Για την διένεξη Δ.Καζάκη-Κ.Καλλωνιάτη: Πρώτο σημείωμα

Όπως τα περισσότερα πράγματα, η διένεξη στους κόλπους των λεγόμενων “αριστερών οικονομολόγων” είναι φαινόμενο με πολλές διαστάσεις και αρκετά βαθιές ρίζες, των οποίων η κατανόηση γίνεται εκ των πραγμάτων σημαντική, εφόσον οι πολίτες ενδιαφέρονται για την κατάληξη της διένεξης αυτής σε ζητήματα ουσίας–στα πολιτικά δηλαδή απορρέοντά της.

Θα επιχειρήσω εδώ, σε συνέχειες, μια διερεύνηση των επίδικων και των διακυβευομένων αυτής της διένεξης όπως αυτά συνάγονται από τα συναφή κείμενα των δύο πιο σφοδρά συγκρουσθέντων εκπροσώπων της ευρύτερης συζήτησης, του Κώστα Καλλωνιάτη και του Δημήτρη Καζάκη. Οι θέσεις του Δ. Καζάκη έχουν ήδη παρουσιαστεί αυτούσιες στο ιστολόγιο, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτές του Κ. Καλλωνιάτη, οπότε καλό θα ήταν να θυμηθούμε ποιες ήταν αυτές από τον Μάρτιο του 2010 και δώθε.

Στις 29 Μάρτη 2010, σε κείμενο με τίτλο “Χειρότερα και από το 1929…”, ο Κ. Καλλωνιάτης διατύπωσε εισαγωγικά την ακόλουθη θέση:

Αυτό που ξεκίνησε σαν χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 και διευρύνθηκε ήδη σε δημοσιονομική, συμπλέει πλέον με μία χρόνια οικολογική κρίση. Η οποία, είτε εμφανίζεται σαν δραματική κλιματική αλλαγή και εξάντληση φυσικών πόρων είτε σαν δημογραφική έκρηξη, μετανάστευση και διατροφική κρίση, συμπλέκεται τελικά αξεδιάλυτα με την οικονομική κρίση απαιτώντας ενιαία και συνδυασμένη αντιμετώπιση (με πλάγια και έντονα γράμματα οι δικές μου εμφάσεις).

Ό,τι ακολουθεί αποτελεί επεξήγηση πάνω στις απτές διαστάσεις των δύο αυτών στοιχείων της κρίσης, δηλαδή της χρηματοπιστωτικής “φούσκας” αφενός και των δυνητικών επιπλοκών που μπορεί να επιφέρουν οι επιπτώσεις αυτού που ο Καλλωνιάτης ονομάζει “οικολογική κρίση” (φυσικά, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η οικολογική κρίση μπορεί να έχει σφοδρές οικονομικές συνέπειες, δεν αποτελεί ωστόσο αμιγώς οικονομικο-πολιτικό δεδομένο ούτε αντιμετωπίζεται με απλώς οικονομικο-πολιτικά μέτρα, κινείται δηλαδή εκτός των ορίων της συμβατικά εννοούμενης οικονομικο-πολιτικής ανάλυσης).
Θα πρέπει αρχικά να είναι απόλυτα ξεκάθαρο σε κάθε ενδιαφερόμενο για την διένεξη που επακολούθησε ότι η πιο πάνω θέση είναι απόλυτα ασύμβατη με την οπτική των μαρξιστών οικονομολόγων και ιστορικών της οικονομίας όπως αυτή εκφράζεται, για παράδειγμα, στο έργο του Robert Brenner, του Immanuel Wallerstein, του Richard D. Wolff και άλλων. Διότι, πολύ απλά, για την μαρξική οπτική η χρηματοπιστωτική κρίση δεν είναι η αιτία της κρίσης και η κρίση δεν άρχισε το 2008. Η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν η ίδια συνέπεια μιας βαθύτερης και πιο μακροχρόνιας κρίσης, της κρίσης συσσώρευσης, η οποία άρχισε πολλά χρόνια πριν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Για να μην μακρηγορώ σχετικά με τα βασικά συστατικά στοιχεία αυτής της σιωπηρά απορριφθείσας από τον Κ. Καλλωνιάτη οπτικής, αντιγράφω εδώ τμήμα από το σημαντικό άρθρο του Gopal Balakrishnan “Υποθέσεις για το στάσιμο κράτος” που εμφανίστηκε στο περιοδικό New Left Review, και σε δική μου μετάφραση, αρχικά στο παρόν ιστολόγιο και σε δεύτερο στάδιο στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα. Στο τμήμα αυτό ο Balakrishnan συνοψίζει το επιχείρημα που πρωτοδιατύπωσε το 2002, πολύ πριν την προφανή εμφάνιση της κρίσης, ο καθηγητής του στο UCLA Robert Brenner:
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού ως μια παρατεταμένη, αποτυχημένη προσπάθεια να υπερκεραστεί η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970. Ο Robert Brenner ισχυρίζεται ότι η βασική πηγή της σημερινής κρίσης είναι η μειωμένη ζωτικότητα των αναπτυγμένων οικονομιών για ολόκληρη την περίοδο που ακολουθεί. Η σταδιακή αυτή επιβράδυνση είναι το αποτέλεσμα μακροπρόθεσμης κάμψης του ποσοστού απόδοσης για τις επενδύσεις κεφαλαίου. Παρά την συνακόλουθη μείωση του τμήματος του εισοδήματος που πηγαίνει για μισθούς και παροχές σε όλες τις δεσπόζουσες οικονομίες, ο Brenner δείχνει ότι το ποσοστό απόδοσης δεν κατάφερε να επανακάμψει μετά τη δεκαετία του 70, εξαιτίας της επίμονης υπερπληρότητας παραγωγικής δύναμης στις παγκόσμιες κατασκευαστικές βιομηχανίες, καθ’ υπέρβαση αυτής που απαιτούνταν για να αποδώσει τα προηγούμενα κέρδη. Το καθοδικά κινούμενο ποσοστό κέρδους, το οποίο ενίοτε ανέτρεπαν οι σπασμωδικές ανακάμψεις, απέδωσε μικρότερα πλεονάσματα για επανεπένδυση, οδηγώντας στην επιβράδυνση της ανάπτυξης εργοστασιακών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού. Στις κυρίαρχες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, αυτό οδήγησε είτε στην τελμάτωση των μισθών είτε στην υψηλότερη ανεργία. Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν την κερδοφορία, οι εργοδότες κράτησαν σε παγκόσμια κλίμακα τα επίπεδα μισθών και παροχών χαμηλά, ενώ οι κυβερνήσεις μείωσαν την αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Αλλά η συνέπεια αυτών των περικοπών ήταν η παρατεταμένη αργοπορία της αύξησης της ζήτησης, η οποία ενίσχυσε την στασιμότητα την οποία δημιούργησε η υπέρμετρη παραγωγή. Το σωρευτικό πρόβλημα της επιβράδυνσης αποδείχθηκε πέραν αμφιβολίας μέσω της σταθερής, συστηματικής επέκτασης του κρατικού, του εταιρικού και του οικογενειακού χρέος. Αν και πολλοί έχουν εκφέρει την αντίρρηση ότι η εικόνα αυτή της οικονομικής απόδοσης του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου είναι υπερβολικά αρνητική, η οικουμενική αύξηση του χρέους θα έπρεπε να εκληφθεί ως απόδειξη, εκ πρώτης όψεως, του ότι υπήρξε πράγματι επιβράδυνση. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για το γεγονός. […] Σύμφωνα με την επισκόπηση του Brenner, η παροντική κρίση είναι η αναπόδραστη επάνοδος της πίεσης για ένα συστηματικό ξεκαθάρισμα των αδύναμων κρίκων, το οποίο δεν αφέθηκε να ολοκληρωθεί στην διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, παρά τους πολλαπλούς γύρους μείωσης εργοδοσίας και τις μαζικές αναχωρήσεις κεφαλαίου από πληθυσμιακά πυκνές κατασκευαστικές γραμμές σε φτηνότερα μέρη και επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Η κατάρρευση της αμερικανοκεντρικής οικονομικής και οικοδομικής φούσκας είναι το τέλος της γραμμής για μια ολόκληρη περίοδο αβαρών ισολογιστικών ανισορροπιών, πληθωριστικά φουσκωμένων περιουσιακών στοιχείων και παραγωγής χρεών. Φυσικά, η νεοφιλελεύθερη εποχή έχει ξαναγίνει μάρτυρας γιγαντιαίων εξαγορών χρεών: από την αρχή της δεκαετίας του 80, τέτοιου είδους εκκαθαριστικές επιχειρήσεις λειτούργησαν ως βασικές επιτρεπτικές συνθήκες για την επανέναρξη της δυναμικής του μπουμ και της φούσκας. Αλλά σε αντίθεση με προηγούμενα τοπικά επεισόδια νεοφιλελεύθερης κατάρρευσης, αυτό εδώ λαμβάνει χώρα σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, και καμμία εξαγορά χρεών δεν μπορεί ρεαλιστικά να συγκρατήσει την παγκόσμια οικονομία από την είσοδο σε μια νέα εποχή παγκόσμιας ύφεσης ή σε μια παρατεταμένη περίοδο σταθεροποίησης αργών ρυθμών ανάπτυξης, ή ίσως και σε ένα νέο συνδυασμό των δύο (με πλάγια και έντονα στοιχεία οι δικές μου εμφάσεις).
Σε απόλυτη αντίστιξη λοιπόν με την εισαγωγική διάγνωση για το περί τίνος πρόκειται του Κ. Καλλωνιάτη, ο Brenner επιχειρηματολόγησε ήδη από το 2002 όχι μόνο ότι ο καπιταλισμός είχε μπει στην τρίτη δεκαετία μιας παρατεταμένης κρίσης συσσώρευσης (συνδυασμού μείωσης του περιθωρίου κέρδους, καθόδου του ποσοστού κέρδους των επενδύσεων, και μειωμένης δυνατότητας καταναλωτικής απορρόφησης λόγω της συνεπακόλουθης στασιμότητας των πραγματικών μισθών), αλλά ότι είχε για αυτόν ακριβώς τον λόγο ωθηθεί να βασίσει πολύ σημαντικό ποσοστό της ανάπτυξής του στην ολοένα και πιο ριψοκίνδυνη βάση του υπέρογκου κρατικού και ατομικού/οικογενειακού δανεισμού. Με απλά λόγια, η χρηματοπιστωτική κρίση όχι μόνο δεν είναι η αιτία της κρίσης ή συνώνυμη με την κρίση, αλλά είναι καθαρή συνέπεια του τρόπου με τον οποίο τα κράτη προσπάθησαν να αντιπαρέλθουν την σταθερή μείωση του ποσοστού κέρδους και τις συνέπειές της για την δυνατότητα επανεπένδυσης με μια σειρά όλο και πιο ριψοκίνδυνων και επισφαλών μεθόδων. Η κρίση του τομέα στέγασης και του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν το ξεχείλισμα μιας κατσαρόλας που έβραζε για τριάντα χρόνια. Το επίπεδο ζωής στις δυτικές χώρες ήταν εκτός συντονισμού με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα και κρατιόταν με τεχνητά μέσα στη θέση του από κυβερνήσεις που ένιωθαν την πίεση αρχικά να παράξουν την εικόνα της επιτυχημένης καπιταλιστικής οικονομίας κόντρα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού (περίοδος 1973-1989), και αργότερα, να στηρίξουν, έστω με τραγικά επίπλαστο τρόπο, το θριαμβικό ιδεολογικό αφήγημα του φιλελευθερισμού ως “only game in town.”
Σε πρόσφατό του άρθρο, άλλωστε, ο Techie Chan παρέπεμψε σε στατιστικά στοιχεία για την οικονομία των ΗΠΑ για την περίοδο 1982-2010, τα οποία δείχνουν εύγλωτα αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως “βάλτωμα” του εθνικού ΑΕΠ “σε μια κινούμενη άμμο απο-ανάπτυξης από το 1990 και μετά.” Εν ολίγοις, τα χρόνια της υποτιθέμενης παγκόσμιας ευημερίας του φιλελεύθερου καπιταλισμού ήταν, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, χρόνια εντονότατης παρακμής και κάμψης της οικονομίας, που όμως φτιασιδώθηκε για όσο άντεξαν οι κυβερνήσεις με μια σειρά επίπλαστων και επισφαλών μεθόδων εξασφάλισης της περίφημης “κίνησης της αγοράς.” Με απλά λόγια: Η περίοδος 1990-2008 ήταν περίοδος συλλογικής υποβολής σε ένα χωρίς τέλος Matrix, το οποίο έφτασε η ώρα να αναγκαστούν οι κυβερνήσεις να βγάλουν απ’ την πρίζα.
Για να διαφανούν ακόμη πιο σαφώς πόσο οι ιδεολογικές συνεπαγωγές του τρόπου με τον οποίο ο Κ. Καλλωνιάτης πλαισιώνει το πρόβλημα της κρίσης, για να γίνει δηλαδή προφανέστερο το τι σημαίνει η αποσύνδεση της κρίσης από της κρίση συσσώρευσης και η σύνδεσή της με ένα φαινόμενο “χρηματοπιστωτικής” κρίσης, θα αναφερθώ επίσης στις εύγλωτες παρατηρήσεις του Attilio Borón, τμήμα του κειμένου του οποίου επίσης μετέφρασα στο ιστολόγιο:

1. Ας αρχίσουμε χαρακτηρίζοντας την κρίση αρνητικά, ξεκαθαρίζοντας τι δεν είναι. Έχει σημασία αυτό, γιατί ο βομβαρδισμός των ΜΜΕ στον οποίο υπόκεινται οι κοινωνίες μας, μας παρουσιάζει οικονομολόγους και δημοσιογράφους του κατεστημένου οι οποίοι μιλούν για “επενδυτική κρίση” ή “τραπεζική κρίση”. Πριν από λίγο καιρό, δεν ήταν ούτε καν αυτό. Μας έλεγαν ότι δοκιμαζόμασταν από την κρίση των “δεύτερης διαλογής” υποθηκών κατοικίας. Ήταν ένας τρόπος ελαχιστοποίησης της κρίσης, υποτίμησής της, παρουσίασής της στην κοινή γνώμη ως δευτερεύον σχετικά περιστατικό που προκύπτει στα πλαίσια της δυναμικής των αγορών. Η ιδέα ήταν ότι η κρίση με κανένα τρόπο δεν αμφισβητούσε την υγεία και βιωσιμότητα του καπιταλισμού ως του υποτιθέμενου “φυσικού τρόπου” της οργάνωσης της οικονομικής ζωής. Ο χρόνος κατεδάφισε όλες αυτές τις πλάνες.

2. Τότε για τι είδους κρίσης πρόκειται; Αν έχουμε απλά μόλις και μετά βίας περάσει την πρώτη της φάση και δεν έχουμε ακόμη φτάσει “στον πάτο του βαρελιού”, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να προβλέψουμε ότι αντιμετωπίζουμε μια γενική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος ως συνόλου, την πρώτη που έχει μέγεθος συγκρίσιμο με αυτή που ξέσπασε το 1929, ή την καλούμενη “μακρά Ύφεση” της περιόδου 1873-1896. Μια οργανική, πολύπλευρη κρίση του πολιτισμού, που η διάρκειά της, το βάθος της και η γεωγραφική της επέκταση θα αποδειχθούν μεγαλύτερες από αυτές που προηγήθηκαν. Πρόσφατα, ο Immanuel Wallerstein δήλωσε ότι ο καπιταλισμός μπήκε σε τελική κρίση: η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο αυτών που μέχρι πρόσφατα κρατούσαν τα ηνία του συστήματος σφιχτά στα χέρια, και δεν είναι εφικτή ή έστω προβλέψιμη η επιστροφή στην ισορροπία. […]

3. Η κρίση έγινε ορατή, αδύνατο να αποκρυφθεί πλέον, λόγω του σπασίματος της φούσκας που δημιουργήθηκε από τις “δεύτερης διαλογής” υποθήκες κατοικίας και αργότερα εξαπλώθηκε, αστραπιαία σχεδόν, στις τράπεζες της Γουόλ Στριτ και τέλος σε όλους τους τομείς και στην παγκόσμια οικονομία. Η φούσκα όμως, όπως και το σπάσιμό της, είναι συμπτώματα, όπως ο πυρετός που αποκαλύπτει την ύπαρξη κάποιας επικίνδυνης ίωσης. Δεν είναι τόσο η ίδια η ασθένεια (αν και μπορούμε να πούμε ότι η μόνιμη τάση του καπιταλισμού να δημιουργεί επενδυτικές φούσκες είναι εξίσου σημάδι της ασθένειάς του), όσο η επιδερμική της εκδήλωση, η οποία ορισμένες φορές αποκτά γελοίες διαστάσεις. […]

4. Πρόκειται λοιπόν για μια κρίση που υπερβαίνει κατά πολύ τις επενδυτικές και τραπεζικές κρίσεις και επηρεάζει την αληθινή οικονομία παντοιοτρόπως. Επιπλέον, πρόκειται για μια κρίση που εξαπλώνεται στην παγκόσμια αγορά, πέρα από τα σύνορα των Η.Π.Α. Κάθε απόπειρα να αποκρυφθεί από την κοινή γνώμη αποδείχθηκε μάταιη. Παραήταν μεγάλη για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.

5. Οι δομικές της αιτίες είναι γνωστές: είναι η ταυτόχρονη κρίση υπερβολικής παραγωγής και υποτονικής κατανάλωσης, ο περιοδικός μηχανισμός “εκκαθάρισης” του κεφαλαίου που ενδημεί στον καπιταλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι πρωτοεμφανίστηκε στις Η.Π.Α, εφόσον για περισσότερα από τριάντα χρόνια, η χώρα αυτή έζησε τεχνητά με αποταμιεύσεις εξωτερικού και πίστωση, και αυτά τα δύο πράγματα δεν είναι ούτε απέραντα ούτε ατελείωτα. Οι εταιρείες χρεώθηκαν πέραν των δυνατοτήτων τους για να ξεπληρώσουν τα αρχικά χρέη, και αυτό τις οδήγησε να αναλάβουν επισφαλείς επενδυτικές πρωτοβουλίες. Το κράτος χρεώθηκε ανεύθυνα και δημαγωγικά για να κηρύξει όχι ένα, αλλά δύο πολέμους, όχι μόνο χωρίς να αυξήσει τη φορολογία, αλλά και μειώνοντάς την επιπλέον. Επιπλέον, τα φυσικά πρόσωπα ωθήθηκαν μέσω της διαφήμισης να χρεωθούν ώστε να συντηρήσουν υπερβολικά, παράλογα και σπάταλα επίπεδα κατανάλωσης. Μια από τις αναφορές του United States Federal Reserve προειδοποίησε, ήδη από τον Αύγουστο του 2007, ότι υπήρχαν ακραία επίπεδα χρέους στα Αμερικανικά νοικοκυριά: ανάμεσα στο 1980 και το 2006 ανέβηκε από 58% επί του εισοδήματος της οικογένειας στο 120% περίπου. Σύμφωνα με τον Eric Toussaint, έναν από τους κορυφαίους ειδικούς στο πεδίο αυτό παγκόσμια, αυτή η ανεξέλεγκτη χρέωση συνέχισε να αυξάνεται τα τελευταία δύο χρόνια, φτάνοντας στο 140% επί του ετήσιου εισοδήματος του νοικοκυριού. Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίοδο, κάθε νοικοκυριό έφτασε να χρωστά 40% περισσότερα από όσα κέρδιζε ως εισόδημα ετησίως. Εν τω μεταξύ, ως το τέλος του 2008, το συνολικό χρέος των Η.Π.Α (δηλαδή, το σύνολο δημόσιου χρέους, επιχειρηματικού χρέους και χρέους ανά οικογένεια) είχε φθάσει στο 350% του Εθνικού Ακαθάριστου Εισοδήματος. Ήταν θέμα χρόνου να φτάσει σε μια καταστροφική κατάληξη η δίνη της ατελείωτης χρέωσης. Και η στιγμή έφτασε (οι εμφάσεις με πλάγια και έντονα στοιχεία είναι δικές μου).

Σύμφωνα με τις θέσεις που διατύπωσε ο Borón το 2009, η πρόταση περί “χρηματοπιστωτικής κρίσης” αποτελεί την κατεξοχήν γραμμή άμυνας του κεφαλαίου, το οποίο από ένα σημείο και μετά αναγκάζεται μεν εκ των πραγμάτων να παραδεχτεί την ύπαρξη κρίσης, προσπαθεί δε να την παρουσιάσει ως “δευτερεύον ουσιαστικά περιστατικό”, μέρος της “δυναμικής των αγορών” και συνεπώς ως γεγονός “που δε αμφισβητούσε την υγεία και βιωσιμότητα του καπιταλισμού.”
Αυτή ήταν η πρώτη εισήγηση του Κ. Καλλωνιάτη για τα εν Ελλάδι τεκταινόμενα: μια εισήγηση πλήρως συμβατή με ό,τι εκ των προτέρων περιγράφηκε διεθνώς ως η βασική στρατηγική άμυνας του κεφαλαίου απέναντι στο αναμενόμενο κύμα λαϊκής ανησυχίας και δυσαρέσκειας. Και μια εισήγηση, συνεπώς, απόλυτα ασύμβατη με την μακρο-οικονομική οπτική της κρίσης συσσώρευσης που απετέλεσε το βασικό θεμέλιο κάθε μαρξιστικής οικονομικής προσέγγισης στην καθοδική πορεία του καπιταλισμού πολύ πριν προκύψουν τα γεγονότα του 2008. Αλλά όχι μόνο: ασύμβατη επίσης με τις πολιτικές συνεπαγωγές μιας οπτικής η οποία βλέπει στην κρίση αυτή τα σημάδια δομικής κατάρρευσης και όχι συγκυριακού φαινομένου.

Αναδημοσίευση από “Radical Desire”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *