Βρισκόμαστε σήμερα στο διαμετρικά αντίθετο σημείο από τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η Αριστερά ήξερε «τι να κάνει» (να εγκαταστήσει τη δικτατορία του προλεταριάτου), αλλά έπρεπε να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Σήμερα δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά οφείλουμε να δράσουμε τώρα, γιατί οι επιπτώσεις της μη δράσης θα είναι ολέθριες. Θα αναγκαστούμε να δράσουμε «σαν να είμαστε ελεύθεροι». Θα χρειαστεί να ρισκάρουμε κάνοντας βήματα στην άβυσσο, σε εντελώς απρόσφορες συνθήκες.
Στις φετινές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον των μέτρων λιτότητας στην ευρωζώνη- στην Ελλάδα και, σε μικρότερη έκταση, σε Ιρλανδία, Ιταλία και Ισπανία- ήρθαν σε αντιπαράθεση δύο διαφορετικές αφηγήσεις. Η κυρίαρχη αφήγηση του κατεστημένου προτείνει μια απο- πολιτικοποιημένη εκδοχή της κρίσης ως φυσικού γεγονότος: τα ρυθμιστικά μέτρα παρουσιάζονται όχι ως αποφάσεις στο έδαφος πολιτικών επιλογών, αλλά ως προσταγές μιας ουδέτερης οικονομικής λογικής- αν θέλουμε να σταθεροποιήσουμε την οικονομία μας, είμαστε υποχρεωμένοι να καταπιούμε το πικρό χάπι. Η άλλη αφήγηση, των εργατών, φοιτητών και συνταξιούχων που διαμαρτύρονται, βλέπει τα μέτρα λιτότητας ως άλλη μία απόπειρα του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου να αποδιαρθρώσει τα υπολείμματα κοινωνικού κράτους (…).
Αν και υπάρχει δόση αλήθειας και στις δύο αφηγήσεις, στο θεμελιώδες περιεχόμενό τους είναι και οι δύο εσφαλμένες.
Η αφήγηση του κατεστημένου αποσιωπά το γεγονός ότι τα τεράστια ελλείμματα συσσωρεύτηκαν ως αποτέλεσμα των τεραστίων κονδυλίων που διατέθηκαν για τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών από τα κράτη και από την πτώση των δημοσίων εσόδων λόγω της ύφεσης. Αλλά και το γεγονός ότι το μεγάλο δάνειο που έλαβε η Αθήνα προορίζεται για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους στις μεγάλες γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, η αφήγηση των αντιφρονούντων αποτυπώνει από άλλη μία σκοπιά τη μιζέρια της σημερινής Αριστεράς: Οι διεκδικήσεις της δεν έχουν θετικό, προγραμματικό περιεχόμενο, αλλά μόνο μια γενικευμένη άρνηση απέναντι στις επιθέσεις που δέχεται το υπάρχον κράτος πρόνοιας. Η ουτοπία δεν βρίσκεται στη ριζοσπαστική αλλαγή του συστήματος, αλλά στην ιδέα ότι μπορεί κανείς να διατηρήσει ένα κράτος πρόνοιας εντός του συστήματος (…).
Ποια Ευρώπη;
…
Ένα πράγμα είναι σαφές: Μετά από δεκαετίες κράτους πρόνοιας, κατά τις οποίες οι περικοπές ήταν σχετικά περιορισμένες και συνοδεύονταν από την υπόσχεση ότι τα πράγματα θα επέστρεφαν σύντομα στη φυσιολογική τους κατάσταση, μπαίνουμε τώρα σε μια περίοδο όπου ένα ορισμένο είδος οικονομικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης γίνεται μόνιμο καθεστώς, σταθερά της ύπαρξης, τρόπος ζωής. Φέρνει μαζί της την απειλή πολύ περισσότερο άγριων μέτρων λιτότητας, ακρωτηριασμών κατακτήσεων, συρρίκνωσης των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, περισσότερο προσωρινής απασχόλησης (…).
Σ’ αυτό το φόντο, είναι μάταιο να ελπίζουμε ότι η συνεχιζόμενη κρίση θα είναι περιορισμένη και ότι ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός θα συνεχίσει να εγγυάται ένα σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο για διευρυνόμενο πλήθος ανθρώπων. Απέναντι σε μια τέτοια, παράδοξη για ριζοσπάστες, λογική έρχεται να αντιπαρατεθεί το σύνθημα του Μπαντιού: mieux vaut un desastre qu’un desetre- καλύτερα η καταστροφή, παρά η ανυπαρξία! Οφείλουμε να αναλάβουμε το ρίσκο του Συμβάντος, ακόμη κι αν το Συμβάν καταλήξει σε μια «σκοτεινή καταστροφή». Η μεγαλύτερη ένδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης της Αριστεράς στον εαυτό της είναι ακριβώς ο φόβος της κρίσης. Μια πραγματική Αριστερά παίρνει την κρίση στα σοβαρά, χωρίς αυταπάτες. Η βασική της ενόραση είναι ότι, αν και οι κρίσεις είναι επώδυνες και επικίνδυνες, παραμένουν αναπόφευκτες και αντιπροσωπεύουν το πεδίο στο οποίο οφείλει να δώσει και να κερδίσει τις μάχες της. Να γιατί σήμερα το παλιό σύνθημα του Μάο Τσετούνγκ ακούγεται επίκαιρο: «Κάθε τι κάτω από τον ουρανό βυθίζεται στο απόλυτο χάος- η κατάσταση είναι εξαιρετική»!
Κράτος και τάξεις
(…) Εδώ είναι που η θεμελιώδης θέση του Μαρξ παραμένει ισχυρή, ίσως μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν τοποθετείται πρωταρχικά στην καθ’ εαυτήν πολιτική σφαίρα- όπως το θέλει η αντίληψη των θεσμών του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, που όταν θέλουν να κρίνουν το βαθμό φιλελευθερισμού μιας χώρας θέτουν τα ερωτήματα: Έχει ελεύθερες εκλογές; Έχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη; Είναι ο Τύπος ελεύθερος από κρυφές πιέσεις; Γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα; Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται περισσότερο στο «μη πολιτικό» δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η απαιτούμενη αλλαγή δεν είναι η πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων. Δεν ψηφίζουμε για να αποφασίσουμε ποιος θα κατέχει τι ή για τις σχέσεις εργατών- διευθυντών στο εργοστάσιο. Όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της πολιτικής σφαίρας.
Είναι αυταπάτη να πιστέψουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση πραγμάτων απλώς «επεκτείνοντας» τη δημοκρατία σ’ αυτή τη σφαίρα- π.χ. οργανώνοντας «δημοκρατικές» τράπεζες υπό λαϊκό έλεγχο. Η ριζοσπαστική αλλαγή σε αυτό το πεδίο βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των νομικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Φυσικά, παρόμοιες δημοκρατικές διαδικασίες μπορεί να παίξουν θετικό ρόλο. Παραμένουν όμως στοιχεία του αστικού κράτους, σκοπός του οποίου είναι να εγγυηθεί την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια, ο Μπαντιού είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο τελικός εχθρός σήμερα δεν είναι ο καπιταλισμός, η αυτοκρατορία ή η εκμετάλλευση, αλλά η δημοκρατία. Είναι η αποδοχή των «δημοκρατικών μηχανισμών» ως ύστατου πλαισίου που εμποδίζει το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων.
Στενά συνδεδεμένη με την αναγκαία αποφετιχοποίηση των «δημοκρατικών θεσμών» είναι η αποφετιχοποίηση του αρνητικού τους αντίστοιχου: της βίας. Για παράδειγμα, ο Μπαντιού πρότεινε πρόσφατα την άσκηση «αμυντικής βίας» μέσω της οικοδόμησης ελεύθερων χώρων σε απόσταση από την κρατική εξουσία, έξω από την κυριαρχία της (όπως έγινε με την πρώιμη «Αλληλεγγύη» στην Πολωνία), όπου η προβολή αντίστασης θα περιορίζεται στις προσπάθειες του κράτους να συντρίψει και να επανακτήσει τον έλεγχο παρόμοιων «απελευθερωμένων ζωνών». Το πρόβλημα με αυτή τη στρατηγική είναι ότι στηρίζεται σε μια βαθειά προβληματική διάκριση μεταξύ «ομαλής» λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού και «υπερβάλλουσας» χρήσης κρατικής βίας. Ωστόσο η αλφαβήτα του μαρξισμού αναφορικά με την ταξική πάλη βρίσκεται στη θέση ότι η «ειρηνική» κοινωνική ζωή είναι από μόνη της έκφραση της (προσωρινής) νίκης μιας τάξης- της κυρίαρχης. Από τη σκοπιά των κυριαρχούμενων και των καταπιεζομένων, η ίδια η ύπαρξη του κράτους, ως οργάνου ταξικής κυριαρχίας, είναι απόδειξη βίας. Ανάλογα, ο Ροβεσπιέρος υποστήριζε ότι η τυραννοκτονία δεν δικαιολογείται στη βάση της απόδειξης ότι ο βασιλιάς έπραξε κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα: η ίδια η ύπαρξη του βασιλιά είναι έγκλημα, προσβολή της λαϊκής ελευθερίας. Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια, η χρήση βίας από τους καταπιεσμένους εναντίον της κυρίαρχης τάξης και το κράτος της είναι πάντα, σε τελευταία ανάλυση, «αμυντική». (…).
Σε ένα σημείωμα προς τη CIA αναφορικά με τους τρόπους υπονόμευσης της κυβέρνησης Αλιέντε, ο Χένρι Κίσινγκερε έγραψε: «Κάντε την οικονομία να ουρλιάξει»! Πρώην Αμερικανοί αξιωματούχοι ομολογούν ανοιχτά σήμερα ότι η ίδια στρατηγική εφαρμόζεται στη Βενεζουέλα. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Λόρενς Ίγκλμπεργκερ δήλωσε σχετικά στο Fox News: «Η οικονομία της Βενεζουέλας είναι ένα το βασικό όπλο που διαθέτουμε για να αρχίσουμε την εκστρατεία εναντίον του Ούγκο Τσάβες και το οποίο οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε, εννοώ να κάνουμε την οικονομία ακόμη χειρότερη, έτσι ώστε να εξασθενίσουμε την απήχησή του στη χώρα του και στη γύρω περιοχή». Στην παρούσα οικονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, προφανώς δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τυφλές δυνάμεις της αγοράς, αλλά στρατηγικές παρεμβάσεις υψηλού επιπέδου οργάνωσης από τα κράτη και τα οικονομικά κέντρα, τα οποία επιδιώκουν να ξεπεράσουν την κρίση με τους δικούς τους όρους. Σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να βρεθούν στην ημερήσια διάταξη αμυντικά αντίμετρα;
Αυτοί οι συλλογισμοί αναπόφευκτα κλονίζουν τη βολική, υποκειμενική θέση ριζοσπαστών διανοουμένων, καθώς συνεχίζουν τις πνευματικές ασκήσεις που ήταν τόσο αξιοσέβαστες τον εικοστό αιώνα: τις θεωρίες περί «καταστροφής» των πολιτικών θέσεων. Ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ είδαν την καταστροφή ως κορύφωση της «διαλεκτικής του διαφωτισμού» στον «διοικούμενο κόσμο». Ο Αγκάμπεν όρισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του εικοστού αιώνα ως την «αλήθεια» ολόκληρου του πολιτικού προγράμματος της Δύσης. Θυμηθείτε όμως την εικόνα του Χορκχάιμερ στη Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του ’50. Παρότι κατήγγειλε την «έκλειψη του λόγου» στις σύγχρονες, δυτικές κοινωνίες της κατανάλωσης, ταυτόχρονα υπερασπιζόταν τις ίδιες κοινωνίες ως τις μοναδικές νησίδες ελευθερίας σε μια θάλασσα ολοκληρωτισμών και διεφθαρμένων δικτατοριών.
Μήπως λοιπόν, στην πραγματικότητα, διανοούμενοι που διάγουν κατά βάση ασφαλή και άνετη ζωή, προκειμένου να δικαιολογήσουν τον τρόπο ζωής τους, επινοούν σενάρια ριζικών καταστροφών; Αναμφίβολα για πολλούς από αυτούς, αν πρόκειται να εκδηλωθεί επανάσταση, καλό θα ήταν να εμφανιστεί σε ασφαλή απόσταση- Κούβα, Νικαράγουα, Βενεζουέλα- έτσι ώστε, ενώ οι καρδιές τους θα θερμανθούν στη σκέψη των μακρινών γεγονότων, ταυτόχρονα θα μπορούν να συνεχίζουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία όπως πριν. Ωστόσο, με την κατάρρευση του λειτουργικού, ανεπτυγμένου κράτους πρόνοιας στις βιομηχανικές κοινωνίες που βρίσκεται σε εξέλιξη σήμερα, για τους ριζοσπάστες διανοούμενους ίσως να φτάνει η στιγμή της αλήθειας, όπου πρέπει να ξεκαθαρίσουν απολύτως τη στάση τους. Ήθελαν πραγματική αλλαγή; Ωραία λοιπόν, θα την έχουν!
Η οικονομία ως ιδεολογία
Η οικονομική κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης δεν σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να εγκαταλείψει την υπονομετική πνευματική δουλειά, που δεν έχει άμεση, «πρακτική» εφαρμογή. Το αντίθετο: σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο κομμουνισμός αρχίζει με αυτό που ο Καντ, στο περίφημο δοκίμιό του «Τι είναι Διαφωτισμός», αποκαλεί «δημόσια χρήση του ορθού λόγου», δηλαδή με την εξισωτική οικουμενικότητα της σκέψης. Ο αγώνας μας οφείλει λοιπόν να στρέφεται προς εκείνες τις πλευρές της τρέχουσας «αναδιάρθρωσης» που δημιουργούν απειλές στον ελεύθερο, δημόσιο χώρο, σε διεθνική κλίμακα. Παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελέσει η λεγόμενη «Διαδικασία της Μπολώνια», που έχει ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο «την εναρμόνιση της αρχιτεκτονικής της ανώτατης εκπαίδευσης σε ευρωπαϊκή κλίμακα»- στην πραγματικότητα μια επίθεση στη δημόσια χρήση του ορθού λόγου.
Κοινός παρονομαστής αυτών των αλλαγών είναι η πίεση για υποταγή της ανώτατης εκπαίδευσης στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων της κοινωνίας μέσω της παραγωγής εξειδικευμένων γνώσεων. Αυτό που εξαφανίζεται εδώ είναι η πραγματική αποστολή της επιστημονικής σκέψης: όχι μόνο να προσφέρει λύσεις σε προβλήματα που τίθενται από την «κοινωνία»- στην πραγματικότητα, από το κράτος και το κεφάλαιο- αλλά να στοχαστεί πάνω στην ίδια τη μορφή αυτών των προβλημάτων και να διακρίνει το πρόβλημα που υπάρχει στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε το πρόβλημα. Η αναγωγής της ανώτατης εκπαίδευσης στο έργο της παραγωγής κοινωνικά χρήσιμης, εξειδικευμένης γνώσης αποτελεί παραδειγματική έκφραση της Καντιανής «ιδιωτικής χρήσης του ορθού λόγου»- δηλαδή, της υποταγμένης σε αυθαίρετες, δογματικές απαιτήσεις- στο πλαίσιο του σημερινού, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Με Καντιανούς όρους, σχετίζεται με τη συμπεριφορά μας ως «ανώριμων» ιδιωτών και όχι ως ελεύθερων ανθρώπινων όντων, τα οποία δρουν και αντιπαρατίθενται στη διάσταση της οικουμενικότητας του ορθού λόγου.
Έχει μεγάλη σημασία να συνδέσουμε την πίεση για εναρμόνιση της ανώτατης εκπαίδευσης- όχι μόνο με τη μορφή της ευθείας ιδιωτικοποίησης ή των δεσμών με τις επιχειρήσεις, αλλά και με τη γενικότερη έννοια του προσανατολισμού της προς την παραγωγή εξειδικευμένης γνώσης- με τη διαδικασία της «περίφραξης» (enclosure) των πνευματικών προϊόντων που κανονικά θα έπρεπε να ανήκουν στην ανθρώπινη κοινότητα, δηλαδή με την ιδιωτικοποίηση της γενικής διάνοιας (σ.σ. general intellect στον Μαρξ). Αυτή η διαδικασία αποτελεί μέρος ενός καθολικού μετασχηματισμού στον τρόπο της ιδεολογικής έγκλησης. Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε εδώ τον Αλτουσέρ και την έννοια των «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους» (ΙΜΚ). Αν στο Μεσαίωνα ο κατ’ εξοχήν μηχανισμός ήταν η Εκκλησία, με την έννοια της θρησκείας ως θεσμού, η αυγή της καπιταλιστικής νεωτερικότητας επέβαλε τη διπλή ηγεμονία του σχολικού συστήματος και της ιδεολογίας του νόμου. Οι ιδιώτες μεταμορφώθηκαν σε νομικά υποκείμενα μέσω της υποχρεωτικής, καθολικής εκπαίδευσης, ενώ τα υποκείμενα εγκαλούνται ως πατριώτες, ελεύθεροι πολίτες από την νομική τάξη πραγμάτων. Έτσι διατηρήθηκε το χάσμα ανάμεσα στον μπουρζουά και τον πολίτη, ανάμεσα στον εγωιστή- χρησιμοθηρικό ιδιώτη που ασχολείται με τα ιδιωτικά του συμφέροντα και τον πολίτη που αφιερώνεται στο καθολικό πεδίο του κράτους. Στο βαθμό που, στην αυθόρμητη αντίληψη περί ιδεολογίας, η τελευταία περιορίζεται στην καθολική σφαίρα του πολίτη, ενώ η ιδιωτική σφαίρα των εγωιστικών συμφερόντων παραμένει «προ- ιδεολογική», το ίδιο το χάσμα μεταξύ ιδεολογίας και μη ιδεολογίας γίνεται το ίδιο κομμάτι της (σ.σ. κυρίαρχης, αστικής) ιδεολογίας.
Αυτό που συνέβη στο τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, μετά το 1968, είναι ότι η ίδια η οικονομία- η λογική της αγοράς και του ανταγωνισμού- επιβλήθηκε βαθμιαία ως η ηγεμονική ιδεολογία. Στην εκπαίδευση, γινόμαστε μάρτυρες της βαθμιαίας αποδιάρθρωσης του κλασικού, αστικού ΙΜΚ, του δημόσιου σχολείου. Το σχολικό σύστημα γίνεται ολοένα και λιγότερο υποχρεωτικό δίκτυο, ανυψωμένο υπεράνω της αγοράς και οργανωμένο κατευθείαν από το κράτος, φορέας των αξιών του διαφωτισμού- ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Στο όνομα της ιερής φόρμουλας «μικρότερο κόστος, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα», διαπερνάται βαθμιαία από διάφορες μορφές εταιρικών σχέσεων δημοσίου- ιδιωτικού.
Αλλά και στο επίπεδο της οργάνωσης και της νομιμοποίησης της εξουσίας, το εκλογικό σύστημα γίνεται αντιληπτό ολοένα και περισσότερο ως μοντέλο ανταγωνισμού της αγοράς: οι εκλογές μοιάζουν με εμπορική ανταλλαγή, όπου οι ψηφοφόροι «αγοράζουν» το πακέτο υπηρεσιών διατήρησης της τάξης, δίωξης του εγκλήματος και πάει λέγοντας, με κριτήριο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Στο όνομα της ίδιας φόρμουλας- «μικρότερο κόστος, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα»- λειτουργίες που άλλοτε αποτελούσαν αποκλειστικότητα της κρατικής εξουσίας, όπως οι φυλακές, τώρα ιδιωτικοποιούνται. Ο στρατός δεν βασίζεται πλέον στην καθολική θητεία, αλλά στελεχώνεται με μισθοφόρους. Ακόμη και η κρατική γραφειοκρατία δεν γίνεται αντιληπτή με όρους Χεγκελιανής καθολικής τάξης, όπως καταδεικνύει η υπόθεση Μπερλουσκόνι. Στη σημερινή Ιταλία, η κρατική εξουσία ασκείται κατ’ ευθείαν από αστούς οι οποίοι την εκμεταλλεύονται ανοιχτά και ανελέητα για να προστατέψουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα (…).
Τι είδους αλλαγές στην λειτουργία της ιδεολογίας επιφέρει αυτός ο μετασχηματισμός; Όταν ο Αλτουσέρ λέει ότι η ιδεολογία εγκαλεί τους ιδιώτες ως υποκείμενα, οι «ιδιώτες» νοούνται ως ανθρώπινα όντα πάνω στα οποία λειτουργούν οι ΙΜΚ, επιβάλλοντάς τους ένα σύνολο από μικρο- πρακτικές στην καθημερινότητα. Αντίθετα, το «υποκείμενο» δεν είναι ουσιώδης κατηγορία του ανθρώπινου όντος, αλλά αποτέλεσμα της δράσης των ΙΜΚ πάνω στους ανθρώπους, στο πλαίσιο της επιβολής μιας συμβολικής τάξης. Είναι λογικό λοιπόν, από τη στιγμή που η οικονομία θεωρείται ότι δεν ανήκει στην ιδεολογική σφαίρα, αυτός ο νέος, γενναίος κόσμος της καθολικής εμπορευματοποίησης να προβάλλεται ως μετα- ιδεολογικός. Φυσικά, οι ΙΜΚ είναι πάντα παρόντες- και μάλιστα περισσότερο από ποτέ. Ωστόσο, από τη στιγμή που η ιδεολογία, στην αντίληψη που έχει για τον εαυτό της, αναφέρεται σε υποκείμενα, σε αντίθεση με τους προ- ιδεολογικούς ιδιώτες, αυτή η ηγεμονία της ιδεολογικής σφαίρας δεν μπορεί παρά να εμφανισθεί ως απουσία ιδεολογίας. Αυτό σημαίνει όχι ότι η ιδεολογία απλώς αντανακλά την οικονομία, όπως το εποικοδόμημα αντανακλά τη βάση του, αλλά ότι η οικονομία λειτουργεί εδώ η ίδια ως ιδεολογικό μοντέλο. Έτσι, νομιμοποιούμαστε πλήρως να πούμε ότι λειτουργεί ως ΙΜΚ- σε αντίθεση με την «πραγματική» οικονομική ζωή, η οποία ξεκάθαρα δεν ακολουθεί το εξιδανικευμένο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς.
Στη σφαίρα του αδύνατου
Στις μέρες μας, όμως, γινόμαστε μάρτυρες μιας ριζικής αλλαγής στη λειτουργία αυτού του ιδεολογικού μηχανισμού. Ο Αγκάμπεν ορίζει τη σύγχρονη «μεταπολιτική» ή βιοπολιτική κοινωνία ως εκείνη στην οποία πολλαπλές τάσεις από- υποκειμενοποιούν τους ιδιώτες, χωρίς να παράγουν μια νέα υποκειμενικότητα. Από εδώ η έκλειψη της πολιτικής, η οποία υπέθετε την ύπαρξη πραγματικών υποκειμένων ή ταυτοτήτων (εργατικό κίνημα, μπουρζουαζία κλπ) και ο θρίαμβος της οικονομίας, δηλαδή της δραστηριότητας της απλής διακυβέρνησης, η οποία επιδιώκει μόνο την αναπαραγωγή της. Η Δεξιά και η Αριστερά του σήμερα, που εναλλάσσονται στη διαχείριση της εξουσίας, έχουν πολύ λίγο να κάνουν με το πολιτικό πλαίσιο που γέννησε αυτούς τους όρους. Σήμερα, οι όροι αυτοί απλά υποδεικνύουν τους δύο πόλους- τον ένα, που έχει στόχο μια απουποκειμενοποίηση χωρίς ενοχές και τον άλλο, που επιχειρεί να τη συγκαλύψει με την υποκριτική μάσκα του καλού πολίτη της δημοκρατίας- της ίδιας κυβερνητικής μηχανής.
Ο όρος «βιοπολιτική» υποδεικνύει τον αστερισμό στον οποίο οι μηχανισμοί δεν δημιουργούν, πλέον, υποκείμενα («εγκαλώντας τους ιδιώτες ως υποκείμενα»), αλλά απλώς διαχειρίζονται και ρυθμίζουν την φυσική ζωή των ιδιωτών. Σε έναν τέτοιο αστερισμό, η ίδια η ιδέα του ριζικού, κοινωνικού μετασχηματισμού μπορεί να φαντάζει ως αδύνατο όνειρο. Ωστόσο, ο όρος «αδύνατο» θα έπρεπε να μας κάνει να σταματήσουμε και να στοχαστούμε. Σήμερα, το δυνατό και το αδύνατο κατανέμονται κατά έναν παράξενο τρόπο, έτσι που και τα δύο εκρήγνυνται ταυτόχρονα στην υπερβολή. Από τη μια πλευρά, στα πεδία των προσωπικών ελευθεριών και της επιστήμης- τεχνολογίας, ακούμε ότι «τίποτα δεν είναι αδύνατο». Μπορούμε να απολαύσουμε το σεξ σε όλες τις διεστραμμένες εκδοχές του, να κατεβάσουμε από το Διαδίκτυο ολόκληρα αρχεία μουσικής, κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών εκπομπών, ενώ ακόμη και τα διαστημικά ταξίδια είναι προσιτά στον καθένα που μπορεί να τα πληρώσει. Ανοίγεται η προοπτική της βελτίωσης των φυσικών και ψυχικών δυνατοτήτων μας μέσω επεμβάσεων στο γονιδίωμα. Ακόμη και το τεχνοκρατικό όνειρο της αθανασίας μπορεί με μια έννοια να επιτευχθεί, μέσω της μετατροπής της ταυτότητάς μας σε λογισμικό, το οποίο θα μπορεί να φορτωθεί σε ένα άλλο σώμα- «hardware».
Από την άλλη, στο πεδίο των οικονομικο- κοινωνικών σχέσεων, η εποχή μας αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως την εποχή της ωριμότητας, στην οποία η ανθρωπότητα εγκατέλειψε τις παλιές, χιλιαστικές ουτοπίες και αποδέχθηκε τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η πραγματικότητα- διάβαζε: η καπιταλιστική, οικονομικο- κοινωνική πραγματικότητα- με όλα τα αδύνατα που ορθώνει μπροστά μας. Η εντολή «δεν» είναι το σύνθημα της ημέρας: Δεν μπορείς να συμμετάσχεις σε μεγάλα, συλλογικά εγχειρήματα, τα οποία αναγκαστικά θα καταλήξουν στον τρόμο του ολοκληρωτισμού. Δεν μπορείς να αγκιστρωθείς στο παλιό κράτος πρόνοιας, το οποίο σε κάνει μη ανταγωνιστικό και οδηγεί σε οικονομική κρίση. Δεν μπορείς να απομονωθείς από την παγκόσμια αγορά, χωρίς να εκφυλισθείς σε κάτι που θα μοιάζει με Βόρεια Κορέα. Στη ιδεολογική εκδοχή της, η οικολογία έρχεται να προσθέσει τον δικό της κατάλογο των αδύνατων, των απαγορευτικών ορίων- π.χ. απαγορεύεται αν αυξηθεί η παγκόσμια θερμοκρασία ένα ή δύο βαθμούς παραπάνω- που βασίζονται επίσης σε κάποιες «εκτιμήσεις ειδικών».
Είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη αδύνατου: το αδύνατο- πραγματικό ενός κοινωνικού ανταγωνισμού και το «αδύνατο» πάνω στο οποίο εστιάζει το κυρίαρχο ιδεολογικό πεδίο. Εδώ το αδύνατο διπλασιάζεται, λειτουργεί ως μάσκα του εαυτού του: δηλαδή, η ιδεολογική λειτουργία του δεύτερου αδύνατου είναι να συσκοτίζει την πραγματικότητα του πρώτου. Σήμερα, η κυρίαρχη ιδεολογία επιχειρεί να μας κάνει να αποδεχθούμε το «αδύνατο» της ριζοσπαστικής αλλαγής, της ανατροπής του καπιταλισμού, μιας δημοκρατίας που δεν θα ανάγεται στο παιχνίδι του διεφθαρμένου κοινοβουλευτισμού, έτσι ώστε να καταστήσει αόρατο το πραγματικό- αδύνατο του ταξικού ανταγωνισμού που διαπερνά τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτό το πραγματικό είναι «αδύνατο» μόνο με την έννοια ότι είναι το αδύνατο της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης, η καταστατική, ανταγωνιστική της αντίθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό το αδύνατο- πραγματικό δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μετωπικά, ή να μετασχηματισθεί ριζικά.
Να γιατί η φόρμουλα του Λακάν για την υπέρβαση ενός ιδεολογικά αδύνατου δεν είναι το «όλα είναι δυνατά» αλλά το «το αδύνατο συμβαίνει». Το Λακανικό αδύνατο- πραγματικό δεν είναι ένας a priori περιορισμός, ο οποίος πρέπει να ληφθεί ρεαλιστικά υπ’ όψιν, αλλά το πεδίο της δράσης. Μια δράση είναι περισσότερο μια παρέμβαση στο πεδίο του δυνατού- μια δράση αλλάζει τις ίδιες τις συντεταγμένες του είναι δυνατό και αναδρομικά δημιουργεί τους δικούς της όρους για το αδύνατο. Να γιατί ο κομουνισμός αναφέρεται επίσης στο πραγματικό: να δράσεις ως κομμουνιστής σημαίνει να επέμβεις στο πραγματικό της θεμελιώδους ανταγωνιστικής σχέσης πάνω στη οποία βασίζεται ο σύγχρονος, καθολικός καπιταλισμός.
Ελευθερία;
Αλλά το ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Τι σημαίνει αυτή η προγραμματική δήλωση περί πραγμάτωσης του αδύνατου, όταν έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματική εμπειρία του αδύνατου- το φιάσκο του κομμουνισμού ως ιδέας ικανής να κινητοποιήσει μεγάλες μάζες; Δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, όταν έγινε σαφές ότι δεν θα εκδηλωνόταν πανευρωπαϊκή επανάσταση, και γνωρίζοντας ότι η ιδέα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία χώρα ήταν ανόητη, ο Λένιν έγραψε:
«Δεν είναι όμως δυνατό, η απολύτως απελπιστική κατάστασή μας να ερεθίσει τις προσπάθειες των εργατών και των αγροτών στο δεκαπλάσιο, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να δημιουργήσουμε τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις του πολιτισμού με τρόπο πολύ διαφορετικό από τα έθνη της Δυτικής Ευρώπης»;
Μήπως αυτό δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης Μοράλες στη Βολιβία, της κυβέρνησης Τσάβες στη Βενεζουέλα και της κυβέρνησης των Μαοϊκών στο Νεπάλ; Ήρθαν στην εξουσία με «δίκαιες» δημοκρατικές εκλογές, όχι με εξέγερση. Αλλά από τη στιγμή που βρέθηκαν στην εξουσία, την άσκησαν με τρόπο που ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, «μη κρατικός»: κινητοποιώντας άμεσα τους υποστηρικτές τους, παρακάμπτοντας το κομματικό- κρατικό δίκτυο αντιπροσώπευσης. Η θέση τους είναι «αντικειμενικά» απελπιστική: το γενικό ρεύμα της ιστορίας είναι εναντίον τους, δεν μπορούν να στηριχθούν σε «αντικειμενικές τάσεις» που θα τους ωθήσουν προς τα εμπρός, και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αυτοσχεδιάσουν, να κάνουν ό,τι περισσότερο μπορούν όταν εμφανίζονται καταδικασμένοι. Ωστόσο, μήπως αυτό ακριβώς δεν τους δίνει μια μοναδική ελευθερία; Και μήπως δεν βρισκόμαστε όλοι- η σημερινή Αριστερά- στην ίδια κατάσταση;
Επομένως, βρισκόμαστε σήμερα στο διαμετρικά αντίθετο σημείο από τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η Αριστερά ήξερε «τι να κάνει» (να εγκαταστήσει τη δικτατορία του προλεταριάτου), αλλά έπρεπε να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Σήμερα δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά οφείλουμε να δράσουμε τώρα, γιατί οι επιπτώσεις της μη δράσης θα είναι ολέθριες. Θα αναγκαστούμε να δράσουμε «σαν να είμαστε ελεύθεροι». Θα χρειαστεί να ρισκάρουμε κάνοντας βήματα στην άβυσσο, σε εντελώς απρόσφορες συνθήκες. Θα πρέπει να επανεφεύρουμε πλευρές του καινούργιου, μόνο και μόνο για να συντηρήσουμε τη λειτουργία του μηχανισμού και να διασώσουμε ότι καλό υπήρχε στο παλιό- εκπαίδευση, σύστημα υγείας, βασικές κοινωνικές υπηρεσίες. Εν ολίγοις, η κατάσταση θυμίζει αυτό που ο Στάλιν είπε για την ατομική βόμβα: δεν είναι για ανθρώπους με αδύνατα νεύρα. Ή αυτό που είπε ο Γκράμσι για την εποχή που ξεκίνησε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο καινούργιος πασχίζει να γεννηθεί. Είναι η εποχή των τεράτων»!
Άρθρο του Σλοβένου φιλόσοφου Σλάβοϊ Ζίζεκ στη New Left Review.
Μετάφραση: Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Αναρτήθηκε στο “Αριστερό Βήμα” και το βρήκαμε μέσω του “Σχολιαστές Χωρίς Σύνορα“
Αφήστε μια απάντηση