Ξαναγράφουν μαύρη ιστορία

imagesΤου Γιώργου Μιχαηλίδη – «Πριν»
■ ΟΙ ΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ

Συνήθως ισχύει το απόφθεγμα ότι «την ιστορία την γράφουν οι νικητές» ή εν πάση περιπτώσει οι ισχυροί. Τι γίνεται όμως όταν σε πείσμα των γενικότερων κοινωνικών ισορροπιών, σημαντικές στιγμές ή περίοδοι της ιστορίας και μάλιστα στιγμές που αυτή η ισορροπία κλονίστηκε συθέμελα και παραλίγο ν’ αντιστραφεί, είναι γραμμένες με τα χρώματα των ηττημένων;
Από τη στιγμή που η ιστορία εμπνέει και αποτελεί χώρο άντλησης νομιμοποίησης για τις πρακτικές του παρόντος, δεν είναι δύσκολο να αναλογιστούμε γιατί η πολυετής ιδεολογική εκστρατεία του νεοφιλελευθερισμού για τη συκοφάντηση των βασικών εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων του 20ού αιώνα περιλαμβάνει και μια ιδιαίτερη ιδεολογική εκστρατεία στο πεδίο της ιστορίας. Η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού προτύπου, προϋποθέτει νέου τύπου ανθρώπους με συγκεκριμένα ερεθίσματα και ιστορικές αναπαραστάσεις. Οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο στην καθυπόταξη της κοινωνίας πρέπει να συκοφαντηθεί και να σαρωθεί.

Πρόκειται για μια συστηματική προσπάθεια καλλιέργειας του εδάφους για τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, γνώριμη τακτική μιας αστικής τάξης σε κρίση. Η προσπάθεια αυτή περνάει μέσα από ποικίλα κανάλια. Η προώθηση της Χρυσής Αυγής και των ιδεών της, η ανάδειξη απ’ τα κυβερνητικά κόμματα στελεχών με φιλοχουντικό, ακροδεξιό παρελθόν, η εμφυλιοπολεμική αρθρογραφία από τον αστικό Τύπο και τα επίσης εμφυλιοπολεμικά ανακοινωθέντα της αστυνομίας και της ΝΑ (βλ. 6 Δεκέμβρη) είναι μερικές μόνο όψεις αυτής της προσπάθειας.
Εξίσου σημαντική πτυχή είναι η προσπάθεια ξαναγραψίματος εκείνων των κομματιών της ελληνικής ιστορίας που «πονάνε» το κατεστημένο. Όχι τυχαία το ζήτημα εντοπίζεται γύρω από τη δεκαετία του ’40, εποχή ρήξεων και ανακατατάξεων, τότε που τα γερασμένα αστικά κόμματα πρώτα έμειναν στο περιθώριο κι έπειτα συνεργάστηκαν με κάθε είδους δοσιλογικό και φασιστικό στοιχείο μαζί με τη συνδρομή των Άγγλων, προκειμένου να καταφέρουν να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα που απειλούσε να τ’ αλλάξει όλα.
Η ιστορική ρεβάνς των στρατιωτικά νικητών, αλλά πολιτικά και ηθικά ηττημένων, επιχειρείται μ’ ένα διπλό τρόπο: Απαξίωση, μετριασμός, ενοχοποίηση της Αριστεράς και στρογγύλεμα, δικαιολόγηση των πρακτικών του αστικού – εθνικιστικού και δοσιλογικού στρατοπέδου ή συμψηφισμός των ευθυνών των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Σ’ αυτήν την πολυετή εκστρατεία συμμετέχουν ιστορικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί με κοινή συνισταμένη την προσπάθεια τερματισμού της αποκαλούμενης «ηγεμονίας της αριστερής ιστορικής αφήγησης». Στόχος βέβαια, όπως θα δούμε, δεν είναι το παρελθόν αλλά το παρόν και το μέλλον.

ΞΑΝΑΓΡΑΦΟΥΝ ΜΑΥΡΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Πώς, όμως, προσπαθούν να καταργήσουν την επικρατούσα ιστορική αφήγηση για τη δεκαετία του ’40 οι λεγόμενοι ιστορικοί μετα-αναθεωρητές; Η απάντηση είναι αποδομώντας βήμα – βήμα όλα τα σημεία στα οποία εδράζεται η υπεροχή κι η ηθική δικαίωση της Αριστεράς.
Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα. Σε άρθρο του καθηγητή του  Γιέιλ, Στάθη Καλύβα, στην Καθημερινή με τίτλο «Αποτιμώντας την Αντίσταση» και αφορμή τα 70 χρόνια απ’ την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς («είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα» κατά τον Καλύβα) επιχειρείται η απαξίωση και υποτίμηση της Αντίστασης. Αρχικά, σημειώνεται ότι κακώς θεωρείται ότι αντίσταση έκανε μόνο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, καθώς αντίσταση έκαναν και οι ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, Λέλα Καραγιάννη ακόμα και η εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου απλώς διά της υπάρξεως της («η ύπαρξη της και μόνο συνιστούσε πράξη αντίστασης»)!

Στη συνέχεια, «κονταίνει» τα κίνητρα της Αντίστασης, παρουσιάζοντας την περισσότερο ως όχημα για τη μεταπολεμική επιβολή των κομμουνιστών, παρά ως αμιγώς εθνικοαπελευθερωτική δράση. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο αυτού του άρθρου είναι ότι προβαίνει σε μια αποτίμηση με τη λογική κόστους – οφέλους για να δούμε 70 χρόνια μετά αν τελικά άξιζε να αντισταθούμε στον κατακτητή. Έτσι, το μοναδικό όφελος είναι συμβολικό, δηλαδή το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας που εμφύσησε στους Έλληνες, ενώ παρατίθενται όχι μία, αλλά εφτά πλευρές του κόστους αυτής της επιλογής!

Χωρίς Αντίσταση λοιπόν, η Ελλάδα θα γλίτωνε τις εκατόμβες των νεκρών απ’ τα γερμανικά αντίποινα, δεν θα οδηγούνταν τόσοι Έλληνες στη συνεργασία με τον κατακτητή, ενώ πιθανότατα δεν θα καταλήγαμε στον εμφύλιο σπαραγμό και τη «δηλητηρίαση» της πολιτικής ζωής της χώρας για δεκαετίες. Από την άλλη ουσιαστικά δεν βρίσκει κανένα πρακτικό όφελος, αφού όπως υποστηρίζει, η Αντίσταση ούτε απελευθέρωσε την Ελλάδα, η Ελεύθερη Ελλάδα των βουνών ήταν άνευ σημασίας και δεν ήταν καν ελεύθερη (;), ενώ η επιρροή του αντιστασιακού αγώνα στην πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μηδαμινή.

Φυσικά και στην κατακλείδα του άρθρου του δεν λέει αυτό που τον καίει να πει, αλλά μας προτρέπει να ανοίξουμε το δημόσιο διάλογο. Συμπέρασμα; Θα γλιτώναμε πολλά αν δεν αντιστεκόμασταν.

Κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια ξαναγραψίματος της ιστορίας παίζει το ζήτημα της βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε τους αναθεωρητές ήταν αυτό της «κόκκινης» τρομοκρατίας που υποτίθεται ότι ασκούσε ο ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο. Τοποθετώντας τα γεγονότα έξω από το γενικότερο πλαίσιο και μετρώντας απλώς θύματα, καταλήγουν σε συμπεράσματα, όπως ότι το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την κατάταξη Ελλήνων στα Τάγματα Ασφαλείας είχε η ΕΑΜική βία.

Με συνεχή άρθρα και μελέτες επιχειρείται να αποδειχθεί πως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συνοπτικά «καθάριζε» όποιον «διαφωνούσε» μαζί του (βλ. άρθρο Καλύβα στην Καθημερινή «Τάγματα Ασφαλείας: το φαινόμενο πέρα από το μύθο») αναγκάζοντας μεγάλες μερίδες του πληθυσμού να συνεργαστούν με τον κατακτητή για να γλιτώσουν.
Η φιλολογία περί «κόκκινης» βίας βέβαια παίζει κι έναν άλλο ρόλο. Αυτόν της αιτιολόγησης των Δεκεμβριανών και της εμπλοκής των Άγγλων. Έτσι, σε άλλα άρθρα του ιδίου (π.χ. στο Βήμα, «Η επιλογή της βίαιης ρήξης») γίνεται προσπάθεια μεταφοράς της ευθύνης για τα Δεκεμβριανά από το αστικό/βρετανικό στρατόπεδο, σ’ αυτό των κομμουνιστών. Συνεπώς, το χτύπημα της ειρηνικής διαδήλωσης της 3ης Δεκέμβρη θεωρείται λεπτομέρεια, αφού κατά τον Καλύβα η ηγεσία του ΚΚΕ είχε ήδη αποφασίσει να βαδίσει στο δρόμο της ένοπλης ρήξης. Στην καλύτερη περίπτωση υπήρχε αμοιβαία καχυποψία η οποία οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση.

Οι αρχειακές πηγές και τα υπαρκτά τεκμήρια δεν μας επιτρέπουν να καταλήξουμε με ακλόνητη πεποίθηση για το πού ακριβώς στόχευε η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην περίοδο της Κατοχής ή ορθότερα, σε κάθε φάση της ταραγμένης εκείνης περιόδου. Υπάρχουν ενδείξεις που δικαιολογούν τη μία ή την άλλη άποψη (εθνική συνεννόηση – κατάλήψη της εξουσίας). Ακόμα όμως και να ισχύουν οι παραπάνω εικασίες της εν λόγω ιστοριογραφικής τάσης, πρόκειται για ένα τρομερό τσουβάλιασμα των ευθυνών. Την ίδια νομιμοποίηση έχει να διεκδικήσει την εξουσία μία εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση όπου έχουν ενταχθεί εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου (μόνο η ΕΠΟΝ το ’44 είχε περίπου 400.000 μέλη) και την ίδια μια συμμαχία της αυτοεξόριστης κυβέρνησης (μη εκλεγμένης υπενθυμίζουμε) κι οι πρώην συνεργάτες των κατακτητών; Βία αποτελεί η τιμωρία συνεργατών των κατακτητών, βία (ίσως μάλιστα και αντιβία αν δεχτούμε τα περί «κόκκινης», εαμικής τρομοκρατίας!) και η εκτέλεση αντιστασιακών στα μπλόκα ή οι κοινές επιχειρήσεις εθνικιστών οπλαρχηγών της Μακεδονίας με το γερμανικό στρατό;
μακρ5Η προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας δεν σταματάει στον Δεκέμβριο του ’44. Ένας άλλος πανεπιστημιακός, ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης απ’ το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας έχει αναλάβει να ξαναγράψει την ιστορία του εμφυλίου πολέμου. Πιστός στο σχήμα ότι ο εμφύλιος ξεκίνησε το ’43 με επιλογή του ΕΑΜικού στρατοπέδου, συνεχίστηκε τον Δεκέμβρη του ’44 με την προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας από το ΚΚΕ και τελικά με το νέο γύρο του 1946-1949, αναλαμβάνει να «κοντύνει» το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, τα κίνητρα του, τις πράξεις του, τον ηρωισμό του και τους ανθρώπους που τον αποτελούσαν. Με την έκδοση του βιβλίου του για το Δημοκρατικό Στρατό προσπαθεί ξεκάθαρα να σταθεί απέναντι στην Ιστορία τον Εμφυλίου Πολέμου του Γιώργου Μαργαρίτη η οποία επικεντρώνεται ομοίως κύρια στο ΔΣΕ.

Οι βασικές θέσεις του Μαραντζίδη μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Ο ΔΣΕ μπόρεσε να σταθεί μόνο χάρη στην έξωθεν βοήθεια, η οποία υπήρξε τεράστιου όγκου. Ήταν προϊόν κυρίως βίαιης στρατολόγησης και όχι κατά κύριο λόγο ένας εθελοντικός στρατός. Υπερτονισμός της συμμετοχής ανηλίκων και γυναικών «που ήταν συνήθως εντελώς αμέτοχες πολιτικά, πολύ συχνά στρατολογημένες με το ζόρι, παρά τα κλάματα και τα παρακάλια να τις αφήσουν» (φυσικά αυτά τα χωρία χωρίς καμιά παράθεση πηγών). Οι μαχητές του ήταν βασικά αγρότες κι αναλφάβητοι που δεν είχαν καμία γνώση του μαρξισμού. Μεγάλο ποσοστό του ΔΣΕ αποτελούσαν οι Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι όμως δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις με τους υπόλοιπους, ενώ ανακαλύπτει και πελατειακές σχέσεις στο ΔΣΕ όπου οι «προστατευόμενοι» της ηγεσίας απολάμβαναν προνόμια.

Ας πάρουμε ένα – ένα τα σημεία. Υλική βοήθεια φυσικά και υπήρξε, όμως ο ίδιος πέφτει σε μια τεράστια αντίφαση όταν στο ίδιο έργο και προκειμένου να αποδείξει το μη αξιόμαχο του Δημοκρατικού Στρατού, γράφει ότι η αναλογία ενόπλων και αόπλων στις μονάδες του ΔΣΕ, όπως κι η πείνα των στρατιωτών του που μπορεί να μην έβαζαν μπουκιά στο στόμα τους επί μια βδομάδα, επέδρασαν καταλυτικά στην έκβαση των μαχών. Οι ξυπόλητοι, πεινασμένοι και άοπλοι αντάρτες του ΔΣΕ είχαν την παροχή πλούσιας υλικής βοήθειας λοιπόν! Περιγράφεται ο ΔΣΕ ως ένας στρατός απρόθυμων και ταλαιπωρημένων, ανίδεων ανθρώπων οι οποίοι οδηγούνταν στην καταστροφή απ’ την επιμονή της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Αν αυτό ισχύει, πόσες μαρτυρίες βιαίως στρατολογηθέντων (ιδιαίτερα γυναικών και ανηλίκων!) έχουμε; Πόσοι απ’ τους χιλιάδες αιχμαλώτους του ΔΣΕ που πέρασαν χρόνια σε εξορίες και φυλακές δήλωσαν ότι δεν πολέμησαν κατ’ επιλογή τους αλλά αναγκάστηκαν; Το ίδιο ισχύει και για τη γνωστή ιστορία με το «παιδομάζωμα» όπως και με αυτό που ο Μαραντζίδης αποκαλεί «ολοκληρωτικό κράτος του Γράμμου», προφανώς για να μας προϊδεάσει για το πώς θα ήταν η ζωή αν επικρατούσε ο ΔΣΕ. Τελικά, σ’ ένα στρατό μη συνειδητοποιημένων χωρικών, που οι μισοί σέρνονταν με το ζόρι, αντιμετώπιζαν τον αυταρχισμό των στρατιωτικών υπευθύνων και αγωνίζονταν για το τίποτα ξυπόλητοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, γιατί βρέθηκαν μόνο μετρημένοι στα δάχτυλα άνθρωποι να αποκηρύξουν τη δράση του; Αυτό είναι ένα μυστήριο που καλούνται να λύσουν οι κύριοι Μαραντζίδης και Καλύβας. Εμπιστευόμαστε την ικανότητα τους στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα κι αναμένουμε ενδιαφέρουσες απαντήσεις.

Ο εξαγνισμός των δικτατόρων
■ «ΛΑΔΙ» ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ Στ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΟΝ ΜΕΤΑΞΑ, ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΗΣ ΝΔ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ

Κομμάτι της αντιδραστικής αντεπίθεσης στον τομέα της ιστορίας είναι και η άμβλυνση των εντυπώσεων για μορφές, καθεστώτα και περιόδους που ντροπιάζουν την ανθρωπότητα, πρακτική που στις ακραίες εκφάνσεις της φτάνει μέχρι την ηρωοποίηση φασιστών και δικτατόρων.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της Στ’ Δημοτικού. Εκεί η πραξικοπηματική (με εντολή του παλατιού) κατάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Μεταξά περιγράφεται ως εξής: «Καθώς τα πολιτικά κόμματα έριξαν μεταξύ τους και στη χώρα επικρατούσε κοινωνική αναταραχή που εκφραζόταν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες, ανέλαβε την εξουσία ο υπουργός των Στρατιωτικών Ιωάννης Μεταξάς». Παρακάτω χαρακτηρίζεται ως έμπειρος στρατιωτικός που φρόντισε για τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας έτσι ώστε η κήρυξη πολέμου από την Ιταλία δεν τη βρήκε απροετοίμαστη, ενώ είπε το «Όχι», «εξ ονόματος όλου του λαού». Τέλος, οι εξορίες και τα βασανιστήρια προσπερνώνται με τη φράση «άσκησε διώξεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων». Πρόκειται για μια ιστορική σούπα, η οποία ξεπλένει το μεταξικό φασισμό.

Στην εξίσου επίκαιρη περίπτωση του έργου του στελέχους της ΝΔ, Ιωάννη Κωτούλα, Η άνοδος τον Γ Ράιχ, βλέπουμε όλο το βιβλίο να διαπνέεται από ένα θαυμασμό για το δημιούργημα του Χίτλερ και τους πρωταγωνιστές του. Έτσι, υπάρχουν προσεκτικά τοποθετημένα πολλά θετικά κοσμητικά επίθετα που χαρακτηρίζουν τους λόγους και τις προσπάθειες τους και κανένας αρνητικός χαρακτηρισμός. Παρομοίως, τα επιτεύγματα των επιστημών επί Χίτλερ αναφέρονται ως σπουδαία, όμως η ευγονική και η μαζική στείρωση ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων δεν χαρακτηρίζεται αποτρόπαια. Αντιθέτως, δικαιολογείται εμμέσως, λέγοντας πως παρόμοιες πρακτικές υπήρχαν και σε άλλα κράτη.

Άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει το βιβλίο του Κωτούλα είναι η μόνιμη σύγκριση του ναζισμού με τον κομμουνισμό, κατά την οποία πάντοτε ο κομμουνισμός βγαίνει πιο οπισθοδρομικός και πιο ολοκληρωτικός: «Σε επίπεδο καταστολής ο κομμουνισμός ήταν πολύ πιο ανελέητος και αποτελεσματικός, ενώ ο φασισμός πιο ανεκτικός». Καλύτερη η Γερμανία του Χίτλερ παρά η ΕΣΣΔ του Στάλιν, αυτό είναι ένα απ’ τα έμμεσα διδάγματα του βιβλίου, απόλυτα ενταγμένο στην ψυχροπολεμική θεωρία των ολοκληρωτισμών των άκρων.

Αντίστοιχα, για τη φυγή επιστημονικού δυναμικού εβραϊκής καταγωγής μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί σχολιάζει: «Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Αϊνστάιν, είχαν ταχθεί από το 1933 με τις δυτικές Δημοκρατίες κατά της νέας Γερμανίας και αργότερα θα ενστερνίζονταν σιωνιστικές απόψεις, ενώ θα προέβαιναν σε επιστημονικές ανακαλύψεις που αργότερα θα χρησιμοποιούντο για την κατασκευή της αμερικανικής ατομικής βόμβας». Εντυπωσιακή είναι και η χρήση μαρτυριών και πηγών μόνο ευνοϊκά διακείμενων προς τους ναζί.
Υπάρχει κανείς που ακόμα να αμφιβάλλει για τις πολιτικές συμπάθειες του κυρίου Κωτούλα;

ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΙΒΙΑ

Η φλόγα της εποχής των ρήξεων καίει ακόμα

■ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΙ «ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΣ»

Le drapeau de la victoireΕίναι ίδιον των εκπροσώπων της συγκεκριμένης τάσης να μιλούν εξ ονόματος της επιστημονικής αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας, της πολιτικής ουδετερότητας, του φρέσκου, του νέου, της ανάγκης να ξεφύγουμε από τις βεβαιότητες και τους βολικούς μύθους. Στην πραγματικότητα, είναι περισσότερο στρατευμένοι πολιτικά απ’ όσο κατηγορούν τους αντιπάλους τους.
Η προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας κουμπώνει με τη σημερινή πολιτική τους τοποθέτηση. Συστηματικός αρθρογράφος της Καθημερινής, ο Στάθης Καλύβας αρθρογραφεί συστηματικά και για τη σύγχρονη βία: «Η Ελλάδα παράγει τεράστιες ποσότητες πεζοδρομιακής βίας και δημόσιας αταξίας, σαφώς πολλαπλάσιες του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τα βίαια επεισόδια στο κέντρο της πρωτεύουσας έχουν αποκτήσει χαρακτήρα ρουτίνας, ενώ όποιοι επιθυμούν να κλείσουν το κέντρο δεν χρειάζονται δεύτερη σκέψη. Όσοι διαθέτουν βαρέα οχήματα, αποκλείουν τις εθνικές οδούς και όσοι εργάζονται σης μαζικές μεταφορές τα αποσύρουν από την κυκλοφορία κατά βούληση. Οι καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων είναι τόσο συνηθισμένες που δεν αποτελούν πια νέο, ενώ οι οπαδοί των διαφόρων ομάδων δεν αρκούνται πια στην καταστροφή των γηπέδων. Διαδηλωτές επιχειρούν ξυλοδαρμούς, ενώ “αντιεξουσιαστές” καταστρέφουν την ιδιωτική και δημόσια περιουσία και καίνε ανθρώπους με την ανοχή ή και την προστασία των “ειρηνικών” διαδηλωτών». Ενώ προβληματίζεται για την ανοχή που επιδεικνύει η ελληνική κοινωνία στη μη-κρατική βία: «Οι Έλληνες πιστεύουν ως επί το πλείστον πως το κράτος είναι ένας θεσμός που, αντί να προστατεύει τους πολίτες, τους καταδιώκει.
Είναι προφανές πως μια τέτοια αντίληψη ευνοεί το κλίμα ατιμωρησίας των μη κρατικών αυτουργών της βίας και επομένως συμβάλλει στην αύξηση της. Μπορούν να αναζητηθούν οι ιστορικές καταβολές της νοοτροπίας αυτής (όχι στην Τουρκοκρατία πάντως!)    Στα ίδια άρθρα του ξιφουλκεί κατά του μύθου της «λαϊκής έκρηξης» ή της «εξέγερσης του Δεκέμβρη» αποδίδοντας τη βία σε μικρές, περιθωριακές ομάδες και την ατιμωρησία τους.

Αντίστοιχα, ο Νίκος Μαραντζίδης τοποθετείται ανοιχτά σε έντυπα και παράθυρα υπέρ των τελευταίων μεταρρυθμίσεων που διαλύουν το δημόσιο πανεπιστήμιο, ενώ με την ιδιότητα του πολιτικού επιστήμονα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις «ομάδες φοιτητών» και εργαζομένων που εμποδίζοντας τις εκλογές για τα συμβούλια διοίκησης σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, καλλιεργούν μια κουλτούρα ανομίας και μη σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών.

Τελικά μάλλον το θέμα είναι η κουλτούρα της μη υποταγής και της αντίστασης που μπορεί να περιλαμβάνει την αντιβία των «κάτω» ως ένα ιστορικό μέσο πάλης. Προφανώς, ο σκοπός της αναθεώρησης που επιχειρεί η συγκεκριμένη τάση είναι πολιτικός, δεν εξαντλείται στη σφαίρα της επιστήμης ή στο παρελθόν, αλλά έχει ως κεντρικό στόχο να κλείσει το ρήγμα που άνοιξε η Αντίσταση κι έκλεισε στρατιωτικά με την ήττα στον Γράμμο το ’49, ιδεολογικά και πολιτικά όμως εμπνέει ακόμα ευρέα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, που σήμερα τοποθετούνται από το κέντρο έως την αναρχία.

Από την άλλη, πρέπει να τοποθετηθούμε κι απέναντι σε μια ιστορική αφήγηση που προώθησε η επίσημη Αριστερά στο φόντο της ελλιπούς αυτοκριτικής της, αλλά βασικά στο φόντο της ομαλής ένταξης της στον αριστερό πόλο του συστήματος. Η Αριστερά που αμύνεται όποτε την κατηγορούν οι απολογητές της πιο στυγνής τρομοκρατίας και προσπαθεί να αποδείξει ότι πάντα υπήρξε εντός νομιμότητας κι υπέρ μιας εθνικής συνεννόησης.

Μακριά από εμάς οι βεβαιότητες και η τυφλή εμμονή σε σχήματα που εξυπηρετούσαν αυτή την Αριστερά της ήττας και της συνδιαλλαγής. Έχουμε επίγνωση όλων των αντιφάσεων που ενυπήρχαν στο ρήγμα της περιόδου που άνοιξε η ίδρυση του ΕΑΜ και έκλεισε η ήττα του ΔΣΕ, όμως όσο κι αν μας κουνάν το δάχτυλο φωνάζοντας «κοιτάξτε τη στάχτη!» η φλόγα της εποχής των ρήξεων καίει ακόμα. Και θα μεταλαμπαδευτεί στο σήμερα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *