθηκε σε συλλογικό επίπεδο. Ο άνθρωπος της βιομηχανικής επανάστασης, εξαθλιωμένος, απομονωμένος, αβοήθητος και απελπισμένος κατανόησε ότι μπορεί μόνο μέσα από τη συλλογική δράση να  αντιπαλέψει τη λαίλαπα του ανερχόμενου καπιταλισμού. Το κόμμα αποτέλεσε τη μοναδική του ελπίδα που θα τον οδηγούσε στη λύτρωση και στην απελευθέρωση (ατομική και κοινωνική) Είναι γεγονός ότι παρά τις επιμέρους ήττες, μερικές από τις οποίες ήταν τρομακτικές, τα εργατικά κόμματα κατάφεραν, με διάφορους τρόπους αν όχι να ανατρέψουν την κατάσταση αλλά τουλάχιστον να πετύχουν σημαντικότατες κοινωνικές αλλαγές και βελτίωση των όρων ζωής των εργαζόμενων.

Η κομματική οργάνωση των εργατών, πολύ γρήγορα, υιοθετήθηκε και από τις διάφορες άλλες κοινωνικές ομάδες που διέφεραν τόσο στους στόχους με αυτούς (εθνικιστικά, τοπικιστικά κ.α. κόμματα) όσο και στην τελική λύση του κοινωνικού προβλήματος (κόμματα της αστικής τάξης και των συμμάχων της). Η κομματική ιδιότητα αποτέλεσε αντικείμενο ανάδειξης του επιμέρους υποκειμένου που θα εξαφανιζόταν μέσα στις συμπληγάδες μιας ταξικής πάλης αλλά και αντικείμενο ανάδειξης νέων ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Η εκκλησία έφτιαξε ή υποστήριξε δικά της κόμματα σε συνεργασία με το μεγάλο κεφάλαιο, τα εθνικιστικά κινήματα συμμάχησαν (συνήθως) με τα συμφέροντα των επιμέρους αστικών τάξεων, οι μικροαστοί καλύφθηκαν πίσω από συνθήματα απομονωτισμού, περιχαράκωσης και ξενοφοβίας. Η εποχή των κομμάτων ήθελε την ατομική ταυτότητα να προσδιορίζεται, κατεξοχήν, από την κομματική τοποθέτηση. Ακόμη και οι ελάχιστοι άνθρωποι που (για διάφορους λόγους) παρέμειναν έξω από το παιχνίδι τοποθετήθηκαν στο κομματικό στάτους κβο ως «επιρροές», «συμπαθούντες», «φιλοκομματικοί» κ.α. Ο θρίαμβος του κομματισμού φαίνεται καθαρά και στις επιρροές των αναρχικών κινημάτων σε όλο των κόσμο κατά την περίοδο αυτού του θριάμβου. Εκτός από τις Η.Π., όπου για διαφορετικούς λόγους, υπήρξε μία μειοψηφία αντισυστημική που εμφανιζόταν κατά περιόδους και εκτός από τον Μάη του ’68, ουδέποτε τέθηκε θέμα αμφισβήτησης του κομματικού μονοπωλίου ελπίδων.

Η λενινιστική κομματική οργάνωση που έγινε πρότυπο για όλα τα κόμματα, από όλους τους πολιτικούς χώρους και χρησιμοποιήθηκε πολύ καλύτερα στη Δύση από ότι στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, όπου με την κάλυψη του πλουραλισμού και της πολυφωνίας νομιμοποιήθηκε στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως η μόνη εφικτή, δημοκρατική και βιώσιμη πολιτική λύση, σε συνδυασμό με την εκτονωτική δύναμη των εκλογών αποτέλεσε τη χαριστική βολή σ’ αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτική συμμετοχή». Η πολιτική έγινε συγκρίσιμη μονάδα μέτρησης, η συγκριτική πολιτική ανέδειξε τα  κομματικά και όχι τα πολιτικά αδιέξοδα ή τις επιτυχίες και η ποσοστικοποίηση της ψήφου – μαζί με τις αναλύσεις για την εκλογική συμπεριφορά του ψηφοφόρου (και όχι του πολίτη) –  αποτέλεσε τη χαριστική βολή στους οποιουσδήποτε ρομαντικούς στοχασμούς για την ανάδειξη του πολιτικού στοιχείου της συμμετοχής και της ανάληψης καίριων θέσεων στους διοικητικούς, δικαστικούς και πολιτικούς μηχανισμούς του κράτους – κόμματος. Το αξιοπερίεργο είναι ότι η σταλινική μορφή της ταύτισης της κοινωνίας με το κόμμα και, συνεπώς, του κράτους με αυτό, όσο κι αν φαίνεται περίεργο υιοθετήθηκε και στη δύση με αποτέλεσμα οι κρατικοί μηχανισμοί να μετατραπούν σε κομματικούς και στην πρώτη σοβαρή οικονομική κρίση που παρουσιάζεται (δίχως τον φόβο του κομμουνιστικού κινδύνου) να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν σε μία νύκτα ακριβώς επειδή αναπαρήγαγαν το ίδιο μοντέλο και την ίδια λογική.

Μπροστά στον κίνδυνο της ανατροπής τα κόμματα (σχεδόν από όλους τους χώρους) ξαφνικά τα βρήκαν μεταξύ τους ή θα τα βρουν μόλις φουντώσει το κίνημα αμφισβήτησης και αποφάσισαν, όχι να σώσουν το κράτος, την πατρίδα, την κοινωνία, τον λαό ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό και αυτή τη νέα μορφή ολιγαρχίας που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου εξαφανίζοντας ή χειραγωγώντας την αυθεντική πολιτική συμμετοχή και δράση. Δεν είναι τυχαίο το ότι διογκώνεται η αυτόνομη πολιτική συμμετοχή σε συλλόγους, επιτροπές δράσης, πρωτοβουλίες, κινήματα κ.α. και δεν είναι τυχαίο το ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι – ιδίως οι νέοι – ξαναβρίσκουν πολιτικό λόγο και νόημα σε αυτόνομες, εναλλακτικές, αντιεξουσιαστικές, αναρχικές ομάδες και σχήματα. Ο «πολίτης» ως πυρήνας μιας άμεσης δημοκρατίας ξαναγεννιέται ακριβώς από το σημείο όπου τον ευνούχισαν πολιτικά (αγορά με την αρχαία σημασία), του αφαίρεσαν οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής και απαξίωσαν τον ατομικό λόγο του. Ο «πολίτης», σε μία πρωτοφανή, κατά τη γνώμη μας, προσωπική εξέγερση απεγκλωβίζεται από αυτό που είναι παρωχημένο και επιδιώκει άλλες μορφές συλλογικότητας και δράσης. Ο «πολίτης της κρίσης» εξαφανίζει σταδιακά τον «υπήκοο των κομμάτων» και παίρνει την υπόθεση στα χέρια του. Η τεχνολογία, η παγκόσμια αλληλεγγύη, το αδιέξοδο των μεγάλων κρατικών συνασπισμών, η ανάγκη για μια άλλη πολιτική ανάλυση και δράση θα μπορέσει να βοηθήσει στην απόρριψη της τρομερής κληρονομιάς που κουβαλά τόσα χρόνια. Η κινηματική πείρα και οι νέες μορφές δράσης είναι ικανές να ενισχύσουν αυτή την προσπάθεια όσο δύσκολη και αν είναι. Από την άλλη, το μικρόβιο του κομματισμού, μια παράδοση σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνων, δεν είναι εύκολο να νικηθεί. Στο χέρι των σκεπτόμενων ανθρώπων, όλων αυτών που προτάσσουν το συλλογικό από το κομματικό, όλων αυτών που μπορούν να ξεφύγουν από τα δεσμά της μονομέρειας της ανάλυσης και της δράσης, βρίσκεται η ελπίδα για μια νέα αρχή. Μία αρχή όπου ο πολίτης θα έχει ξανά λόγο και συμμετοχή στις αποφάσεις και θα αναδείξει την αυθεντική πολιτική διάσταση της ύπαρξής του πέρα από μεσολαβητές, εκμεταλλευτές και αντιπροσώπους μιας διεφθαρμένης εξουσίας.

Η ερώτηση, επομένως, «γιατί δεν κάνουμε τίποτα;» μπορεί να απαντηθεί πολύ εύκολα αν αναλογιστούμε τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και τις μακροχρόνιες επιδράσεις του κομματικού – πελατειακού κράτους. Ο «πολίτης» απουσιάζει, όχι γιατί είναι στον καναπέ και βλέπει παθητικά την κατάσταση (βέβαια, και αυτό συμβαίνει) αλλά, κυρίως, επειδή έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στην κομματική διαπάλη και στην πιθανότητα να ευρεθεί, μ’  αυτόν τον τρόπο, μια λιγότερο οδυνηρή λύση. Από την άλλη, οι μανδαρίνοι των κομμάτων, απομονωμένοι στο κομματικό σύμπαν τους, ελπίζουν να καρπωθούν οφέλη ο ένας από τα τραγικά σφάλματα του άλλου και να εμφανιστούν ως μεσσίες της αποκάλυψης. Το μικρόβιο της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική λεηλασία έχει διαφθείρει όλους τους κομματικούς μηχανισμούς και αποτελεί τον σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις. Χωρίς να είμαστε ξεκομμένοι από την πραγματικότητα, μόνο μια ευρύτατη λαϊκή συμμαχία με κορμό τα εξωκοινοβουλευτικά πολιτικά σχήματα (και οποιονδήποτε θέλει να ακολουθήσει) ίσως καταφέρει να δημιουργήσει ένα ρήγμα στην ελληνική κομματοκρατία. Οποιαδήποτε μορφή πάλης θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να εγκαταλείψουμε κι εμείς τον σεχταρισμό μας, να στραφούμε περισσότερο στην κοινωνική αλληλεγγύη και, κυρίως, να δώσουμε δείγματα του ότι είναι απόλυτα εφικτή μια διαφορετική λύση. Όσο εγκλωβιζόμαστε στη μονομέρεια του ατομικού μας λόγου, τόσο θα βοηθάμε τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *