Το μέτωπο: Εγκεφαλικό κατασκεύασμα ή ιστορική αναγκαιότητα; [ΜΕΡΟΣ ΙΙ]

image001του Βασίλη Λιόση – Σύλλογος διάδοσης Μαρξιστικής σκέψης “Γ. Κορδάτος”

Συνέχεια του πρώτου μέρους

Δ. ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ;

Η παγκόσμια ιστορία του επαναστατικού κινήματος είναι πλούσια σε μετωπικές εμπειρίες, με επιτυχημένα και αποτυχημένα παραδείγματα. Οι περιορισμοί που υπάρχουν λόγω χώρου, δε μας επιτρέπουν μια εκτενή παρουσίαση των παραδειγμάτων. Θα σταθούμε μόνο σε μερικά.

Το ένα αφορά στην ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική εμπειρία αξίζει ιδιαίτερης μνείας όχι μόνο γιατί τυχαίνει να ζούμε σε αυτή τη χώρα αλλά γιατί είναι από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη, στην Ευρώπη. Σταθμοί στη μετωπική πολιτική του ΚΚΕ εκείνης της εποχής αποτέλεσαν: α) το γράμμα του Ζαχαριάδη από τις φυλακές που καλούσε σε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τον ελληνικό λαό, β) η 6η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1941, γ) η ίδρυση του ΕΑΜ την ίδια χρονιά. Το σπουδαιότερο όλων, όμως, ήταν ο τρόπος που υλοποιήθηκε η ενιαιομετωπική γραμμή.

Όσον αφορά στη δημιουργία του ΕΑΜ πρέπει να σημειώσουμε πως την απόφαση την πήραν από κοινού το ΚΚΕ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και το Αγροτικό Κόμμα. Ως σκοποί ορίστηκαν η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό, ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης μετά την εκδίωξη του κατακτητή, η κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του λαού να επιβάλλει τη θέλησή του. Στο ιδρυτικό του ΕΑΜ διευκρινιζόταν πως οποιοδήποτε κόμμα ή οργάνωση που δέχεται τους παραπάνω σκοπούς γίνεται δεκτό (-ή) στη βάση της ισοτιμίας. Μετά την υπογραφή της ιδρυτικής διακήρυξης προσχώρησαν στο ΕΑΜ η Σοσιαλιστική Ένωση, οι Σοσιαλιστές Δημοκράτες, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και η Δημοκρατική Ένωση. Επίσης προσχώρησαν το Εργατικό ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, η Κεντρική Υπαλληλική Επιτροπή και η Παγκληρική Ένωση. Ακόμη το κόμμα των Αριστερών Φιλελεύθερων συνεργαζόταν με το ΕΑΜ.

Η δράση του ΕΑΜ ήταν αυτή που του έδωσε απίστευτο κύρος και το μαζικοποίησε όσο καμία άλλη συλλογικότητα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το ΕΑΜ α) έδωσε λύσεις στο οξύ επισιτιστικό πρόβλημα του λαού, β) οργάνωσε την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή, γ) οργάνωσε την πρώτη εργατική απεργία μέσα στην περίοδο της κατοχής αλλά και την πρώτη διαδήλωση με συνθήματα πολιτικά που στρέφονταν κατά των Γερμανών, δ) έδωσε νέο περιεχόμενο στην έννοια του πατριωτισμού, ε) ακύρωσε την πολιτική επιστράτευση που είχε προγραμματιστεί από τους Γερμανούς προκειμένου να μεταφερθούν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, στ) δημιούργησε πρωτότυπους και πρωτόγνωρους λαϊκούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Αυτή ακριβώς η δράση ήταν που γιγάντωσε το ΕΑΜ κι ενώ την περίοδο ίδρυσής του αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες αγωνιστές, έφτασε το 1944 να αριθμεί περισσότερα από 1.500.000 μέλη εκ των οποίων τα 700.000 ανήκαν στην ΕΠΟΝ και στα «Αετόπουλα», χωρίς να υπολογίζονται οι συμμετέχοντες στο ΕΑΜ στις περιοχές της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Ο ΕΛΑΣ αριθμούσε περίπου 120.000 μέλη, ενώ το ΚΚΕ υπερέβαινε τα 300.000 μέλη. Ας σημειωθεί ότι ο πληθυσμός εκείνης της εποχής ήταν περίπου 7.300.000 άνθρωποι. Το ουτοπικό έγινε απτή πραγματικότητα. Το αδύνατο έγινε δυνατό κι έτσι γράφτηκαν λαμπρές ιστορικές σελίδες αφήνοντας μια σπάνια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Τσεχοσλοβακίας. Στην Τσεχοσλοβακία τα κομμουνιστικά κόμματα Τσεχίας και Σλοβακίας τέθηκαν επικεφαλής της αντίστασης κατά του Γερμανού κατακτητή, πρωτοστάτησαν στις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τα σαμποτάζ, πήραν την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Σλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου το 1943 (Σλοβακικό). Το 1945 συγκροτείται το Εθνικό Μέτωπο Τσέχων και Σλοβάκων στο οποίο συμμετέχουν οι κομμουνιστές. Τον Απρίλιο του 1945 σχηματίζεται η κυβέρνηση του ΕΜ. Τα δυο κομμουνιστικά κόμματα της Τσεχοσλοβακίας είχαν ηγετική θέση στο ΕΜ. Καθώς αρχίζει η εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος οι εθνικοσοσιαλιστές, το Λαϊκό Κόμμα Τσεχίας και το Δημοκρατικό Κόμμα Σλοβακίας επιχείρησαν να ανακόψουν την επαναστατική διαδικασία και να αποκαταστήσουν το αστικό στάτους κβο. Οι κομμουνιστές από την άλλη πάλευαν για τη μετεξέλιξη της εθνικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Το 1946 στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και τις Εθνικές Επιτροπές το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας λαμβάνει το 40% των ψήφων. Οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν το εφαλτήριο για το βάθεμα των μεταρρυθμίσεων σε προοδευτική κατεύθυνση, ενώ συγχρόνως οι αστικές δυνάμεις αντιτάσσονται στο νέο πακέτο κυβερνητικών μέτρων. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1948, οι αστοί επιχειρούν με τη βοήθεια ιμπεριαλιστικών δυτικών κύκλων να κάνουν πραξικόπημα το οποίο απέτυχε κι έτσι η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια της εργατικής τάξης. Η πολιτική του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας ήταν αυτή που μαζικοποίησε το κόμμα. Ενώ μετά το τέλος του πολέμου το κόμμα είχε 37.000 μέλη, το Μάρτιο του 1946 ξεπέρασε το 1.000.000 μέλη με το 57,7% να είναι εργάτες. Ομοίως το ΚΚ Σλοβακίας είχε γίνει σημαντική πολιτική δύναμη.

Άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Βουλγαρίας. Το 1935 η ΚΕ του ΚΚΒ προτείνει τη δημιουργία Παλλαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου. Το 1936 το Μέτωπο αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο και σε επίπεδο βάσης. Η δράση του Μετώπου επικεντρώνεται σε ζητήματα δημοκρατίας και εργασιακών σχέσεων. Το 1939 σε σύνολο 45 διαφορετικών οργανώσεων οι 36 βρίσκονται υπό την επιρροή του Μετώπου. Αφότου η Γερμανία μετατρέπεται σε γερμανικό ορμητήριο ξεκινά η αντίσταση του βουλγάρικου λαού. Οι κομμουνιστές δουλεύουν στο στρατό ώστε να δημιουργηθεί Αντιφασιστικό Μέτωπο. Σε δεκάδες πόλεις και χωριά συγκροτήθηκαν παρτιζάνικα τμήματα, ως τα τέλη του 1941 σημειώθηκαν 70 παρτιζάνικες ενέργειες κατά των εχθρικών στρατευμάτων, μέσα σε όλα τα στρατιωτικά τμήματα δημιουργήθηκαν συνωμοτικές οργανώσεις του κόμματος. Συγχρόνως σημειώνονταν κινητοποιήσεις των εργατών ενάντια στην ακρίβεια, την ανεργία, τις απολύσεις, την απλήρωτη δουλειά, τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, την καταπάτηση δικαιωμάτων. Σε πολλές επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν τους Γερμανούς η παραγωγή μειώθηκε κατά 50-60%. Υπήρχαν περιπτώσεις που γίνονταν και απεργίες παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μορφή πάλης ήταν παράνομη και τιμωρούνταν με βαριές ποινές. Οι αγρότες από την άλλη αρνούνταν να παραδώσουν τα κάρα τους, τα ζώα τους και τα τρόφιμά τους και δεν πλήρωναν φόρους.

Το κομμουνιστικό κόμμα δεν έβαζε στο πρόγραμμα του Πατριωτικού Μετώπου σοσιαλιστικούς στόχους όχι γιατί αρνούνταν τον αγώνα για σοσιαλισμό ή γιατί έβλεπε οποιαδήποτε αντίφαση ανάμεσα στον αγώνα για εθνική ελευθερία, ανεξαρτησία και τη λαϊκή δημοκρατία, από τη μια και στον αγώνα για την εξάλειψη της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, από την άλλη. Ως κόμμα νέου, λενινιστικού, τύπου το βουλγάρικο κόμμα εκτιμούσε πως μόνον ο σωστός συνδυασμός του αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία με τον αγώνα για σοσιαλισμό, θα οδηγήσει σε επιτυχία. Η δράση του ΠΜ είναι αυτή που τελικά οδηγεί το 1944 σε αντικαπιταλιστική επανάσταση το βουλγάρικο λαό.
Τα παραδείγματα της Τσεχοσλοβακίας και της Βουλγαρίας είναι χαρακτηριστικά γιατί στο μεν πρώτο η ενιαιομετωπική λογική συνοδεύτηκε από κυβερνητικό εγχείρημα, το μεν δεύτερο οδήγησε σε απευθείας επανάσταση. Φυσικά στην πρώτη περίπτωση υπήρξε σκληρή ταξική σύγκρουση και τίποτα δεν εξελίχθηκε ομαλά. Αυτή η τελευταία διευκρίνιση είναι απαραίτητη για την αποφυγή των οποιωνδήποτε (επικίνδυνων) αυταπατών.

Οπωσδήποτε δε θα ήταν δίκαιο αν δεν αναφέραμε και την αρνητική εμπειρία μετωπικών σχημάτων και κυβερνητικών συνασπισμών που κατέληξαν σε τραγικά λάθη. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ίσως αυτό της Χιλής. Είναι γνωστό πως στη Χιλή υπήρξε ένας συνασπισμός κομμάτων που δημιουργήθηκε το 1969 και αποτελούνταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, την Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, την Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας προέβλεπε τη δημιουργία ενός λαϊκού κράτους με εκδημοκρατισμό σε όλα τα επίπεδα με την οργανωμένη κινητοποίηση των μαζών, τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας απέναντι στις επιβουλές του ιμπεριαλισμού, τη θέσπιση ενός αντιπροσωπευτικού κεντρικού θεσμού, της Λαϊκής Συνέλευσης με δικαίωμα ανάκληση των αντιπροσώπων της από το λαό, τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, την εθνικοποίηση των ξένων εταιριών που εκμεταλλεύονταν τον ορυκτό πλούτο και της αντίστοιχης μεταλλευτικής βιομηχανίας, την εθνικοποίηση των τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών, των μεγάλων επιχειρήσεων στον τομέα της διανομής, της ενέργειας, των συγκοινωνιών, του κυκλώματος του πετρελαίου, των τσιμέντων, των πετροχημικών και γενικότερα των βιομηχανικών μονοπωλίων στρατηγικής σημασίας, την καταγγελία των συμβάσεων που είχαν θεσπιστεί ανάμεσα στη Χιλή και στις ΗΠΑ. Το 1970 ο Αλιέντε αναδεικνύεται πρόεδρος της Χιλής, ενώ το 1973 η κυβέρνηση Αλιέντε ανατρέπεται από το πραξικόπημα του Πινοσέτ.

Ορισμένες παρατηρήσεις για τα παραπάνω (και όχι μόνο αυτά) ιστορικά παραδείγματα.
[1] Η τακτική που ακολουθήθηκε στα παραδείγματα της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας ήταν η μετουσίωση των αποφάσεων του 7ου συνεδρίου της ΚΔ (1935).

[2] Τα τραγικά λάθη που διαπράχθηκαν με την πιο χαρακτηριστική περίπτωση να είναι ίσως αυτή της Ελλάδας, δεν ακυρώνουν σε καμία περίπτωση την ορθή επιλογή της ενιαιομετωπικής τακτικής. Οπωσδήποτε η επιστημονική μελέτη και οι ανάγκες των καιρών απαιτούν την καταγραφή των αιτιών ήττας με διαύγεια κι επιστημονική εγκυρότητα, αλλά αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως αν δεν υπήρχε η ενιαιομετωπική τακτική, κανένα αντάρτικο δε θα είχε προκύψει, καμία οργανωμένη αντίδραση δε θα υπήρχε στον άξονα, κανένα κύρος δε θα είχαν αποκτήσει τα κομμουνιστικά κόμματα, καμία εξουσία δε θα είχε κατακτηθεί.

[3] Τα ιστορικά παραδείγματα δεν προσφέρονται για μια μηχανιστική αντιγραφή και μια πιστή εφαρμογή στις σημερινές συνθήκες. Προσφέρουν, όμως, πολύτιμα ιστορικά διδάγματα και ένα τρόπο σκέψης, ικανά να μας δώσουν απαντήσεις για τη σύγχρονη συγκυρία. Διαφορετικά η μελέτη των ιστορικών εμπειριών δεν έχει καμία αξία και γίνεται ένας στείρος ακαδημαϊσμός.

Ε. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΡΟΣΗΜΟ» ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟ

Συχνά ακούγεται πως τα όσα βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα προβλέπονταν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και άλλα ευρωπαϊκά ντοκουμέντα. Πρόκειται για μια σωστή διαπίστωση και συνάμα απαραίτητη προκειμένου να αποκαλύπτεται η ιμπεριαλιστική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, στο βαθμό που αυτή η διαπίστωση υποκρύπτει μια πολιτική άποψη βάσει της οποίας αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι μια απλή συνέχεια του χθες, τότε προκύπτει μείζον πολιτικό πρόβλημα. Αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι απλή επανάληψη ή συνέχεια της «προηγούμενης» πολιτικής του κεφαλαίου.

Κατά πολλούς αναλυτές η κρίση που ξεκίνησε να εκδηλώνεται το 2008 δεν είναι συνηθισμένη κρίση και ίσως σε ένταση, βάθος και έκταση είναι σοβαρότερη από αυτή του 1929. Παράλληλα, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις έχουν μπλεχτεί σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ο γαλλογερμανικός άξονας έχει υποστεί ρήγματα, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός έρχεται σε αντίθεση με τον αμερικανικό, τα νεοναζιστικά κόμματα δυναμώνουν σχεδόν παντού, ο ιμπεριαλισμός δημιουργεί αντεπαναστατικά κινήματα (Βενεζουέλα, Ουκρανία), πολλές χώρες βρέθηκαν στα πρόθυρα εμφυλίου ή και ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις, το ενεργειακό ζήτημα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο.

Στην Ελλάδα τα παρεπόμενα της κρίσης, εκδηλώθηκαν με ιδιαιτερότητα σφοδρότητα. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο ορισμένοι βασικοί «κρισιακοί» δείκτες στην Ελλάδα είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι στην Αμερική της κρίσης του 1929-1933. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ ενώ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) συρρικνώθηκε περίπου κατά 20% στην περίοδο 1929-1934, στην Ελλάδα από το 2009 ως το 2013 η μείωση του ΑΕΠ ανέρχεται σωρευτικά στο 23,2%. Όσον αφορά στο 2014 υπάρχουν δυο προβλέψεις. Η μια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βλέπει άνοδο στο 0,6% και η άλλη του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) βλέπει μείωση στο 1,2%. Αν η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ επαληθευθεί, η χώρα θα έχει απολέσει το Δεκέμβριο του 2014 το ¼ του προϊόντος της σε όγκο από το ξεκίνημα της κρίσης.

Το πρόβλημα του χρέους όχι μόνο δε λύνεται αλλά επιδεινώνεται διαρκώς: οι εθνοσωτήρες έλαβαν το χρέος στο 125% του ΑΕΠ και σήμερα το έχουν φτάσει στο 180%.

Στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων οι επιπτώσεις είναι δραματικές:
[1] Οι ευέλικτες μορφές εργασίας από 21% το 2009 έφτασαν το 45% το 2012, ενώ οι συμβάσεις πλήρους εργασίας το 2009 έφτασαν στο 45% το 2012.

[2] Την περίοδο 2009-2012 η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία παρουσιάζει σημαντική αύξηση το ποσοστό της οποίας υπερέβαινε το 2012 το 36%.

[3] Την ίδια περίοδο πενταπλασιάστηκε ο αριθμός των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασία. Από 238 το 2010 έφτασαν τις 976 το 2012, από τις οποίες το 72,6% υπογράφεται με ενώσεις προσώπων και μόνο το 17,4% υπογράφεται από επιχειρησιακά σωματεία.

[4] Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας) για το 2011σε δειγματοληπτικούς ελέγχους που πραγματοποίησε η υπηρεσία διαπιστώθηκαν 21345 εργασιακές διαφορές που αφορούσαν: καθυστέρηση ή μη καταβολή δεδουλευμένων, καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης της εργασίας, μη καταβολή άδειας κι επιδομάτων άδειας κ.ά.

Στο επίπεδο της δημοκρατίας τα πράγματα είναι άκρως ανησυχητικά. Οι νόμοι περνάνε με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, επιβάλλονται αντισυνταγματικά χαράτσια, απαγορεύονται οι διαδηλώσεις ή όποτε γίνονται αντιμετωπίζονται με ωμή βία, οι απεργοί επιστρατεύονται, ενώ στους εργασιακούς χώρους η εργοδοτική τρομοκρατία είναι παρούσα σε καθημερινή βάση. Πρόσφατα, μάλιστα, σύμφωνα με δήλωση του πρώην αρχηγού του ΓΕΝ ο στρατός ήταν έτοιμος να επέμβει σε διάφορες περιπτώσεις λαϊκών κινητοποιήσεων. Και βεβαίως μέσα στον ορυμαγδό των αντιδημοκρατικών εξελίξεων πρέπει να προσθέσουμε τις υπόγειες διασυνδέσεις της ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή που φάνηκαν ανάγλυφα μέσω της δημοσίευσης του βίντεο με τις συνομιλίες Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.

Επιπροσθέτως, ο ιμπεριαλισμός επελαύνει πολύμορφα. Το 98% των χορηγούμενων δανείων στην Ελλάδα επιστρέφει στους δανειστές. Η διαρροή επιστημονικού δυναμικού συνεχίζεται: 100.000 Έλληνες έχουν φύγει μόνο για τη Γερμανία από το 2010 κι έπειτα. Τα μονοπώλια έχουν βάλει στο στόχαστρο την εκποίηση κάθε περιουσιακού στοιχείου του ελληνικού δημοσίου. Η κυβέρνηση Σαμαρά ξεπουλάει το Ελληνικό με 130 ευρώ το τετραγωνικό. Η εθνική ανεξαρτησία ή εν πάση περιπτώσει όποια ψήγματά της είχαν απομείνει, έχει μετατραπεί σε άγνωστη λέξη. Οι τροϊκανοί τραβάνε το αυτί της κυβέρνησης, οι κάθε λογής επίτροποι οργώνουν τα υπουργεία και δίνουν εντολές εν είδει αποικιοκράτη, σχεδιάζουν τον προϋπολογισμό της χώρας και επιβάλλουν τις εκάστοτε πολιτικές λύσεις. Οι δικοί μας σφουγγοκωλάριοι δεν τολμάνε να φέρουν αντιρρήσεις, ούτε να θέσουν ακόμη κι αυτό το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.

Το εφιαλτικό τοπίο συμπληρώνεται αν σε αυτό προσθέσουμε και τη δράση και επιρροή του νεοναζιστικού μορφώματος στην Ελλάδα. Οι φασίστες έχουν πλέον συγκροτημένο κομματικό ιστό, πείθουν ως αντισυστημική δύναμη, δηλητηριάζουν τη νεολαία με εθνικισμό και ρατσισμό, δημιουργούν σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές συγχύσεις, προπηλακίζουν μετανάστες, κομμουνιστές, αναρχικούς, ομοφυλόφιλους και δολοφονούν. Τα μακρύ χέρι του συστήματος από μια γραφική γκρούπα, έχει εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο τάγμα ασφαλείας.

Όλα αυτά είναι όμως διαπιστώσεις, αλλά οι διαπιστώσεις δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που λέει και η λέξη. Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται πάντα είναι τι να κάνουμε; Οι απαντήσεις δυστυχώς που έχουν δοθεί στο χώρο της αριστεράς δεν ικανοποιούν μεγάλο τμήμα των ανέντακτων αλλά και των ενταγμένων. Έτσι, έχει κατατεθεί μια πολιτική πρόταση που τα παραπέμπει όλα στη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία, αρνούμενη κάθε μορφή συμμαχίας και συντονισμού στο κίνημα (ηγεσία ΚΚΕ), μιαν άλλη που αναγνωρίζει ως επαχθές χρέος το 5%, αναγνωρίζει την κρίση ως «δική μας» και δε θέτει ζήτημα εξόδου από την ΕΕ (ΣΥΡΙΖΑ), άλλη που αν και μιλά για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα δεν τολμά να βάλει ανοικτά το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ (Σχέδιο Β΄) και άλλη που πασχίζει να έχει μια διαλεκτική προσέγγιση στα πράγματα, αλλά οι αμφισημίες της, την καθιστούν τελικά μη χρήσιμη για το κίνημα (ΑΝΤΑΡΣΥΑ).

Κατά την ταπεινή μου άποψη αυτό που απαιτείται σήμερα και θα μπορούσε να δώσει ελπίδα, όραμα και οξυγόνο στο λαό είναι ένα σχέδιο με τους εξής άξονες:

[1] Σύνταξη ενός μίνιμουμ συνδικαλιστικού προγράμματος που θα απευθύνεται σε όλο τον κόσμο της εργασίας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές του και ιδεολογικές τοποθετήσεις του καθενός.

[2] Αρχικό βήμα διεκδίκησης μπορεί να αποτελέσει η επιστροφή στα εργασιακά δικαιώματα στην προ μνημονίου εποχή και η απόκρουση των επικείμενων ιδιωτικοποιήσεων.

[3] Το πρόγραμμα αυτό θα απευθύνεται σε όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία, τις ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα και σε όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις που με τον ένα ή άλλο τρόπο αντιμάχονται τη σημερινή βαρβαρότητα.

[4] Στην παραπάνω βάση θα πρέπει να επιδιωχθούν συντονισμοί δυνάμεων και όπου είναι εφικτό και συσπειρώσεις.

[5] Παράλληλα με το πρόγραμμα των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα κεντρικό πολιτικό πρόγραμμα. Ήδη έχει κατατεθεί από διάφορες δυνάμεις ένα τέτοιο πρόγραμμα που συμπεριλαμβάνει την κατάργηση μνημονίων και της δανειακής σύμβασης, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, την κοινωνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων κ.λπ.

[6] Το παραπάνω πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι φιλολογικό, αλλά πρόγραμμα διεκδίκησης και της κυβερνητικής εξουσίας υπό προϋποθέσεις.

[7] Οι δυνάμεις που αγωνιούν για το μέλλον του λαού και του τόπου, πρέπει να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο μιας πολιτικής συμφωνίας που πρέπει να είναι προγραμματική, κινηματική κι εκλογική ή τουλάχιστον να επιδιωχθεί να έχει αυτό τον τριπλό χαρακτήρα.

[8] Ειδικό ζήτημα ευρύτερων συσπειρώσεων πρέπει να αποτελέσει η οργάνωση του αγώνα ενάντια στους νεοναζί.

[9] Υπάρχει άφθονη ιστορική εμπειρία που πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη προκειμένου να αποφευχθούν λάθη όπως αυτά της ηρωικής κατά τα άλλα κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή.

[10] Οι όποιες συζητήσεις διεξαχθούν ανάμεσα σε δυνάμεις, πρέπει να έχουν ένα προαπαιτούμενο: καθαρές κουβέντες, όχι δεύτερες σκέψεις, κείμενα που δε θα έχουν πολλαπλές αναγνώσεις, δικαίωμα κριτικής με συντροφικό τρόπο, ιδεολογικοπολιτική αυτοτέλεια της κάθε δύναμης και δημοκρατική λειτουργία. Χωρίς αυτά, όλα τα παραπάνω αργά ή γρήγορα θα ακυρωθούν.

Ποιο θα είναι ακριβώς το «πρόσημο» -πολιτικό και οικονομικό- ενός τέτοιου προγράμματος; Επειδή ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν αλλάζει τις σχέσεις παραγωγής και δεν προηγείται ένοπλη λαϊκή εξέγερση με στόχο την κατάληψη της εξουσίας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντικαπιταλιστικό, αν και η κατεύθυνσή του είναι σαφώς τέτοια.

Από την άλλη θα ήταν κοντόφθαλμο να το χαρακτηρίσει κάποιος και διαχειριστικό. Καμία πρόταση διαχείρισης δε συμπεριελάμβανε, δε συμπεριλαμβάνει ούτε και πρόκειται όλο αυτό το πακέτο αιτημάτων και αρχών. Μεμονωμένα για κάποια αιτήματα αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, αλλά το σύνολο του προγράμματος αποτελεί μια ρηξικέλευθη πολιτική έξω από την οπτική οποιουδήποτε τμήματος της αστικής τάξης.

Αν και συχνά ένα τέτοιο πρόγραμμα βαφτίζεται ως αριστερό, ο συγκεκριμένος προσδιορισμός δεν μπορεί να αποδώσει με ακρίβεια το περιεχόμενό του. Η έννοια του «αριστερού» στερείται επιστημονικού προσδιορισμού, παρόλο που έχει ένα ιστορικό φορτίο που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Το πρόγραμμα πρέπει να έχει πλατιά απεύθυνση και να μη στενεύει το ακροατήριο του, αλλιώς η όποια μετωπικότητά του θα ακυρωθεί εν τη γεννέσει του εγχειρήματος.

Τελικά, ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως Αντιιμπεριαλιστικό (έξοδος από ΕΕ, ΝΑΤΟ και ΔΝΤ), Αντιμονοπωλιακό (εθνικοποίηση τραπεζών και βασικών μέσων παραγωγής) και Δημοκρατικό (λαϊκός έλεγχος). Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι συνάμα βαθιά πατριωτικό με την εξής έννοια. Τα προβλήματα τα οποία θέτει και οι απαντήσεις που δίνει αφορούν όχι στενά στην εργατική τάξη, αλλά πλατιά τμήματα του ελληνικού λαού (μεσαία στρώματα της πόλης που καταπιέζονται κάτω από τα μονοπώλια, φτωχομεσαία αγροτιά, μισοπρολετάριοι, διανοούμενοι, νεολαίοι). Η έννοια της πατρίδας και του πατριωτισμού συνδέονται με τη σωτηρία του ελληνικού λαού και εντός της έννοιας του λαού δεν μπορεί να συμπεριληφθεί η αστική τάξη ή στρώματά της. Επιπροσθέτως, την έννοια της πατρίδας δε δικαιούνται οι ριζοσπαστικές δυνάμεις να την χαρίσουν ούτε στην αστική τάξη, ούτε στις νεοναζιστικές δυνάμεις. Αν το κάνουν αυτό, θα έχουν διαπράξει ένα τεράστιο πολιτικό έγκλημα.

* * * *

Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχει ήδη ένα Μέτωπο. Μόνο που είναι μαύρο και αντιδραστικό. Απαρτίζεται από την ελληνική ολιγαρχία, την ΕΕ, το ΔΝΤ, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, τη Χρυσή Αυγή, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τα αστικά ΜΜΕ. Το Μέτωπο αυτό έχει καταφέρει να πάρει πίσω ένα τεράστιο μέρος των κοινωνικών κατακτήσεων, να δημιουργήσει μια σχετική απάθεια και να διασπείρει το φόβο. Όσοι κατανοούν την ανάγκη αγώνων προκειμένου να αντισταθούμε στη βαρβαρότητα, αλλά απλώς παρακολουθούν το έγκλημα να εξελίσσεται, είναι συνυπεύθυνοι για αυτό που βιώνει ο ελληνικός λαός. Κάποτε ίσως κάποιοι λογοδοτήσουν, αλλά αυτό μάλλον είναι ελάσσονος σημασίας. Αυτό που προέχει είναι τούτο: όσοι κατανοούν ότι ο ελληνικός λαός καταστρέφεται και είναι ανάγκη να συγκροτηθούν θύλακες μετωπικής αντίστασης οφείλουν να πάρουν πρωτοβουλίες. Οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές δεν μπορούν, σήμερα ειδικά, να εμποδίζουν την κοινή δράση και την ωθητική κίνηση της κοινωνίας. Στην πορεία ας δοκιμάσουμε τις ιδεολογικές μας προκείμενες κι αν έχουμε την ικανότητα κι ευνοήσουν οι ιστορικές συγκυρίες, τότε μπορεί να κάνουμε και το άλμα. Διαφορετικά εγκιβωτισμένοι στις ιδεολογικές μας καθαρότητες θα μιλάμε για κομμουνιστικά προτάγματα, ενώ η κοινωνία, στην καλύτερη περίπτωση, θα μας βλέπει σαν ένα απομεινάρι κάποιου ένδοξου παρελθόντος.
ΠΗΓΕΣ

 

3η Διεθνής, Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, ΘΕΣΕΙΣ, ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ, σελ. 405-406, εκδ. Εργατική πάλη, 2007.

Γκορνένσκι Νικίφορ, Ο αγώνας του βουλγαρικού λαού ενάντια στο φασισμό, Σόφια-Πρες, 1976.
Γληνός Δημήτρης, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, εκδ. Ο Ρήγας, 1944, επανέκδοση Πανελλήνιος Πολιτιστικός Σύλλογος Απογόνων και Φίλων Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού, Παράρτημα Περιστερίου.
ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2013, σελ 70.
Καλτσώνης Δημήτρης, Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή, 1970-1973, ηλεκτρονική έκδοση, 2012.
Καλλωνιάτης Κώστας, «Ωχριά η ύφεση του ’30 μπροστά στην ελληνική, ΛΕΒΙ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΠΟ ΤΟ 2017 ΚΑΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ», Ελευθεροτυπία, 21/7/2013.

Λένιν Β. Ι., Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.

Λένιν Β. Ι., Πρόταση στο σχέδιο απόφασης πάνω στην έκθεση της αντιπροσωπείας του ΚΚΡ (μπ) στην Κομμουνιστική Διεθνή, Άπαντα, τ. 45, σελ. 131, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.

Λιόσης Βασίλης, Τα κοινωνικοπολιτικά μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, Θέσεις και αντιπαραθέσεις στη Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνή για το Ενιαίο Μέτωπο, την Εργατική Κυβέρνηση, τα Συνδικάτα, τον Πόλεμο και το Φασισμό, εκδ. ΚΨΜ, 2014.
Λυμπεράτος Μιχάλης, «Η κοινωνική φυσιογνωμία του ΕΑΜ στο: ΕΑΜ, 70 χρόνια από την ίδρυσή του», Ε Ιστορικά.
Μπατίκας Κώστας, Η μαρξιστική θεωρία της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, εκδ. Εργατική Πολιτική, 2012.
Σνίτλικ Ζντένεκ, Η Τσεχοσλοβακία στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, Πρακτορείο Τύπου Όρμπις, 1988.
Χαραλαμπίδης Μενέλαος, Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2012.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *