Ποιός θα ελέγξει τους ελεγκτές;

Του Λεωνίδα Βατικιώτη – Περιοδικό Επίκαιρα

Πλήθος ερωτηματικών δημιουργεί η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών να παραδώσει τον λογιστικό έλεγχο των κρατικών νοσοκομείων και των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων, σε πρώτη φάση, στα χέρια πολυεθνικών λογιστικοελεγκτικών εταιρειών. Πρόκειται συγκεκριμένα για τις «τέσσερις μεγάλες», όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται στον διεθνή Τύπο: Ernst & Young και Pricewaterhouse Coopers (βρετανικών συμφερόντων), Deloitte & Touche (αμερικανικών συμφερόντων) και KPMG (ολλανδικών συμφερόντων). Μαζί δε με αυτές και η επίσης αμερικανική Grand Thornton. Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου εμφάνισε αυτή την κίνηση ως μια ακόμη προσπάθεια στον… άοκνο αγώνα του να βάλει τάξη στα δημόσια οικονομικά καταπολεμώντας φαινόμενα κακοδιαχείρισης και σπατάλης. Άμεσα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, αναμένεται να πιάσουν δουλειά στα νοσοκομεία Ευαγγελισμός, Αττικόν και Γ. Γεννηματάς και στα ταμεία ΙΚΑ, ΟΠΑΔ, ΟΑΑΕΕ και ΟΓΑ. Στη συνέχεια δε στους δήμους και τις ΔΕΚΟ.

Η ανάθεση σε ιδιώτες ελεγκτές του ελέγχου των δημοσίων λογιστικών αποτελεί το αποκορύφωμα της αποθέωσης του ιδιωτικού εις βάρος του δημόσιου. Το σκεπτικό πίσω από την «δουλειά» φαίνεται να αποτελεί γνήσιο τέκνο ενός ματωμένου γάμου μεταξύ του ΔΝΤ υπό την κατοχή του οποίου τελεί η χώρα και του ΟΟΣΑ όπου εργάστηκε ο υπουργός Οικονομικών. Δύο μισητών οργανισμών λόγω του πρωτοπόρου ρόλου που διαδραματίζουν στην υπόδειξη αντιλαϊκών πολιτικών (μείωση κοινωνικών παροχών, περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων, κ.λπ.) προς τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Το
 σκεπτικό λοιπόν πίσω από την απ’ ευθείας ανάθεση είναι σε αδρές γραμμές το εξής: ο,τιδήποτε δημόσιο είναι ύποπτο διαφθοράς και σκανδάλων και ένοχο μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου (πως αλλιώς θα στιγματιστεί στη συνείδηση της κοινωνίας η άσκηση αναδιανεμητικής πολιτικής ως μηχανισμός ρεμούλας;) ενώ, στον αντίποδα, το ιδιωτικό είναι συνώνυμο της διαφάνειας και της αξιοκρατίας (πως αλλιώς θα εμφανιστούν ως νομοτέλεια οι κοινωνικές αντιθέσεις;) σε βαθμό τέτοιο ώστε, εκ προοιμίου, να πληροί όλα τα κριτήρια για να αναγνωριστεί ως υπέρτατος κριτής του δημόσιου.

Το κακό όμως είναι ότι από την εποχή που γράφονταν τα εγχειρίδια της Σχολής του Σικάγου τα οποία έπαιρναν υπό μάλης οι νεοφώτιστοι νεοφιλελεύθεροι για να πάνε να τα εφαρμόσουν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Και ο ιδιωτικός τομέας αποδείχθηκε ότι φέρει μαζί του την ίδια αν όχι χειρότερη διαφθορά από αυτήν του δημόσιου τομέα που κλήθηκε να θεραπεύσει. Οι λογιστικοελεγκτικές εταιρείες αποτελούν τυπικότατο παράδειγμα. Το αστείο μάλιστα είναι ότι μπορεί στην Ελλάδα οι όψιμοι νεοφιλελεύθεροι του ΠΑΣΟΚ με τον υπερβάλλοντα ζήλο του νεοφώτιστου να τις εμφανίζουν ως την τελευταία λέξη της μόδας στον τομέα της διαφάνειας, στο εξωτερικό όμως, τόσο τις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, ο δημόσιος έλεγχος και η ρύθμιση τους έργου τους αποτελούν θέμα έντονης αντιπαράθεσης. Ο λόγος είναι πως ο επιμερισμός ευθυνών για το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης βρήκε τις ελεγκτικές εταιρείες εξ ίσου έκθετες και υπόλογες με τις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που βαθμολογούσαν με την ανώτερη δυνατή αξιολόγηση τα τοξικά ομόλογα.

Οι ελεγκτικές εταιρείες που σήμερα είναι «τέσσερις μεγάλες» μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ήταν «οκτώ μεγάλες». Το 2001 μετά από μια σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων έγιναν πέντε. Η πέμπτη, η Arthur Andersen, κατέρρευσε μαζί με τον αμερικανικό ενεργειακό κολοσσό της Enron το 2002 όταν θεωρήθηκε ένοχη για το μαγείρεμα των λογιστικών της βιβλίων, έτσι ώστε η πραγματική της οικονομική κατάσταση να συγκαλύπτεται και οι μέτοχοι να έχουν μια εξωραϊσμένη ειδυλλιακή εικόνα. Οι ευθύνες της ελεγκτικής εταιρείας, όπως καταλογίστηκαν από την αμερικανική δικαιοσύνη – εκ των υστέρων φυσικά, ήταν τόσο σοβαρές ώστε ο… ένδοξος κύκλος της τερματίστηκε μαζί με αυτόν της Enron.
Έκτοτε έχουν δει το φως της δημοσιότητας μια σειρά από άλλα, πολύ σοβαρά σκάνδαλα, που επιβεβαιώνουν ότι ο έλεγχος των λογιστικών καταστάσεων των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ σοβαρή δουλειά για να ανατεθεί στον ιδιωτικό τομέα.

Ξεκινώντας από τα πιο πρόσφατα ξεχωρίζουμε τις ευθύνες της Ernst & Young για το σκάνδαλο της Lehman Brothers, η χρεοκοπία της οποίας τον Σεπτέμβρη του 2008 αποτέλεσε το αποκορύφωμα της κρίσης των υποβαθμισμένων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Αυτό όμως που έγινε γνωστό σε όλους εμάς στις 15 Σεπτέμβρη του 2008 – η έκθεσή της δηλαδή σε υπερβολικό δανεισμό – η ελεγκτική εταιρεία Ernst & Young που πληρωνόταν για να υπογράφει τα βιβλία της το ήξερε πολύ καιρό πριν. Το γνώριζε και το συγκάλυπτε. Ειδικότερα, όπως περιγράφεται στο πόρισμα των αμερικανικών αρχών έκτασης 2.200 σελίδων, η Ernst & Young είχε επίγνωση της απάτης που έκανε η διοίκηση της τράπεζας όταν καταχωρούσε στις πωλήσεις, μέχρι να δημοσιευτούν οι καταστάσεις, ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο έτσι ώστε να εμφανιστεί μειωμένος ο δανεισμός. Το αποτέλεσμα ήταν η τράπεζα να έχει γονατίσει από τις υποχρεώσεις κι οι μέτοχοι, χάρη στις πολύτιμες υπηρεσίες των ελεγκτών, να ενημερώνονται για μια ανθηρή και αξιοζήλευτη κατάσταση…

Η Lehman Brothers δεν ήταν η μοναδική «ελεγχόμενη» εταιρεία που επωφελήθηκε από την τεχνογνωσία της Ernst & Young στη δημιουργική λογιστική και το μαγείρεμα των στοιχείων. Αλήθεια, ενάντια σε αυτά τα κόλπα της Στατιστικής Υπηρεσίας δεν ξιφουλκούσε ο Γ. Παπακωνσταντίνου πριν μερικούς μήνες; Προφανώς είναι μεμπτά και αξιοκατάκριτα όταν αξιοποιούνται από το δημόσιο (και χρυσές ευκαιρίες για να παραδοθούν δημόσιες υπηρεσίες στον απ’ ευθείας έλεγχο του ΔΝΤ μέσω του διορισμού των κατάλληλων ανθρώπων) ενώ όταν γίνονται από τον ιδιωτικό τομέα, τότε είναι «στιγμιαία λάθη». Κι ας επαναλαμβάνονται κατά κόρον… Η Ernst & Young λοιπόν προσέφερε τις ίδιες «πολύτιμες υπηρεσίες» της στην δημιουργική λογιστική και στην Anglo Irish Bank βοηθώντάς την να «καταχωνιάσει» ένα δάνειο ύψους 87 εκ. ευρώ. Πως το κατάφερε; Αξιοποιώντας τη διαφορετική ημερομηνία έναρξης και λήξης του οικονομικού έτους μεταξύ της ίδιας και των θυγατρικών της. Έτσι το δάνειο μέχρι τις 30 Σεπτέμβρη που έληγε το οικονομικό έτος για την Anglo Irish ήταν καταχωρημένο στην Irish Nationwide και μέχρι τις 31 Δεκέμβρη που έληγε το οικονομικό έτος για την Irish Nationwide μεταφερόταν στην Anglo Irish! Το αποτέλεσμα ακραίων κερδοσκοπικών πράξεων και της δημιουργικής λογιστικής της Ernst & Young που προσέφερε την τεχνογνωσία για το κουκούλωμά τους ήταν η μετοχής της να χάσει το 97% της αξίας της σε ένα χρόνο, οι διευθυντές της να παραιτηθούν και οι φορολογούμενοι να πληρώσουν 10 δις. ευρώ με τα οποία χρηματοδοτήθηκε η συγκεκριμένη τράπεζα για να αναπληρώσει το κεφάλαιό της. Σε ό,τι αφορά την ίδια ελεγκτική εταιρεία, την Ernst & Young, ξεχωρίζουμε ακόμη από τα έργα και τις ημέρες της την φυλάκιση στελεχών της από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ (που για κάθε άλλο παρά από την έχθρα τους απέναντι στον ιδιωτικό τομέα φημίζονται) με αφορμή κατηγορίες για απάτη.

Αυτές τις εταιρείες θα βάλει να περιφρουρήσουν το δημόσιο χρήμα ο Γ. Παπακωνσταντίνου;

Οι ίδιες κατηγορίες βαρύνουν και τις υπόλοιπες ελεγκτικές.
Στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς οικονομικού Τύπου έφθασε πέρυσι ένα κατόρθωμα της εταιρείας PriceWaterhouse Coopers. Συγκεκριμένα, η συμβολή που προσέφερε σε μια πολυεθνική ινδική εταιρεία λογισμικού (την τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) ονόματι Satyam Computer Services με απώτερο στόχο να εμφανίζει κέρδη ύψους 1 δις. δολ. επί διετία. Το σκάνδαλο ήταν τόσο μεγάλο ώστε χαρακτηρίστηκε Enron της Ινδίας. Ο ηθικό αυτουργός ωστόσο, η PriceWaterhouse Coopers, παρά την δημόσια και διεθνή κατακραυγή δεν αντιμετώπισε σοβαρές συνέπειες. Στα μαλακά έπεσαν οι ευθύνες της και σε ότι αφορά την αποδεδειγμένη λαθροχειρία του ασφαλιστικού γίγαντα American International Group (AIG). Η PriceWaterhouse Coopers ειδικότερα θεωρήθηκε ότι γνώριζε για ένα δομημένο ομόλογο που ανέλαβε ο αμερικανικός ασφαλιστικός κολοσσός το 2004, με αποτέλεσμα η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς να της επιβάλει πρόστιμο 80 εκ. δολ. Η PriceWaterhouse Coopers επίσης θεωρήθηκε ότι γνώριζε και στο σκάνδαλο φοροκλοπής της αμερικανικής Tyco το 2002.
Η Deloitte & Touche δέχθηκε τα πυρά αρχών, Τύπου και επενδυτών με αφορμή την ανάμειξή της στο σκάνδαλο της ιταλικής γαλακτοβιομηχανίας Parmalat, που μέχρι το 2003 ήταν η όγδοη μεγαλύτερη βιομηχανία της Ιταλίας, απασχολώντας 35.000 εργαζόμενους. Η χρεοκοπία της χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη επιχειρηματική χρεοκοπία της Ευρώπης. Ξεκίνησε δε να ξεδιπλώνεται όταν μια τράπεζα χαρακτήρισε ως πλαστό ένα έγγραφο της εταιρείας με βάση το οποίο είχε καταθέσεις ύψους 4 δις. ευρώ στα νησιά Κειμάν! Οι αποκαλύψεις έφεραν στην επιφάνεια μια μαύρη τρύπα έκτασης 14 δις. ευρώ στα λογιστικά της βιβλία, τα οποία η Deloitte & Touche έβρισκε μέχρι την προηγούμενη… μέλι γάλα.

Ανάλογα σκάνδαλα βαρύνουν λίγο – πολύ και τις άλλες δύο ελεγκτικές εταιρείες (Grant Thornton και KPMG) στις οποίες ο Γ. Παπακωνσταντίνου ετοιμάζεται να παραδώσει τον δημόσιο τομέα προς… εξυγίανση.

Επιπλέον ερωτηματικά ωστόσο για την επιλογή της κυβέρνησης προκαλεί το γεγονός ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο, που στην Ελλάδα η τρόικα εγκαθιστά τις ελεγκτικές εταιρείες στο δημόσιο, στην Ευρώπη ακόμη και στην Αγγλία ρυθμιστικές και πολιτικές αρχές πνέουν μένεα εναντίον τους. Τις επόμενες εβδομάδες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να εκδώσει μια «Πράσινη Βίβλο» όπου θα επιχειρηθεί να μπουν κάποιοι κανόνες στο έργο τους. Την προκλητική ατιμωρησία τους επέκρινε κι ο αρμόδιος ευρωπαίος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ λέγοντας τα εξής: «Ενώ ο ρόλος των κύριων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών παραγόντων (τράπεζες, αντισταθμιστικά κεφάλαια, οίκοι αξιολόγησης, πιστωτικού κινδύνου, κ.α.) εξετάστηκε αμέσως μετά την κρίση, ο ρόλος των ελεγκτών μέχρι τώρα δεν έχει εξεταστεί». Ο ευρωπαίος επίτροπος παρότι έπαιρνε ως αφορμή τις ευθύνες της Ernst & Young στην Lehman Brothers αναφερόταν σε όλο τον κλάδο. Ο οποίος κλάδος επιφορτισμένος να ελέγχει την αγορά αποτελεί υπόδειγμα ολιγοπωλιακής οργάνωσης με 4,5 εταιρείες να ελέγχουν όλες σχεδόν τις εισηγμένες επιχειρήσεις!

Σε στενό κλοιό έχουν βρεθεί οι ελεγκτικές εταιρείες και στην Αγγλία. Κοινό πόρισμα δύο ρυθμιστικών αρχών (FSA και FRC) που διερεύνησαν τις ευθύνες τους για το ξέσπασμα της κρίσης εντόπισε «ανησυχητική έλλειψη σκεπτικισμού» σε ελέγχους τραπεζών. Στην έκθεση μεγέθους 80 σελίδων παρατίθενται παραδείγματα όπου οι ελεγκτικές εταιρείες δεν έκαναν ελέγχους αλλά απλώς υπέγραφαν.

Το ερώτημα είναι αν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Γιατί, όλα τα παραπάνω βεβαιώνουν την αγεφύρωτη σύγκρουση συμφέροντος που υπάρχει στο ελεγκτικό έργο όσο αυτό είναι στα χέρια του ιδιωτικού τομέα και η κάθε επιχείρηση πληρώνει για να ελεγχθεί. Πόσο αυστηρός και αμερόληπτος μπορεί να είναι αυτός ο έλεγχος όταν οι ελεγκτικές εταιρείες ξέρουν πως η κατά γράμμα εφαρμογή του νόμου σε μια επιχείρηση σημαίνει πως για την επόμενη διαχειριστική περίοδο θα χάσουν τον πελάτη; Προφανώς οι «τέσσερις μεγάλες» δεν είναι θύματα. Θύτες και συνένοχοι είναι σε ένα σχέδιο ιδιωτικοποίησης των πάντων που παρότι αποδεικνύεται συνεχώς διάτρητο και αιτία ενδογενούς αποσταθεροποίησης, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως μονόδρομος, προς τεράστιο όφελός τους. Και εις βάρος της κοινωνίας.

Ειδικότερα το υπουργείο Οικονομικών, είναι υπόλογο στον βαθμό που δεν εξηγεί γιατί από τη συγκεκριμένη δουλειά (η οποία κακώς και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος με την στενή και ευρεία έννοια δόθηκε στους ιδιώτες) εξαιρέθηκαν αντίστοιχες ελληνικές εταιρείες! Επέβαλαν τον αποκλεισμό τους ΔΝΤ και ΕΕ μέσω της τρόικας για να πάρουν την δουλειά οι πολυεθνικές; Θεωρούνται αναξιόπιστοι και ανεπαρκείς επαγγελματίες οι Έλληνες; Ή μήπως απορρίφθηκαν επειδή δεν θα διευκόλυναν τα σχέδια οικονομικής κατοχής και παράδοσης δημόσιου πλούτου στα χέρια των πιστωτών;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *