Ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας (και άλλα παραμύθια)


Πες-πες, κοντεύουμε να το πιστέψουμε κι εμείς. Ζούμε -λέει- πάνω από τις δυνατότητές μας, μάθαμε να την βγάζουμε με δανεικά και ξοδεύουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. Επομένως, μας αξίζει ένα “σύμφωνο ανταγωνιστικότητας” κατακέφαλα, για να βάλουμε μυαλό.

Ποιος ξοδεύει, μωρέ, περισσότερα από όσα παράγει; Ο πατέρας μου, που δούλεψε σχεδόν 50 χρόνια (τα 20 απ’ αυτά σε δυο δουλειές) κι όλη η καζάντια του είναι το τριαράκι στο οποίο βρίσκεται κλεισμένος στα 86 του; Οι εκατοντάδες άνεργοι της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, που επιστρατεύουν τα ύστατα αποθέματα κουράγιου τους για να μην αυτοκτονήσουν; Οι χιλιάδες νέοι που εδώ και δεκαετίες βλέπουν τα όνειρά τους να συντρίβονται, κάνουν μασούρι τα πτυχία τους και προσπαθούν να επιβιώσουν με το χαρτζιλίκι του σερβιτόρου; Αυτοί είναι που ξοδεύουν; Ρε, άντεστε στον γεροδιάολο, όλοι εσείς οι σιχαμένοι που ψάχνετε άλλοθι για την ξετσιπωσιά σας στον απλό λαό και τολμάτε να του φτύνετε κατάμουτρα το δήθεν φταίξιμό του.

Όλη η σύγχρονη κυβερνητική πολιτική στα ίχνη του Μητσοτάκουλα, λοιπόν. Του εμπνευστή της ενοχοποίησης του απλού λαού. Μιας ενοχοποίησης που έχει σαφή στόχο να κάμψει το λαϊκό φρόνημα, να δεχθεί ότι “δεν γίνεται αλλιώς” και να υποταχθεί στις βουλήσεις των ισχυρών.

“Μαζί τα φάγαμε”! Ένας πρόστυχος ισχυρισμός, πέρα για πέρα κάλπικος και κατασκευασμένος, που θέλει να κρύψει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού επιβίωνε και επιβιώνει χωρίς να καλύπτει βασικές ανάγκες του. Οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί αγρότες, οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι και επαγγελματίες έπαιρναν και παίρνουν ένα μικρό μέρος από τον πλούτο που παράγουν, σε αντίθεση με μια μικρή μειοψηφία που σφετερίζεται όλον αυτόν τον κοινωνικό πλούτο που παράγεται. Την μειοψηφία αυτή και την εξουσία της επιδιώκουν να στηρίξουν οι κυβερνήσεις και τα τσιράκια τους που πλασσάρουν αυτούς τους μύθους. Τα δανεικά που έπαιρνε το κράτος δεν τα έτρωγε ο λαός. Τα καρπώνονταν οι επιχειρηματίες για…επενδύσεις. Αυτοί ζούσαν και ζουν με δανεικά. Αυτοί και οι φοροαπαλλαγές τους δημιούργησαν το κρατικό χρέος.

Ξαναρωτάω. Ζουν πάνω από τις ανάγκες τους και επιβαρύνουν το κράτος και την κοινωνία οι 800.000 άνεργοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι των 500 ευρώ, οι χιλιάδες ανασφάλιστοι εργάτες (έλληνες και μετανάστες), οι χιλιάδες αγρότες που τρέφουν την κοινωνία αλλά το ψωμί στο τραπέζι τους είναι λιγοστό; Το 20% και πλέον του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (όπως το καθορίζουν οι αστοί και όχι αυτό που είναι πραγματικά) σε ποια τάξη ανήκει; Μήπως στην τάξη των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, των μεγαλοεπιχειρηματιών; Μόλις προχτές στον ξένο Τύπο γράφτηκε ότι 600 δισεκατομμύρια ευρώ που ανήκουν σε Ελληνες βρίσκονται σε τράπεζες της Ελβετίας. Ποιοι έβγαλαν στις ξένες τράπεζες αυτά τα τεράστια κεφάλαια; Σε ποιους ανήκουν κι από πού προήλθαν; Πώς γίνεται ο λαός να “ζει πάνω από τις δυνατότητές του” και κάποιοι να ενθυλακώνουν δισεκατομμύρια ευρώ και μάλιστα να τα εξάγουν; Ρητορικά τα ερωτήματα γιατί όλοι γνωρίζουν τις απαντήσεις. Στον τόπο τούτο παράγεται πλούτος αλλά δεν πάει στους εργαζόμενους και σε όσους τον παράγουν. Πάει στους “εκλεκτούς”. Αυτών τα χρηματοκιβώτια και οι λογαριασμοί φουσκώνουν από τα υπερκέρδη της εκμετάλλευσης. Αυτούς εξυπηρετεί ο μύθος περί “χαραμοφάηδων” και “σπάταλων” εργαζομένων.

Τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν σε ποιον κατευθύνεται αυτός ο πλούτος. Από το 2000 μέχρι το 2008, το ΑΕΠ της χώρας διπλασιάστηκε. Σε ονομαστικές τιμές αυξήθηκε από τα 120 δισ. ευρώ στα 239 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, οι κατώτεροι μισθοί σε ονομαστικές τιμές αυξήθηκαν μόλις κατά 42,5%. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν καρπώθηκαν αναλογικά την αύξηση του ΑΕΠ (την αύξηση που ήρθε από την δουλειά τους, δηλαδή) αλλά το ήδη μικρό μερίδιό τους μειώθηκε ακόμα περισσότερο, σε σχέση με τον πλούτο που παρήχθη. Η περασμένη δεκαετία ήταν η δεκαετία με την μεγαλύτερη κερδοφορία για τις επιχειρήσεις στη σύγχρονη ιστορία μας αλλά “εμείς στα ίδια άλλη μια φορά”, όπως λέει και το τραγούδι.

Ίσως γι’ αυτό οι κυβερνήτες μας, επειδή εκτίμησαν ότι υπάρχουν οι δυνατότητες για ακόμη μεγαλύτερη κερδοφορία, φρόντισαν να μειώσουν τη φορολογία των επίσημων καθαρών κερδών από το 45% στο 15%! Ίσως γιατί εκτίμησαν ότι επειδή ζούμε κάτω από τις δυνατότητες κερδοφορίας που αντέχει η χώρα, φρόντισαν να προικοδοτήσουν τις τράπεζες με κάπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ίδιο έκαναν και για τους μεγάλους κατασκευαστές. Δεν δίστασαν ακόμα και με εγγυήσεις και δάνεια του δημοσίου να προικοδοτήσουν τους μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους με δεκάδες δισεκατομμύρια για να φτιάξουν με χρήματα του ελληνικού λαού δρόμους, γέφυρες, αεροδρόμια κλπ, τα οποία παρέδωσαν στους ίδιους προς εκμετάλλευση. Δεν τους ενοχλεί ο δανεισμός, η υπέρβαση των δυνατοτήτων και των αντοχών της οικονομίας όταν πρόκειται να δοθούν προίκα στο κεφάλαιο. Αντιθέτως, βγάζουν σπυράκια όταν ακούσουν για αύξηση μισθών και συντάξεων, για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Γιατί θέλουν τους εργαζόμενους αιώνια καταδικασμένους στη μιζέρια και στη φτώχεια, γιατί έτσι κερδοφορεί το κεφάλαιο. Και μπροστά σε αυτό τον πολιτικό στόχο επιστρατεύουν κάθε ψέμα και προστυχιά.

Δεν τσιμπάμε. Το φρόνημά μας δεν θα καμφθεί. Ως λαός, το μόνο φταίξιμο που αναγνωρίζουμε είναι ότι χαραμίσαμε την ψήφο μας για δαύτους. Άμποτες να καταλάβουμε το λάθος μας και να τους στείλουμε εκεί που είπα πρωτύτερα: στον γεροδιάολο!

Αναδημοσίευση από Cogito ergo sum

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *