Της Χλόης Πετρίδου – Σύλλογος διάδοσης Μαρξιστικής σκέψης “Γ. Κορδάτος”
O μύθος της ΕΕ ως κοινότητας κρατών βασισμένης στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, εμφανίζεται τη δεκαετία του ’90, πολύ μετά την ίδρυση των ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ – προδρόμων της ΕΕ. Μέχρι τότε, ένας άλλος περιφερειακός οργανισμός, το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣΕ), που δημιουργήθηκε μέσα από διαφορετικούς συσχετισμούς, είχε περίπου το μονοπώλιο της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αλλά μετά το Μάαστριχτ, και ιδίως από το 2006, όταν ο Γιούνκερ, νυν υποψήφιος των συντηρητικών για την προεδρία της Κομισιόν και τότε πρόεδρος του Eurogroup συνέταξε ‘υπό την ατομική του ιδιότητα’ μια έκθεση για τη συνεργασία ΣΕ και ΕΕ, η ΕΕ άρχισε να απαιτεί λόγο σε ό,τι αφορά το σεβασμό της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός της – με συνέπεια τον ορατό κίνδυνο διάβρωσης της προστασίας τους…
‘Δημοκρατική ΕΕ’: μύθος και πραγματικότητα
Μέχρι τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που ‘έστησε’ την ΕΕ (1992) δεν αναφέρεται πουθενά στις ιδρυτικές Συνθήκες η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το κράτος δικαίου. Καθώς η ΕΕ αποκτά ‘πολιτική οντότητα’, ανακαλύπτεται η δημοκρατική της φύση, που μας ανακοινώνεται ως απόρροια τόσο της φύσης των κρατών μελών ως δημοκρατικών όσο και της δικής της ‘δημοκρατικής και αποτελεσματικής’ λειτουργίας. Εμφανίζεται τότε και η έννοια της ‘ευρωπαϊκής ιθαγένειας’, ένα πακέτο από υπάρχοντα (συμμετοχή σε ευρωεκλογές, ελεύθερη κυκλοφορία) και μερικά καινούρια δικαιώματα (διπλωματική προστασία σε τρίτες χώρες, συμμετοχή σε αυτοδιοικητικές εκλογές), το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με την ιθαγένεια ενός κράτους αλλά συμβάλλει προφανώς στο χτίσιμο του μύθου.
Επιπλέον, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής η ΕΕ αναλαμβάνει να προωθήσει ενεργητικά- πέρα από την ούτως ή άλλως ‘ευεργετική’ καπιταλιστική ανάπτυξη- τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, σε αρμονία, όπως προστίθεται αργότερα, με τις ‘αρχές που έχουν εμπνεύσει τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη διεύρυνση’ της ίδιας. Αν κοιτάξει βέβαια κανείς την πράξη, θα διαπιστώσει το αντίθετο. Το παράδειγμα της Ουκρανίας με τη στήριξη νεοναζιστών στην κυβέρνηση δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα. Στον τομέα της πολιτικής εμπορίου, που αποτελεί εδώ και χρόνια αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ, οι συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες περιλαμβάνουν μετά το ’90 ρήτρες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Αυτές όμως καμία επιρροή δεν έχουν στην απόφαση σύναψης/διατήρησης εμπορικών σχέσεων: χρησιμεύουν απλώς ως ‘θετικό κίνητρο’ για τις τρίτες χώρες ή μέσο οικονομικής διαπραγμάτευσης. Τέτοιες ρήτρες δεν εμπόδισαν την ΕΕ να θέσει πρόσφατα σε εφαρμογή εμπορική συμφωνία με την …πρωταθλήτρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κολομβία (βλ. μαζικές δολοφονίες συνδικαλιστών) ή να επιβραβεύσει το Ισραήλ για τις …άριστες δημοκρατικές του επιδόσεις (βλ. μεταχείριση των Αράβων πολιτών του) με αναβάθμιση της ήδη μακράς εμπορικής τους σχέσης.
Όσον αφορά την κατάσταση εντός ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης υιοθέτησε, λίγο μετά το Μάαστριχτ, λίστα κριτηρίων για τις υπό ένταξη χώρες. Δίπλα στα οικονομικά (‘λειτουργούσα οικονομία της αγοράς’) και τα κριτήρια αποδοχής του κεκτημένου της ΕΕ (μεταξύ των οποίων, η ‘προσήλωση στους στόχους της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης’), βρίσκουμε και το πολιτικό κριτήριο της ‘σταθερότητας θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα του ανθρώπου και το σεβασμό και την προστασία των μειονοτήτων’. Ως ‘παγκόσμιος υπερασπιστής’ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, έστω και στα χαρτιά, η ΕΕ δεν μπορεί παρά να απαιτεί από τα υποψήφια μέλη της να σέβονται τις δημοκρατικές αρχές.
Ωστόσο, οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν μόνο ως την ένταξη, καθώς δεν υπάρχει μηχανισμός ελέγχου της τήρησής τους πέρα από αυτό το σημείο (εκτός αν λέγεσαι Ρουμανία ή Βουλγαρία, οπότε κερδίζεις και μετά την ένταξη ad hoc μηχανισμό επιτήρησης, ή όπως λέγεται ‘επαλήθευσης’, του δικαστικού σου συστήματος). Αυτή η αντίφαση μεταξύ βιτρίνας αυστηρής εξωτερικής πολιτικής/κριτηρίων ένταξης και εσωτερικής χαλαρότητας αποκαλείται στην ευρω-ενωσιακή ιδιόλεκτο ‘δίλημμα της Κοπεγχάγης’. Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) προστίθεται πάντως μια διάταξη (που αντιστοιχεί στο σημερινό άρθρο 7 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ)), η οποία ορίζει ότι σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαπιστώσει συνεχή και σοβαρή παραβίαση από ένα κράτος μέλος των αρχών στις οποίες στηρίζεται η ΕΕ, δηλαδή της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού προς τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και του κράτους δικαίου, μπορεί να επιβάλει στο κράτος κυρώσεις. Το τεστ ήρθε με τη συμμετοχή του ρατσιστικού FPÖ του Χάιντερ στην αυστριακή κυβέρνηση (αρχές του 2000). Οι τότε ‘14’ απείλησαν την Αυστρία με διπλωματικές κυρώσεις, και στη συνέχεια τις υιοθέτησαν (διακοπή διμερών σχέσεων κλπ), αλλά βρέθηκαν σε αδιέξοδο και αναγκάστηκαν να τις άρουν μερικούς μήνες μετά. Ως συνέπεια του φιάσκου η σχετική διάταξη τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Νίκαιας, και προβλέπει πλέον κυρώσεις μόνο ως ύστατη λύση, αφού έχουν εξαντληθεί λιγότερο δραστικά μέσα (συστάσεις) σε περίπτωση ‘σαφούς κινδύνου’ σοβαρής παραβίασης. Η διάταξη δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά, θεωρούμενη ως ‘ατομική βόμβα’ στις ευαίσθητες ισορροπίες της ΕΕ.
Πέρυσι το καλοκαίρι, το Ευρωκοινοβούλιο εξέφρασε ανησυχία για την κατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία, καθώς ο ακροδεξιός Ορμπάν έχοντας μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή και την ανοχή των νεοναζιστών του Jobbik πέρασε fast track συνταγματικές αναθεωρήσεις βάζοντας χέρι στην ανεξαρτησία των δικαστών, περιορίζοντας την ελευθερία έκφρασης, και αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο, ενώ θέλησε να περιορίσει και την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Ουγγαρίας (που μάλλον πόνεσε την ΕΕ περισσότερο από όλα τα άλλα…). Μετά το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, η Κομισιόν άρχισε συνομιλίες με την Ουγγρική κυβέρνηση που κατέληξαν σε κάποιες διακοσμητικές διορθώσεις, ενώ η κυβέρνηση υποχώρησε στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας. Παρ’όλο που ο κίνδυνος παραβίασης του κράτους δικαίου ήταν σαφής, το Ευρωκοινοβούλιο δεν πρότεινε επίσημα, ελλείψει της απαραίτητης πλειοψηφίας, την εκκίνηση της διαδικασίας του άρθρου 7. Ούτε το μόνο δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο της ΕΕ, ούτε φυσικά η Κομισιόν ή το Συμβούλιο, θέλησαν ποτέ να ξανανοίξουν τους ασκούς του άρθρου 7 μετά την Αυστρία, ούτε καν για να γίνουν απλές συστάσεις προς ένα κράτος μέλος, παρόλο που σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι διόλου σπάνιο φαινόμενο εντός ΕΕ, όπως θα συζητηθεί παρακάτω.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι το συμπέρασμα που συνήγαγε η Κομισιόν από την υπόθεση. Ενώ δε θα είχε ασχοληθεί με την κρίση του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία, αν δεν υπήρχε ο ντόρος του ψηφίσματος του Ευρωκοινοβουλίου, η πίεση των οργάνων του ΣΕ και η διεθνής κατακραυγή, βρέθηκε να παραπονιέται γιατί της λείπουν τάχα τα νομικά εργαλεία για να κινηθεί κατά κρατών μελών σε περιπτώσεις τέτοιων κρίσεων, και πρόταξε την ανάγκη για έναν πιο ευέλικτο μηχανισμό, με τη δικαιολογία ότι το άρθρο 7 ΣΕΕ θέτει πολύ ψηλά τον πήχη της παραβίασης (‘σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης’). Άδραξε λοιπόν την ευκαιρία (και τα ξένα κόλλυβα) και το Μάρτη εξέδωσε μια Ανακοίνωση ‘για την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου’ που όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα επί της ουσίας, αλλά είναι πολλαπλά ζημιογόνα. Πρώτον, κάνει την προσφυγή στο άρθρο 7 δυσκολότερη, προσθέτοντας άλλο ένα ‘προστάδιο’ στη διαδικασία.
Δεύτερον, η ανακίνηση ή μη αυτού του προστάδιου βρίσκεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της Κομισιόν, η οποία, σταχυολογώντας καταγγελίες προερχόμενες από δικαστικά σώματα, οργανισμούς, ευρωβουλευτές ή το ίδιο το ΣΕ, θα αποφασίζει χωρίς κανένα έλεγχο (και με άγνωστα κριτήρια) αν θα δώσει συνέχεια ή όχι. Τέλος, οι προσπάθειες της Κομισιόν να επιλύσει ζητήματα κράτους δικαίου στο προστάδιο αυτό θα πραγματοποιούνται με την εντελώς καινοτόμα και… δημοκρατική μέθοδο των μυστικών διαπραγματεύσεων με το εμπλεκόμενο κράτος. Η επικινδυνότητα της Ανακοίνωσης όμως δε σταματά εδώ: στο πρώτο κείμενο της Κομισιόν για την έννοια του κράτους δικαίου εξοβελίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα από το περιεχόμενό της, αντίθετα με τη μακρά παράδοση του ΣΕ, ενώ οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις πρέπει όχι απλά να είναι τεκμηριωμένες αλλά ‘συστημικές’ (ούτε καν ‘συστηματικές’). Προκύπτει έτσι το ερώτημα κατά πόσο η Κομισιόν επιθυμεί πραγματικά να διευκολύνει την προσφυγή στο άρθρο 7, όταν αντί να κατεβάσει τον πήχη προσθέτει νέες, πιο δύσκολες να πληρωθούν, προϋποθέσεις.
Χωρίς να υποστηρίζεται από αυτές τις σελίδες ότι έχει κάτι να κερδίσει η δημοκρατία από έναν τοποτηρητή, πόσο μάλλον σαν την ΕΕ, είναι κρίσιμο να αναδειχθεί από τη μία η διαρκής και εντελώς παράνομη ως εκτός των Συνθηκών διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ σε πεδία που καλύπτει ούτως ή άλλως το ΣΕ (π.χ. κράτος δικαίου), και από την άλλη η παντελής έλλειψη πολιτικής βούλησης να γίνει χρήση των υφαρπαζόμενων αρμοδιοτήτων προκειμένου να μπει τέλος σε (πασιφανείς και μαζικές) παραβιάσεις.
Ανθρώπινα δικαιώματα στο μύλο της ΕΕ
Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός ΕΕ επιδεινώνεται διαρκώς. Σειρά κρατών μελών συνεργάστηκαν με τη CIA για την παράδοση κρατουμένων επιτρέποντας και βασανιστήρια στο έδαφός τους, μυστικές υπηρεσίες χωρών της ΕΕ ανταλλάσσουν προσωπικά δεδομένα με την NSA βάσει προγραμμάτων μαζικών παρακολουθήσεων ηλεκτρονικών και τηλεφωνικών συνομιλιών, η κατάσταση των φυλακών πολλών χωρών μελών είναι τριτοκοσμική (με πολλαπλές καταδίκες από το δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου), ενώ η μεταχείριση των ‘ευρωπαίων πολιτών’ Ρομά τόσο σε παλιά όσο και σε νέα κράτη μέλη δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από καταστάσεις απαρτχάιντ. Όπως με την Ουγγαρία, το Ευρωκοινοβούλιο εκδίδει ενίοτε διακηρυκτικά ψηφίσματα, αλλά ως εκεί. Σε πολιτικά δε πιο ‘δύσκολες’ περιπτώσεις, ούτε καν αυτό συμβαίνει. Πρόσφατα, ομάδα οργανώσεων και συνδικάτων από όλη την Ευρώπη με επιστολή στον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου ζήτησε να κινηθεί το άρθρο 7 κατά της Ελλάδας για παραβιάσεις σειράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα και άλλες ‘μνημονιακές’ χώρες, ως απόρροια των μέτρων λιτότητας, έχουν ήδη απασχολήσει το ΣΕ, από τις καταγγελίες του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως τις (μη δεσμευτικές) καταδίκες της Ελλάδας από την Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (λόγω υπέρμετρης διάρκειας της δοκιμαστικής περιόδου και επιπέδου του κατώτατου μισθού στους νέους).
Παράλληλα, το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα συνέταξε πρόσφατα έκθεση, κατόπιν Ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης, σχετικά με την επίπτωση των μέτρων λιτότητας στα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ενώ συνδικάτα και ακαδημαϊκοί έχουν κάνει οξεία καταδικαστικές τοποθετήσεις (http://euobserver.com/social/122899). Η ΕΕ φυσικά δεν εκφράστηκε ποτέ επίσημα. Το Μάρτη το Ευρωκοινοβούλιο υιοθέτησε (άλλο ένα) Ψήφισμα για τις κοινωνικές συνέπειες της εφαρμογής των προγραμμάτων της Τρόικας σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο . Παρότι η παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία, το κείμενο δεν τοποθετείται σαφώς περί των ευθυνών ούτε των κρατών μελών ούτε της ΕΕ, και ζητεί απλώς εξετάσουν την κατάσταση η Κομισιόν και ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA). Ο τελευταίος ιδρύθηκε το 2007 για να παρέχει ανεξάρτητες γνωμοδοτήσεις σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκαλώντας τριβές με το ΣΕ, και δεν ασχολήθηκε καθόλου με τις επιπτώσεις των μνημονίων στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το δε πολυετές του πρόγραμμα πλαίσιο (2013-2017) αφήνει εκτός των δραστηριοτήτων του κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, κλασικά ατομικά δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης ή συνάθροισης, αλλά και οτιδήποτε άπτεται των δικαιωμάτων κατηγορουμένων σε ποινικές υποθέσεις (σε αντίθεση με τα δικαιώματα των θυμάτων) .
Μήπως όμως, πέρα από το -σκουριασμένο- άρθρο 7, υπάρχουν άλλα (δικαστικά) μέσα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός ΕΕ; Το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί κανείς είναι ο μηχανισμός του ΣΕ, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ, 1950) και το Δικαστήριο του Στρασβούργου, αλλά και την Ευρωπαϊκή Χάρτα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (1961). Το σύστημα αυτό, που έχει λειτουργήσει αρκούντως αποτελεσματικά, δημιουργήθηκε, όπως και το αντίστοιχο του ΟΗΕ, μετά το Β’ Π.Π. μέσα από ευνοïκούς συσχετισμούς στο εσωτερικό των δυτικών κρατών αλλά και συνθήκες πίεσης εκ μέρους των κρατών του υπαρκτού, που οδήγησαν στην αναγνώριση τόσο ατομικών/πολιτικών όσο και κοινωνικών/οικονομικών δικαιωμάτων, αν και τα συστήματα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων παραμένουν πιο ανεπτυγμένα (βλ. στην περίπτωση του ΣΕ το δικαίωμα ατομικής προσφυγής ενώπιον του Στρασβούργου).
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009) η ΕΕ απέκτησε το δικό της, δεσμευτικό υποτίθεται, Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αλλά παρά τις τυμπανοκρουσίες δεν προβλέφθηκε κανένας μηχανισμός εφαρμογής του, ενώ οι αναφορές του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) στο Χάρτη είναι σπάνιες και διακοσμητικές. Τα δε κοινωνικά δικαιώματα διατυπώνονται μινιμαλιστικά και υπό την αίρεση των περιορισμών της εθνικής νομοθεσίας, ενώ δικαιώματα όπως το δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή λάμπουν δια της απουσίας τους. Ως περαιτέρω σκαλί στη διαδικασία εξανθρώπισης της ΕΕ, προστέθηκε διάταξη με βάση την οποία η τελευταία πρέπει να ενταχθεί στην ΕΣΔΑ. Η σχετική συμφωνία ‘έκλεισε’ πέρυσι μετά από 2 χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων, που επικεντρώθηκαν συχνά σε (μικροπολιτικά) ζητήματα αντιπροσώπευσης της ΕΕ (και δη της Κομισιόν) στα όργανα του ΣΕ. Επιπλέον, στο ερώτημα αν προωθείται τελικά η υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, η απάντηση είναι τουλάχιστον αμφίβολη.
Με βάση τα συμφωνηθέντα, η ΕΕ θα τυγχάνει ‘ειδικής’ μεταχείρισης. Πρώτον, με το μηχανισμό του συν-εναγόμενου, θα μπορεί κατά βούληση να προστίθεται ως αντίδικος του θύματος, ανεξαρτήτως εάν η παρέμβαση είναι προς το συμφέρον του θύματος ή της απονομής δικαιοσύνης. Επιπλέον, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν εκφράσει φόβους ότι τα θύματα θα βρεθούν σε χειρότερη θέση έχοντας να αντιπαλέψουν δύο ισχυρούς αντίδικους (κράτος +ΕΕ) αντί ενός. Τέλος, σε όλες τις υποθέσεις ενώπιον του Στρασβούργου που σχετίζονται (και) με ευρωπαϊκή νομοθεσία (όπου η ΕΕ θα είναι συν-εναγόμενη) θα δίνεται πρώτα ο λόγος στο ΔΕΕ, εφόσον αυτό δεν έχει εκφραστεί επί της εν λόγω νομοθεσίας στο παρελθόν. Κανένα ανώτατο δικαστήριο Κράτους Μέλους της ΕΣΔΑ δεν έχει τέτοια ειδική μεταχείριση (με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου μια υπόθεση μπορεί να φτάσει ενώπιον του Στρασβούργου μόνο εφόσον αποφανθεί πρώτα το Ανώτατο Δικαστήριο). Ελλοχεύει έτσι ο κίνδυνος, με τη δημιουργία ενός δεύτερου ισχυρού δικαστικού πόλου στο σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να βρίσκεται το Δικαστήριο του Στρασβούργου προ τετελεσμένων ή να σύρεται προς την κατεύθυνση που έχει υποδείξει το ΔΕΕ. Δεδομένης της έως τώρα στάσης του τελευταίου σε θέματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κατασκευή αυτή αποτελεί κακό σημάδι.
Το ΔΕΕ δεν υπήρξε ποτέ υπέρμαχος κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων (βλ. Χλόη, Λεύγα), ενώ και για τα ατομικά δικαιώματα έχει αναπτύξει νομολογία σαφώς πιο συντηρητική από αυτήν του Στρασβούργου. Σε θέματα όπως η προστασία δικαιωμάτων των κατηγορουμένων σε ποινικές υποθέσεις, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ακόμα και οι αμβλώσεις, έχει υιοθετήσει λιγότερο προστατευτικές των δικαιωμάτων θέσεις από το Στρασβούργο, έχοντας προτάξει την ενιαία αγορά και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ. Για να πάρουμε πιο πρόσφατα και οικεία παραδείγματα, απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα δικαστηρίων από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και τη Ρουμανία, το ΔΕΕ αποποιήθηκε οποιασδήποτε αρμοδιότητας να ελέγξει αν τα μνημόνια παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα, κρίνοντας ότι οι μηχανισμοί στήριξης, παρ’όλο που στήνονται από την Κομισιόν και την ΕΚΤ, δεν αποτελούν με τη στενή έννοια δίκαιο της ΕΕ. Το θέμα ότι κανένα άλλο δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τις πράξεις των δύο οργάνων, δε φάνηκε να το απασχολεί.
Επιπλέον, σε προσφυγή της ΑΔΕΔΥ κατά απόφασης του Συμβουλίου για την ‘ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας’, η οποία επέβαλε στην Ελλάδα την κατάργηση των δώρων του Πάσχα και των Χριστουγέννων, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε ότι η ΑΔΕΔΥ δε θίγεται άμεσα, όπως απαιτείται από το αρ. 263 εδ.4 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, καθώς η απόφαση του Συμβουλίου δεν όριζε λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς θα γίνουν οι περικοπές, και απέρριψε το αίτημα ως απαράδεκτο. Και στις δύο περιπτώσεις, τα διαδικαστικά επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι για να αποφευχθεί το ναρκοπέδιο των επιπτώσεων των μνημονίων στα ανθρώπινα δικαιώματα, και των νομικών ευθυνών της ΕΕ. To δικαστήριο του Στρασβούργου από την άλλη δεν αρνήθηκε να ασχοληθεί με την ουσία, κρίνοντας όμως ότι διάφορα πρώιμα μέτρα περικοπών που είχαν προσβληθεί ενώπιόν του δεν παραβίαζαν τα όρια της διακριτικής ευχέρειας των αντιστοίχως εναγόμενων κρατών- και απέρριψε τις προσφυγές ως προδήλως αβάσιμες.
Ως θετικό παράδειγμα, στο θέμα του ασύλου, το Στρασβούργο αποφάνθηκε σε πρόσφατη απόφαση –σταθμό, ότι το Βέλγιο παραβιάζει το άρθρο 3 ΕΣΔΑ προωθώντας στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο κατ’εφαρμογή του Κανονισμού της ΕΕ ‘Δουβλίνο ΙΙ’, λόγω της κατάστασης του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα και των πρακτικών κράτησης και εξευτελιστικής μεταχείρισης των αιτούντων άσυλο (μεταξύ άλλων). Λίγους μήνες μετά, το ΔΕΕ ασχολήθηκε με ανάλογη υπόθεση. Ακολουθώντας εν μέρει τη νομολογία του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι μπορεί μεν το Ηνωμένο Βασίλειο να αρνηθεί να στείλει πίσω έναν αιτούντα άσυλο (το οποίο προβλέπεται και στον Κανονισμό), αλλά : πρώτον, δεν αρκεί ότι υπάρχει – πραγματικός- κίνδυνος για τον αιτούντα, εφόσον δεν απορρέει από ‘συστημικό’ πρόβλημα (αλλά από… μεμονωμένα περιστατικα), και δεύτερον, ότι υπάρχει τεκμήριο ότι τα κράτη μέλη, ως δημοκρατικά, σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και το βάρος απόδειξης περί του αντιθέτου πέφτει στο θύμα. Τελικά το ΔΕΕ κατέληξε στο ίδιο πρακτικό συμπέρασμα με το Στρασβούργο, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ακόμα κι αυτή η εγγαστρίμυθη απόφαση θα ήταν ίδια, αν δεν είχε εκφραστεί το Στρασβούργο λίγους μήνες πριν. Εξ ου και ο κίνδυνος από το νέο σύστημα, που θα αντιστρέψει τη σειρά…
Η δικαιοσύνη ως ‘μοχλός ανάπτυξης’
Πίσω στην Ανακοίνωση της Κομισιόν για το κράτος δικαίου, ας δούμε τι προωθείται συνολικότερα στον τομέα της δικαιοσύνης, καθώς η Ανακοίνωση επικεντρώνεται σ’αυτόν. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης παραμένει, τυπικά, αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών ως κομμάτι του ‘σκληρού πυρήνα’ του κράτους. Ωστόσο, με νομοθετικά μέτρα που υιοθετήθηκαν fast track εν όψει κρίσης με στόχο την ενίσχυση της μακροοικονομικής σταθερότητας, η Κομισιόν απέκτησε πλαγίως αρμοδιότητες να απευθύνει στα κράτη συστάσεις, μεταξύ άλλων, για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού τους συστήματος. Οι ‘ειδικές συστάσεις ανά χώρα’ (ο μη σεβασμός των οποίων μπορεί να επισύρει πρόστιμο) προσβλέπουν στην πιο ‘αποτελεσματική’ απονομή της δικαιοσύνης με στόχο την ‘ανάπτυξη’ (βλ. τα κέρδη των εταιριών). Παραδείγματα συστάσεων περιλαμβάνουν την απλοποίηση του επενδυτικού περιβάλλοντος ή τη γρηγορότερη επίλυση υποθέσεων.
Η Κομισιόν εφηύρε κι ένα πρόσθετο εργαλείο, τον Πίνακα αποτελεσμάτων, όπου εξετάζει μετρήσιμους δείκτες ‘αποτελεσματικότητας’ της δικαιοσύνης (ταχύτητα διεκπεραίωσης υποθέσεων, χρήση διαμεσολάβησης, επιμόρφωση δικαστών κτλ) στα κράτη μέλη, στοχεύοντας να πιέσει όσα εμφανίζονται ως ‘κακοί μαθητές’ να προβούν σε μεταρρυθμίσεις, χωρίς να μπαίνει σε καμία συζήτηση για την ουσιαστική απομονή δικαιοσύνης. Το εισαγωγικό σχόλιο της Επιτρόπου Ρέντιγκ δεν αφήνει αμφιβολίες: ‘η έγκαιρη διαθεσιμότητα των αποφάσεων, η ανεξαρτησία, η οικονομική προσιτότητα και η ευκολία πρόσβασης (…) είναι κρίσιμα στοιχεία για να γίνει μια χώρα ελκυστική τοποθεσία για επιχειρήσεις και επενδύσεις’ (Πίνακας 2014). Όπως με την ‘καλή νομοθέτηση’ (βλ. Χλόη, Λεύγα),η ευρωπαϊκή ατζέντα της δικαιοσύνης σκοπό έχει να την ιδιωτικοποιήσει και να τη θέσει στην υπηρεσία των εταιριών. Ο Πίνακας, επιπλέον, δεν ασχολείται με ποινικές υποθέσεις αλλά μόνο με αστικές και εμπορικές, γιατί ‘έχουν σημασία για την επίλυση εμπορικών διαφορών’, και διοικητικές, γιατί έχουν ‘σημαντικό ρόλο στο επιχειρηματικό περιβάλλον, για παράδειγμα όσον αφορά τη χορήγηση αδειών ή σε φορολογικές διαφορές με τη διοίκηση’ (Πίνακας 2013).
Στην ίδια νότα, η Ανακοίνωση της Κομισιόν για τις μελλοντικές προτεραιότητες στον τομέα της δικαιοσύνης ως το 2020, ορίζει τρεις στρατηγικούς άξονες: αμοιβαία εμπιστοσύνη, κινητικότητα και ανάπτυξη. Ο Πίνακας ασχολείται και με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η οποία συζητήθηκε στην περίπτωση της Ουγγαρίας, και συνδέεται με την Ανακοίνωση για το κράτος δικαίου. Αλλά η ενασχόληση είναι τυπολογική, στην καλύτερη περίπτωση, με ανάλυση εθνικών νομοθεσιών αλλά όχι της πρακτικής, ενώ δε γίνεται αναφορά, π.χ. στον τρόπο διορισμού της ιεραρχίας των δικαστηρίων. Ο αποκλεισμός της ποινικής δικαιοσύνης αντιφάσκει επίσης με τη δηλωμένη βούληση της ΕΕ να καταπολεμήσει τη διαφθορά στα κράτη μέλη, για την οποία η Κομισιόν εξέδωσε πρόσφατα (άλλη μια) Ανακοίνωση (στην οποία ‘ξέχασε’ να περιλάβει τη διαφθορά μεταξύ εταιριών, αλλά και τη διασυνοριακή διαφθορά (βλ. Siemens).
Κι όλα αυτά, στο φόντο μιας ΕΕ όπου οι δημοκρατικές φανφάρες της Λισαβώνας ακυρώνονται στην πράξη : η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών (για την απαγόρευση της ιδιωτικοποίησης του νερού) απορρίφθηκε από την Κομισιόν, ενώ η ‘κίτρινη κάρτα’ των εθνικών κοινοβουλίων στην πρόταση της Κομισιόν για ίδρυση ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής βρέθηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Παράλληλα, η γενικευμένη προαγωγή του Ευρωκοινοβουλίου σε συννομοθέτη συνοδεύεται από έναν επίσης γενικευμένο θρίαμβο των μυστικών ανεπίσημων τριλόγων μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου, Συμβουλίου και Κομισιόν ως μεθόδου θέσπισης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Έτσι, δεν απομένει αμφιβολία ότι η συγκέντρωση εξουσιών εκ μέρους της ΕΕ σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου στοχεύει, όχι στην ενίσχυση, αλλά στην αποδυνάμωση της προστασίας τους και στη μετάλλαξη του όποιου περιεχομένου τους προς αντιδραστική κατεύθυνση. Η ΕΕ δημιουργεί τη δική της αυθαίρετη συνταγματική τάξη, με τάση αυτονόμησης από διεθνείς οργανισμούς και συστήματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχοντας ως τοποτηρητές όργανα που έχουν αποδείξει πολλαπλά την προσήλωσή τους στα συμφέροντα των λίγων και μετατρεπόμενη όλο και περισσότερο σε ουτοπία για τις εταιρίες και δυστοπία για τους πολίτες.
To κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 14ο τεύχος του περιοδικού “Λεύγα”
Αφήστε μια απάντηση