Απολογία Θεοφίλου πάνω στα ερείπια ενός σαθρού κατηγορητήριου

THEOFILOU5Την κατά κράτος ήττα του προέδρου, της εισαγγελέα και της πολιτικής αγωγής σηματοδότησε η Τετάρτη 22 του Γενάρη, μέρα κατά την οποία απολογήθηκε ο Τάσος Θεοφίλου. Η ύστατη προσπάθεια του προέδρου να δημιουργήσει κάποιες εντυπώσεις, μέσω των ερωτήσεών του, από τη μια κατέδειξε προκατάληψη και από την άλλη απετέλεσε παραδοχή ότι το κατηγορητήριο έχει καταρρεύσει και έχει διασκορπιστεί.

Ο Τ. Θεοφίλου ξεκίνησε την απολογία του κάνοντας μια εκτενή αναφορά στη σημασία που αποδίδουν οι αναρχικοί στην απολογία στα αστικά δικαστήρια και στο πως ο ίδιος βλέπει την ποινική δικαιοσύνη: «Υπάρχει μια παράδοση που θέλει τους αναρχικούς αγωνιστές να μην απολογούνται στα δικαστήριά σας, αλλά να τα χρησιμοποιούν ως πολιτικό βήμα. Απ’ αυτή την παράδοση δεν μπορώ να αποκλίνω, ωστόσο δεν μπορώ να αποφύγω να απαντήσω, σε δεύτερο χρόνο, στις εναντίον μου κατηγορίες και να σχολιάσω τα υποτιθέμενα εναντίον μου στοιχεία.

Θεωρώ ότι η ποινική δικαιοσύνη είναι η κωδικοποίηση της ιδεολογίας της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Ως αναρχικός δεν μπορώ να αναγνωρίσω καμία εξουσία. Ομως αναγνωρίζω το γεγονός, ότι η δικαιοσύνη είναι παράλληλα και ένα πεδίο όπου αποκρυσταλλώνονται οι κοινωνικοί συσχετισμοί. Δεν θεωρώ ούτε ότι είναι μια σφαίρα ιερή, ούτε μια σφαίρα υψωμένη στον πλατωνικό ουρανό. Θεωρώ ότι επηρεάζει και επηρεάζεται από την κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Ετσι μπορεί να είναι εγγυήτρια του κοινωνικού συμβολαίου, ενός άτυπου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων, κεφαλαίου-εργασίας, πλούσιων-φτωχών. Μπορεί να γίνει ένα εργαλείο στα χέρια των πρώτων. Ετσι υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να της προσδώσουν εργαλειακή χρήση και μια μεσαιωνική λειτουργία, όπου η καταδίκη επιβάλλεται αμείλικτα και θριαμβευτικά ενάντια σε όποιον τολμάει να αμφισβητήσει την εξουσία. Και δυνάμεις που την ωθούν στο υποτιθέμενο ιδανικό της, στην εκπλήρωση των αρχών, των αξιών και των εγγυήσεων του διαφωτισμού.

Με την ελπίδα ότι το δικαστήριό σας θέλει εκ των πραγμάτων η ταξική και άδικη δικαιοσύνη σας να τείνει τουλάχιστον προς το ιδανικό σας, αποφασίζω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Και δεν το κάνω αυτό χωρίς κάποιες επιφυλάξεις, αφού σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης δεν μπόρεσα να οδηγηθώ σε άλλο συμπέρασμα από το ότι οι ιδιότητες του κριτή και του αντιπάλου συγκεντρώνονται δυστυχώς στο ίδιο πρόσωπο».

Μετά απ’ αυτή την εισαγωγή, ο Τ. Θεοφίλου άρχισε να αναφέρει τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες έγινε φανερή η προκατάληψη του προέδρου, γεγονός που ενόχλησε τον τελευταίο, ο οποίος δε δίστασε να διακόψει την απολογία του για να του υπενθυμίσει ότι η Δικονομία του δίνει το δικαίωμα να του αφαιρέσει το λόγο, αν ξεφεύγει από το θέμα. Οπως είπε, δε θα χρησιμοποιήσει αυτό το δικαίωμα, αλλά και ο Θεοφίλου θα πρέπει να συντομεύει! Η προκλητική αυτή τοποθέτηση του προεδρεύοντα προκάλεσε την αντίδραση τόσο των αλληλέγγυων όσο και των συνηγόρων υπεράσπισης. Ο Τ. Θεοφίλου δεν πτοήθηκε από την παρέμβαση του προεδρεύοντα και συνέχισε να παραθέτει στοιχεία που επιβεβαιώνουν την προκατάληψή του σε βάρος του.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην κοινωνικοπολιτική συγκυρία που επέτρεψε να είναι διώξεις σαν τη δική του ανεκτές και επιβεβλημένες και πέρασε στον σχολιασμό του ρόλου και της δράσης της περιβόητης Αντιτρομοκρατικής. Η Αντιτρομοκρατική, είπε, δεν πιστεύει ότι εγώ έχω οποιαδήποτε σχέση με την ανθρωποκτονία της Πάρου. Εάν πίστευε ότι έχω κάποια σχέση, θα με ρωτούσε στην ανάκριση. Οπως αποκάλυψε, στην Αντιτρομοκρατική τον ρωτούσαν για τις διεργασίες στον αναρχικό χώρο και τον απείλησαν ότι εάν δεν τους αποκαλύψει ό,τι ξέρει θα κάτσει 20 χρόνια φυλακή. Θύμισε, δε, στο δικαστήριο, ότι ο Ε. Χαρδαλιάς ήρθε σαν ένας μικρός θεός που κατέχει την απόλυτη αλήθεια, πάσαρε στο δικαστήριο μια ολόκληρη ιστορία που δήθεν θεμελίωνε την ενοχή του και κατέληξε λέγοντας ότι μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία.

Σχολιάζοντας την προπαγάνδα ότι στη σύγχρονη αστική δημοκρατία δεν δικάζονται ιδέες αλλά πράξεις, τόνισε πως όταν δεν υπάρχουν στοιχεία αυτά εφευρίσκονται. Γι’ αυτό και η Αντιτρομοκρατική έχει αφήσει γι’ αυτόν και για δεκάδες αναρχικούς κενά στις δικογραφίες που φτιάχτηκαν στο πλαίσιο της εξάρθρωσης της ΣΠΦ. Η Αντιτρομοκρατική, είπε, γνώριζε και εμένα και τον Κ. Σακκά καθώς και τη φιλία μας, που χρονολογείται από το 2002 που ήμασταν συμφοιτητές. Η Αντιτρομοκρατική με γνώριζε το 2010, αλλά δεν με θεώρησε επικίνδυνο και γι’ αυτό δεν με συνέλαβε.

Με τη ΣΠΦ διευκρίνισε ότι δεν έχει καμία σχέση, γιατί αυτή είναι αναρχοατομικιστική οργάνωση, ενώ ο ίδιος είναι αναρχοκομουνιστής. Το ότι δεν έχει καμία σχέση με τη ΣΠΦ πιστοποιείται από το χάος που υπάρχει ανάμεσα στις αντιλήψεις τους. Επισήμανε, ακόμη, ότι η ΣΠΦ έγινε –παρά τη θέλησή της– όπως συνέβη και με τον εισαγγελέα Μαρίν στην Ιταλία, η οργάνωση-ομπρέλα για να της φορτώνουν όλη την παραβατική δράση των αναρχικών.

Παραδέχτηκε ότι πήγε στο σπίτι του Κ. Σακκά, αφού ήταν φίλος του, και ότι επισκέφτηκε μερικά από τα στέκια που αναφέρει η αντιτρομοκρατική, επισημαίνοντας ότι μ’ αυτή τη λογική της ενοχοποίησης των κοινωνικών σχέσεων μπορεί να ενοχοποιηθούν ακόμη και δικαστές που έτυχε να συναντηθούν με τον Καλούση και τη Μπουρμπούλια και ήπιαν ένα καφέ και να κατηγορηθούν ότι συμμετείχαν στο παραδικαστικό κύκλωμα.

Ξεκαθάρισε, ακόμη, ότι δεν έχει καμία σχέση ούτε μ’ αυτά για τα οποία κατηγορούνται οι Γ. Καραγιαννίδης, Α. Μητρούσιας και Κ. Σακκάς. Οπως είπε, τα μόνα πραγματικά γεγονότα που αναφέρει η Αντιτρομοκρατική είναι ότι πήγε στο σπίτι του Κ. Σακκά δύο ή τρεις φορές και ότι συναντιόνταν στον ηλεκτρικό σταθμό της Καλλιθέας, γιατί δεν γνώριζε την Καλλιθέα και φοβόταν μήπως χαθεί και δε βρει το σπίτι. Δεν θυμάται αν έφαγαν σουβλάκια με τον Κ.Σακκά, ούτε το επιβεβαιώνει ούτε το διαψεύδει. Θυμάται μόνο ότι μια φορά παραγγείλανε σουβλάκια από το σπίτι. Παραδέχτηκε ότι πήγε στο μαγαζί «Μαύρος Γάτος», όπως και στο «Αρχέτυπο», δεν πήγε όμως ποτέ στο Στέκι της Ζωοδόχου Πηγής. Αν πήγαινε θα το παραδεχόταν, γιατί είναι αναρχικός και δε θα είχε λόγο να το αποκρύψει. Ολες αυτές οι συναντήσεις, όμως, δεν έγιναν σε μια μέρα, όπως τις παρουσίασε η Αντιτρομοκρατική.

Ξεκαθάρισε ότι δεν πήγε ποτέ στο Αγρίνιο και ότι μέχρι τη μεταγωή του στις φυλακές Κορυδαλλού δεν γνώριζε τον Γ. Καραγιαννίδη. Τον γνώριζε μόνο από φωτογραφίες.

Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει δικαστής που θα δικάσει έναν άνθρωπο, γιατί κούρευε τα μαλλιά του, γιατί έμενε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο και γιατί κρατούσε μια τσάντα που έγραφε «Πάρος», αναρωτήθηκε. Οπως είπε, παρόμοιο περιστατικό συνέβη το Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη του 2001. Τότε είχε κουρέψει πριν ένα μήνα τα μαλλιά του, έμενε σε φτηνό ξενοδοχείο και φορούσε μια μπλούζα που έγραφε «I love USA». Θα σας φαινόταν λογικό να δικαστώ για τους δίδυμους πύργους; ρώτησε.

Αναφερόμενος στο θόρυβο που προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο Νίκος και ο Λευτέρης κατέθεσαν στο δικαστήριο ότι ήταν μαζί στην ανακαίνιση του Στεκιού Μεταναστών, αλλά δεν πήγαν να το καταθέσουν στους ανακριτές, τόνισε ότι ο ίδιος δεν ήθελε να καταθέσουν, γιατί δεν είχε αντιληφθεί πού το πάει η Αντιτρομοκρατική και ήθελε να προστατεύσει το κοινωνικό του περιβάλλον. Οι εφέτες ανακριτές λειτουργούν ως υφιστάμενοι της Αντιτρομοκρατικής, τόνισε, ενώ υπάρχει μια παράδοση των αναρχικών που θέλει να καταρρέουν οι σκευωρίες στις αίθουσες των δικαστηρίων. Αναρωτήθηκε γιατί έπρεπε εκείνος να προσκομίσει στοιχεία για την προσωπική του δραστηριότητα, τη στιγμή που δεν υπάρχει το παραμικρό ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του και είναι το δικαστήριο αυτό που καλείται να αποδείξει την ενοχή του; Για την προσωπική του δραστηριότητα και γιατί για παράδειγμα πήγε στη Λαμία δεν χρειαζόταν να φέρει κανένα μάρτυρα. Οι μόνοι μάρτυρες που του χρειάζονταν ήταν οι δύο επιστήμονες βιολόγοι.

Στη συνέχεια, σχολίασε τις καταθέσεις των μαρτύρων υπαλλήλων της τράπεζας, οι οποίοι, παρά τα μαθήματα που τους έγιναν και τον εκβιασμό που τους ασκήθηκε από την εργοδοσία, δεν τον αναγνώρισαν ως έναν από τους δράστες. Στάθηκε λίγο στο επιχείρημα ότι οι δράστες δεν πήραν τα λεφτά από τον πελάτη που πήγε να καταθέσει 6.000 ευρώ και άρα ήταν αναρχικοί και τόνισε ότι στις φυλακές που πέρασε ως κρατούμενος ρώτησε ανθρώπους που έχουν καταδικαστεί για ληστείες σε τράπεζες αν παίρνουν τα λεφτά των πελατών και του απάντησαν ότι αν ήταν να παίρνουν τα λεφτά των πελατών που συναντούν στις τράπεζες, τότε θα έκαναν ληστείες σε προποτζίδικα και όχι σε τράπεζες. Για δε το επιχείρημα ότι οι ληστές είχαν υψηλό επίπεδο, αναρωτήθηκε από ποια στοιχεία απορρέει αυτή η εκτίμηση, όταν οι λέξεις που χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της ληστείες είναι απ’ αυτές που χρησιμοποιούνται από όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως πνευματικού επιπέδου.

Αναφερόμενος στο DNA, είπε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να πει ότι το φύτεψε η Αντιτρομοκρατική, αλλά το δικαστήριο δε θα τον πίστευε. Γι’ αυτό σας λέω, ότι έγινε λάθος στο εργαστήριο, κατέληξε.

Οσο για τις εργασίες που έκανε, ανέφερε πως έκανε δουλειές του ποδαριού, από μοίρασμα φυλλαδίων μέχρι εγκατάσταση μηχανημάτων. Επανέλαβε ότι από τις 2 μέχρι τις 10 Αυγούστου του 2012 απασχολήθηκε στην ανακαίνιση του κτιρίου που στεγάζεται το Στέκι Μεταναστών.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο λόγο της εγκατάστασής του στην Λαμία από το Μάρτη του 2011, θέτοντας εισαγωγικά το ερώτημα, γιατί πρέπει αυτός να εξηγήσει για ποιους λόγους πήγε στη Λαμία και όχι το δικαστήριο; Γιατί θα πρέπει αυτός να αποκαλύψει προσωπικά του στοιχεία, ότι είχε μια σχέση που δεν έπρεπε να την αποκαλύψει. Εάν δεν πήγαινε στη Λαμία θα έπρεπε να χωρίσει, κάτι που δεν ήθελε εκείνη την περίοδο. Η σχέση αυτή τελείωσε το Μάη του 2012.

Για την ύπαρξη του αλεξίσφαιρου γιλέκου δήλωσε ότι έγινε ολοφάνερο πως το αγόρασε για τις ανάγκες της ταινίας μικρού μήκους που γυρίστηκε και παίχτηκε στο Βερολίνο το Φλεβάρη του 2013. Τα αποτυπώματα στο σπίτι της Λαμίας, τριών ανθρώπων που από το Δεκέμβρη του 2010 έως το Γενάρη του 2011 βρίσκονται στις φυλακές και επομένως αποδεδειγμένα δεν μπορούσαν να επισκεφτον το σπίτι της Λαμίας, δείχνουν ότι αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα δεν μπορούν να αξιοποιούνται ποινικά.

Εκλεισε την απολογία του αναφερόμενος στην κατάθεση της μητέρας του που βρισκόταν σε σύγχυση, στις συχνές μετακινήσεις του μετά το Μάη και μέχρι τον Αύγουστο του 2012 και στο αν έπαιρνε κατά περιόδους χρήματα από την οικογένειά του, που ποτέ δεν ήταν μεγάλα ποσά. Ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι κάποια στιγμή αγόρασε ένα παλιό αμάξι με 700 ευρώ και αυτά τα πλήρωσε η οικογένειά του. Τέλος, τόνισε ότι εκείνοι που χρησιμοποίησαν την κατάθεση της μητέρας του που ήταν σε σύγχυση είναι ανήθικοι.

Οταν ο Τ. Θεοφίλου ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του, ρωτήθηκε από τον προεδρεύοντα αν θα δεχτεί ερωτήσεις και απάντησε καταφατικά, για ν’ ακολουθήσει ο εξής διάλογος:

Μ. Χατζηαθανασίου: Ενας μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι στις 9 Αυγούστου το απόγευμα συναντήθηκες με ένα συγγραφέα, δηλαδή τον Γ. Αλεξάτο. Τι έγινε;

Τ. Θεοφίλου: Ναι συναντήθηκα.

Μ. Χατζηαθανασίου: Αν ήταν αλήθεια, γιατί δεν το αναφέρατε τη στιγμή που αποδεικνυόταν ότι δεν θα μπορούσατε να είστε την επομένη στην Πάρο;

Τ. Θεοφίλου: Ηταν τέτοια η κατάσταση εκείνες τις μέρες που πήγαιναν να μου φορτώσουν τα πάντα και δεν μπορούσα να εκτιμήσω πού το πάει η Αντιτρομοκρατική.

Λες και ο προεδρεύων δεν άκουσε τίποτα απ’ όσα είχε εκθέσει προηγουμένως ο Θεοφίλου, απαντώντας αναλυτικά και σ’ αυτό το θέμα. Τη στάση του αιτιολόγησε με την άποψη ότι τώρα το δικαστήριο δίνει μεγάλη σημασία στην απολογία! Λες και προέκυψε κάτι κατά την ακροαματική διαδικασία, λες και δεν κατέρρευσαν τα πάντα, λες και δεν ήταν ο ίδιος ο αρχισκευωρός της Αντιτρομοκρατικής που παραδέχτηκε ότι «μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία», λες και δεν ήταν ο ίδιος ο προεδρεύων που όταν εξεταζόταν το ζήτημα του περιβόητου DNA παραδέχτηκε ότι ο Θεοφίλου «ενδέχεται να μη φόρεσε το καπέλο»!

Μόνο μια ερμηνεία μπορούμε να δώσουμε στην τοποθέτηση του προεδρεύοντα για τη μεγάλη σημασία που δίνει το δικαστήριο στην απολογία. Οτι αποτελεί έμμεση παραδοχή για την απουσία έστω και ενδείξεων (πόσο μάλλον ακλόνητων αποδείξων, όπως απαιτεί το ισχύον ποινικό σύστημα) σε βάρος του Θεοφίλου και ταυτόχρονα προσπάθεια να μεταφερθεί το βάρος της απόδειξης στον κατηγορούμενο και όχι στην κατηγορούσα αρχή, κατ’ αντιστροφή των όσων προβλέπονται και στην ΕΣΔΑ και στο ελληνικό ποινικό σύστημα για το «τεκμήριο αθωότητας» και τους κανόνες της «δίκαιας δίκης». Ο κατηγορούμενος έχει ακόμη και το «δικαίωμα σιωπής», που αν το ασκήσει δεν πρέπει επουδενί να ερμηνεύεται ως τεκμήριο ενοχής του. Δεν οφείλει ο κατηγορούμενος να αποδείξει ότι είναι αθώος (τεκμαίρεται αθώος), αλλά οφείλει η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είναι ένοχος.

Ολ’ αυτά τα γνωρίζει πολύ καλά ο προεδρεύων εφέτης, γι’ αυτό και αυτή του η άποψη απετέλεσε την ύστατη προσπάθεια συντήρησης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας περί ενοχής του Θεοφίλου, που δημιούργησε η Αντιτρομοκρατική με τα παπαγαλάκια της. Πλέον, όμως, δεν βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 2012, όταν μιλούσαν μόνο η Αντιτρομοκρατική και τα παπαγαλάκια της. Ούτε βρισκόμαστε στην αρχή της δίκης, αλλά στο τέλος, με την κατηγορούσα αρχή να έχει δει όλες τις υποτιθέμενες ενδείξεις της όχι απλά να αποδυναμώνονται, αλλά να εξατμίζονται. Κανένας μάρτυρας δεν αναγνώρισε τον Θεοφίλου, η Αντιτρομοκρατική κατέθεσε ότι μπορεί να μην ήταν στη ληστεία, ο ίδιος ο προεδρεύων παραδέχτηκε ότι ενδέχεται να μη φόρεσε το περιβόητο καπέλο με το υποτιθέμενο DNA του, η υποτιθέμενη σχέση του με τη ΣΠΦ αποδείχτηκε η γελοιωδέστερη των κατασκευών, πληθώρα μαρτύρων κατέθεσε τα πάντα για τη ζωή του και τις κινήσεις του, ο ίδιος υπήρξε αναλυτικότατος (ως μη όφειλε) στην τοποθέτηση-απολογία του, εκθέτοντας ακόμη και γεγονότα της αυστηρά προσωπικής του ζωής, τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει από τις ερωτήσεις κατά τη δεύτερη φάση της απολογίας του; Μήπως να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας;

Πάντως, την άποψη του προεδρεύοντα δεν φάνηκε να συμμερίζεται ο εκ δεξιών του εφέτης, ο οποίος όχι μόνο δεν επανέλαβε την άποψη περί της μεγάλης σημασίας της απολογίας, αλλά υπέβαλε στον Θεοφίλου μόνο μια ερώτηση: αν διόρισε τεχνικό σύμβουλο για το DNA και αν όχι γιατί, με την επισήμανση ότι το μοναδικό στοιχείο με το οποίο στηρίζονται όλες οι κατηγορίες είναι αποκλειστικά η ύπαρξη ή όχι DNA στο καπέλο.

Ο προεδρεύων, ανακρούοντας πρύμναν σε σχέση με τη δική του παραδοχή, όταν εξετάστηκαν οι δύο μάρτυρες-επιστήμονες για το DNA, ότι ενδέχεται ο Θεοφίλου να μη φόρεσε το καπέλο, απεδύθη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακαλύψει «αντιφάσεις» ανάμεσα στα απολογητικά υπομνήματα του Θεοφίλου και την απολογία του στο ακροατήριο. Δείτε για τι ποιότητας «αντιφάσεις» μιλάμε. Τώρα –ρωτάει ο προεδρεύων– λέτε ότι πήγατε στη Λαμία προκειμένου να μη διαλύσετε μια σχέση, ενώ παλαιότερα υποστηρίξατε ότι στη Λαμία πήγατε για να ησυχάσετε και να μπορείτε να γράφετε τα διηγήματά σας. Τι από τα δυο ισχύει, ρωτάει με ύφος περίπου θριαμβευτικό. Η ειλικρίνεια ενός ανθρώπου, που προσπαθεί να προστατεύσει την αυστηρά προσωπική του ζωή, αλλά στο τέλος αναγκάζεται να μιλήσει και γι’ αυτή, θεωρείται… ένδειξη ενοχής. Μ’ ένα λογικό τρικ που θα το ζήλευαν και τα πιο ικανά στελέχη της μιντιακής προπαγάνδας, αυτά που ξέρουν πώς να κάνουν το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο, σε μείζον ζήτημα αναγορεύεται το τι λέει ο Θεοφίλου για το λόγο της μετακόμισής του στη Λαμία και όχι το γεγονός ότι αποδείχτηκε πέραν κάθε αμφιβολίας, πως το σπίτι της Λαμίας ο Θεοφίλου δεν το είχε για να κρύβεται, αλλά ήταν ένα κανονικό σπίτι, που το επισκεπτόταν κόσμος, ενώ και ο ίδιος στη Λαμία δεν κρυβόταν!

Τις ερωτήσεις για τις διαφορές του Θεοφίλου με τη ΣΠΦ δε θα τις σχολιάσουμε καν. Δεν αντέχουν σε κριτική, γιατί λόγω ημιμάθειας και πολιτικού προσανατολισμού ο προεδρεύων αδυνατεί να αντιληφθεί αυτές τις διαφορές και τη σημασία τους, όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της εξέτασης μαρτύρων υπεράσπισης που προσπάθησαν να παρουσιάσουν αναλυτικά αυτές τις διαφορές, που αποδεικνύουν ότι ο Τ. Θεοφίλου δε θα μπορούσε να είναι μέλος της ΣΠΦ. Οι υπόλοιπες ερωτήσεις του προεδρεύοντα αφορούσαν πάλι το άλλοθι του Στεκιού Μεταναστών, τη φράση «ασύμμετρη απειλή» που χρησιμοποιεί σε ένα έργο του (αλίμονό μας, σύντροφοι και συνάδελφοι συγγραφείς, δημοσιογράφοι, δημοσιολογούντες! Ετσι και χρησιμοποιήσουμε αυτές τις δύο απαγορευμένες λέξεις, κινδυνεύουμε να κατηγοροηθούμε ως… «τρομοκράτες»), το γιατί στις δεκαέξι συνεδριάσεις του δικαστηρίου ο Θεοφίλου παραμένει αξύριστος (!!!), το γιατί στη Λαμία κατείχε μια πλαστή ταυτότητα και, τέλος, αν φόρεσε το καπέλο! Ειδικά το τελευταίο, ενόψει της παλαιότερης παραδοχής του προεδρεύοντα ότι είναι ενδεχόμενο να μην έχει φορέσει το καπέλο, το αφήνουμε στην κρίση σας.

Ο Τ. Θεοφίλου δέχτηκε ότι η κατοχή της πλαστής ταυτότητας συνιστά αδίκημα, αλλά τίποτ’ άλλο πέραν αυτού.

Ο προεδρεύων κατέφυγε ακόμη και στον γάλλο θεωρητικό της Λογοτεχνίας Ζεράρ Ζενέτ, ρωτώντας τον Θεοφίλου αν –με βάση το σύστημα του Ζενέτ– ο αφηγητής του είναι αυτοδιοικητικός ή ετεροδιοικητικός, μολονότι ο Θεοφίλου δήλωσε πως δεν γνωρίζει τον Ζενέτ και το έργο του και πως δεν ασχολείται με τη Θεωρία της Λογοτεχνίας. Απ’ αυτή την άποψη, ο κ. Χατζηαθανασίου πρέπει να αισθάνεται τυχερός, γιατί αν έπεφτε πάνω σε κάποιον με γνώσεις στη Θεωρία της Λογοτεχνίας γενικά και στην περί αφήγησης θεωρία του Ζενέτ, μάλλον δε θα… καλοπερνούσε. Προς τι, όμως, αυτή η… λογοτεχνική αγωνία του προεδρεύοντα; Μήπως για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα, ότι ο συγγραφέας Θεοφίλου συμμετείχε σε ληστείες για να αντλήσει βιώματα για τους ήρωες των διηγημάτων του; Εκεί έχουμε φτάσει; Να ενοχοποιούνται συγγραφείς για τις πράξεις των φανταστικών ηρώων τους; Αν έχουμε φτάσει εκεί, τότε θα έχουμε ξεπεράσει όχι μόνο την τσαρική Οχράνα που φυλάκισε τον Ντοστογιέφσκι, αλλά και τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση.

Οι ερωτήσεις της εισαγγελέα, πιο «πεζές» απ’ αυτές του προέδρου, απεκάλυψαν αμηχανία και προφανή δυσκολία στήριξης του καταρρεύσαντος κατηγορητήριου. Οι πρώτες ερωτήσεις της αφορούσαν κατηγορίες πλημμεληματικού χαρακτήρα, όπως μια πινακίδα μοτοσικλέτας και κάποιες σφραγίδες που βρέθηκαν στο σπίτι των γονιών του Θεοφίλου στη Θεσσαλονίκη. Ο Θεοφίλου απάντησε ότι κακώς δεν παραδόθηκαν η πινακίδα και οι σφραγίδες και ότι αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτή την παράλειψη.

Οι υπόλοιπες ερωτήσεις πρόδιδαν τη φανερή αμηχανία της εισαγγελέα: αν έχει πάει στην Πάρο και πότε, αν οι γονείς του του έδιναν χρήματα, αν η μητέρα του γνώριζε ότι έχει σπίτι στη Λαμία, αν είχε κινητό όταν έγιναν τα γεγονότα και αν ναι γιατί δε ζήτησε να ανοιχτεί για να φανεί σε ποιούς και πότε τηλεφώνησε! Ο Θεοφίλου απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις πειστικά, όμως, αξία έχει μόνο η τελευταία ερώτηση. Οταν συνελήφθη, είχε πάνω του το κινητό του, το οποίο κατασχέθηκε από την Αντιτρομοκρατική. Λέτε να μην το έκανε φύλλο και φτερό, να μη βρήκε σε ποιους και πότε τηλεφώνησε και από ποιες κεραίες προωθήθηκαν ή λήφθηκαν όλες οι κλήσεις; Αν είχε βρει κάτι επιλήψιμο ή έστω κάτι που θα βοηθούσε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δε θα το είχε βάλει στη δικογραφία; Η κα Οικονόμου θα έπρεπε να αναρωτηθεί (τουλάχιστον) γιατί δεν εφαρμόστηκε ποτέ η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σύρου να ερευνηθεί το κινητό τηλέφωνο που βρέθηκε στον τόπο της ανθρωποκτονίας του άτυχου ταξιτζή. Και να θέσει το ερώτημα στο Συμβούλιο Εφετών που παρέπεμψε τον Θεοφίλου. Περιμένουμε να δούμε αν θα απαντήσει επιτέλους σ’ αυτό και στα άλλα αμείλικτα ερωτήματα κατά την αγόρευσή της.

Στα αξιοσημείωτα της συνεδρίασης πρέπει να προσθέσουμε τη μη υποβολή ερωτήσεων προς τον κατηγορούμενο από την πολιτική αγωγή. Εκφραση αμηχανίας με υστερόβουλο τρόπο ή έντιμη παραδοχή ότι ο Θεοφίλου δεν έχει καμιά σχέση με τη ληστεία και την ανθρωποκτονία της Πάρου; Ιδωμεν.

Πάντως, όταν σχολιάστηκε το περιβόητο DVD που η πολιτική αγωγή εισήγαγε στη δικογραφία, ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης ανέλυσαν όλα τα μεγάλα ζητήματα που αυτό καταδεικνύει (γράψαμε αναλυτικά στο προηγούμενο ρεπορτάζ από τη δίκη), η πολιτική αγωγή το γύρισε… στο καλαματιανό και μιλούσε για τις φωτογραφίες που από την αρχή υπάρχουν στη δικογραφία! Για σταθείτε, ωρέ λεβέντες και λεβέντισσες, εσείς δεν κάνατε φροντιστήριο στους μάρτυρες με βάση το DVD, εσείς δεν το εισαγάγατε στη δικογραφία ως… σπουδαίο πειστήριο, γιατί τώρα επιστρέφετε στις… ταπεινές φωτογραφίες; Μήπως γιατί το DVD απέδειξε ότι οι δύο από τους ληστές, μεταξύ των οποίων και ο φερόμενος ως Θεοφίλου, είχαν γυμνό το ένα χέρι και άφησαν άφθονο βιολογικό υλικό σε αντικείμενα της τράπεζας και στα ρούχα ενός τραπεζοϋπάλληλου; Βιολογικό υλικό που σκοπίμως δεν διερευνήθηκε (ή διερευνήθηκε και «πνίγηκε», που είναι και το πιθανότερο), γιατί αποδείκνυε ότι δεν υπήρχε Θεοφίλου στη ληστεία;

Η συνεδρίαση θα συνεχιστεί την Τρίτη 28 Γενάρη με την αγόρευση της εισαγγελέα. Η κα Οικονόμου ζήτησε από το δικαστήριο έξι μέρες για να ετοιμαστεί και –δικαίως– της δόθηκαν. Ο ίδιος χρόνος ζητήθηκε και από την υπεράσπιση, αλλά ο προεδρεύων αρνήθηκε και όρισε την 29η Γενάρη, δηλαδή την επομένη της αγόρευσης της εισαγγελέα. Γιατί δυο μέτρα και δυο σταθμά;

Πηγή: “ΚΟΝΤΡΑ”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *