Για τα καθήκοντα μας ως κομμουνιστές

«Στα χρηματιστήρια του πλούτου, το 2011 αναμένεται επικερδής χρονιά… Υπάρχει όμως ανάγκη ιδεών που θα συνέχουν τους λαούς, διότι μια μεγάλη ιδέα γίνεται ακαταμάχητη υλική δύναμη. Με τη γενίκευση της λιτότητας και την επέκταση της ανεργίας, το σημερινό σύστημα αντιμετωπίζει την κοινωνία ως “λάφυρο”, όχι ως παραγωγική δύναμη, και βασίζεται στην αρπαγή και μεταφορά του πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω. Στο χέρι μας όμως είναι να αναπτύξουμε ψυχολογία αντίστασης εξεγειρόμενοι ενωμένοι απέναντι στην αδικία». («Ανάγκη ενότητας και αντίστασης», Αυγή 1/1/2011.)

Αυτά μοιάζουν περισσότερο με χριστιανικά κηρύγματα περί αγάπης και ενότητας παρά με ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα στηριγμένο σε μεταβατικά αιτήματα που να οργανώνουν και να κινητοποιούν την εργατική τάξη. Με τέτοιους όρους δεν μπορεί να υπάρξει θετική συμμετοχή της αριστεράς στο εργατικό κίνημα και τη διαμόρφωση των κοινωνικών εξελίξεων.

Στο κρίσιμο ζήτημα της συνένωσης του εργατικού κινήματος και του κινήματος των ανέργων μπορεί ν’ απαντήσει μόνο το μεταβατικό αίτημα για κινητή κλίμακα ωρών (“να δουλεύουμε λιγότερο, να δουλεύουμε όλοι χωρίς μείωση των αποδοχών”). Αλλά η αριστερά δεν θέλει να προβάλλει τέτοια αιτήματα.
Στο κρίσιμο ζήτημα των απαλλοτριώσεων των μονοπωλίων και των μέσων παραγωγής απαντά με υπεκφυγές ότι όλα θα γίνουν στην “λαϊκή εξουσία”. Αλλά η αξία αυτού του μεταβατικού αιτήματος αν γίνει με τον σωστό τρόπο μπορεί να κινητοποιήσει τις μάζες και να οδηγήσει στην αποφασιστική όξυνση της ταξικής πάλης. Όπως γράφει ο Τρότσκι:
«Έτσι, σε απάντηση στην παθιασμένη θρηνολογία των κύριων δημοκρατών για τη δικτατορία των «60 οικογενειών» στις Ενωμένες Πολιτείες ή των «200 οικογενειών» στη Γαλλία, αντιτάσσουμε τη διεκδίκηση της απαλλοτρίωσης αυτών των 60 ή 200 φεουδαρχών καπιταλιστών Υπερλόρδων.
»Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο διεκδικούμε την απαλλοτρίωση των μονοπωλιακών εταιριών της βιομηχανίας πολέμου, των σιδηροδρόμων, των πιο σημαντικών πηγών πρώτων υλών, κλπ.

»Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα αιτήματα και το σύνθημα της «εθνικοποίησης» των ρεφορμιστών χοντροκέφαλων βρίσκεται στα εξής: 1) Εμείς απορρίπτουμε την αποζημίωση. 2) Προειδοποιούμε τις μάζες ενάντια στους δημαγωγούς του Λαϊκού Μετώπου, που, ενώ μιλάνε με την άκρη των χειλιών τους για εθνικοποίηση, στην πραγματικότητα παραμένουν οι πράκτορες του κεφαλαίου. 3) Καλούμε τις μάζες να μην υπολογίζουν παρά μόνο στη δική τους επαναστατική δύναμη. 4) Συνδέουμε το ζήτημα της απαλλοτρίωσης με το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες και τους αγρότες». (Λ. Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».)

Έχει καμιά σχέση το μεταβατικό αίτημα της κρατικοποίησης των τραπεζών και των στρατηγικών μέσων παραγωγής με τα «αιτήματα και το σύνθημα της “εθνικοποίησης” των ρεφορμιστών χοντροκέφαλων» γενικά κι’ αφηρημένα, ή με την παντελή άρνηση της κρατικοποίησης πάνω στη σωστή ταξική βάση του εργατικού ελέγχου και του ζητήματος της κατάληψης της εξουσίας, σ’ αντίθεση με τους άλλους ρεφορμιστές χοντροκέφαλους του ΚΚΕ; Ποιος μπορεί, για παράδειγμα ν’ αγνοήσει την ακόλουθη τοποθέτηση του ζητήματος από τη μαρξιστική σκοπιά;

«Μονάχα η απαλλοτρίωση των ιδιωτικών τραπεζών και η συγκέντρωση ολόκληρου του πιστωτικού συστήματος στα χέρια του κράτους θα προμηθεύσουν το τελευταίο με τα πραγματικά αναγκαία μέσα, δηλαδή με τους υλικούς πόρους -και όχι μονάχα με χαρτιά και γραφειοκρατικά μέσα- για την οικονομική σχεδιοποίηση […] Όμως, ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ολόκληρη η οικονομία -πρώτα απ’ όλα η βαριά βιομηχανία και οι μεταφορές- που θα κατευθύνεται από ένα ενιαίο οικονομικό επιτελείο, θα υπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα των εργατών κι όλων των άλλων εργαζομένων. Οπωσδήποτε, η κρατικοποίηση των τραπεζών δεν θα δόση τα ευνοϊκά αυτά αποτελέσματα παρά αν η ίδια η κρατική εξουσία περάσει ολόκληρη από τα χέρια των εκμεταλλευτών στα χέρια των εργαζομένων». (Λ. Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».)
Ν’ αρνείσαι να βάζεις τέτοια μεταβατικά αιτήματα προς τον σοσιαλισμό είναι σαν ν’ αρνείσαι στην πράξη τον ίδιο τον σοσιαλισμό, να είσαι σοσιαλιστής στα λόγια και ν’ ακολουθείς την αστική ταξική πολιτική στην πράξη. Το γεγονός ότι καλείς σε “μέτωπο” πάλης με τον εαυτό σου για τη “λαϊκή εξουσία” δεν σε σώζει κι’ αργά ή γρήγορα η πολιτική αυτή θ’ αποκαλυφθεί στα μάτια της εργατικής τάξης και των ίδιων των μελών του κόμματος ακόμα και στην Κεντρική Επιτροπή που ενώ συνεχίζουν να πιστεύουν στον μαρξισμό – λενινισμό γρήγορα διαπιστώνουν ότι οι πραχτικές σου δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τη θεωρία ούτε με την ταχτική του επαναστατικού μαρξισμού και του Λένιν.

Σε σχέση με τις απεργίες και τη γενική απεργία για να μην είναι “τουφεκιές στον αέρα”, όπως είναι η συνηθισμένη έκφραση, η εργατική τάξη πρέπει να προχωρήσει στην ανεξάρτητη οργάνωση της, μέσα κι’ έξω από τ’ “αντιδραστικά συνδικάτα” (όσα δεν ανήκουν στο Κόμμα δηλαδή!) και να δημιουργήσει θεσμούς και όργανα που να επιτρέψουν τη διάρκεια και τη συνέχεια της πάλης της εργατικής τάξης.

«Σε συνδυασμό με κάθε απεργία και κάθε διαδήλωση, πρέπει να προπαγανδίζουμε την ιδέα της αναγκαιότητας της δημιουργίας εργατικών ομάδων αυτοάμυνας. Είναι ανάγκη να γράψουμε αυτό το σύνθημα στο πρόγραμμα της επαναστατικής πτέρυγας των συνδικάτων. […]

»Το νέο κύμα του μαζικού κινήματος πρέπει να χρησιμέψει όχι μόνο στο να αυξήσουμε τον αριθμό αυτών των μονάδων, αλλά και για να τις ενώσουμε, κατά συνοικίες, κατά πόλεις, κατά περιοχές. Είναι ανάγκη να δώσουμε οργανωμένη έκφραση στο δίκαιο μίσος των εργατών ενάντια στους απεργοσπάστες και τις συμμορίες των γκάγκστερ και των φασιστών. Είναι ανάγκη να προωθήσουμε το σύνθημα της εργατικής πολιτοφυλακής, σαν τη μόνη σοβαρή εγγύηση για το απαραβίαστο των εργατικών οργανώσεων, των εργατικών συγκεντρώσεων και του εργατικού Τύπου». (Λ. Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».)

Χωρίς αυτούς και παρόμοιους θεσμούς και όργανα της εργατικής εξουσίας, η συνέχεια, η διάρκεια και το μέγεθος της πάλης του εργατικού κινήματος θα είναι απογοητευτικά. Δεν θα πρέπει να μας κάνει εντύπωση τότε η πτώση της μαζικότητας από την 5η Μάη στην 15η Δεκέμβρη του 2010. αυτή η πτώση θα έχει τα αντικειμενικά και υλικά της αίτια όχι μόνο στη συστηματική διαβρωτική και εκφυλιστική πολιτική των ρεφορμιστών αλλά και στην έλλειψη δουλειάς από μέρους της επαναστατικής αριστεράς στα σωματεία, τις ομοσπονδίες, τους χώρους εργασίας και τις ίδιες τις γειτονιές.

Χωρίς ν’ απορρίπτουμε καθόλου τις πολιτικές συμπράξεις και συμμαχίες με τα εργατικά κόμματα, χωρίς ν’ αρνούμαστε καθόλου τη συστηματική δουλειά σε όλα χωρίς εξαίρεση τα σωματεία και τις εργατικές ενώσεις όπως το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΚΕ και η ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, χωρίς ν’ αρνούμαστε καθόλου τη δουλειά που πρέπει να γίνει στην εργατική βάση των αριστερών κομμάτων, ταυτόχρονα πρέπει να προειδοποιούμε για τις αντιφάσεις και τον συντηρητισμό των ηγεσιών που στην κρίσιμη στιγμή δεν έχουν άλλη στρατηγική γραμμή παρά να προδώσουν τους εργατικούς αγώνες. Δεν έχουμε επομένως αυταπάτες.

Αλλά είναι θεμελιώδες για τους μαρξιστές επαναστάτες να προτάσσουν όλα εκείνα τα μεταβατικά μέτρα που μπορούν να οργανώσουν και να εκπαιδεύσουν την εργατική τάξη, όπως η αποχώρηση από την ΕΕ-ΝΑΤΟ-ευρωζώνη και η κινητή κλίμακα ωρών. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν από την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της, αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι μεταβατικά αιτήματα: Ενώ είναι προς όφελος των εργαζομένων δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο από μια Δημοκρατική Κυβέρνηση των Εργαζομένων. Όπως έγραφε ο Τρότσκι:

«Είναι πιο εύκολο να ανατραπεί ο καπιταλισμός παρά να επιβληθεί πραγματικά η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Καμιά από τις διεκδικήσεις μας δεν θα πραγματωθεί μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, γι’ αυτό και τις αποκαλούμε μεταβατικές διεκδικήσεις: Αυτές εγκαθιστούν μια γέφυρα που μας επιτρέπει να κερδίσουμε τους εργάτες, και μια πραγματική γέφυρα για να πάμε στη Σοσιαλιστική Επανάσταση. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε το πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα: Το πρόβλημα της διάσπασης των εργατών σε εργαζόμενους και άνεργους, λόγου χάρη, τίθεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια. Πρέπει να βρούμε τα μέσα να ξεπεράσουμε αυτή τη διάσπαση. Η ιδέα μιας ξεχωριστής τάξης, της τάξης των ανέργων, που αποτελείται από καινούριους παρίες, είναι μια ιδέα που αποτελεί μέρος της ψυχολογικής προετοιμασίας για το φασισμό. Αν η εργατική τάξη δεν καταφέρει να ξεπεράσει αυτή τη διάσπαση, προπαντός στο συνδικαλιστικό επίπεδο, ο φασισμός θα έχει κάνει τη δουλειά του». (Λ. Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».)

Ειδικά σήμερα τα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος, και του ενδιάμεσου προγράμματος που έχουμε αναπτύξει, πρέπει να μελετηθούν με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα απ’ όλους τους κομμουνιστές ανεξάρτητα από την κομματική τους τοποθέτηση. Η ταχτική πρέπει ν’ αναπτυχθεί πάνω στη βάση αυτών των μεταβατικών αιτημάτων κι’ αυτά μπορούν ν’ αποτελέσουν ακριβώς τη “λυδία λίθο” με την οποία μπορεί να διαχωριστεί το σωστό από το λάθος, ν’ απαντηθούν όλα τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί των κομμουνιστών και να συγκεκριμενοποιηθούν η πάλη και οι διεκδικήσεις.








Ο μαρξισμός μας έχει διδάξει ότι πίσω από τις πολιτικές μορφές πρέπει ν’ αναζητούμε τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες κι’ αυτές σήμερα είναι η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού που προκαλεί την ανεργία, την ανασφάλεια της δουλειάς για μεγάλες μάζες των εργαζόμενων, την όξυνση της εργοδοτικής ασυδοσίας και της απολυταρχίας από τη μεριά του κράτους. Απέναντι σ’ αυτά πρέπει να έχουμε ένα μεταβατικό πρόγραμμα, έναν χάρτη που να μας δείχνει πώς να οργανωθεί η εργατική τάξη και με ποιον τρόπο η σημερινή κατάσταση μπορεί ν’ αλλάξει.





«Επαναλαμβάνω εδώ εκείνο που είπα για το Μεταβατικό Πρόγραμμα στο σύνολό του. Το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, δεν είναι η κατάσταση πνευμάτων των μαζών, αλλά η αντικειμενική κατάσταση, και το δικό μας καθήκον είναι να φέρουμε τις καθυστερημένες αυτές μάζες αντιμέτωπες με τα καθήκοντα που καθορίζονται από την αντικειμενική κατάσταση, κι όχι από ψυχολογικούς υπολογισμούς. Η ίδια παρατήρηση επιβάλλεται και από αφορμή το ζήτημα για το Εργατικό Κόμμα. Για να μη συντριβεί η μαχητικότητα της τάξης, για να μην κυριέψει τις μάζες η αποθάρρυνση, το κίνημα πρέπει να ακολουθήσει μια νέα πορεία. Η πορεία αυτή πρέπει να είναι πολιτική. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα που πρέπει να προωθήσουμε πάνω στο ζήτημα του Εργατικού Κόμματος.

»Επικαλούμαστε το μαρξισμό, τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα τι σημαίνει επιστημονικός σοσιαλισμός;

»Αυτό θέλει ακριβώς να πει πως το κόμμα που τον επικαλείται δεν ξεκινάει, όταν θεμελιώνει την πολιτική του, από υποκειμενικές ευχές, από επιμέρους τάσεις, από την κατάσταση πνευμάτων, αλλά από τα ίδια τα αντικειμενικά γεγονότα, από την υλική κατάσταση των διαφόρων τάξεων, κι από τη σχέση τους, όπως το κάνει κανείς στις διάφορες επιστήμες, στηρίζεται στα γεγονότα. Μονάχα μ’ αυτή τη μέθοδο θα μπορέσουμε να καταστρώσουμε διεκδικήσεις που να ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση. Μονάχα κατόπιν θα προσαρμόσουμε αυτές τις διεκδικήσεις, αυτά τα συνθήματα, στον τρόπο σκέψης των μαζών. Να υπολογίζαμε αυτόν τον τρόπο σκέψης σαν το βασικό γεγονός, αυτό δεν θα ανταποκρινόταν σε μιαν επιστημονική πολιτική, αλλά σε μια συγκυριακή, δημαγωγική ή τυχοδιωκτική πολιτική». (Λ. Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».)

Το πιο θεμελιώδες είναι “το κίνημα πρέπει να ακολουθήσει μια νέα πορεία. Η πορεία αυτή πρέπει να είναι πολιτική. Οι συνδικαλιστικοί αγώνες πρέπει να έχουν μια πολιτική κατεύθυνση κι’ αυτό σημαίνει ότι πρέπει να στοχεύουν στην ανατροπή της οικονομικής πολιτικής με πολιτικά μέσα, δηλαδή με μια νέα κυβέρνηση της εργατικής εξουσίας, τη Δημοκρατική Κυβέρνηση των Εργαζομένων. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλη εναλλακτική λύση στο ζήτημα αυτό.

Οι μαρξιστές δεν ξεκινάνε από τη μεταφυσική και τον υποκειμενισμό σχετικά με τη “ψυχολογία της αντίστασης” όπως το κάνει η Αυγή και ο Ριζοσπάστης αλλά «από την κατάσταση πνευμάτων, αλλά από τα ίδια τα αντικειμενικά γεγονότα, από την υλική κατάσταση των διαφόρων τάξεων». Το Είναι θα καθορίσει τη Συνείδηση. Δεν θα την καθορίσει μηχανιστικά, απευθείας και σε σχέση ένα-προς-ένα αλλά με διαλεχτικό τρόπο και σε τελευταία ανάλυση δεν μπορεί παρά να την καθορίσει. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα κατορθώσουμε να «καταστρώσουμε διεκδικήσεις που να ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση», αλλά επίσης, κι’ αυτό είναι βασικό να «προσαρμόσουμε αυτές τις διεκδικήσεις, αυτά τα συνθήματα, στον τρόπο σκέψης των μαζών». Αυτό ακριβώς κάνει το Μεταβατικό Πρόγραμμα και το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα για μια Δημοκρατική Κυβέρνηση των Εργαζομένων.

Η αναγκαιότητα του Ενιαίου Μετώπου και της ανεξάρτητης οργάνωσης της εργατικής τάξης είναι τα πραγματικά, ζωτικά καθήκοντα που έχουν σήμερα μπροστά τους όλα τα κόμματα κι’ οι οργανώσεις της αριστεράς, αλλά πάνω απ’ όλα προέχει να πούμε στις μάζες: Φτιάξτε το κόμμα σας!

«Στην ίδια τη Μιννεάπολη, δεν μπορούμε να προτείνουμε στα συνδικάτα να γίνουν μέλη της οργάνωσής μας, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Αυτό θα ήταν αστείο, ακόμα και στη Μιννεάπολη. Γιατί; Γιατί η παρακμή του καπιταλισμού προχωράει δέκα φορές, εκατό φορές πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύει το Κόμμα μας. Αυτό είναι μια νέα διαστρέβλωση. Η αναγκαιότητα για ένα πολιτικό κόμμα που θα είναι το κόμμα των εργατών, υπάρχει μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά το δικό μας κόμμα είναι πολύ μικρό, έχει πολύ μικρό κύρος για να οργανώσει τους εργαζόμενους στις γραμμές του. Γι’ αυτό πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους, στις μάζες: φτιάξτε το κόμμα σας. Δεν μπορούμε όμως να απευθυνθούμε άμεσα στις μάζες, καλώντας τις να γίνουν μέλη του Κόμματός μας.

»Αν μια συγκέντρωση 500 ατόμων εκδηλώσει τη συμφωνία της πάνω στη σκέψη πως είναι αναγκαίο ένα Εργατικό Κόμμα, τα 5 ίσως άτομα θα είναι έτοιμα να γίνουν μέλη του Κόμματός μας. Πράγμα που δείχνει πως το σύνθημα για το Εργατικό Κόμμα είναι ένα σύνθημα αγκιτάτσιας. Το δεύτερο σύνθημα –γίνετε μέλη στο Κόμμα μας– είναι για τα πιο προχωρημένα στοιχεία.

»Μήπως, όμως, πρέπει να προωθούμε μόνο το ένα από αυτά τα συνθήματα; Αντίθετα, πρέπει να τα προωθούμε και τα δυο. Το πρώτο, “για ένα ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα”, προετοιμάζει το έδαφος για το δικό μας Κόμμα. Το δεύτερο σύνθημα προετοιμάζει τους εργάτες, τους βοηθάει να προχωρήσουν, κι ανοίγει το δρόμο για το Κόμμα μας». (Λ. Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».)

Το σύνθημα “για ένα ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα” δεν είναι σήμερα σεχταριστικό ή λικβινταριστικό. Δεν λέμε στους εργαζόμενους “ελάτε στο δικό μας κόμμα” ή στη δική μας οργάνωση. Αντίθετα λέμε: Οργανώστε τις δικές σας επιτροπές, τα δικά σας συμβούλια, τα δικά σας δημοκρατικά όργανα, φροντίστε να εξασφαλίσετε τη συνέχεια και τη διάρκεια των αγώνων σας πάνω απ’ όλα.

Οι εργαζόμενοι θα συνειδητοποιήσουν γρήγορα ότι αυτά τα δημοκρατικά όργανα θα πρέπει να συγκλίνουν σε δημοκρατικά συμβούλια και δημοκρατικές συνελεύσεις που θα πρέπει ν’ αποκτήσουν οργανωτική μορφή ακριβώς για διασφαλισθεί η συνέχεια των αγώνων και η παραπέρα επέκταση και η ποιοτική και ποσοτική τους άνοδος. Αυτό δεν μπορεί παρά να τους οδηγήσει να κατανοήσουν τη σημασία και τον ρόλο του Εργατικού Κόμματος.


Το επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα, “το δικό μας κόμμα” όπως έλεγε ο Τρότσκι, παραμένει ένα ζητούμενο. Μια οργάνωση με μερικές εκατοντάδες μέλη δεν μπορεί να είναι το επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα. Αυτό πρέπει να διαμορφωθεί στην πράξη, πάνω στη βάση του κοινού προγράμματος, και θα προκύψει παράλληλα με το αίτημα του “Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος”. Εφόσον «το δικό μας κόμμα είναι πολύ μικρό, έχει πολύ μικρό κύρος για να οργανώσει τους εργαζόμενους στις γραμμές του, γι’ αυτό πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους, στις μάζες: φτιάξτε το κόμμα σας».

Ο συνδυασμός των αιτημάτων και του προγράμματος είναι θεμελιώδης σ’ αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, πολλοί εργαζόμενοι της ΠΑΣΚΕ είναι ώριμοι για ένα τέτοιο αίτημα αλλά δεν εμπιστεύονται το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ ή άλλα κόμματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που σωστά τα κατηγορούν. Σ’ αυτούς τους εργαζόμενους και σ’ όσους είναι απογοητευμένοι από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ το αίτημα του νέου Εργατικού Κόμματος δεν μπορεί παρά να βρει γόνιμο έδαφος.

Η δουλειά στα σωματεία, στο ΠΑΜΕ, στην ΠΑΣΚΕ, στη ΓΣΕΕ μπορεί να καταλήξει σε παρόμοια αποτελέσματα. Αν το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ αρνηθούν ν’ ακολουθήσουν το μεταβατικό πρόγραμμα τότε πρέπει να καταγγελθούν ανοιχτά στην εργατική τάξη κι’ όταν αυτή η καταγγελία γίνει από ένα Εργατικό Κόμμα, ανεξάρτητο και δημοκρατικό στη λειτουργία του, με σαφές επαναστατικό πρόγραμμα, δεν μπορεί παρά να συγκινήσει και να τραβήξει την προσοχή των μαζών.

Αναδημοσίευση από theorystudies.blogspot.com

0 απαντήσεις στο “Για τα καθήκοντα μας ως κομμουνιστές”

  1. Μάλλον πρέπει το σχετικό post ναμεταβιβαστεί σ' όλα τα αντικαπιταλιστικά blogs μήπως και η βάση μεταβιβάσει στις ηγεσίες των κομμάτων την απαίτηση να μεταβιβάσουν στον Σύριζα και λοιπούς ενωτικούς τόπους της αριστεράς, να μεταβιβάσουν στα συνδικάτα τα κινήματα και τους σχετικούς φορείς τις μεταβατικές προτάσεις για αυτόνιμη κομματική οργάνωση ωστε να παρακάμψουμε το πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων που η επιστημονική ανάλυση της συγκεκριμμένης κατάστασης θέτει. Να μεταβιβαστεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *