Η εισαγωγή του Δ. Κουφοντίνα στο βιβλίο του “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη” και ο πρόλογος του γραμμένος από τον Ν. Γιαννόπουλο

image002Αναμφίβολα είναι συναρπαστικό το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη”. Αν και για τον συγγραφέα δεν είναι ακόμα ώρα να αποκαλυφθεί η ιστορία της 17Ν ( δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια – θα έρθει η ώρα να ειπωθεί ολόκληρη, να δοθεί όνομα στα πάντα, αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου), εν τούτης καθηλώνει τον αναγνώστη η αμεσότητα και η δύναμη της περιγραφικότητας των γεγονότων που ξεδιπλώνετε απ’ τις σελίδες του βιβλίου. Παραθέτουμε τις αρχικές σελίδες του βιβλίου στις οποίες υπάρχει εισαγωγικό σημείωμα του Δ. Κουφοντίνα καθώς και ο -πραγματικά ενδιαφέρον- πρόλογος του, που κάνει ο Νίκος Γιαννόπουλος.

Θα επανέλθουμε παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα, από το βιβλίο με τις απόψεις του Δ. Κουφοντίνα για την ένοπλη μειοψηφική βία σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας.

Για το βιβλίο

Δύναμη των επαναστατικών οργανώσεων είναι η συλλογικότητα. Η συνδιαμόρφωση στην κοινή συντροφική πορεία, που δυναμώνει και πλουταίνει τον κοινό λόγο και τη δράση.

Συλλογικά θα έπρεπε να γίνει και ο απολογισμός της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη, η αυτοκριτική για το έργο μας, για εμάς τους ίδιους. Συλλογικά να πάρουμε την ευθύνη και να σταθούμε μπροστά στο λαό, να του δώσουμε λογαριασμό. Το οφείλαμε στις γενιές που πέρασαν, το χρωστάγαμε στις γενιές που θα έρθουν.

Εγώ, από τη μεριά μου, ανέλαβα την προσωπική μου ευθύνη. Και τώρα ανοιχτά, σε πρώτο πρόσωπο, μιλώ για τη βιωματική πορεία, τη διαμόρφωση της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας που με μετέτρεψε στον Αντώνη του παράνομου αγώνα. Τον Αντώνη που αξιώθηκε μια τέτοια εμπειρία, όπως αυτή της 17Ν, όσο του αναλογούσε.

Σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια στο κίνημα (τέσσερα στο μαζικό, τέσσερα στο πολύμορφο, είκοσι στη 17Ν, δώδεκα πολιτικός κρατούμενος), δίχως να απαρνηθώ την προσωπική μου ιστορία, δίνω σε τούτο το βιβλίο τον πρώτο απολογισμό αυτής της πορείας. Και μαζί μια συμβολή στην ιστορία του μεταπολιτευτικού κινήματος της ένοπλης κριτικής. Ενός κινήματος που πήρε μέρος, από το δικό του μετερίζι, στο σφοδρό ιδεολογικό πόλεμο που έρχεται πολύ πριν από τη δράση της 17 Ν και θα συνεχίζεται όσο υπάρχει κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση. Αυτός ο απολογισμός είναι απαραίτητο να μιλήσει με τη γλώσσα της αλήθειας, με την επαναστατική γλώσσα. Αυτονόητα, δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια – θα έρθει η ώρα να ειπωθεί ολόκληρη, να δοθεί όνομα στα πάντα. Όσα ειπωθούν σήμερα, όμως, πρέπει να είναι όλα αλήθεια.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, οφείλω να ευχαριστήσω παλιούς και νέους φίλους και συντρόφους για την αλληλεγγύη που δίνει νόημα, ομορφιά και αξία στον αγώνα, για τη στήριξή τους που έδωσε και αυτό το βιβλίο. Ιδιαίτερα να ευχαριστήσω εκείνους που πάλεψαν με τα χειρόγραφα και τα ορνιθοσκαλίσματά μου, μέχρι να διαμορφωθούν στο άρτιο τεχνικά βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, αναγνώστη: την Άννα Μητάκου, τον Νίκο Κοκκάλα και την Άρια Λελάκη.

Επίσης, να ευχαριστήσω τον Νίκο Γιαννόπουλο για την επιμέλεια αυτού του κειμένου και γιατί, παρά τις γνωστές διαφορετικές απόψεις μας, έγραψε τον πρόλογο αυτού του βιβλίου.

Δημήτρης Κουφοντίνας

__________

Δημήτρη, σύντροφε

Δεν μπόρεσαν να τιθασέψουν και να ελέγξουν τον τρόπο της σκέψης σου, ούτε να τσακίσουν τις πεποιθήσεις σου, ούτε να εμποδίσουν να μεταδόσεις τη σταθερότητά σου. Το επαναστατικό μήνυμα, μέσα και από αυτό το βιβλίο σου, αποδρά από τα κελιά και οχυρώνεται στα δεκτικά αυτιά. Είναι η ήττα των βασανιστών, αδερφέ μου. Δεν τα βγάζουν πέρα μαζί μας!

Παρά την αλλοτρίωση και την ηγεμονία, οι σκλάβοι επανακτούν τη συνείδησή τους και δεν είναι μακριά η ώρα που θα εκπλήξουν ξανά τους κύριους του κόσμου. Τα μαλλιά θα ξανανεμίσουν στον αγέρα και θα κατακτήσουμε ξανά τους δρόμους και τις πλατείες. Τότε θα απέχει μόλις ένα βήμα να ξαναπάρει την ίδια του τη φυσική εξουσία ο ένοπλος και οργανωμένος λαός που εξεγείρεται και προχωρά προς την κοινωνική επανάσταση. Αυτή θα είναι η ήττα των ολιγαρχιών και των ιμπεριαλισμών. Δεν θα τα καταφέρουν ούτε με τους εργαζόμενους, αδερφέ μου!

Από την εδώ όχθη του ωκεανού και από την ίδια ταξική θέση έρχεται ο αδερφικός μου χαιρετισμός, στο όνομα των Τουπαμάρος, που πάντα αμετανόητοι συνεχίζουν τον αγώνα τους για την επανάσταση και το σοσιαλισμό.

Χόρχε Σομπάλσα Βίγια ντελ Σέρο (Μοντεβιδέο)

Ιανουάριος 2014

______________

17 ιδιαιτερότητες

Το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο. Όχι τόσο για τον προφανή λόγο ότι είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που βρίσκεται δώδεκα χρόνια στην ειδική πτέρυγα απομόνωσης των Φυλακών Κορυδαλλού, όσο επειδή αποτελεί, κυριολεκτικά, ένα σπάνιο συνδυασμό βιωματικής αφήγησης, πολιτικής ιστορίας και ιδεολογικής αναζήτησης. Τολμώ να πω ότι αποτελεί φωτεινό δείγμα λαϊκότητας και λογιοσύνης, που τόσο λείπουν στους καιρούς μας, καθώς η λαϊκότητα στηλιτεύεται ως λαϊκισμός και η λογιοσύνη ταλανίζεται από το διανοουμενισμό.

Ο Κουφοντίνας, τελικά, από τη σκοπιά του πάντα, αποδεικνύει ότι η (ανατρεπτική, ριζοσπαστική) πολιτική χωρίς ορίζοντα αφυδατώνεται και δίχως στόχευση παραπαίει.

Σε αυτό το εισαγωγικό σημείωμα θα αναφέρω κάποιες από τις ιδιαιτερότητες που κάνουν αυτό το βιβλίο ξεχωριστό.

Η πρώτη: Ο Κουφοντίνας γράφει ένα βιβλίο από τη φυλακή, την εξοντωτική, εκδικητική φυλακή, αλλά ασχολείται ελάχιστα μαζί της. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στη σχετική παγκόσμια βιβλιογραφία: Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών κρατουμένων επικεντρώνεται στη «φυλακή» και παρεμπιπτόντως στους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή – γράφουν «από μέσα προς τα έξω». Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου το γράφει «σαν να είναι έξω». Κι αυτό το κάνει, κατά τη γνώμη μου, γιατί, όπως φαίνεται πεντακάθαρα σε όλο το κείμενο του, είναι «έξω», παραμένει δρων πολιτικό υποκείμενο.

Η δεύτερη: Οπωσδήποτε αποσπασματικά και ελλειπτικά, αλλά με ακρίβεια και ενάργεια, ακριβώς γιατί διαμορφώνεται ιδεολογικοπολιτικά με την ενσώματη, χωρίς οικονομία δυνάμεων και συναισθημάτων, συμμετοχή στη δίνη της Μεταπολίτευσης, ο Δημήτρης Κουφοντίνας δίνει μια από τις πλέον συμπυκνωμένες και γλαφυρές περιγραφές εκείνης της εποχής: Του ριζοσπαστισμού της, των αντιφάσεών της, των προσδοκιών και των διαψεύσεών της. Και το κάνει πολύ αρτιότερα από άλλες εκτενέστερες και πλέον τεκμηριωμένες αναλύσεις επειδή όλα αυτά τα έζησε «από μέσα», και μάλιστα τόσο έντονα.

Η τρίτη: Αν και ο συγγραφέας το μεγαλύτερο διάστημα της πολιτικής ζωής του διατέλεσε μέλος και στέλεχος «σφιχτών» πολιτικοστρατιωτικών ή στρατιωτικοπολιτικών οργανώσεων, ακριβώς επειδή ήταν -και παραμένει- «παιδί του κινήματος», πέρα από μια από τις ακριβέστερες και διεξοδικότερες αυτοκριτικές που έχω διαβάσει, πραγματοποιεί και μια από τις ενδελεχέστερες διεισδύσεις στις αντιφάσεις, τα μετέωρα, τις κακοδαιμονίες της Αριστεράς – όλης της Αριστεράς, των «άλλων», της «δικής μας», της δικής του…

Η τέταρτη: Ο Κουφοντίνας αγαπά τη 17 Νοέμβρη, σέβεται την ιστορία της – και μαζί τη δική του. Γι’ αυτό αποφασίζει, με επίγνωση του κόστους, να παρουσιαστεί στις Αρχές για να υπερασπιστεί αυτή την ιστορία και, συνολικότερα, την υπόθεση του κινήματος και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ωστόσο, τις σελίδες αυτού του βιβλίου δεν τις διακρίνει καμιά (κατανοητή) οίηση. Αντίθετα, αποτυπώνουν -συχνά- τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα όχι μόνο του ευρύτερου κινήματος, αλλά και της οργάνωσής του και του ίδιου προσωπικά. Τόσο διαφορετικά από τις αφηγήσεις της Αριστεράς, κάθε Αριστεράς, που έχουμε συνηθίσει.

Η πέμπτη: Ο Κουφοντίνας δεν μετανοεί για τη δράση του• κάνει απολογισμό, την κριτικάρει, απορρίπτει επιλογές, μεθοδολογίες, μοντέλα που την καθόρισαν, αλλά δεν μετανοεί. Παραμένει θιασώτης του συνδυασμού της μαζικής με την παράνομη δράση, συνεχίζει να πιστεύει ότι η ένοπλη επιλογή (πρέπει να) αποτελεί κόμβο της επαναστατικής διαδικασίας. Γι’ αυτό δεν υπεκφεύγει στο ζήτημα των εκτελέσεων που πραγματοποίησε η 17Ν: «Έπρεπε να γίνουν ήταν δίκαιες και, ως εκ τούτου, πολιτικά νόμιμες».

Κι όμως, σε όλο το βιβλίο η αγάπη για τη ζωή αγκαλιά με τις επιταγές του κοινωνικού πολέμου («σε διαλεκτική αλληλεξάρτηση», λέει ο ίδιος) μετεωρίζονται στο ρευστό τόπο της σύγκρουσης του (επαναστατικού) ήθους με την (κυρίαρχη) ηθική, η ζωή ως αυταξία με τη σχετικοποίησή της από τους ίδιους τους υμνητές της, τους μηχανισμούς κυριαρχίας.

Εδώ, να μου επιτραπεί, μια μικρή ιστορία: Το 1921 ο Αρμένιος Σογκομόν Τεχλιριάν εκτέλεσε στη Γερμανία τον Ταλαάτ Πασά, τον υπεύθυνο της σφαγής των Αρμενίων από τον τουρκικό στρατό. Συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. Εκεί, προφανώς μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το δικαστήριο τον αθώωσε με το σκεπτικό ότι ήταν συγκλονισμένος από τη σφαγή του λαού του!

Η έκτη: Το βιβλίο, αν και επικεντρωμένο στη διαδρομή της 17Ν, αποτελεί την πλέον εμπεριστατωμένη δημόσια περιγραφή της γέννησης και της ανάπτυξης του ελληνικού αντάρτικου πόλης. Εξάλλου, ο ίδιος ο Κουφοντίνας ξεκίνησε από την πολύμορφη δράση για να καταλήξει, μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές του ένοπλου κινήματος εκείνης της εποχής (όπως και όλης της Αριστεράς, επίσης), στη 17Ν.

Ιδρυτικές και «νεκρώσιμες» συσκέψεις, κείμενα-ορόσημα, πρόσωπα- κλειδιά, όπως αυτά του Χρήστου Κασσίμη και του Χρήστου Τσουτσουβή, μα, πάνω από όλα, το κλίμα μιας εποχής που «όλα ήταν δυνατά», δίνοντας σε χιλιάδες νέους αγωνιστές την εντύπωση ότι η ένοπλη επιλογή μπορεί να αποτελεί τον πρόδρομο της επανάστασης, προσδίδουν σε αυτό το βιβλίο, χωρίς υπερβολή, το χαρακτήρα ιστορικού ντοκουμέντου.

Η έβδομη: Η ιστορία της Αριστεράς βρίθει βεβαιοτήτων και «νομοτελειών» ή, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού», σχετικισμού και αμφισημίας. Αντίθετα, το βιβλίο του Κουφοντίνα ανήκει στις εξαιρέσεις που ακροβατούν στον εύθραυστο, αλλά γόνιμο τόπο της βεβαιότητας για «το δίκιο μας», την ανάγκη της κοινωνικής χειραφέτησης, με το συνεχή αναστοχασμό ως προς την ορθότητα των τρόπων που διεκδικούμε αυτό το δίκιο – ο συγγραφέας πιστεύει σε δυνατότητες, όχι σε νομοτέλειες, γι’ αυτό «βιάζεται» και δεν περιμένει την «πτώση του ώριμου φρούτου».

Η όγδοη: Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, μέσα από τις σελίδες αστού του βιβλίου και τη γενικότερη στάση του, μπορεί να φανεί σε κάποιους παρωχημένος• εγώ τον θεωρώ συνεχή. Δεν νοσταλγεί τις «ένδοξες» εποχές• συνεχίζει να συνεγείρεται από τον Τσε, τους Τουπαμάρος, το «ένα, δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ…». Και γι’ αστό το βιβλίο του αποτελεί έναν άρτιο συνδυασμό «απαισιοδοξίας της γνώσης και αισιοδοξίας της βούλησης», πράγμα που απεικονίζεται χαρακτηριστικά στον επίλογο του.

Η ένατη: Ο συγγραφέας, αν και χρόνια παράνομος και στη φυλακή, άρα, εκ των πραγμάτων, αποκομμένος, με την ενσώματη έννοια, από το κοινωνικό γίγνεσθαι, διατηρεί τη ματιά και τη σκέψη της άμεσης συμμετοχής σε αυτό. Τούτο οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στην οξεία συναισθηματική ευφυΐα που τον διακρίνει, κυρίως όμως στο ότι ήταν και παραμένει ένας αυθεντικά λαϊκός άνθρωπος – κοινωνικά και ιδεολογικά. Αν και νομίζω ότι, κατά κάποιο τρόπο, μυθοποιεί το λαό (τις αξίες, τη μνήμη, τη συνέχειά του) ως «όλον», από εκεί αντλεί όχι μόνο τη στερεότητά του, αλλά και την πεποίθησή του στις δυνατότητες της λαϊκής αυτενέργειας και της κοινωνικής αυτοοργάνωσης, στην πρωτοκαθεδρία του κινήματος, την αμφισβήτησή του στο ρόλο των «πρωτοποριών» – συμπεριλαμβανομένης της 17Ν.

Η δέκατη: Στη βιβλιογραφία της Αριστεράς και του ευρύτερου κοινωνικού κινήματος, ως προς το ρόλο της σχέσης «αντικειμενικού» – «υποκειμενικού» στην εξέλιξη του κοινωνικού ανταγωνισμού, κυριαρχούν δύο μοντέλα: Εκείνο της «γενικής» εξήγησης, με εργαλείο τους στρατηγικούς προσανατολισμούς και τους συνολικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, που ρέπει σε ένα στατικό ιστορικισμό και το άλλο της «ειδικής» εξήγησης, με άξονα το ρόλο της τακτικής, της ευθύνης συγκεκριμένων προσώπων και τυχαίων συμβάντων, που διολισθαίνει σε αστικές και μεσσιανικές προσεγγίσεις – προφανώς ο διαχωρισμός που κάνω είναι εξαιρετικά σχηματικός και αδικεί ουκ ολίγες φωτεινές εξαιρέσεις, αλλά νομίζω ότι αποδίδει σημαντικό τμήμα της πραγματικότητας.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, αν και «κλασικός κομμουνιστής», επιχειρεί στο βιβλίο του ένα πάντρεμα προσώπων και συνθηκών, στρατηγικών ελλείψεων και τακτικών λαθών που θα μπορούσα να το συνοψίσω ως εξής: Η ταξική πάλη (και η βία της) κυοφορούν τις εξελίξεις, το κίνημα είναι το εμβρυουλκό, αλλά μαιευτήρας είναι πολιτικές υποκειμενικότητες, συλλογικές και ατομικές.

Η ενδέκατη: Στο βιβλίο συνυπάρχουν, ισόποσα σχεδόν, σελίδες ανάλυσης του κινήματος, του ένοπλου εγχειρήματος, της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, του πασοκικού εκσυγχρονισμού, της μητσοτακικής λαίλαπας, του ρόλου του ιμπεριαλισμού, της υποχώρησης της Αριστεράς, με σελίδες καταιγιστικής δράσης στο Συκούριο, το AT Βύρωνα, τα Σεπόλια κ.λπ.

Πρόκειται για ένα, μοναδικό, μάλλον, βιβλίο «ένα σε δύο», στο οποίο το πολιτικό στοιχείο συνυπάρχει με την «αστυνομική περιπέτεια» και η ιδεολογική αναζήτηση με τη βιωματική – υπαρξιακή διάσταση. Γιατί έτσι ακριβώς είναι ο Κουφοντίνας: Ένας απολύτως κανονικός και, παράλληλα, εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.

Η δωδέκατη: Για πολλές πλευρές του κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά και συνολικά ως προς τη στρατηγική του κοινωνικού μετασχηματισμού, ο Κουφοντίνας έχει μια «εθνική ματιά» («ελληνικός σοσιαλισμός», Κυπριακό, ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, Γιουγκοσλαβικό κ.λπ. – σε αυτά είναι που διαφωνώ μαζί του, πολύ περισσότερο και από την επιλογή της ένοπλης προπαγάνδας σε περιόδους αστικής δημοκρατίας).

Ωστόσο, ο Δημήτρης Κουφοντίνας είναι διεθνιστής, ενεργός διεθνιστής. Όχι μόνο επειδή συνεγείρεται από τους αγώνες όπου Γης, αλλά, κυρίως, γιατί, με τον τρόπο του, στέκεται έμπρακτα στο πλευρό τους – από τους Παλαιστίνιους, τους Τούρκους, τους Κούρδους μέχρι τους Γερμανούς, τους Ιρακινούς, τους Λατινοαμερικάνους. Αναρωτιέμαι: Αυτή δεν είναι πολύ πιο συνεπής διεθνιστική στάση από εκείνη των πιο «ολοκληρωμένων» διεθνιστών που εκστασιάζονται με την παλαιστινιακή Ιντιφάντα, αλλά όταν πέσει μια πέτρα σε κάποια διαδήλωση στην Αθήνα αμέσως ανακαλύπτουν «προβοκάτορες»;

Η δέκατη τρίτη: Ο συγγραφέας κάνει στο βιβλίο του μια αναδρομή στους σταθμούς της Αριστεράς (κυρίως της παραδοσιακής Αριστεράς), διαχωρίζοντας με αρκετή δικαιοσύνη, ακρίβεια, αλλά και αυτοκριτική την άκρα Αριστερά, για να επισημάνει το κενό επαναστατικής πολιτικής που άφησαν η «ειρηνική συνύπαρξη», ο «δημοκρατικός δρόμος» κ.λπ., το οποίο επιχείρησαν να καλύψουν οι ένοπλες οργανώσεις.

Ως εδώ τίποτα απρόβλεπτο. Ωστόσο, ο Κουφοντίνας εξετάζει σφαιρικά και αυτοκριτικά τους τρόπους που προσπάθησαν να καλύψουν αυτό το κενό. Και επιχειρεί να ξαναθέσει το ζήτημα της πολυμορφίας του κινήματος στις νέες συνθήκες. Αυτή η προσέγγιση, ιδιαίτερα στο σημερινό περιβάλλον κρίσης – επίθεσης – καταστροφής, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να απασχολήσει την Αριστερά και το ευρύτερο κίνημα. Στ’ αλήθεια, μπορούμε να πιστεύουμε ότι σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Αριστεράς, που θα σεβαστεί το -όποιο- πρόγραμμά της, το κράτος, το κεφάλαιο, ο διεθνής παράγοντας θα παραδώσουν την εξουσία τους αμαχητί; Τούτο το βιβλίο είναι από τα πρώτα στην Ελλάδα που θέτουν ευθέως τα ερωτήματα της συγκυρίας: Με ποια ενότητα των λαϊκών δυνάμεων; Με ποιες δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αντιεξουσίας; Με ποιους μηχανισμούς επιβολής του δίκιου των καταπιεσμένων;

Η δέκατη τέταρτη: Ο συγγραφέας διακατέχεται από τη λογική του «ταξικού μίσους». Για κάθε λογής κυρίαρχο και «εχθρό του λαού»: Από τον καπιταλιστή και το στρατοκράτη μέχρι το δωσίλογο και τον «καπνέμπορα». Όμως δεν μισεί… Το βιβλίο αποπνέει μια σπάνια τρυφερότητα, αυτή που με ώθησε στη δίκη της 17Ν να μιλήσω για «ευγενή κίνητρα», που τόσο στηλιτεύτηκαν τότε και τώρα. Ο Κουφοντίνας μισεί την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τον πόλεμο, τη λεηλασία των λαών και στον «πόλεμο» εναντίον τους υποχρεώνεται να συγκρουστεί με τους φορείς τους. Σε όλο το βιβλίο αυτή η αντίφαση «μίσος στον πόλεμο – πόλεμος εναντίον του» οριοθετεί τα ηθικά και ιδεολογικά διλήμματα του συγγραφέα, που τα πληρώνει επί δώδεκα χρόνια στο υπόγειο των Φυλακών Κορυδαλλού, αλλά προσδιορίζει και τη βαρβαρότητα με την οποία διεξάγουν το δικό τους πόλεμο οι παρασημοφορούμενοι εχθροί του.

Η δέκατη πέμπτη: Ο Δημήτρης Κουφοντίνας καταθέτει στο βιβλίο του, με τραγική οδύνη, την εμπειρία του 2002: Την υστερική τρομολαγνεία του πολιτικού προσωπικού τού κράτους, πρωτοστατούντων των ΜΜΕ’ το Τραύμα, τις ομολογίες των περισσότερων και την εκκωφαντική σιωπή κάποιων άλλων από τους συλληφθέντες.

Πρόκειται για συγκλονιστικές σελίδες. «Ένας άνθρωπος που δεν τον αφήνουν να βαδίσει…». Όμως, φροντίζει τους συντρόφους. Έτσι, στο βιβλίο «κρύβει αλήθειες», που βέβαια δεν κρύβουν την αλήθεια, αποδεικνύοντας ότι ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να τιμωρήσει, αλλά να εξηγήσει, δεν νοιάζεται να δικαιωθεί προσωπικά, εξάλλου αυτό εκ των πραγμάτων έχει γίνει, αλλά να προσδιορίσει ιδέες, αξίες και στάσεις που γι’ αυτόν έχουν χαρακτήρα αρχών, ίσως κάπως «παλιομοδίτικων», αλλά τόσο αναγκαίων.

Η δέκατη έκτη: Συνήθως όταν εξετάζουμε το παρελθόν το κάνουμε με τη ματιά του παρόντος. Κατά βάση αυτό κάνει και ο συγγραφέας. Το ασυνήθιστο του βιβλίου έγκειται στο ότι η ματιά «αλλάζει και δεν αλλάζει». Αναφέρεται σε γεγονότα κρίνοντάς τα με τη ματιά «του τότε», του Αντώνη της παρανομίας, και τα αξιολογεί με τη ματιά «του τώρα». Αυτό δεν είναι διόλου εύκολο και για τούτο το βιβλίο έχει μια σημαντική ιδεολογική και μορφωτική διάσταση. Τι άλλο είναι, τελικά, ο επαναστάτης από μια προσωπικότητα με διαρκείς τομές, μέσα όμως στη συνέχειά του; Ή, για να το διατυπώσω αλλιώς: Η ιστορία της ταξικής πάλης είναι η ιστορία των ασυνεχειών της.

Η δέκατη έβδομη: Ζούμε ξανά σε εποχές τρομουστερίας. Με πολ¬λούς αποδέκτες: Το ανταγωνιστικό κίνημα, την Αριστερά, όσους είναι έτοιμοι -ή μπορεί- να εκραγούν. Και πάλι το όχημα είναι η απαξίωση, η «εγκληματοποίηση» των πολιτικών κρατούμενων: «Κατά συρροήν δολοφόνοι», «αιμοσταγείς» κ.λπ. Ποια καλύτερη απάντηση σε αυτή την επιχείρηση «κτηνώδους δύναμης και ογκώδους άγνοιας» από ένα βιβλίο γραμμένο από έναν από τους παλιότερους πολιτικούς κρατού¬μενους στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ιδεολογικά μεστό, πολιτικά εμπνευσμένο, βιωματικά ειλικρινές; Ποια πειστικότερη απόδειξη ότι η «από δω πλευρά» παραμένει ηθικά, μορφωτικά, αξιακά, οντολογικά, αν θέλετε, ανώτερη από τους εχθρούς της; Ποιο καταλληλότερο επιχείρημα ότι οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι ούτε νόμιμοι ούτε παράνομοι, είναι δίκαιοι;

Νίκος Γιαννόπουλος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *