Έλληνες «τεμπέληδες, καφενόβιοι και αεριτζήδες»

focus_greeceΤα αρνητικά στερεότυπα των Γερμανών για την Ελλάδα έχουν ρίζες στο… Βυζάντιο.

Ύστερα από τα όσα έχει υποστεί η Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων, όλο και περισσότεροι διεθνείς αναλυτές ζητούν να αλλάξει η πολιτική για την Ελλάδα. Όμως αυτό δεν φαίνεται εύκολο και ένας από τους λόγους, κατά πολλούς, είναι τα αρνητικά για τη χώρα μας στερεότυπα που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και, κυρίως, στη Γερμανία.

Προφανώς αυτός δεν είναι ο μοναδικός – ίσως, ούτε καν ο σοβαρότερος – λόγος, αφού άλλοι λαοί της Ευρώπης δεν αντιμετωπίζουν μεν πρόβλημα… προκαταλήψεων, αλλά υφίστανται και εκείνοι το ίδιο με εμάς αδιέξοδο «μείγμα» της γερμανικής προτεσταντικής αντίληψης για την οικονομία και την πολιτική.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ελλάδα είναι θύμα αυτών των στερεοτύπων, στη δημιουργία των οποίων έχουν συμβάλει και Έλληνες πολιτικοί, με κορυφαίο το παράδειγμα του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος περιφερόταν ανά τη Γη και αποφαινόταν ότι η Ελλάδα είναι η πιο διεφθαρμένη χώρα.

Εξ αιτίας της ισχύος μάλιστα αυτών των στερεοτύπων – όπως προ ημερών μας πληροφόρησε η Deutsche Welle – μια ομάδα φοιτητών του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου της Ερφούρτης αναζήτησε τα κλισέ με τα οποία αναφέρονται στην Ελλάδα και τους Έλληνες, κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα γερμανικά ΜΜΕ. Οι ερευνητές αναζήτησαν και τον βαθμό ταύτισης των αναγνωστών με τα εν λόγω κλισέ, ενώ την προσπάθειά τους στήριξε το Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ στην Αθήνα.

Ο Κάι Χάφεζ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης, ο οποίος είχε την επιστημονική εποπτεία της έρευνας, επεσήμανε στην DW πως διαπιστώθηκε ότι «τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τείνουν συχνά να παρουσιάζουν την Ελλάδα και ιδίως τους Έλληνες με έναν ιδιαίτερα στερεοτυπικό τρόπο. Έγινε λόγος για “χρεοκοπημένους Έλληνες”, για “τεμπέληδες Έλληνες”, “φοροφυγάδες” που απομυζούν την Ε.Ε. και άλλα παρόμοια – και αυτό όχι μόνο σε λαϊκά μέσα, όπως η εφημερίδα «Bild», αλλά ακόμη και σε σοβαρές εφημερίδες, αν και σε μικρότερο βαθμό».

Στο μικροσκόπιο της έρευνας βρέθηκαν δύο εφημερίδες: η λαϊκιστική «Bild» και η σοβαρή «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (FAZ). Παρότι η «Bild» είναι αυτή που κατά κανόνα δίνει τα… ρέστα της, ακόμη και η σοβαρή και μετριοπαθής «FAZ» συχνά απέδωσε ορισμένα κακώς κείμενα στην Ελλάδα στη συλλογική «παρορμητικότητα» ή την «ξεροκεφαλιά» των Ελλήνων.

Όπως τους σκλάβους!

Η έρευνα του γερμανικού Πανεπιστημίου, πάντως, όσα και αν αποκαλύπτει για την αντίληψη που επικρατεί στη Γερμανία για την Ελλάδα και τους Έλληνες, ωχριά μπροστά στα όσα κατά καιρούς έχουν γραφτεί ακόμη και από Δυτικούς αξιωματούχους.

Συμπτωματικά, τις ημέρες που κυκλοφόρησε η είδηση για την εν λόγω έρευνα, έπεσε το μάτι μας σε ένα καταπληκτικό κείμενο του ιστορικού Θανάση Δ. Κωτσάκη, με τίτλο «Δυτικά αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες από τον Μεσαίωνα έως σήμερα», το οποίο δημοσιεύεται στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού «Λόγιος Ερμής». Σε κάποιο σημείο του άρθρου, ο Κωτσάκης σημειώνει:

«Ήδη από συστάσεως σχεδόν του γερμανικού κράτους, επί Bismarck (τέλη 19ου αι.), κάποιοι Έλληνες κατηγορούσαν τους Γερμανούς ότι στο πλαίσιο των γεωπολιτικών τους φιλοδοξιών επιθυμούσαν να διοικήσουν την Ελλάδα “ως επαρχία της Βαυαρίας”, υπό το δόγμα του “Deutschland über Αlles”.

Σημειώνεται επίσης ότι ο σφιχτός εναγκαλισμός μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προ και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου δεν ήταν άσχετος με τη συστηματική εξόντωση του μικρασιατικού Ελληνισμού από τους Νεοτούρκους, που έγινε κατόπιν σχεδιασμών και προτροπών Γερμανών αξιωματικών – συμβούλων τους, όπως π.χ. του Liman von Sanders πασά, που αποκαλούσε τους Μικρασιάτες Έλληνες “εχθρικά στοιχεία, εμπνεόμενα με έξωθεν επαναστατικάς ιδέας”, τα οποία θα έπρεπε να διωχθούν ανηλεώς.

Κατά δε τη χιτλερική περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι οι Έλληνες κατηγορούνταν ως “τεμπέληδες, καφενόβιοι και αεριτζήδες”, τους οποίους οι Γερμανοί έλεγαν ότι θα υποχρεώσουν να εργάζονται “όπως ξέρουν αυτοί να βάζουν τους σκλάβους να δουλεύουν”».

«Αμαρτωλοί» προς σωφρονισμό

Εν συνεχεία το κείμενο περνάει στα σημερινά στερεότυπα μέσω των οποίων οι Γερμανοί αναφέρονται στους Έλληνες:

«Σήμερα, 70 χρόνια μετά, το σκηνικό αυτό επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο, με μια άλλη όμως μορφή. Η στρατιωτική εισβολή του Τρίτου Ράιχ στην Ελλάδα έχει κατά κοινή ομολογία αντικατασταθεί από τη γερμανική οικονομική διείσδυση, που φθάνει σε βαθμό υπονόμευσης της εθνικής μας κυριαρχίας, στο πλαίσιο μίας οιονεί ανασύστασης του γνωστού από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 “ζωτικού χώρου” της Γερμανίας (“Lebensraum”).

Επίσης, δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, κυρίως ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες “παράσιτα”, “τεμπέληδες”, “απατεώνες”, “κλέφτες”, “ψεύτες”, “άχρηστους”, “αναξιόπιστους”, οι οποίοι θα πρέπει να τιμωρηθούν με σκληρά οικονομικά μέτρα ή και με την απώλεια τμήματος της εδαφικής τους επικράτειας (π.χ., κάποιων νησιών ή ακόμη και της ίδιας της Ακρόπολης!), κατά προτίμηση προς όφελος της Τουρκίας.

Παρόμοιου τύπου δημοσιεύματα έχουν εντοπιστεί και σε άλλες χώρες, όπως στη Δανία και σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, δευτερευόντως στην Αγγλία και σπανιότερα στη Γαλλία, πρωτίστως όμως ίσως στην Ολλανδία, όπου, πέραν των παραπάνω, οι Έλληνες έχουν παρουσιαστεί και ως “εφευρέτες” του ομοφυλοφιλικού σεξ. Συχνά δε Έλληνες μετανάστες που διαβιούν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο και τη Σκανδιναβία, αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις υβριστικές επιθέσεις μιας όχι ασήμαντης μερίδας των εκεί ιθαγενών πληθυσμών».
Είμαστε άραγε εμείς τα μόνα θύματα της δημιουργίας τέτοιων στερεοτύπων; Όχι, όπως σημειώνει ο νηφάλιος ιστορικός:

«Αυτού του είδους όμως η πολεμική δεν περιορίζεται μόνο έναντι των Ελλήνων, αν και ο λαός μας αποτελεί κατά το τελευταίο διάστημα την προμετωπίδα των λαών που αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, κυρίως από κύκλους του προτεσταντικού Βορρά. Λαοί κυρίως μεσογειακοί και καθολικοί, με όχι ιδιαίτερα μεγάλη έφεση στην οικονομική ανάπτυξη, αντιμετωπίζονται ως Ευρωπαίοι δεύτερης κατηγορίας, υφιστάμενοι αφενός τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αφετέρου δε τη χλεύη κάποιων βορείων εταίρων τους στην Ευρώπη, που τους έχουν αποδώσει χαρακτηρισμούς, όπως του “οκνηρού”, του “παρασίτου”, του “γουρουνιού” κ.ά., θεωρώντας παράλληλα ότι είναι “αμαρτωλοί”, που θα πρέπει να “σωφρονιστούν”».

Ο πρώτος αντιγερμανισμός

Η έκταση του άρθρου (πάνω από 3.000 λέξεις) προφανώς καθιστά απαγορευτική την πλήρη αναδημοσίευσή του. Ωστόσο επιλέξαμε μεγάλα αποσπάσματα από την αναφορά του στον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, και την εικόνα που αυτός αποτύπωσε για τους Βυζαντινούς.

Για να μπούμε στο κλίμα της εποχής, ο Κωτσάκης σημειώνει πως «με τη ρωμαϊκή κατάκτηση ο ελληνικός κόσμος ήλθε ουσιαστικά πρώτη φορά σε στενή επαφή με τον λατινικό, σε μια συνύπαρξη με πολλαπλές παραμέτρους. Πέρα όμως από την πολιτισμική ώσμωση μεταξύ των δύο πλευρών (αφενός τις επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού στον ρωμαϊκό και αφετέρου την πρόσληψη ρωμαϊκών πρακτικών και θεσμών από την Ανατολή μέσω της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), οι δύο κόσμοι ήλθαν και σε σύγκρουση ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα». Για την ακρίβεια:

◆ «Παρατηρήθηκαν μάλιστα ανταγωνισμοί και προστριβές σε εκκλησιαστικό επίπεδο μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης, που οδήγησαν στο σχίσμα μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων».

◆ «Οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής – Δύσης επιδεινώθηκαν μετά τη μεγάλη μετανάστευση, που έλαβε χώρα από τον 3ο έως τον 5ο αι. μ.Χ., όταν τα γερμανικά φύλα κατέκλυσαν τη δυτική Ευρώπη και κατέλυσαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, καταλαμβάνοντας τη Ρώμη (476 μ.Χ.)».

Όπως όμως σημειώνει το κείμενο, «παρά τις επιδρομές, τις λεηλασίες και τις καταστροφές και στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, τα γερμανικά φύλα δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν και εκεί. Επιφανή μέλη της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας συγκρότησαν το “Πανελλήνιον”, έναν φορέα με έντονο αντιγερμανικό προσανατολισμό, που είχε στόχο την εκδίωξή τους από την περιοχή, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε με τη λαϊκή εξέγερση του 400 μ.Χ. και την εξόντωση των Γότθων του πολεμάρχου Γαϊνά, που παρεπιδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη».

Όπως ήταν φυσικό, «έκτοτε η βυζαντινή αυτοκρατορία θα συνεχίσει να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τα γερμανικά φύλα και τις δυτικές ηγεμονίες, με αποκορύφωμα την ιδεολογική σύγκρουσή της με την αυτοκρατορία του Φράγκου ηγεμόνα Καρλομάγνου και των επιγόνων του, που διεκδικούσε για λογαριασμό της τον τίτλο της “ρωμαϊκής αυτοκρατορίας” (800 μ.Χ.). Θέλοντας μάλιστα να μονοπωλήσουν τον τίτλο αυτό, οι Δυτικοί ηγεμόνες αποκαλούσαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα απλώς “βασιλέα των Ελλήνων” και όχι “των Ρωμαίων”, και αυτός με τη σειρά του αποκαλούσε τον αυτοκράτορα της Δύσεως απλώς “ρήγα” και τους Φράγκους “γένος βαρβάρων”».

Επισκοπικό… υβρεολόγιο

Το πιο συγκλονιστικό μέρος του κειμένου αφορά ένα πραγματικά σπαρταριστό γεγονός, το οποίο άρχισε με ένα συνοικέσιο και κατέληξε σε έναν απίστευτο και χειμαρρώδη λίβελο. Ας δούμε πώς εκτυλίχθηκε η υπόθεση:

«Στο πλαίσιο των διπλωματικών επαφών μεταξύ των δύο πλευρών ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α’ (962-973), ιδρυτής της μετέπειτα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β’, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ.

Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο “De Legatione Constantinopolitana”».

Στο απίστευτο αυτό κείμενο «οι Έλληνες παρουσιάζονται ως: “επιπόλαιοι”, “ανόητοι”, “κόλακες”, “φιλάργυροι”, “δόλιοι”, “απατεώνες”, “αναξιόπιστοι”, “ψεύτες”, “προδότες” κ.ά., κάτι που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα κάποιων “συμπλεγμάτων κατωτερότητας” από τα οποία διακατέχονταν οι τότε Δυτικοί απέναντι στην ακμάζουσα ανατολική αυτοκρατορία».

Όμως ο Λιουτπράνδος δεν σταματά εκεί, αφού αυτός που τον εξόργισε ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς:

«Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαν τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς».

Και αν δεν χορτάσατε υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, ο επίσκοπος Κρεμώνας συνεχίζει: «Επίσης ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι: χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη”!

Όμως, η οργή του Λιουτπράνδου δεν μπορούσε ούτε τώρα να εκτονωθεί:

«Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον.

Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία στα ζώα».

Επιπλέον:

◆ Ο αυτοκράτορας «εξαπατά […] και δεν λέει σε κανέναν την αλήθεια. Έπραξε όμως όπως πράττουν πάντα οι Έλληνες!».
◆ «Των Αργείων η πίστη αβέβαιη: Λατίνε, πρόσεξε καλά. Μην τους πιστέψεις και μην ακούς τα λόγια τους. Για να κερδίσει το Άργος πόσο ψευδορκεί!».
◆ «Η ψεύδορκος Ελλάδα».
◆ «Των Δαναών τους δόλους και τούτους πάντες να κρίνετε από ένα και μόνο έγκλημα».
◆ «Πόσο είναι έτοιμοι οι Έλληνες να ορκιστούν στο κεφάλι κάποιου άλλου».
◆ «Ο τσιγκούνικος δείπνος τους αρχίζει και τελειώνει με μαρούλια, που κάποτε έκλειναν τους δείπνους των προγόνων τους».

Όποιος λοιπόν απορεί, κάθε φορά που διαβάζει έναν γερμανικό ή εν γένει βορειοευρωπαϊκό λίβελο εναντίον των Ελλήνων και της Ελλάδας, δεν έχει παρά να ανατρέχει στον… Λιουτπράνδο της Κρεμώνας. Το ότι πάντα υπάρχουν χειρότερα δεν χρειάζεται να το πούμε εμείς. Ούτε βεβαίως ότι αυτού του είδους τα στερεότυπα χάνονται στο βάθος των αιώνων…

Πηγή: ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ – “Ημεροδρόμος”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *