Πηγή: Αυγουστίνος Ζενάκος & Χρήστος Νάτσης – “Umfolow”
Στο προηγούμενο κείμενό μας, «Περί της κατά Ν. Μαραντζίδη ‘κοινοτοπίας του κακού’», καταλήγαμε με μια ερώτηση: Ποια είναι η συνθήκη βάσει της οποίας μια ιδεολογική λειτουργία είναι οργανικά συναρτημένη με έναν συγκεκριμένο ‘επιστημονικό’ λόγο, ο οποίος συγκροτείται μέσω της άρνησης της αξίας να μην υποπίπτει ένας επιστήμονας σε λαθροχειρίες; Με άλλα λόγια, ρωτάμε: πώς λειτουργεί η ιδεολογία στην ελληνική δημοσιότητα; Εδώ, με αντικείμενο εξέτασης την περίπτωση του ακραίου Κέντρου, την οποία θεωρούμε ίσως το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο του δημόσιου λόγου στη χώρα μας την περίοδο της κρίσης, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια απάντηση στο δύσκολο αυτό ερώτημα – δύσκολο γιατί απαιτεί πλέον την εκλέπτυνση των εννοιολογικών εργαλείων ώστε η περιγραφή να καταστεί εξήγηση.
Ας αρχίσουμε όμως από τα εύκολα, δίνοντας λίγα παραπάνω παραδείγματα, σε συνέχεια από το προηγούμενό μας κείμενο, γι’ αυτό που ονομάζουμε συνοπτικά «λαθροχειρίες», δηλαδή τις πολύ συχνές εμφανίσεις στην αρθρογραφία του ακραίου Κέντρου ψευδών ισχυρισμών, παρερμηνειών, διαστρεβλώσεων, λογικών αλμάτων και πραγματολογικών λαθών.
Κι ας πούμε ευθύς αμέσως ότι η πρόταση πως όλα τούτα παρατηρούνται διότι οι αρθρογράφοι για τους οποίους μιλάμε είναι ημιμαθείς ή αστοιχείωτοι δεν είναι πειστική αλλά –το κυριότερο– δεν είναι και χρήσιμη. Πειστική δεν είναι επειδή ακόμη κι αν κάποιοι είναι ημιμαθείς, σίγουρα δεν είναι όλοι – μπορεί, λόγου χάρη, να φταίει η ημιμάθεια που ο Ηλίας Κανέλλης προσδίδει τον χαρακτηρισμό του «μοντερνιστικού» σε οποιοδήποτε έργο θεωρεί ότι συναρθρώνεται με την ιδεολογική εικόνα του ακραίου Κέντρου ή που τον οδηγεί σε βιογραφικούς αναθεωρητισμούς, εγγράφοντας π.χ. τον Κωστή Παπαγιώργη στο σχήμα του ως διαννοούμενο ολκής, αλλά είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς το ίδιο για τον Ν. Μαραντζίδη, ότι δηλαδή ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης δεν έχει επαρκείς γνώσεις για τη Χάνα Άρεντ ή για την κριτική της ιδεολογίας. Και χρήσιμη δεν είναι επειδή καμία αξία δεν έχει να διαπιστώσουμε απλώς την όποια ανεπάρκεια κάποιων αρθρογράφων τη στιγμή που αυτού του είδους η αρθρογραφία προσπαθεί να οικοδομήσει έναν ολόκληρο τρόπο αντίληψης μιας ιστορικής περιόδου και έχει κατακλύσει σχεδόν όλο το φάσμα των ΜΜΕ, από τις πάλαι ποτέ έγκυρες εφημερίδες ως τα ελαφρά free press.
Ας δούμε, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από το κείμενο του Σακελάρη Σκουμπουρδή στην Athens Voice, «Η ασυναρτησία της ‘αριστερής’ βίας», όπου αποπειράται κυρίως να αποδομήσει τη θέση που διατυπώσαμε στο κείμενό μας, «Ο Ν. Μαραντζίδης, η Αριστερά και η απόλαυση ενός ξυλοδαρμού». Γράφει, λοιπόν:
«Ένα έμπειρο μάτι εδώ θα διακρίνει αμέσως την ανεπάρκεια της ματαιόδοξης μεγαλοέπειας των συντακτών. Πρώτα από όλα γιατί δεν γνωρίζουν ότι σε μια δυτική δημοκρατική χώρα (ακόμα και μπανανέ), γενικός κανόνας λειτουργίας είναι η έννοια του κράτους δικαίου. Και αυτό κάνει αυτονόητο ότι εδώ την αποκλειστική προνομία της βίας την έχει το κράτος.
»Συνεπώς αν υπάρχει καταστολή από το κράτος εις βάρος κάποιων πολιτών, πραγματοποιείται στο πλαίσιο της δημοκρατικής ζωής, της οποίας όργανο είναι οι δυνάμεις καταστολής, ακόμα και αν κατά 40% ψηφίζουν ναζί. Και ποτέ δεν είναι αποδεκτή η βία από άτομα ή ομάδες, γιατί καταλύει τη δημοκρατία, αν και για τους θεωριοπλάστες συντάκτες είναι ανεκτή και αδιάφορη. Και όταν το κράτος ασκεί άδικη βία, ειδικά σε μια μπανανία όπως εμείς, υπάρχει ο βασικός δημοκρατικός τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη, ώστε εφεξής η επανάληψη της αδικίας να γίνεται όλο και πιο δύσκολη».
Είναι εύκολο να δει κανείς, έστω και δίχως το έμπειρο μάτι του Σ. Σκουμπουρδή, την ολοκληρωτική παρανόηση τόσο του τι σημαίνει «κράτος δικαίου» όσο και το τι σημαίνει «μπανανία». «Κράτος δικαίου» σημαίνει «κυριαρχία», «αρχή» του δικαίου, περιγράφει δηλαδή καταρχήν τη συνθήκη όπου το κράτος δεν ασκεί άδικη βία αλλά αυτοδεσμεύεται συστατικά από το όριο του δικαίου (και όπου αν την ασκήσει μεμονωμένα, η προστασία του θιγόμενου από τη δικαιοσύνη είναι αυτονόητη). «Μπανανίες», από την άλλη, ονομάζουμε ακριβώς τις χώρες όπου δεν υφίσταται κράτος δικαίου. Κοντολογίς, η φράση «σε μια δυτική δημοκρατική χώρα (ακόμα και μπανανέ), γενικός κανόνας λειτουργίας είναι η έννοια του κράτους δικαίου» είναι βλακώδης.
Λίγο δυσκολότερο αλλά όχι πολύ είναι να αντιληφθεί κανείς ότι εδώ τόσο η κοινότοπη επίκληση της δημοκρατικής νομιμότητας όσο και η συνακόλουθη -σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις- επίκληση του βεμπεριανού μονοπωλίου της βίας από το κράτος στηρίζονται σε μια λεπτή πλην όμως ουσιώδη διαστρέβλωση: αρθρογράφοι όπως ο Σ. Σκουμπουρδής διαβάζουν κανονιστικά αυτό που είναι –συγχωρήστε μας την καντιανή ορολογία– υπερβατολογικό. Όταν ο Χομπς επιχειρηματολογεί υπέρ της κεντρικής εξουσίας του Μονάρχη κι όταν ο Βέμπερ μιλά για το μονοπώλιο της βίας από το κράτος, σε αναλυτικό επίπεδο δεν λένε ότι αυτό πρέπει να γίνει αλλά ότι χωρίς αυτό δεν νοείται κράτος. Στην περίπτωση δε όπου η πραγματικότητα προβληματοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις, η λύση δεν είναι η επίκληση της νεκρής θεωρητικής αρχής αλλά ο έλεγχος της πραγματικότητας: μονοπώλιο της κρατικής βίας, ναι, για να μη δερνόμαστε μεταξύ μας, όμως, όχι για να μας δέρνει το κράτος όποτε θέλει, παρεμβαίνοντας στη διεκδίκηση των μερικοτήτων που το απαρτίζουν και παίρνοντας θέση υπέρ μίας εξ αυτών.
Αυτό το μοτίβο της παραναγνώρισης προς όφελος μιας καταδίκης της βίας-χωρίς-προσδιορισμούς, που αφήνει ταυτόχρονα στο απυρόβλητο τους όρους άσκησης της κρατικής βίας, το συναντούμε σε όλο το φάσμα των δημοσιολόγων του ακραίου Κέντρου, είτε αυτοί υιοθετούν μια πιο σκληρή, επιθετική φρασεολογία, είτε αυτοπαρουσιάζονται ως λεπτολόγοι και λεπταίσθητοι σχολιαστές της πραγματικότητας.
Έτσι, ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, στο κείμενό του «Η Αριστερά και η πολιτική βία», θα εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για να επαναβεβαιώσει τη βασική γραμμή σκέψης που συνέχει και το πρόγραμμά του ως εκδότη. Γράφει:
«Η επίθεση των τραμπούκων, οπαδών του ερυθρού ολοκληρωτισμού, στον καθηγητή Νίκο Μαραντζίδη αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά στις μεθόδους τους από εκείνες των υποστηρικτών του μαύρου ολοκληρωτισμού».
Στη βάση αυτής της διαπίστωσης θα ζητήσει εκ νέου μια ριζική καταδίκη, αποδίδοντας στoν «κοινό νου» της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» μια «αμφίσημη σχέση με την πολιτική βία», η οποία, προτείνει ο αρθρογράφος με χαρακτηριστική έλλειψη οποιασδήποτε λογικής, ιστορικής ή θεωρητικής συνέπειας, μπορεί να αρθεί με μια μετάβαση από τον Λένιν στην Χάνα Άρεντ. Η παραθεματολογία εκτός πλαισίου —ο Λένιν ως πρόδρομος του Στάλιν, η Άρεντ ως αντιφασίστρια, ιδιότητα που υπερκαλύπτει οποιαδήποτε αναγκαιότητα λογικής επεξεργασίας των λεγομένων της–, η σκέτη επίκληση συναισθηματικών ρητορικών αντιδράσεων, επιτελεί την ίδια λειτουργία με την επανάληψη παρερμηνευμένων εννοιών στο κείμενο του Σ. Σκουμπουρδή: το κάνει χρηστικό και όχι αναλυτικό, το εγγράφει σε μια πολεμική, όπου το να πείσεις είναι υπέρτερο της μεθόδου της πειθούς.
Αυτό βέβαια που πρέπει να τονιστεί είναι πως οι λαθροχειρίες για τις οποίες μιλάμε δεν περιορίζονται σε ένα αφηρημένο επίπεδο αλλά παίζουν ενεργά στο πολιτικό παιχνίδι με την στενή έννοια του όρου. Μπορεί, λόγου χάρη, ο Ηλίας Κανέλλης να αποτελεί έναν πρότυπο Σκουμπουρδή όταν γράφει σε άρθρο του το αμίμητο «σε μια διαδήλωση, το όριο της διαμαρτυρίας είναι το φράγμα των ανδρών των ΜΑΤ», αλλά ταυτόχρονα το κάνει αυτό από μια μαχόμενη «αντισυριζαϊκή» θέση. Η λαθροχειρία εδώ εκβάλλει σε μια εργαλειακότητα: δεν νομιμοποιεί μόνο τη θέση του αρθρογράφου αλλά πλήττει και τον αντίπαλο, κάνοντάς του δίκη προθέσεων και αποδίδοντάς του όλα τα τερατώδη χαρακτηριστικά του αντιδημοκράτη.
Υποδειγματικό ως προς αυτήν τη λειτουργία ήταν, ας πούμε, το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Της γροθιάς και της προόδου». Η περιγραφή της ακαδημαϊκής κοινότητας ως Ιεράς Εξέτασης επιτελούμενης από αριστερούς και μόνο, η συνειδητή και εμπρόθετη στοχοποίηση των καθηγητών τύπου Μαραντζίδη, που περιγράφονται ως άσπιλοι και αμόλυντοι ιππότες που ουδεμία σχέση έχουν με το πεδίο του Πανεπιστημίου, η ηθικολογία της μη τιμωρίας οποιουδήποτε αριστερού ψευδοεπαναστάτη – όλα αυτά τα μοτίβα μιας συστημικής ρητορικής απλοϊκοτήτων, διαστρεβλώσεων και ιδεολογικοποίησης τερματίζονται εδώ συναρθρωμένα κάτω από έναν τίτλο-άμεση αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ: «Της γροθιάς και της προόδου» αντί της «Αριστεράς και της Προοόδου» του Συνασπισμού. Κι όλα αυτά εν θερμώ, πριν το ρεπορτάζ καν οριστικοποιηθεί ως προς τις συνθήκες.
Την ίδια ιδεολογικοποίηση σε καθαρή μορφή συναντούμε εξάλλου και στην περίπτωση του Ηλία Μαγκλίνη. Στο κείμενό του «Βία και επιλεκτική ευαισθησία» το θέτει εξαρχής :
«Τελικώς, φαίνεται ότι δεν συμφωνούμε ούτε στα βασικά, τα θεμελιώδη. Υποτίθεται ότι σε κανέναν δεν αρέσει η βία, όλοι την «καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχεται» (αυτή η τριμμένη πια κοινοτοπία), όταν φτάνουμε όμως στο διά ταύτα, αρχίζουν τα δύσκολα. Μπαίνουν ξαφνικά, απ’ το παράθυρο, ζητήματα ορολογίας και, εντέλει, ουσιαστικής αντίληψης γύρω από το τι συνιστά βία».
Ξεκινώντας, βέβαια, κανείς ένα κείμενο θεωρώντας δεδομένο ότι δεν υπάρχει επίδικο, ότι απλώς αρκεί να ανακληθεί στην τάξη —τάξη τόσο λογική όσο και πολιτική— ο «εχθρός» που τη διασάλευσε, αφαιρεί ευθύς αμέσως το στοιχείο εκείνο που θα καθιστούσε τη θέση του συζητήσιμη: τη δυνατότητα διάψευσής της. Γεγονός που, φυσικά, θα του επιτρέψει να καταδυθεί στον ιδεολογικό πυρήνα:
«Από εκεί και πέρα μπλέκουμε σε θεωρητικολογίες, με άφθονες ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, μα και σκοπιμότητες, με συνέπεια ο μοναδικός χαμένος να είναι η Δημοκρατία – εμείς οι ίδιοι δηλαδή».
Απορεί, δηλαδή, ο Η. Μαγκλίνης πώς είναι δυνατό να γίνονται λογικές –πόσο μάλλον πολιτικές– διακρίσεις που να διαφοροποιούν την βία ενός αστυνομικού από τη βία ενός τρομοκράτη. Η απόπειρα δηλαδή μιας πολιτικής γενεαλογίας, η προσπάθεια να υπερβεί κανείς το προφανές και να εξετάσει από πού κατάγονται, με ποιον τρόπο διαφοροποιούνται και σε ποιους μηχανισμούς υπακούν τα υποκείμενα μιας κοινωνικής αναταραχής, δεν αποτελεί παρά «θεωρητικολογία», είναι δηλαδή περιττή, αλλά και μια πράξη ψευδεπίγραφη και ύποπτη ως προς τα κίνητρά της, που πλήττει τη «Δημοκρατία».
Και βεβαίως αυτή η επίκληση στη Δημοκρατία –με «Δ» κεφαλαίο–, που μάλιστα είμαστε όλοι μας, «εμείς οι ίδιοι», είναι μάλλον το σημείο διαρραφής της ιδεολογίας που προσπαθούμε να περιγράψουμε: μια αφηρημένη τυπικότητα αφηρημένων δικαιωμάτων που δημιουργεί φαντασιώσεις ενός κλειστού συνανήκειν, ελάχιστα μακριά από ολοκληρωτικές αντιλήψεις.
Εξετάζοντας λοιπόν αυτά τα κείμενα –κι άλλα πολλά, τα παραδείγματα τέτοιου είδους αρθρογραφίας στα χρόνια της κρίσης είναι ανεξάντλητα– μπορούμε να αρχίσουμε να περιγράφουμε την οικοδόμηση της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου τόσο ως προς τον μηχανισμό όσο και ως προς το περιεχόμενό της.
Οπότε, πρώτα από όλα, ας διευκρινίσουμε: τι εννοούμε όταν μιλάμε για ιδεολογία; Σε αντίθεση με τους αρθρογράφους που εξετάζουμε, εννοούμε κάτι συγκεκριμένο και όχι «ιδέες» ή σώματα ιδεών γενικώς, αυτό που θα λέγαμε, ενδεχομένως, «κοσμοθεωρίες». Εννοούμε τις αφηγήσεις εκείνες που συσκοτίζουν τις υλικές συνθήκες της κοινωνίας και τις υπαρκτές συγκρούσεις στους κόλπους της· οι οποίες, όμως, συσκοτίζοντας αυτές τις συνθήκες, δεν τις αποκρύπτουν απλώς, αλλά τις επανεγγράφουν στην αντίληψη των κοινωνικών υποκειμένων με νέο τρόπο. Η ιδεολογία, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς μια εσφαλμένη αντίληψη για κάτι που στην πραγματικότητα είναι διαφορετικό· αλλά μια λειτουργία επανεγγραφής ενός πράγματος ως άλλου από αυτό που είναι, μια μη-πραγματικότητα η οποία αφήνει το ίχνος της στην πραγματικότητα, την παράγει τρόπον τινά εκ νέου, καθώς παράγει τα υποκείμενα που την αντιλαμβάνονται με τον συγκεκριμένο τρόπο που η ιδεολογία επινοεί.
Υπάρχει κάτι ακόμη, όμως, που πρέπει να γίνει κατανοητό, διότι, όσο κι αν μοιάζει εν πρώτοις με παραδοξολογία, αποτελεί το κλειδί για να καταλάβει κανείς τη δομή της ιδεολογίας στη μεταμοντέρνα εποχή: η ιδεολογία δεν παράγει κατ’ ανάγκη «αληθινές» αντιλήψεις, αλλά μόνον οιονεί «πραγματικές» αντιλήψεις, δηλαδή «αντικειμενικές» αντιλήψεις, αντιλήψεις με αντικειμενικό αποτέλεσμα, αντικειμενικές επιπτώσεις. Η λειτουργία της δεν είναι να σε κάνει να «πιστεύεις» κάτι «αληθινά» τη στιγμή που αυτό δεν ισχύει αλλά να συμπεριφέρεσαι ωσάν να το «πιστεύεις» άσχετα με το τι ισχύει. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα σχήμα «δεν το ξέρουν και το κάνουν» αλλά για ένα σχήμα «το ξέρουν και εντούτοις το κάνουν».
Ιδωμένες υπό αυτό το σχήμα, οι λαθροχειρίες των πονημάτων του ακραίου Κέντρου είναι οργανικά κομμάτια μιας επανεγγραφής της πραγματικότητας, με την έννοια του ότι αποτελούν τις αναπόφευκτες «τρύπες» σε μια απόπειρα εξύφανσης μιας άλλης εικόνας της Ελλάδας της κρίσης, είναι τα τυφλά σημεία που σχηματίζονται κατά την ιδεολογική επιχείρηση – το «έντεχνο», ίσως, αντίστοιχο του πρωθυπουργικού «τη μακεδονική γλώσσα την εφηύραν οι κομμουνιστές».
Όταν λοιπόν ο Σ. Σκουμπουρδής λέει «Κράτος Δικαίου» δίχως να τον ενδιαφέρει ότι παρανοεί τελείως την έννοια, όταν ο Π. Παπασαραντόπουλος παραθεματολογεί ανιστορικά ή όταν ο Η. Μαγκλίνης αρνείται την ύπαρξη διακρίσεων ως «θεωρητικολογία», δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ανθρώπους απλώς αδιάβαστους ούτε βέβαια κάποιους που με κοινό τρόπο παραποιούν ένα νόημα για να μας παραπλανήσουν, που μας λένε δηλαδή «ψέματα»· πρέπει να σκεφτόμαστε ανθρώπους ως υποκείμενα και φορείς μιας ιδεολογικής διεργασίας, η οποία παράγει τυφλά σημεία, περιοχές που δεν τους είναι ορατές.
Θα πει όμως κανείς, εντάξει, αλλά δεν υπάρχουν αντιστάσεις σε κάτι τέτοιο; Δεν υπάρχουν, δηλαδή, πεδία λόγου όπου να αποκαλύπτεται αυτή η διεργασία; Κι αν δεν υπάρχουν στο επίπεδο του μιντιακού δημόσιου λόγου, δεν υπάρχουν άραγε σε άλλα επίπεδα, όπως στο ακαδημαϊκό; Ακόμη, δηλαδή, κι αν δεχτούμε ότι όλα αυτά αφορούν την αρθρογραφία του Σ. Σκουμπουρδή, του Π. Παπασαραντόπουλου, του Η. Κανέλλη, του Η. Μαγκλίνη, του Π. Μανδραβέλη και άλλων, πώς είναι δυνατόν να αφορούν την αρθρογραφία του Στάθη Καλύβα ή του Ν. Μαραντζίδη;
Πώς είναι δυνατόν τη λαθροχειρία που συναντάμε στον Παπασαραντόπουλο ως «λενινιστική αμφισημία» σε σχέση με τη βία να τη συναντάμε ακόμη πιο πολεμικά στον Καλύβα –στο κείμενο του οποίου θα επανέλθουμε πιο κάτω– ως «μικρή μεν αλλά ικανή δεξαμενή επίδοξων, νυν και πρώην κουμπουροφόρων της ‘επαναστατικής Αριστεράς’»; Πώς είναι δυνατόν την συσκότιση της πραγματικότητας της κρατικής βίας που συναντάμε στον Σκουμπουρδή ή στον Κανέλλη ή στον Μαγκλίνη να τη συναντάμε ακόμη πιο ανερυθρίαστα στον Ν. Μαραντζίδη, ο οποίος όταν σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ερωτάται «Σας είχαν απειλήσει στο παρελθόν;», απαντά «Ποτέ, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας δεν έχει κουλτούρα ή ιστορικό ‘ζαρντινιέρας’», σαν να αγνοεί πως το περιστατικό που έγινε γνωστό ως «ζαρντινιέρα» ήταν ο απρόκλητος και ανηλεής ξυλοδαρμός του Αυγουστίνου Δημητρίου όχι βέβαια από πολιτικά διαφωνούντες αλλά από αστυνομικούς. Και ρωτάμε πώς είναι δυνατόν, από τη στιγμή που οι Σ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης λειτουργούν και σε ένα άλλο επίπεδο, όπου θα περίμενε κανείς ότι τέτοιου είδους ιδεολογικά κείμενα θα συναντούσαν τον έλεγχο της ακαδημαϊκής κοινότητας, όπου δηλαδή μια ακαδημαϊκή κοινότητα που αντιμετωπίζει το όποιο μέλος της με άλλης τάξης εργαλεία θα έσπευδε να το ελέγξει ακριβώς στο δικό της διακριτό πεδίο.
Η απάντηση δεν είναι απλή. Σε ένα κείμενό του, ήδη από το 1985, ο Αριστείδης Μπαλτάς έχει περιγράψει οξυδερκώς την ειδική συνθήκη της ελληνικής δημοσιότητας – την αδιαφοροποίησή της: «Τα πολλαπλά αλληλοδιασταυρούμενα νήματα που συνδέουν αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα υφαίνονται από τη δράση ενός ειδικού κοινωνικού μηχανισμού με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες […] με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δράση να αναιρεί στην πράξη την ονομαστική αυτοτέλεια των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών, να εξομαλύνει τις ιδιαιτερότητες του καθενός, να εξισώνει τους ρόλους τους, να ομογενοποιεί τις λειτουργίες τους και να καθιστά τα προϊόντα αυτών των λειτουργιών ομοιόμορφα και γι’ αυτό ανταλλάξιμα: οι ανακοινώσεις σε ένα συνέδριο φιλοσοφίας μπορούν αυτούσιες και αυτονόητα να αποτελέσουν επιφυλλίδες κάποιας εφημερίδας, όπως αντίστροφα, και εξίσου αυτονόητα, οι επιφυλλίδες μπορούν να λογίζονται για επιστημονικές ανακοινώσεις και να υπολογίζονται σαν τέτοιες […]. Οι έλληνες διανοούμενοι δεν κατανέμονται δηλαδή απλώς στους επιμέρους θεσμούς και ιδρύματα ενός δικτύου οσοδήποτε σφιχτοπλεγμένου. Ο ειδικός κοινωνικός μηχανισμός που ρυθμίζει, αδιόρατα ίσως αλλ’ αναπόδραστα τη λειτουργία των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών δημιουργεί τελικά στην πράξη έναν μοναδικό θεσμό ο οποίος ορίζει κατά ενιαίο τρόπο μια μοναδική και ενιαία κοινότητα, την άκρως συνεκτική και ουσιαστικά αδιαφοροποίητη κοινότητα των ελλήνων διανοουμένων».
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο απλοποιητικός λόγος τού εισηγητή του «ανεξυριζαυγιτισμού» Σ. Σκουμπουρδή ή ο πολεμικός αντιαριστερισμός του εκδότη Π. Παπασαραντόπουλου ή η λεπτολόγα αρθρογραφία του Η. Μαγκλίνη προσλαμβάνονται στην ελληνική δημοσιότητα με τον ίδιο τρόπο που προσλαμβάνονται και οι παρεμβάσεις του Σ. Καλύβα ή του Ν. Μαραντζίδη. Ο αρθρογράφος, ο ερασιτέχνης διανοούμενος και ο πανεπιστημιακός αποτελούν ισοδύναμες θέσεις σε ένα πεδίο όπου η επίδραση του λόγου δεν απορρέει από το περιεχόμενό του αλλά από την τοπολογική του ύπαρξη: είναι η διαπλοκή των μηχανισμών της ιδεολογίας που δίνει το πρόσημο και όχι αυτό που η ατομικότητα του συντάκτη προσκομίζει.
Δεν είναι λοιπόν τόσο εκπληκτική η απουσία εκλέπτυνσης των κειμένων του Ν. Μαραντζίδη και του Σ. Καλύβα. Σε ένα αδιαφοροποίητο περιβάλλον οριζόντιας διάχυσης των θέσεων η μορφή της απεύθυνσης είναι αδιάφορη για το περιεχόμενο. Ταυτόχρονα, άνθρωποι που ενώ συμμετέχουν σε ένα διαφοροποιημένο παιχνίδι σε άλλα πεδία, όπως ο Καλύβας, ερχόμενοι στο ελληνικό πεδίο συμπεριφέρονται σαν τους αποικιοκράτες που επισκέπτονταν ιθαγενείς προσφέροντας τους καθρεφτάκια.
Ενδιαφέρουσα ως προς τούτο είναι η αντιπαράθεση που εκτυλίχθηκε στις σελίδες αναγνωστών της Καθημερινής, με αφορμή ακριβώς τον ξυλοδαρμό Μαραντζίδη. Το κείμενο του Σ. Καλύβα «Ανατομία μιας επίθεσης», που προαναφέραμε, το οποίο αποδίδει τον ξυλοδαρμό του Ν. Μαραντζίδη σε ένα διάχυτο κλίμα εχθρότητας απέναντι στο επιστημονικό έργο των δύο καθηγητών, κάνοντας λόγο «για μια κλίκα γερασμένων πανεπιστημιακών», προκάλεσε την οξύτατη αντίδραση του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου: μέσω επιστολής στην εφημερίδα, μίλησε για «αλαζονεία, η υπεροψία και η έκδηλη περιφρόνηση του αντιπάλου [που] μπορεί να συμβάλουν εξίσου πολύ με τη βία σε κάτι που υποτίθεται ότι ο αρθρογράφος σας προσπαθεί εδώ και χρόνια να αποτρέψει: την ανέλεγκτη όξυνση, που προκαλεί τυφλές αντιδράσεις».
Είναι σαφές εδώ πως αυτή η αντιπαράθεση αφορά μια διαμάχη σε έναν χώρο κομβικής σημασίας: στον χώρο της μη αμφισβήτησης τουλάχιστον του μηχανισμού εσωτερικής συνοχής και νομιμοποίησης του ιδεολογικού λόγου. Το γεγονός πως η δημοσιότητα δεν είναι διαφοροποιημένη δεν αναιρεί το ότι η συμμετοχή σ΄ αυτήν προϋποθέτει τη νομιμοποίηση στα υποπεδία που εξασφαλίζουν την είσοδο. Έτσι, οι ενδοακαδημαϊκές διαμάχες είναι μεν ανεκτές αλλά μέχρις εκείνου του σημείου που δεν θα θέσουν εν αμφιβόλω το κύρος των υποκειμένων τους. Εξού και η ειρωνική αναφορά του Ν. Αλεβιζάτου στο Γέηλ: είναι μια απεύθυνση τύπου «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει», ἐνα «μάλωμα» που σκοπό έχει να διασφαλίσει το υπόστρωμα και των δύο πλευρών· εξού και η πρόσφατη πυροσβεστική παρέμβαση του Θ. Βερέμη, επίσης μέσα από τις σελίδες αναγνωστών: επαναφέροντας τον διάλογο σε όλα αυτά που μπορούν να αναγνωρισθούν από τις δύο πλευρές ως υπερβολικά, διατυπώνει το αίτημα απομάκρυνσης της αιχμής από τα του οίκου.
Λαμβανομένου δε υπόψη πως η κύρια συζήτηση των επιστολών αυτών συντελέσθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βλέπει κανείς πόσο καίρια παραμένει η διαπίστωση του Αριστείδη Μπαλτά. Η «διαμάχη των σχολών» διεξάγεται με όρους στάτους στο φέησμπουκ – κάτι που φυσικά, ως τρόπον τινά ειδολογικό πρότυπο μιας περιοχής λαθροχειριών, μπορεί να γίνει αντιληπτό κι αυτό ως οργανικό στοιχείο της ιδεολογικής επιχείρησης και όχι ως ατύχημα.
Αν όμως αυτά αφορούν τον μηχανισμό της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου, ποιο είναι το περιεχόμενό της; Ποια είναι η υλική συνθήκη που συσκοτίζεται και πώς προβάλλει η επανεγγραφή της; Μ’ άλλα λογια, τι κάνουν όλοι τούτοι τα τελευταία τέσσερα χρόνια απ’ άκρη σ’ άκρη του Τύπου;
Η υλική συνθήκη είναι ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα με (ακρο)δεξιές περιπλοκές. Είμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μια πολιτική όπου μια σειρά εγχειρήματα εντάσσονται στο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα βίαιου κοινωνικού μετασχηματισμού (απαξίωση του δημόσιου αγαθού, ιδιωτικοποίηση της υγείας ή της κοινωνικής ασφάλισης ή της παιδείας, αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων κτλ), ενώ ταυτόχρονα άλλα εγχειρήματα αναβιώνουν την Δεξιά της πατρίδας-θρησκείας-οικογένειας (πρόκριση μιας εθνοθρησκευτικής θεωρίας της κρατικής συγκρότησης), κι άλλα, πάλι, εντάσσουν την ακροδεξιά ατζέντα στον πυρήνα του κράτους (μεταναστευτική πολιτική, βασανισμοί από την αστυνομία, χειραγώγηση της δικαιοσύνης κτλ).
Η επανεγγραφή προβάλλει ως επίκληση της δημοκρατικής νομιμότητας και του κράτους δικαίου, των εννοιών δηλαδή που προϋποθέτουν ακριβώς τη συναίνεση που δεν υπάρχει, το «κοινωνικό συμβόλαιο» που έχει διαρραγεί. Οι αρθρογράφοι του ακραίου Κέντρου λένε: Εδώ δεν έχουμε κατάλυση της νομιμότητας, έχουμε δημοκρατική νομιμότητα· εδώ δεν έχουμε νεοφιλελεύθερο κοινωνικό μετασχηματισμό, έχουμε αναγκαία μέτρα κοινής λογικής, αυτονόητες μεταρρυθμίσεις· εδώ δεν έχουμε ακροδεξιά πολιτική, έχουμε προπαγάνδα της Αριστεράς· εδώ δεν έχουμε κρατική καταστολή και μη νομιμοποιημένη βία, έχουμε «κουλτούρα βίας» από «κόκκινους» και «μαύρους» θιασώτες τερατωδών ολοκληρωτισμών. Όλα αυτά, συναρθρώνονται σε μια υπερουσία, μια Δημοκρατία με κεφαλαίο «Δ», η οποία ανανοηματοδοτεί την κατάσταση εξαίρεσης ως απαραίτητα διαρκή, αντικαθιστώντας το ανεπαρκές πλέον αφήγημα του «επείγοντος» με το αφήγημα του «δέοντος».
Ίσως κάποιοι έχουν την τάση να τα υποτιμήσουν όσα επισημαίνουμε με το επιχείρημα πως οι δημοσιολόγοι του ακραίου Κέντρου εκφράζονται στο στενό πολιτικό πεδίο από κόμματα και σχηματισμούς με μικρή πια εκλογική δύναμη. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι λανθασμένη – και όχι επειδή οι όποιοι εκλογικοί συσχετισμοί μπορεί να αποδειχτούν πρόσκαιροι. Η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου εξελίσσεται, κατά τη γνώμη μας, σε μια υπεριδεολογία που στην Ελλάδα της κρίσης ενεργοποιεί μια σειρά άλλες ιδεολογικές επιχειρήσεις –νεοφιλελεύθερες, Δεξιές κι ακροδεξιές– με ριζικό τρόπο, αποτελεί τρόπον τινά τη συνθήκη πιθανότητάς τους. Αν τους χειριστές των συγκεκριμένων πολιτικών πρέπει να τους εντοπίσουμε υπό τις επιμέρους ιδεολογικές επιχειρήσεις του νεοφιλελευθερισμού, της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, στην ιδεολογία του ακραίου Κέντρου συναντούμε καθαυτό το ξαναγράψιμο της Ιστορίας.
Αφήστε μια απάντηση