Μάρκος Βαμβακάρης, δωρική κολώνα της ρεμπέτικης μουσικής (3 Βίντεο)

markos-1Γράφει ο kokkiniotis

Η βασική κολώνα της ρεμπέτικης μουσικής, είναι αναμφισβήτητα ο Μάρκος Βαμβακάρης. Πάνω σε αυτόν πάτησαν αργότερα οι σπουδαίοι έντεχνοι συνθέτες και το αναγνωρίζουν. Η δωρική λιτότητα της πενιάς του σπάει κόκκαλα.

Γεννήθηκε στην Άνω Σύρα, στη φτωχογειτονιά Σκαλί, την Τετάρτη 10 Μαΐου του 1905 ‘και ώρα τρίτη πρωινή από γονείς πάμπτωχους’, όπως ο ίδιος αφηγείται στην αυτοβιογραφία του:

“Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία”, Αγγελική Βέλλου –Κάιλ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.

Από αυτό το βιβλίο παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα, μαζί με τρία αθάνατα τραγούδια του: Ο Σταύρος, “Όσοι έχουνε πολλά λεφτά’ και βέβαια, οι “Βεργούλες”.

Δείτε ακόμη πρόσφατη ανάρτησή μας στην επέτειο του θανάτου του (8 Φεβρουαρίου 1972):

Μάρκος Βαμβακάρης: «Κι εγώ φτωχός γεννήθηκα, τον κόσμο έχω γυρίσει, μέσα απ” τα φύλλα της καρδιάς κι εγώ έχω μαρτυρήσει»

Τα αποσπάσματα μιλάνε για τη σχέση του με το μπουζούκι, για τον τρόπο με τον οποίο έγραφε τα τραγούδια του και για τις πηγές της έμπνευσής του. Οι πίκρες, ο καημός, αλλά και

“Εγώ δεν είμαι ποιητής
τραγούδια νά ταιριάζω
και μου τα φέρνει ο αργιλές
και τα κατασκευάζω.”

Έφαγε ψωμί πολύς κόσμος από τα τραγούδια του Μάρκου, πολλοί το αναγνωρίζουν, κι όμως αυτός στην εποχή του ανεβοκατέβαινε σε μεγάλη ηλικία άπρακτος τις σκάλες των δισκογραφικών εταιριών ή γύριζε με το μικρό του γιό και το μπουζούκι του τις ταβέρνες.

Το όργανο, το μπουζούκι

Στα Ταμπούρια, όχι μόνον μυήθηκα στή σκληρή ζωή του εργάτη στον Περαία, αλλά άγάπησα καί παντρεύτηκα τήν πρώτη μου παντρειά, έγινα άρκοολικός καί στό χασίσι, μα τό πιο σπουδαίο απ’ όλα ξεμυαλίστηκα μέ τό όργανο αύτό, τό μπουζούκι.

Λίγο πριν πάω στρατιώτης, τό 1924 ή άρχή τό 25, άκουσα κατά τύχη το μπάρμπα Νίκο τόν Αϊβαλιώτη νά παίζει τό μπουζούκι του, τό όποιον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θά κόψω τά χέρια μου μέ τήν τσατίρα που σπάνε τα κόκκαλα στό μαγαζί.

Λογάριασα τόν όρκο μου ιερό και απαράγραπτο. Τέτοιο πράμα, τέτοιο όργανο είναι, είπα άπό μέσα μου, αυτό τό μπουζούκι. Και άρχινάει τό μαρτύριο της οίκογένειας, του  πατέρα και της μάνας μου. Σταμάτησα τότες κάθε δουλειά.

Αν καί δούλευα τότες έκδορεύς στα σφαγεία του Πειραιώς, δεν επήγαινα  γιά δουλειά, ούτε τίποτες. Τίποτες. Ή δουλειά μου ήτανε μόνο τό μπουζούκι καί χασίσι. Καί έκτοτε μέ αιχμαλώτισε όργανο. Τίποτε άλλο δέν ήταν γιά μένα στόν κόσμο.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ, ΤΑ ΛΟΓΙΑ, ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Αυτή ή δεκαετία 30-40 ήταν χρυσή για μένα. Τότε έγραψα τα καλύτερα μου τραγούδια. Η μόνη μου, η μεγάλη στενοχώρια ήταν αυτή της πρώτης μου της γυναίκας. Αυτό μ’ έτρωγε. Ομως η στενοχώρια εμένα με βοηθάει στη δουλειά μου γιατί γράφω κάπως καλύτερα, κάπως ευκολώτερα όταν είμαι στενοχωρημένος. Κι ήμουν και συνέχεια μαστούρης ε;

Οταν εμαστούριαζα μέ το χασίσι, άσε από εμπνεύσεις. Μη συζητάς. Ολο έμπνευση ήμουνα. Μου ερχότανε πολύ, πολύ. Πάντα ήθελα να είμαι μοναχός. Πάντα επεδίωκα νά είμαι μοναχός όπου κι αν πήγαινα, διότι έπρεπε ή να γράψω στίχους ή νά κάνω μουσική μέ τό στόμα έ; Κάπου κάθιζα εκεί σ’ ένα μέρος, σ’ όποιο μέρος άραζα, κι έγραφα.

Τά λόγια έγραφα πρώτα σ’ ένα τετράδιο, εβάσταγα πάντα ένα τετράδιο, και κατόπιν έβαζα μουσική. Τή μουσική τη θυμόμουνα. Βέβαια τώρα έχω τόν Πρώκο, τόν πατριώτη μου, κι είμαι εντάξει. Αμέσως μου τα γράφει. Ό Πρώκος είναι μουσικός, δηλαδή ξέρει και διαβάζει τήν πάρτα. Άπό τή Σύρα. Ηρθε με βρήκε, προσπάθησα να τόνε βγάλω σε δουλειά, νά του κάνω κάτι. Εν τω μεταξύ κάνει μιά δουλειά πού γράφει άπ’ τούς μουσικούς και μπαλώνεται. Παίζει και το πιάνο το βράδυ στα πάρκα.

Άλλα πρώτα, ώσπου να βρω τόν μουσικό, ώσπου νά κάνω να δείξω, πέρναγε καιρός και φοβόμουνα νά μήν τό ξεχάσω, γιατί πολλά μου ‘χουνε διαφύγει, δηλαδή μουσικές. Γιατί λόγια τά ‘γραφα, δέ μου διαφεύγαν. Ώραία κομμάτια, τά θυμάμαι. Δεν τά θυμάμαι δηλαδή, αλλά θυμάμαι ότι μου φύγανε.
Και εικόνες και λόγια και αισθήσεις όλα μπαίνουν στά λόγια. Μέχρι τώρα γίνεται αυτό. Πώς νά τό περιγράψω αυτό τό πράμα; Μπορεί να πα να πέσω να κοιμηθώ και βέβαια δε με παίρνει ο ύπνος στα ίσα παρά ο νους μου είναι εκεί στο γράψιμο. Πιο πολύ στό γράψιμο. Άλλά μερικές φορές και στον υπνο κάνω μουσική, και μουσική τήν οποία σηκώνομαι άμέσως και πιάνω τ’ όργανο, τό μπουζούκι, και το παίζω. Την ακούω σαν τραγούδι στον ύπνο μου. Κοι¬μάμαι κι ονειρεύομαι τό τραγούδι αυτό. Και ξυπνώ καί πάω στό στόμα. Και μόλις πιάσω τό μπουζούκι τό βρίσκω άμέσως. Μού ‘ρχεται παιδί μου. Μια φορά είχα γράψει ένα ζόρικο στίχο κι έλεγα

Εγώ δεν είμαι ποιητής
τραγούδια νά ταιριάζω
καί μου τα φέρνει ο αργιλές
καί τα κατασκευάζω.

Έτοιμα έρχονται, έτοιμα. Δέν έχω στεναχωρεθεί γιά νά γράψω τραγούδι, δέν έχω στεναχωρεθεί γιά νά γράψω μουσική. Πάντως όταν είμαι λιγάκι στενοχωρημένος ο νους μου δουλεύει πιό καλά. Άπό διάφορες στενοχώριες. Άπό ο,τιδήποτε άμα είμαι λίγο στενοχωρημένος έρχεται πιό καλά καί στό γράψιμο καί στή μουσική.

Γιά μένα δέν υπάρχει κανένα πρόβλημα, καμιά δυσκολία στή σύνθεση. Θά κάνω ένα κομμάτι μουσικό, τό οποίο έχω τό μαγνητόφωνο τώρα μπροστά μου καί θά τό παίξω, θά τό γράψω, θά τό μαγνητοφωνήσω. Τελείωσε. Μόλις θά τό μαγνητοφωνήσω θά κάνω λόγια ψεύτικα. “Οταν τό μαγνητοφωνώ τραγουδάω μέ ψεύτικα λόγια, διάφορα λόγια. Λέω ό,τι γουστάρει ή ψυχή μου γιά νά δώ τί λόγια τραβάει αυτό τό τραγούδι. Σ’ άγαπώ, μ’ άρέσεις, σέ πονώ, σέ λυπάμαι.

Ψεύτικα λόγια. Καί ύστερα γράφω τά σωστά λόγια. Τά ψεύτικα τά λέω γιά νά πάρω μέτρα. Μέτρα γιά τό τραγούδι, γιά τά σωστά λόγια, τί λόγια θά γράψω. Νά μετρήσω τις λέξεις, τΙς συλλαβές. Πόσες λέξεις σε κάθε σειρά. “Αλλες φορές το μαγνητοφωνώ μέ ψεύτικα λόγια και άλλες μόνο τή μουσική. Τό ‘κανα αυτό και πάνω στήν ταινία, και πάνω στό σωστό τό τραγούδι, δηλαδή τή μουσική, είναι ψεύτικα λόγια. “Αλλοτε θά παρέλθει καιρός για νά γράψω πάλι. “Οχι καιρός άλλα όποτε μου κατέβει. Μετά τό ακούω και βλέπω. Τί λόγια θέλει αυτό το τραγούδι; Και φράπ, πιάνω και βάζω.

Πότε πότε άκούω μια καλή λέξη. Έσύ μπορεί νά τήν πεις, ή γυναίκα μου, κανένα παιδί άπ’ όξω. “Α, αύτή τή λέξη πρέπει νά τήν βάλω σε τραγούδι. Π.χ. χτές έκαθόμουνα πάνω κει στό κρεβάτι μου και έλεγα ένα πράμα τό όποιο δέν τό τελείωσα

Και μέ φιλιά και χάδια μού ‘χεις πληγώσει τήν ψυχή μέ τόσα πολλά ζαράρια

Ρημάδια, τό είχα, αλλά μου άρεσε τό ζαράρια. Δέν τελείωσα ακόμα γιατί είναι τετράστιχο. Είναι διάφορες κουβέντες πού κάνουν γιά τραγούδια π.χ. αγγελοκαμωμένη μου και λαμπαδοχυτή μου, δηλαδή όπως τό γυαλί της λάμπας.

 

Τό όργανο

Το μπουζούκι και τα ταξίμια του και τα μυστήριά του, αυτά δεν είναι πράματα πού τά ξέρει ο καθένας, ούτε και γράφονται σε βιβλίο γιατί πώς θα το καταλάβει ο άλλος χωρίς να ακούσει έτσι πώς θά στά κάνω έγώ τώρα στό όργανο. Όμως ό,τι καταλαβαίνεις εσύ γράψε. Αυτοί πού έχουν μεράκι κάτι θά καταλάβουν και όλοι θά δουν ότι αυτό τό μπουζούκι πού τό κυνήγησαν οι αστυνομίες χρόνια, σά νά ήτανε έγκλημα, είναι μεγάλο πράμα, μεγάλη δουλειά. Δεν μπορεί νά τό καταπιαστεί έτσι εύκολα ο τυχών. Έγώ τά έμαθα όλα αυτά από τούς παλιούς σιγά σιγά, στους τεκέδες και δώ και κει, έπειδή είχα πολύ μεράκι κι όλο μ’ αύτό το μπουζούκι είχα νά κάνω. Είπαμε, γι’ αύτό το όργανο θυσίασα το παν. Με κυρίεψε. Όμως και με ανέβασε πολύ ψηλά.

Το μπουζούκι έχει τό σκάφος του με το καπάκι του από πάνω καί τό μ ά ν ι κ ό του. Τό μάνικο έπάνω έχει τήν πλάκα του, όπου είναι αυτά τά τ ά σ τ α του. Αύτά άνάμεσα από δύο τάστα δεν έχουν ονομασία. Έπάνω στό μάνικο είναι τά κλειδιά του μέ τήν κορδατούρα του δηλαδή τά τέλια του μπουζουκιοΰ.

Ακόμα δεν έχει βρεθεί μάστορας νά κάνει σωστό τό μπουζούκι, γιατί δέν μπορούν νά κάνουν τό μισό, τό μισό τοΰ μισοΰ, τό μισό τοΰ μισοΰ αύτοΰ κλπ. ώσπου νά φθάσουν στό ολόκληρό του, νά ‘ναι σωστή η ταχέρα του, ή κλίμακα. Μά όλοι οι μαστόροι, άπό τόν πιό καλό ώς τόν πιό χειρότερο, δέν εχει βρεθεί άκόμα άνθρωπος νά κάνει τό τέλειο μπουζούκι. Δέν τό ‘χουν βρει άκόμα. Τό ακούω έγώ αύτό τό πράμα, τό λειψό. Βέβαια. Άκόμα πού τό κουρντίζεις και δέν μπαίνει σωστό τό κούρντισμα.

Υπάρχει μπουζούκι μέ 450 δραχμές και υπάρχει μπουζούκι μέ 15 χιλιάδες και 20 χιλιάδες, άλλά άμα δ τεχνίτης είναι καλός, στό μόνο πού διαφέρουν αύτά τά μπουζούκια είναι ή δμορφιά πού τοΰ βάζουν απάνω, οι διάφορες φιγοΰρες.

Ε.—- Κυρ Μάρκο, νομίζετε δτι τό μπουζούκι εξελίχθηκε άπό τό σάζι;

Α.— Δέν τό ξέρω αύτό τό πράμα. Τό σάζι είναι άλλο καί τό μπουζούκι είναι άλλο.

Ε.— Έχετε παίξει ποτέ σάζι;

Α.— Τό είδα μονάχα, ούτε καί τ’ άκουσα. Τό είδα μονάχα. Πήγα σ’ έναν άνθρωπο πού βάσταζε ένα τέτοιο, τό οποίο ήτανε σάζι. Δηλαδή τό γνωρίζω τώρα άν τό δω.

Ε.-Κύρ Μάρκο, τά διαστήματα στό μπουζούκι είναι τά ϊδια δπως στό λαοΰτο;

Α.— Δέ θά μπορέσω νά τό ξέρω αύτό τό πράμα διότι δέν είμαι μουσικός.

Ε.—”Οπως στήν κιθάρα;

Α.—”Αλλα διαστήματα εχει ή κιθάρα, άλλα τό λαοϋτο, άλλα τό μπουζούκι καί άλλα τό μαντολίνο.

Ε.— Αύτά τά τάστα, μήπως προηγουμένως, άλλά στή δική σας τή ζωή, είχαν διαφορετικά διαστήματα άπό ό,τι έχουν τώρα;

Α.—”Οχι, αύτά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *