Αξιολόγηση Χαριστική βολή για τους εκπαιδευτικούς

αξιολογηση εκπαιδευτικωνΣτις 5 του Νοέμβρη, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 240/5-11-2013) το ΠΔ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι τούτη τη σχολική χρονιά θα γενικευτεί ο θεσμός της «αυτοαξιολόγησης» της σχολικής μονάδας, όμως η παράλληλη θεσμοθέτηση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, καταδεικνύει ότι στόχος είναι ο ίδιος ο εκπαιδευτικός, ενώ η «αυτοαξιολόγηση» επιλέγεται απλά ως προοίμιο, ως στάδιο ψυχολογικής προετοιμασίας του εκπαιδευτικού, ώστε να αποδεχθεί όσο το δυνατόν πιο ήπια τα χειρότερα.

Ο αφανισμός των κοινωνικών αγαθών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Παιδεία, απαιτεί και την «κινεζοποίηση» του εκπαιδευτικού, ένα μείγμα οικονομικά εξαθλιωμένου, ψυχικά και πνευματικά εξανδραποδισμένου και υποταγμένου εργαζόμενου, που θα πηγαίνει ασορτί με το σχολείο της αμάθειας και της αγοράς.

Δεν αρκούν, λοιπόν, η οικονομική ασφυξία του δάσκαλου, η ανατροπή των εργασιακών του σχέσεων, ούτε καν αυτή η ενεργοποίηση του φασιστικού Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα και η εφαρμογή του νέου Πειθαρχικού Δικαίου του τρόμου. Απαιτείται η συστηματική καθήλωσή του στις κατώτατες βαθμολογικές κλίμακες, που αντιστοιχούν στους μισθούς πείνας και η συστηματική τροφοδοσία της δεξαμενής των «πλεοναζόντων» με τους κριθέντες ως «ανεπαρκείς», οι οποίοι θα μεγαλώνουν τις ουρές των απολυμένων.

Τα πρόσφατα παραδείγματα των εκπαιδευτικών της Τεχνικοεπαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ), καθώς και των διοικητικών υπάλληλων των Πανεπιστημίων δείχνουν χαρακτηριστικά ότι το υπουργείο Παιδείας δε χρειάστηκε καμιά αξιολόγηση για να τους πετάξει πυξ λαξ στο δρόμο. Συνεπώς, όσοι τρέφουν ακόμα αυταπάτες ότι δεν κινδυνεύουν επειδή κάνουν καλά τη δουλειά τους, άρα θα βγουν και ωφελημένοι από τη διαδικασία της αξιολόγησης, καιρός είναι να βγάλουν την τσίμπλα από τα μάτια.

Με την αξιολόγηση, το αστικό σύστημα και οι διαχειριστές του αποποιούνται των ευθυνών. Δεν φταίνε αυτοί που το σχολείο αποψιλώνεται από κάθε εναπομείναν ίχνος δημόσιου χαρακτήρα, που δεν έχει πόρους για τις στοιχειώδεις λειτουργικές του ανάγκες. Που τα παιδιά στοιβάζονται στις τάξεις, που δεν έχουν δάσκαλο ακόμα και τώρα δυόμισι μήνες από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, που έχει εξαφανισθεί κάθε υποστηρικτική δομή (τάξεις ένταξης, ειδικές τάξεις, ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, κ.λπ.). Που οι γονείς έχουν οδηγηθεί στην απόγνωση, καθόσον δε μπορούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες των παιδιών τους και τις «τρύπες» του δημόσιου σχολείου, που αφήνει ξοπίσω της η συστηματική ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας του. Δε φταίνε αυτοί που τα παιδιά εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, που το μορφωτικό τους επίπεδο παραμένει χαμηλό, που μηρυκάζουν αξίες και συμπεριφορές πνευματικής και πολιτιστικής παρακμής, που σαν προσωπικότητες δεν ολοκληρώνονται, που, που…

Τον φταίχτη, διαμηνύουν μέσω της αξιολόγησης,  αναζητείστε τον στον απλό εκπαιδευτικό της τάξης. Γι’ αυτό και το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα αφιερώνει στην αφεντιά του τις περισσότερες (εφτά) σελίδες (η σημειολογία έχει και αυτή την αξία της).

Ο δάσκαλος, λοιπόν, έχει την αποκλειστική ευθύνη γιατί δε μπορεί να οργανώσει μέσα στο σχολείο με τους ανεπαρκείς και πολλές φορές άθλιους χώρους, χωρίς το απαραίτητο εποπτικό υλικό, «κατάλληλο εκπαιδευτικό περιβάλλον». Που ταλανιζόμενος από χίλια μύρια προβλήματα ακόμα και επιβίωσης δεν είναι απερίσπαστος στο παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό του έργο. Που μεταφερόμενος από σχολειό σε σχολειό (έως και 5 σχολεία!) για να συμπληρώσει ωράριο δεν κατορθώνει να δημιουργήσει υψηλές «διαπροσωπικές σχέσεις» με τους μαθητές και συναδέλφους του. Που ο μεγάλος αριθμός των μαθητών του στην τάξη και οι καθημερινές ασφυκτικές απαιτήσεις του αναλυτικού και ωρολόγιου προγράμματος δεν του επιτρέπουν να προσεγγίσει κάθε παιδί χωριστά, να ανακαλύψει τα χαρίσματά του, να καλύψει όσο είναι δυνατόν τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Που βρίσκει τοίχο σε κάθε προσπάθειά του να ξεφύγει από τα ασφυκτικά όρια της στεγνής διδασκαλίας μέσα στην τάξη, επειδή ακόμη και η απλή επαφή με τα έργα και τους χώρους του πολιτισμού απαιτεί πόρους, που θεωρούνται πολυτέλεια και δεν παρέχει το δημόσιο σχολείο. Που δε μπορεί να εμπνεύσει μέσα από τα ακατάλληλα, γεμάτα ανούσιες πληροφορίες και αντιδραστικές ιδέες σχολικά εγχειρίδια, το πάθος και την αγάπη για τη μόρφωση στα παιδιά. Που δε μπορεί να εκμηδενίσει τις συνέπειες των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, μέσα στις οποίες διαβιούν οι μαθητές, που εν πολλοίς καθορίζουν αποφασιστικά τα ενδιαφέροντα και την εξέλιξή τους μέσα στη μαθησιακή διαδικασία. Που, που…

Ασφαλώς, ο καπιταλισμός, το κράτος του, ουδεμία στην πραγματικότητα επιθυμία έχουν να επιτευχθούν τα παραπάνω. Γιατί είναι επιλογή τους το σχολείο, με το οποίο πραγματώνεται σημαντικά ο όρος της διαιώνισής τους, αφού μέσω αυτού αναπαράγονται οι εκμεταλλευτικές σχέσεις και αφομοιώνεται η κυρίαρχη ιδεολογία, να είναι φθηνό, ευέλικτο και να διαμορφώνει τον άνθρωπο της μερικής δεξιότητας, τον υποταγμένο και φοβισμένο αυριανό εργαζόμενο.

Χρησιμοποιούν, όμως, τα παραπάνω για δημαγωγικούς λόγους, επειδή θέλουν να καμουφλάρουν τις πραγματικές επιδιώξεις τους και επιλογές τους και επειδή θέλουν, ειδικά στις μέρες μας της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλουν οι μνημονιακοί όροι, να παραδώσουν ολοκληρωτικά το σχολείο στην αγορά, μαζί με τα φυσικά του πρόσωπα: τους μαθητές, που τους τσακίζουν κυριολεκτικά με την ένταση των ταξικών φραγμών και τις αξιολογικές κρίσεις και τους εκπαιδευτικούς που τους αποτελειώνουν με την αξιολόγηση.

Διπλή αξιολόγηση

Η αξιολόγηση, που προωθείται με το ΠΔ, είναι η αποτύπωση της κυριαρχίας του ισχυρού (εν προκειμένω του υπουργείου Παιδείας και παραπέρα της κυβέρνησης και του συστήματος) επί του αδύνατου, δηλαδή του εκπαιδευτικού, με «παράπλευρη απώλεια» τον μαθητή, στην καμπούρα του οποίου θα φορτωθούν τελικά οι «τεχνικές» «αντικειμενικής» αξιολόγησης του δασκάλου του.

Βασίζεται στην ιεραρχική διοικητική πυραμίδα της εκπαίδευσης, στην κορυφή της οποίας στέκονται  δυο διορισμένοι Γενικοί Διευθυντές της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας, με άμεσους αποδέκτες τους διορισμένους περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης και στη βάση της είναι ο εκπαιδευτικός, ο οποίος αίρει όλες τις αμαρτίες της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Κάθε κρίκος της ιεραρχικής πυραμίδας αξιολογεί τον αμέσως κατώτερο.

Η αξιολόγηση είναι διπλή: διακρίνεται σε διοικητική και εκπαιδευτική. «Ως διοικητική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που συνθέτουν το υπηρεσιακό έργο» και «ως εκπαιδευτική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που σχετίζονται με την άσκηση του παιδαγωγικού, διδακτικού, επιμορφωτικού έργου και την επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη». Η διοικητική αξιολόγηση διενεργείται μία τουλάχιστον φορά ανά διετία, ενώ η εκπαιδευτική αξιολόγηση διενεργείται μία τουλάχιστον φορά ανά τριετία εντός συνεχούς χρονικού διαστήματος που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες (διμηνιαία αξιολογική περίοδος). Τη διοικητική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού διενεργεί ο διευθυντής του σχολείου στο οποίο υπηρετεί, ενώ την εκπαιδευτική του αξιολόγηση κάνει ο σχολικός σύμβουλος.

Είναι φανερό ότι η διπλή αξιολόγηση σφίγγει σα μέγγενη τους εκπαιδευτικούς. Γιατί, οι τυχόν αντιστάσεις τους στις αυθαιρεσίες των διευθυντών τους, οι οποίοι θα προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους -άρα και τις αυξημένες απολαβές τους- επιδεικνύοντας «έργο» στους ανωτέρους τους, θα τους καθιστούν «μαύρα πρόβατα» και προφανώς θα επισύρουν και την ανάλογη ποινή, την αρνητική τους αξιολόγηση. Την ίδια ποινή, από το σχολικό σύμβουλο αυτή τη φορά, θα επιφέρει και η αμφισβήτηση του περιεχόμενου της προσφερόμενης εκπαίδευσης και τα προτάγματά της (αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, εκπαιδευτικοί και παιδαγωγικοί στόχοι, μέθοδοι διδασκαλίας, κ.λπ.).

Σημειώνουμε ότι στο άρθρο αυτό επικεντρωνόμαστε στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, γιατί είναι και ο μόνος τα παθήματα και τα συμφέροντα του οποίου οφείλουν να απασχολούν το κίνημα. Οι υπόλοιποι κρίκοι της αξιολογικής πυραμίδας ανήκουν στην διοικητική πυραμίδα, ασκούν διευθυντικό δικαίωμα και έχουν επιλέξει να βρίσκονται στη θέση αυτή.

Κατηγορίες και κριτήρια αξιολόγησης

Οι εκπαιδευτικοί αξιολογούνται βάσει θεματικών κατηγοριών, οι οποίες είναι οι εξής: 1) το εκπαιδευτικό περιβάλλον 2) ο σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας 3) η διεξαγωγή της διδασκαλίας και η αξιολόγηση των μαθητών 4) η υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια 5) η επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού. Η ανταπόκριση του εκπαιδευτικού ανά θεματική κατηγορία αξιολογείται βάσει κριτηρίων, όπως οι διαπροσωπικές σχέσεις, το παιδαγωγικό κλίμα στη σχολική τάξη, η οργάνωση της σχολικής τάξης, ο βαθμός αντίληψης των δυνατοτήτων και αναγκών των μαθητών, οι στόχοι και το περιεχόμενο, τα εκπαιδευτικά μέσα, η εμπέδωση της νέας γνώσης και η αξιολόγηση των μαθητών, η συμμετοχή στη λειτουργία της σχολικής μονάδας και στην αυτο-αξιολόγησή της, η επικοινωνία και συνεργασία με γονείς και φορείς, τα τυπικά προσόντα, η επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη, κ.λπ.

Κάθε δε θεματική κατηγορία έχει το δικό της συντελεστή βαρύτητας, που παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας και κατάταξης του αξιολογούμενου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατηγορίες «διεξαγωγή της διδασκαλίας και αξιολόγηση των μαθητών», «υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια» και «επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού» έχουν και τους μεγαλύτερους συντελεστές βαρύτητας (1,25 – 1,50 – 1 αντίστοιχα). Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει και το στυγνό χαρακτήρα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού (που είναι στενά συνυφασμένη με την αξιολόγηση του μαθητή του), ο οποίος προβάλλει απαλλαγμένος απ’ όλες τις περιττές φιλοπαιδαγωγικές  φιοριτούρες. Η δε τελευταία κατηγορία αξιολόγησης προκαλεί οργή, καθώς μηδαμινές είναι οι ευκαιρίες και προοπτικές επιστημονικής και επαγγελματικής ανάπτυξης, αφού οι επιμορφώσεις που πραγματοποιούνται είναι κατά κανόνα «της πλάκας», ενώ πολλές φορές απαιτούν και οικονομική συμμετοχή. Και βεβαίως δε μιλούμε για επιμόρφωση πανεπιστημιακού επιπέδου, που είναι απαγορευτική για την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών και αναφέρεται μόνο στα «στελέχη» της εκπαίδευσης.

Κατάταξη, βαθμολογίες και στο βάθος απολύσεις

Για την αξιολόγηση χρησιμοποιείται τετράβαθμη περιγραφική κλίμακα. Η ένταξη του αξιολογούμενου σε βαθμίδα της περιγραφικής κλίμακας συνεπάγεται τον ποιοτικό του χαρακτηρισμό ως ακολούθως: «ελλιπής», «επαρκής», «πολύ καλός», «εξαιρετικός».

Οι ποιοτικοί χαρακτηρισμοί αντιστοιχίζονται με βαθμολογική κλίμακα, στην οποία κατώτατος βαθμός είναι το 0 και ανώτατος το 100, ως εξής:

α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί

β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί

γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί

δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί.

Στις μεταβατικές διατάξεις του ΠΔ προβλέπεται ότι «αξιολογούνται κατά προτεραιότητα οι εκπαιδευτικοί που κατά την 31η Μαΐου του 2014 συμπληρώνουν τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται για την προαγωγή από το βαθμό που κατέχουν στον επόμενο βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του ν. 4024/2011» (πρόκειται για το νόμο του νέου ενιαίου μισθολόγιου-φτωχολόγιου).

Το άρθρο 16 του ΠΔ αποκαλύπτει τον «τιμωρητικό» χαρακτήρα της αξιολόγησης, που επιμελώς προσπαθούν όλο τον καιρό να κρύψουν οι εμπνευστές της. Προβλέπει ότι «οι εκπαιδευτικοί που, σύμφωνα με την τελική τους βαθμολογία ή σύμφωνα με την παράγραφο 4 (σ.σ. η παράγραφος 4 ορίζει ότι οι εκπαιδευτικοί που χαρακτηρίζονται ελλιπείς σε περισσότερα του ενός κριτήρια σε μία εκ των κατηγοριών χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς, ασχέτως συνολικής βαθμολογίας), χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς, με σχετική πράξη του Διευθυντή Διεύθυνσης εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011». Σημειώνουμε ότι ο εργατοκτόνος αυτός νόμος του νέου ενιαίου μισθολόγιου καθορίζει ποσόστωση για τη μετάβαση από βαθμό σε βαθμό, με το ποσοστό των υπάλληλων που απορρίπτεται «με το καλημέρα» και μένει στάσιμο στο βαθμό του, να γίνεται τεράστιο όσο προχωρούμε στον καταληκτικό βαθμό Α, τον οποίο και θα προσεγγίσουν μόνο τα «στελέχη» της εκπαίδευσης. Κοντολογίς, οι αξιολογητές βαδίζουν πάνω σε συμπεφωνημένα και τα χαρτιά είναι σημαδεμένα.

Το ΠΔ από το σημείο αυτό και πέρα τηρεί σιγή ιχθύος για ευνόητους λόγους. Την υπόθεση πλέον αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο ίδιος ο νόμος 1566/1985, ο οποίος ορίζει (άρθρο 16) ότι όποιος εκπαιδευτικός κριθεί δυο φορές συνεχώς μη προακτέος ή τρεις φορές σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τότε παραπέμπεται με το ερώτημα της απόλυσης.

ΚΟΝΤΡΑ – ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 16 ΝΟΕΜΒΡΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *