Η έξοδος από το ευρώ ως αναγκαία και εφικτή επιλογή

αρχείο λήψηςΤου Λεωνίδα Βατικιώτη – “Unfollow”

«Η υιοθέτηση από την Ελλάδα του ευρώ συνεπάγεται στο οικονομικό πεδίο συγκεκριμένα οφέλη, τα οποία θα δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα, με τις δικές της δυναμικές ανάπτυξης και ποιότητας ζωής όλων μας. Θα αναφέρω επιγραμματικά ορισμένα: Ο χαμηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια… η ενίσχυση των επενδύσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της απασχόλησης, η μείωση του κόστους απόκτησης κατοικίας, η μεγαλύτερη διαφάνεια προς όφελος του καταναλωτή, η διάνοιξη ευκαιριών για τους αποταμιευτές, η διευκόλυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η θωράκιση συνολικά της οικονομίας μας από τις απειλές των διακυμάνσεων στις διεθνείς χρηματαγορές. Κάποιοι θεωρούν ότι όλα αυτά αφορούν αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, τους τραπεζίτες, το χρηματιστήριο. Κάνουν λάθος ή παραπλανούν συνειδητά τον απλό κόσμο. Όλα αυτά συνθέτουν μια νέα οικονομική πραγματικότητα, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη της οποίας θα τα καρπωθούν και οι μισθωτοί και οι καταναλωτές και όλοι όσοι έχουν πράγματι ανάγκη στήριξης… Η ΟΝΕ δεν αφορά τις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων. Αφορά το βιοτικό επίπεδο του καθενός μας»!

Από αυτές τις ειδυλλιακές υποσχέσεις του Κώστα Σημίτη, οι οποίες περιλαμβάνονται σε βιβλίο του που εκδόθηκε το 2002, τι έχει απομείνει 12 χρόνια μετά; Η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα. Για να συντελεστεί αυτή η ιστορικής σημασίας οπισθοδρόμηση το ευρώ έπαιξε καταλυτικό ρόλο με πολλούς τρόπους: Από τη μορφή και τη σφοδρότητα που προσέδωσε στη συγκεκριμένη διεθνή κρίση, όταν παρέσυρε την ευρωπαϊκή περιφέρεια, το σημείο αφετηρίας της δηλαδή, μέχρι τον ακριβή προσδιορισμό των «λύσεων κοινωνικής γενοκτονίας», οι οποίες προκρίθηκαν με τα μνημόνια, που συνιστά συμβατικά το σημείο τερματισμού της. Από το περίφημο «κοινό σπίτι των λαών» ξεκινούν οι δύο εκ των τριών της τρόικας για να πραγματοποιήσουν τον τακτικό έλεγχο της ελληνικής οικονομίας, που μετά από ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο όργιο εκβιασμών και ταπεινώσεων ανάβει τελικά το πράσινο φως για να πάρουμε τη δόση μας.

Αυστηρή προϋπόθεση για να μη ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας με τον εφιάλτη του βασικού μισθού στα 480 ευρώ και να μην υλοποιηθεί το σχέδιο μείωσης των συντάξεων στα 350 ευρώ είναι η έξοδος από το ευρώ. Η αποχώρηση από την ευρωζώνη αποτελεί μονόδρομο λόγω του ότι το ευρώ δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο νόμισμα, όπως σήμερα το δολάριο ή, παλιότερα, η δραχμή, καθώς έχει εξαρχής αποκλειστεί οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ακόμη δηλαδή κι αν άλλαζαν οι πολιτικοί συσχετισμοί και στα 17 κράτη-μέλη της ευρωζώνης, οι Γερμανοί που σχεδίασαν το ευρώ κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του μάρκου πρόβλεψαν ώστε καμιά πλειοψηφία πρωθυπουργών ή αρχηγών κρατών να μην έχει άποψη, ούτε συμβουλευτική, στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Αποτέλεσμα της θεσμικής θωράκισης της ΕΚΤ, υπό το μανδύα της ανεξαρτητοποίησης, είναι οι συγκρούσεις που συχνά ανακύπτουν μεταξύ εκλεγμένων πολιτικών ηγεσιών και διοίκησης των κεντρικών τραπεζών – όπως συνέβη λόγου χάρη τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Κύπρο, μεταξύ του δεξιού προέδρου Ν. Αναστασιάδη και του κεντρικού τραπεζίτη Π. Δημητριάδη. Η κατοχυρωμένη δυνατότητα του θεματοφύλακα του ευρώ να διεμβολίζει και να αλλάζει -επί το νεοφιλελεύθερο πάντα- τις οικονομικές πολιτικές φάνηκε στην Κύπρο και επί προεδρίας Δ. Χριστόφια, όταν η κατά τα άλλα αριστερή κυβέρνηση, έχοντας αναγάγει σε προτεραιότητα την παραμονή στο ευρώ, έφτασε να αποδεχθεί την τρόικα και το πρώτο μνημόνιο. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα να επιδίδεται σε μαθήματα πολιτικής προσαρμοστικότητας, επικροτώντας με αρθρογραφία στελεχών του στην Αυγή και την Εποχή το «καλό Μνημόνιο»…

ΤΟ ΕΥΡΩ ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΧΕΤΑΙ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ»

Κατά συνέπεια, οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν αλλάζουν το χαρακτήρα του ευρώ. Πολύ περισσότερο αδιάφορη είναι η μεταβολή των συσχετισμών σε μία μόνο χώρα της ευρωζώνης, ενδεχόμενο που συχνά προβάλλεται ως ο όρος εκείνος που θα επιτρέψει την αλλαγή της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Με ποια μέσα θα απαιτηθεί η κατάργηση της λιτότητας και της συνεχούς μείωσης των μισθών, όταν η εξαγωγική πλημμυρίδα (άμεση συνέπεια της κατάργησης των νομισματικών φραγμών) ωθεί μικρούς και μεγάλους καπιταλισμούς σε αναίρεση των εργατικών δικαιωμάτων;

Υπό αυτό το πρίσμα, η λιτότητα που επιβάλλεται εντός της ευρωζώνης έχει μια θεμελιώδη διαφορά με την εξίσου αιματηρή λιτότητα που εφαρμόζεται εκτός, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αγγλία, όπου ο Ντέιβιντ Κάμερον φορολογεί ακόμη και τις… κρεβατοκάμαρες. Στην Αγγλία, η συνέχιση της λιτότητας επαφίεται αποκλειστικά στη βούληση των ψηφοφόρων. Στην Ελλάδα και τις άλλες 16 χώρες της ευρωζώνης, ακόμη και να θελήσουν εντέλει οι ψηφοφόροι, οι κυβερνήσεις τους δεν θα μπορούν να αυξήσουν τις κοινωνικές δαπάνες και τους μισθούς, όσο επιλέγουν να λειτουργούν εντός του «ευρωπαϊκού πλαισίου», όπως χαρακτηρίζεται η υποταγή στο δόγμα της ευρω-λιτότητας, δηλαδή να καταρτίζουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Διαφορετικά ειπωμένο, εντός της ευρωζώνης η λιτότητα έχει επαυξημένη, διπλή θωράκιση.

Η συνειδητοποίηση αυτών των σκληρών και ανεπίδεκτων μεταρρύθμισης κανόνων λειτουργίας του ευρώ έχει δώσει ώθηση τα τελευταία χρόνια σε ένα πολύμορφο ρεύμα αμφισβήτησης του. Κορυφαία στιγμή σε αυτή την (αριστερή) αμφισβήτηση ήταν η πρόταση του ιδρυτή του αριστερού γερμανικού κόμματος Όσκαρ Λαψοντέν, στις 30 Απριλίου, για συντεταγμένη διάλυση της ευρωζώνης και επιστροφή σε καθεστώς εθνικών νομισμάτων με την ισοτιμία τους να διακυμαίνεται σε ένα περιορισμένο εύρος τιμών.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΛΟΠΚΕΣ ΑΥΞΗΣΕΙΣ

Στην Ελλάδα το πρώτο ζητούμενο της εξόδου από το ευρώ είναι η χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων και η αφειδώλευτη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας που έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος. Η νομισματική ανεξαρτησία μπορεί να προσφέρει τα αναγκαία μέσα -το ζεστό χρήμα!- για να γίνουν αθρόες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, με προτεραιότητα στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση και τον πολιτισμό. Οι νεοφιλελεύθεροι ας μην το θεωρήσουν ύβρη: στην Ελλάδα, με βάση πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, μόνο το 7,9% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον δημόσιο τομέα, όταν ακόμη και στην Αγγλία απασχολούνται υπερδιπλάσιοι: το 18,3%! Ο στόχος αύξησης των εισοδημάτων δεν αποτελεί μόνο μέσο για την επανεκκίνηση της ζήτησης στην οικονομία, αλλά αυτοτελή στόχο για κάθε οικονομική πολιτική. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και της ευημερίας της κοινωνικής πλειοψηφίας οφείλει να αποτελεί μέτρο αξιολόγησης κάθε οικονομικής πολιτικής, ειδικά σε μια εποχή που η τεχνολογία εκτινάσσει την παραγωγικότητα και τον πλούτο.

Στο πλαίσιο του ευρώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Η Γερμανία το είχε αποκλείσει ήδη από το 1943, όταν σχεδίαζε και προπαγάνδιζε το «ράιχσμαρκ» ως νόμισμα όλης της κατακτημένης Ευρώπης, δίνοντας έμφαση «στους περιορισμούς τους επιβληθέντες επί της καταναλώσεως εκ μέρους του αστικού πληθυσμού».

Κίνδυνος παρενεργειών, όπως για παράδειγμα φαινόμενα υπερπληθωρισμού με ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών από την αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος, δεν υφίσταται. Πρώτον, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση αποπληθωρισμού, κατέχοντας με βάση τη Εurostat το ρεκόρ σε όλη την ΕΕ. Τον περασμένο Νοέμβριο, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο πληθωρισμός αυξανόταν με ρυθμούς 1%, στην Ελλάδα υποχωρούσε κατά 2,9%. Μείωση είχαμε και τον Οκτώβριο (-1,9%) και το Σεπτέμβριο (-1%) και τον Αύγουστο (-1%). Ο αποπληθωρισμός επομένως δεν εμφανίστηκε συμπτωματικά, ήρθε για να μείνει. Καθότι μάλιστα αποτελεί πολύ μεγαλύτερη απειλή από τον πληθωρισμό, μια οικονομική πολιτική που δεν θα είχε ως στόχο την εξαθλίωση του λαού θα όφειλε συνειδητά και σχεδιασμένα να προκαλέσει πληθωρισμό, όπως κάνει για παράδειγμα η Ιαπωνία, κι όχι να τον επικαλείται ως απειλή.

Δεύτερον, η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού φτάνει το 33%. Για να αρχίσει η ενεργοποίηση του να προκαλεί αυξήσεις τιμών θα απαιτηθεί πολύς, πάρα πολύς χρόνος. Ακόμη και τότε όμως υπάρχει το εργαλείο του ελέγχου των τιμών, δηλαδή της επιβολής ανώτατων τιμών που αποδεδειγμένα θα τις συγκρατούν σε χαμηλά επίπεδα προς όφελος των καταναλωτών και σε βάρος των επιχειρηματικών κερδών. Αδιάψευστη απόδειξη ό,τι συνέβαινε με τα καύσιμα προτού απελευθερώσει την τιμή τους ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και ό,τι συμβαίνει ακόμη και σήμερα με το ψωμί. Ούτε πρόκειται η εξάρτηση της Ελλάδας από τις πρώτες ύλες να λειτουρ¬γήσει αποσταθεροποιητικά στο επίπεδο τιμών, προκαλώντας για παράδειγμα αυξήσεις στα εισαγόμενα, οι οποίες γρήγορα θα μεταφερθούν στην τελική τιμή.

ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΣΤΑΘΕΡΗ ΙΣΟΤΙΜΙΑ

Η συναλλαγματική ισοτιμία του νέου νομίσματος θα παραμείνει μεσοπρόθεσμα σταθερή, έτσι ώστε η νέα δραχμή να μη γίνει σάκος του μποξ της διεθνούς κερδοσκοπίας, που θα σπεύσει, ως τιμωρός, να διασφαλίσει ότι το ελληνικό παράδειγμα δεν θα βρει συνεχιστές. Μια διοικητικά καθορισμένη ισοτιμία της νέας δραχμής με το ευρώ, στο επίπεδο 1:1, και εκτός διεθνών ανταλλαγών, μεταθέτει χρονικά τις αναγκαίες προσαρμογές στον διεθνή τομέα, ενώ στο εσωτερικό θα αυξάνεται το πραγματικό εισόδημα και η ζήτηση.Έτσι, το αυξημένο βιοτικό επίπεδο θα αναλάβει το βάρος της επανεκκίνησης της οικονομίας και της επανίδρυσης ακόμη και ολόκληρων κλάδων, που σήμερα στο πλαίσιο του καταμερισμού εντός της ευρωζώνης πνέουν τα λοίσθια, παρότι υπάρχουν ακόμη αξιοζήλευτες υποδομές και τεράστια τεχνογνωσία στο εργατικό δυναμικό.

Ας φανταστούμε, π.χ., ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με άξονα τις μεταφορές, που θα δημιουργούσε απανωτές παραγγελίες στα -κρατικοποιημένα- ναυπηγεία, όχι μόνο για νέα καράβια, τα οποία θα έλυναν το πρόβλημα σύνδεσης της ηπειρωτικής Ελλάδας με τα νησιά, αλλά και για τρένα (στο τμήμα τροχαίου υλικού των ναυπηγείων).Ένα πρόγραμμα που θα δημιουργούσε ένα μοντέρνο δίκτυο, το οποίο θα ικανοποιούσε τις ανάγκες μετακίνησης σε όλη την Ελλάδα, παρέχοντας σε όλους φθηνές, γρήγορες και τακτικές μετακινήσεις.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα, που εκτός των άλλων αποτελεί και μονόδρομο για τη μείωση τη ανεργίας, δεν μπορεί να υλοποιηθεί εντός του ευρώ όχι μόνο γιατί η ΕΚΤ δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει τις στρόφιγγες -τις οποίες, παρεμπιπτόντως, ανοίγει αφειδώς για τις τράπεζες- αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Η Γερμανία, στο πλαίσιο του καταμερισμού που επιβάλλει, κρατάει για την ίδια στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες, όπως τα ναυπηγεία ή οι μεταλλικές κατασκευές, αφήνοντας για την Ελλάδα δραστηριότητες περιβαλλοντικά καταστροφικές, έντασης εργασίας και στεγνές από τεχνολογία, όπως ο τουρισμός, οι εργασίες τελικής συναρμολόγησης και οι εφοδιαστικές αλυσίδες (logistics).

ΚΡΑΤΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

Το κρίσιμο σε αυτήν τη διαδικασία είναι να πάψει να χαρακτηρίζεται επίτευγμα και να θεωρείται επωφελής για τον ελληνικό λαό η ένταξη της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με τον τρόπο που υφίσταται σήμερα. Διότι αυτή η ρητορική παραβλέπει όχι μόνο το καθεστώς αποικίας και κράτους περιορισμένης κυριαρχίας, που έχουν επιβάλλει εσχάτως τρόικα και trask force, αλλά και την υποβάθμιση που έχει επέλθει στο πλαίσιο της ένταξης στην ΕΕ και το ευρώ, σε βάρος της απασχόλησης και της πάσης φύσεως ασφάλειας που παρέχει η κάλυψη των πολυποίκιλων αναγκών από το εσωτερικό. Και όποιοι σπεύσουν να χαρακτηρίσουν ως εθνικιστική αναδίπλωση το επιχείρημα αυτό, ας το ξανασκεφτούν αναλογιζόμενοι την αυστηρότητα με την οποία Γερμανία και ΗΠΑ κρατούν προστατευμένους και μακριά από την περιλάλητη «απελευθέρωση» κρίσιμους κλάδους της δικής τους οικονομίας: από τράπεζες και τηλεφωνία η πρώτη, μέχρι λιμάνια και γεωργία η δεύτερη…

Συχνά, η δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η Ελλάδα χρησιμοποιείται σαν φόβητρο απέναντι στο αίτημα ανάσχεσης της και ρήξης αυτών των ολέθριων σχέσεων. Κλασικό παράδειγμα το ζήτημα της διατροφικής επάρκειας, που δήθεν απειλείται αν βγούμε από το ευρώ. Αυτό το επιχείρημα επιστρατεύεται παρότι, βάσει στοιχείων της ΠΑΣΕΓΕΣ (Ιανουάριος 2012), «το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2010 ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 94% περίπου»!

Ακόμη κι έτσι όμως, μια δεύτερη ματιά στα κρίσιμα αγροτικά προϊόντα, όπου η Ελλάδα έχει χαμηλή αυτάρκεια, όπως λόγου χάρη στο αγελαδινό γάλα (61,05%, με παραγωγή 674.000 τόνων και κατανάλωση 1.104.000) δείχνει πως η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ και την ΕΕ δεν αποτελεί τη λύση αλλά το πρόβλημα. Κι αυτό επειδή η Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν μάλιστα ο Κ. Σημίτης ήταν υπουργός Γεωργίας, υποχρεώθηκε να μειώσει την παραγόμενη ποσότητα γάλακτος, πληρώνοντας και πρόστιμα όταν την υπερέβαινε, μόνο και μόνο για να μπορούν να εξάγουν οι βορειοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν καιρό πριν βιομηχανοποιήσει την κτηνοτροφία τους. Η ελληνική κτηνοτροφία δηλαδή συρρικνώθηκε για να επιβιώσει και να μεγαλώσει τα μερίδια πωλήσεων της η βορειοευρωπαϊκή. Μια πραγματικότητα που σήμερα, όταν πια οι γεωργικές επιδοτήσεις απορροφώνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από βιομηχανίες όπως η Νούτρια και δεν περισσεύει σχεδόν τίποτε για τη μεγάλη μάζα των αγροτών, γίνεται αντιληπτή με οδυνηρό τρόπο…

Λύσεις, παρά τις δυσκολίες, μπορούν να βρεθούν για όλα τα πραγματικά προβλήματα που θα προκύψουν κατά την έξοδο από το ευρώ. Στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, μετά την υποτίμηση του νέου νομίσματος, θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα. Οι καταθέσεις μπορούν να μετατραπούν στο νέο νόμισμα με διαφορετική ισοτιμία αναλόγως του ύψους τους, ώστε να επέλθει αυτόματα και αναδιανομή του συσσωρευμένου πλούτου, ενώ η κάλυψη των αναγκών από το εξωτερικό μπορεί να γίνει μέσω διακρατικών συμφωνιών και στο πλαίσιο ανταλλαγών.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι το πλαίσιο στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η έξοδος από το ευρώ, δηλαδή τα μέτρα που θα εφαρμοστούν ταυτόχρονα, ώστε η αποχώρηση από την ευρωζώνη -και την ίδια την ΕΕ, μελλοντικά- να αποτελέσει την πρώτη πράξη στη μακρά διαδικασία ανατροπής των σημερινών καταθλιπτικών συσχετισμών, που φυσικά θα παρασύρει και όσες κυβερνήσεις υπηρετούν αυτή την πολιτική.

Έτσι, η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος ταυτόχρονα με την επιβολή φραγμών στην κίνηση των κεφαλαίων (όπως έγινε πρόσφατα στην Κύπρο, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των αντιλαϊκών μέτρων που επιβλήθηκαν), με την εθνικοποίηση των τραπεζών (που ούτως ή άλλως έχουν χρεοκοπήσει κι επιβιώνουν χάρη σε επιδοτήσεις μέχρι να τις αγοράσει για ένα ευρώ η Deutsche Bank) και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους ή και όλου του δημόσιου χρέους (που είναι παράνομο και απεχθές), αποτελούν τη μοναδική εναλλακτική απέναντι στη σημερινή βαρβαρότητα, που δεν έχει κανένα, μα κανένα σημείο λήξης. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *