Η γεωργική παραγωγή στον προηγμένο καπιταλισμό: Μετατροπή σε “αγορά γεωργικών προιόντων”
“Την άνοιξη του 2008, σχεδόν ταυτόχρονα, σε 33 χώρες σε όλο τον κόσμο, ξέσπασαν πρωτόγνωρες διαδηλώσεις, με ένα κοινό αίτημα. Άνθρωποι στα όρια της απόγνωσης κατέλαβαν τους δρόμους, σε κάποιες περιπτώσεις και τα όπλα, προκειμένου να διεκδικήσουν το όπως φαίνεται όχι αυτονόητο δικαίωμά τους, να έχουν πρόσβαση στο φαγητό”.
Έτσι περιγράφει σχετικό αφιέρωμα του τηλεοπτικού “Εξάντα” τις “εξεγέρσεις τροφίμων” (food riots) που ξέσπασαν πριν μερικά χρόνια σε διάφορα μέρη του κόσμου, όταν οι διαρκείς αυξήσεις στην τιμή των τροφίμων οδήγησαν πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο να μην μπορεί να τα αγοράσει.
Αν και κάπως παλιό, το θέμα το επαναφέρουμε μετά από ένα πάρα πολύ καλό άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα η “Huffington Post” σχετικά με το θέμα.
Όπως λοιπόν διαβάζουμε εκεί “Στο τέλος του 2006, οι τιμές των τροφίμων σε ολόκληρο τον κόσμο άρχισαν να αυξάνονται, ξαφνικά και απότομα. Μέσα σε ένα χρόνο, η τιμή του σίτου είχε αυξηθεί κατά 80 τοις εκατό, το καλαμπόκι κατά 90 τοις εκατό, και το ρύζι 320 τοις εκατό. Σε μια παγκόσμια καταστροφή από την πείνα, 200 εκατομμύρια άνθρωποι – κυρίως παιδιά – δεν μπορούσε να πάρει τα τρόφιμα πια, και βυθίστηκε σε υποσιτισμό ή ασιτία. Υπήρχαν ταραχές σε περισσότερες από 30 χώρες και τουλάχιστον μία κυβέρνηση ανατράπηκε βίαια. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 2008, οι τιμές μυστηριωδώς επανήλθαν στο προηγούμενο επίπεδό τους. Ο Ζαν Ζιγκλέρ, ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στην τροφή, την αποκάλεσε “μια σιωπηλή μαζική δολοφονία», και οφείλεται εξ ολοκλήρου σε “ανθρώπινες ενέργειες”.”
Στη συνέχεια, το άρθρο εξηγεί πως για την άνοδο αυτή των τιμών δε φταίει ούτε η [ανύπαρκτη] αύξηση της ζήτησης, ούτε κάτι άλλο. Αντίθετα, αυτό που όντως έφερε τα πράγματα εκεί που τα έφερε ήταν το εξής:
“Για πάνω από έναν αιώνα, οι αγρότες στις πλούσιες χώρες έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία που τους διασφαλίζει από τον κίνδυνο [καλά, αυτό λέει ο συντάκτης, αλλά η αλήθεια είναι πως ο αγρότης, και ειδικά ο μικρός αγρότης, ουδέποτε ήταν διασφαλισμένος από τον κίνδυνο. Τέλος πάντων] .Ο αγρότης μπορούσε να συμφωνήσει τον Ιανουάριο για να πουλήσει την καλλιέργεια του σε έναν επιχειρηματία, τον Αύγουστο, σε καθορισμένη τιμή. Αν έχει ένα “καλό” καλοκαίρι (σαιζόν) και η παγκόσμια τιμή του είναι υψηλή, αυτός θα χάσει κάποια μετρητά, αλλά αν υπάρχει ένα “άθλιο” καλοκαίρι (σαιζόν) ή η τιμή καταρρέει, αυτός θα τα πάει καλά με τη συμφωνία. Όταν αυτή η διαδικασία ήταν καλά οργανωμένη και μόνο οι επιχειρήσεις που έχουν άμεσο ενδιαφέρον για τον τομέα μπορούσαν να συμμετέχουν, και λειτούργησε καλά [λέμε τώρα – τέλος πάντων].
Στη συνέχεια, μέσα από τη δεκαετία του 1990, η Goldman Sachs και άλλοι πίεσαν σκληρά και κατάργησαν τους κανονισμούς. Ξαφνικά, οι συμβάσεις μετατράπηκαν σε «παράγωγα» (derivatives – χρηματοπιστωτικά “προιόντα” σπέκουλας-κερδοσκοπίας), που θα μπορούσαν να αγοραστούν ή να πωληθούν στους εμπόρους οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τη γεωργία (στο χρηματοπιστωτικό τομέα εννοεί, στο “χρηματιστήριο αγροτικών προιόντων συγκεκριμένα). Μια αγορά σε «σπέκουλα τροφίμων” γεννήθηκε.
Έτσι ο αγρότης ακόμη συμφωνεί να πωλήσει καλλιέργεια του εκ των προτέρων σε έμπορο για £ 10.000. Αλλά τώρα, η σύμβαση μπορεί να πωληθεί σε επενδυτές, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ίδια τη σύμβαση ως αντικείμενο δυνητικών πλούτου. Πχ η Goldman Sachs το αγοράζει και το πωλεί στην τιμή των £ 20.000 στη Deutschebank, που το πουλά στην τιμή των £ 30.000 στη Merryl Lynch – και επάνω, και επάνω, εφόσον θεωρούν ότι η τιμή μπορεί να ανέβει κι άλλο, μέχρι σχεδόν να μη φέρει καμία σχέση με την παραγωγή του αγρότη.”
Το άρθρο συνεχίζει και εξηγεί το πως από το κέρδος επί της παραγωγής, περάσαμε στο επόμενο στάδιο, στο κέρδος επί της σπέκουλας πάνω στην παραγωγή, στην επένδυση δηλαδή ότι η παραγωγή φέτος θα πάει καλά, ή κακά, ή μέτρια, κτλ:
“Έως την απορρύθμιση αυτή, η τιμή για τα τρόφιμα καθοριζόταν από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης για τρόφιμα. (Αυτή η ίδια ήταν βαθιά ατελής: άφηνε ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους να πεινούν.) [έτσι τουλάχιστον λέι ο συντάκτης του άρθρου, στην πραγματικότητα ουδέποτε η παραγωγή καθορίστηκε από τη ζήτηση, με την έννοια της κάλυψης των αναγκών του λαού – εξ ου και το ότι δις άνθρωποι πεινούν. Η παραγωγή και πριν καθοριζόταν με βάση το κέρδος των λίγων] Αλλά μετά από την απορρύθμιση, δεν ήταν πλέον απλώς μια αγορά τροφίμων. Έγινε, την ίδια στιγμή, μια αγορά που έκανε σπέκουλα (speculation -εικασία) σχετικά με τη τιμή των τροφίμων που θα αναπτυχθεί στο μέλλον – και οι επενδυτές οδήγησαν την τιμή στα ύψη [παρεμπιπτόντως, παρόμοια είναι και η κατάσταση στην αγορά σπιτιών, κτλ, όπου επίσης δε χτίζονται σπίτια με βάση το πόσα σπίτια χρειάζονται και που για να ζήσει ο κόσμος, αλλά με βάση τη σπέκουλα που θα ανέβουν οι τιμές περισσότερο, και εκεί χτίζονται σπίτια πριν καν βρεθούν οι άνθρωποι που θα τα αγοράσουν, κτλ]“
Και το άρθρο συνεχίζει:
“Να τι συνέβη. Το 2006, οι κερδοσκόποι, όπως η Goldman άρχισαν να αποχωρούν από την αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ που κατάρρεε, και έψαχναν κάπου αλλού για να επενδύσουν το κεφάλαιο τους. Άρχισαν να αγοράζουν μαζικές ποσότητες των παραγώγων που βασίζονται στο φαγητό: υπολόγιζαν ότι οι τιμές των τροφίμων θα παραμείνουν σταθερές ή θα αυξηθούν, ενώ η υπόλοιπη οικονομία θα κατέρρεε. Ξαφνικά, οι τρομαγμένοι επενδυτές του κόσμου το είδαν αυτό και αποφάσισαν να αγοράζουν, να αγοράζουν, να αγοράζουν [χρηματιστικά παράγωγα τροφών].
Έτσι, ενώ η προσφορά και η ζήτηση των τροφίμων παρέμεινε λίγο πολύ η ίδια, η προσφορά και η ζήτηση για τις συμβάσεις που βασίζονται σε τρόφιμα αυξήθηκε μαζικά – πράγμα που σήμαινε η τιμή για τα τρόφιμα στα πιάτα των ανθρώπων αυξήθηκε μαζικά. Η λιμοκτονία ξεκίνησε.
Η τιμή των τροφίμων ρυθμιζόταν τώρα με την κερδοσκοπία και όχι με βάση τα πραγματικά τρόφιμα. Ο μάνατζερ ενός hedge fund Michael Masters εκτιμά ότι ακόμη και στα ρυθμιζόμενα χρηματιστήρια στις ΗΠΑ – που καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος των συναλλαγών – το 64 τοις εκατό του συνόλου των συμβάσεων σίτου πραγματοποιήθηκαν από τους κερδοσκόπους που προφανώς δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το πραγματικό σιτάρι. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο στο να φουσκώνουν τις τιμές και μετά να πουλάνε με κέρδος. Ακόμη και ο George Soros είπε ότι αυτό ήταν “ακριβώς το ίδιο όπως κρυφά όταν επιχειρηματίες και μαυραγορίτες φυλάνε κρυφά τα τρόφιμα κατά τη διάρκεια μιας κρίσης πείνας, προκειμένου να αποκομίσει κέρδη από την αύξηση των τιμών.” [αυτό πχ γινόταν και επί κατοχής στη Ελλάδα]. Η φούσκα θα σκάσει το Μάρτιο του 2008, όταν η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη στις ΗΠΑ, ώστε οι κερδοσκόποι έπρεπε να μειώσει δραστικά τις δαπάνες τους για την κάλυψη των ζημιών τους πίσω στην έδρα τους.
Όταν τους ζητήθηκε να σχολιάσει σχετικά με την πείνα που προκαλούν στις μάζες, ο εκπρόσωπος της Merrill Lynch δήλωσε: “Εεε. Δεν ήξερα γι ‘αυτό.” Αργότερα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είπε: “Ουδέν σχόλιο.” Η Deutsche Bank αρνήθηκε να σχολιάσει. Η Goldman Sachs ήταν λίγο πιο λεπτομερής στην απάντησή της: είπαν «σοβαρές αναλύσεις … έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κεφάλαια δεικτών δεν προκαλέσαμε φούσκα στις προθεσμιακές τιμές των βασικών εμπορευμάτων”, προσφέροντας ως αποδεικτικό στοιχείο σε μεμονωμένη δήλωση από τον ΟΟΣΑ.”
Και εδώ μερικά αποσπάσματα από σχετικό ρεπορτάζ του “Εξάντα”:
“Μια χούφτα πολυεθνικές εταιρείες έχουν καταφέρει να ελέγξουν την «καρδιά» του φαγητού που βάζουμε στο καθημερινό μας τραπέζι: Τον ίδιο τον σπόρο και ως εκ τούτου την παγκόσμια γεωργική παραγωγή.
Οι χρηματιστές στον ανεπτυγμένο κόσμο τζογάρουν με τα τρόφιμα, ανεβοκατεβάζοντας τις τιμές, παίζοντας με το θεμελιώδες δικαίωμα των ανθρώπων να έχουν πρόσβαση στο φαγητό.
Την ίδια στιγμή σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποσιτίζονται και 25.000 πεθαίνουν κάθε μέρα από πείνα.
Μήπως η Γη αδυνατεί πλέον να θρέψει τους κατοίκους της; Τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο! Η κρίση των τροφίμων, όπως θα περάσει στην ιστορία, συμβαίνει την στιγμή που ο πλανήτης παράγει περισσότερο φαγητό από ποτέ.
…
«Κάποιοι άνθρωποι και κάποια ταλαιπωρημένα από τη φτώχεια έθνη βρέθηκαν σε μια πολύ άβολη κατάσταση; Ναι, όντως βρέθηκαν! Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα της αγοράς», παραδέχεται ο Ντένις Γκάρτμαν, ένας διεθνούς φήμης γκουρού της χρηματοπιστωτικής οικονομίας, που με τις προβλέψεις του συχνά κατευθύνει τις τάσεις της αγοράς.
Το μεγαλύτερο χρηματιστήριο τροφίμων στον κόσμο βρίσκεται στο Σικάγο. Εκεί καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό η τιμή του φαγητού που βάζουμε κάθε μέρα στο τραπέζι μας. Το χρηματιστήριο του Σικάγο γνώρισε πρόσφατα πρωτόγνωρη εισροή κεφαλαίων, καθώς μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στράφηκαν σε αυτό προκειμένου να αντισταθμίσουν τις απώλειές τους μετά την «κρίση των στεγαστικών δανείων» και να αυξήσουν και πάλι τα κέρδη τους. Αυτή τη φορά κερδοσκόπησαν πάνω στη δυνατότητα των ανθρώπων να εξασφαλίσουν με αξιοπρέπεια την καθημερινή τους τροφή .
Ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης της τιμής των τροφίμων που ακολούθησε, 75 εκατομμύρια άνθρωποι προστέθηκαν μέσα στο 2007 σε όσους βρίσκονταν ήδη αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας παγκοσμίως. Έτσι, ο μαστιζόμενος από την πείνα πληθυσμός της γης προσέγγισε πια σε σύνολο το ένα δισεκατομμύριο. Αναλογιστείτε, ένα παιδί πεθαίνει σήμερα από την πείνα κάθε 30 δευτερόλεπτα.
Η Ινδία, με περίπου 700 εκατ. ανθρώπους να ασχολούνται με τη γεωργία, είναι η πατρίδα του μεγαλύτερου σώματος μικροκαλλιεργητών στον κόσμο. Δεύτερη μετά την Κίνα σε παραγωγή ρυζιού και σιταριού, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς τροφής. Κι όμως, είναι ταυτόχρονα η πατρίδα και των περισσότερων υποσιτισμένων ανθρώπων, ξεπερνώντας πια στην κατάταξη τις χώρες της Αφρικής. Παράλογο; Πάντως επιβεβαιώνει το ποσοστό που θέλει το 80% των μαστιζόμενων από την πείνα ανθρώπων παγκοσμίως να είναι αγρότες ή εργάτες της γεωργίας.
Στο μικρό χωριό Παρόντα της Ινδίας, η γιαγιά Σαρασβάτι έχει να θρέψει τα 4 εγγόνια της. Δεν γνωρίζει από χρηματιστήρια και κανόνες της αγοράς, ξέρει μόνο πως τα τρόφιμα στο μαγαζάκι του χωριού έχουν ακριβύνει τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ.
«Οι φτωχοί έχουν μεγάλο πρόβλημα, έχουμε πολύ άγχος. Η κατάσταση είναι δραματική. Ο φτωχός τι μπορεί να κάνει, να κοιτάξει το στομάχι του, να ξοδέψει τα λεφτά για τις αρρώστιες ή να ταΐσει τα παιδιά του; Είναι μέρες που δεν μπορούμε να χορτάσουμε, πάμε στο κρεβάτι νηστικοί», μας λέει. Πίσω στο Σικάγο, ο χρηματιστής Βίκτορ Λισπανέσε μας εξηγεί τους κανόνες του παιχνιδιού: «Αυτό δεν είναι κάτι που μπαίνει στο σκεπτικό μου. Αν είναι λογικό ή όχι, δεν είναι το ζήτημα. Εγώ κοιτάω πώς αυτό το γεγονός επηρεάζει την αγορά».“
Η χυδαιότητα του καπιταλισμού σε όλο της το "μεγαλείο"…