Με τους μουσικούς του «Ρεμπετοκαφενέ του Αιγάλεω»

Είναι οι τρεις μουσικοί που κάθε Δευτέρα βράδυ, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, και κάθε Κυριακή –συχνά και Σάββατο- απόγευμα μέχρι τη νύχτα, τους άλλους μήνες, κατορθώνουν αυτό που είναι ζητούμενο για όποιον επιζητά την αυθεντική διασκέδαση: να ενώνουν τον κόσμο που βρίσκεται εκεί, απολαμβάνοντας τα τραγούδια τους σε μια παρέα. καφενειο 3

 
Ο «Ρεμπετοκαφενές του Αιγάλεω», ένα παλιό λαϊκό καφενείο που λειτουργεί για παραπάνω από μισό αιώνα, ήταν και παραμένει ένας χώρος της γειτονιάς. Μιας γειτονιάς ανέκαθεν εργατικής από άποψη κοινωνικής σύνθεσης, με κυρίαρχο το προσφυγικό στοιχείο, ακριβώς πάνω από το ποτάμι, τον Κηφισό, δυτικά της Ιεράς Οδού.

 
Ζαχαροπλαστείο το ήθελαν αρχικά οι γονείς του Γιώργου Γουμενάκη, αλλά πολύ σύντομα μετατράπηκε σε καφενείο. Όπως πολύ μα πολύ αργότερα, το 2008, έμελλε να πάρει τα σημερινά του χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως και πάλι σχεδιασμού και αρχικών προθέσεων.

 
Όλα ξεκίνησαν από την τυχαία γνωριμία δύο νεαρών μουσικών. Μπουζουκτσής ο Τάσος Κακλαμάνης, κιθαρίστας ο Γιώργος Μιχελινάκης, είχαν γνωριστεί στο «Σπιτικό της Βάσως» στην Ανθούπολη, όταν την παραμονή των Χριστουγέννων του 2007 χρειάστηκε έκτακτος κιθαρίστας λόγω απουσίας του σταθερού οργανοπαίκτη.

 
«Ήταν σαν να παίζαμε μαζί δέκα χρόνια», λέει ο Τάσος για εκείνη τη νύχτα. Και κολλήσανε και έγιναν φίλοι. Έτυχε να είναι και γείτονες, καθώς έμεναν εκεί κοντά στο καφενείο. Και μια μέρα βρέθηκαν να παίζουν και να τραγουδάνε σ’ αυτό, έτσι, για την παρέα. Αυτό ήταν!

 
Μια σταλιά τότε το μαγαζί, μόλις 15 τετραγωνικά «ωφέλιμος χώρος», αξιοποιούνταν και το πεζοδρόμιο απέξω, και οι μόνιμοι θαμώνες κατέκλυζαν τον χώρο κάθε Σάββατο και Κυριακή μεσημέρι για ν’ ακούσουν ρεμπέτικα τραγούδια. Και να τσιμπήσουν και κάνα μεζέ: κρέας ψητό στη λαμαρίνα και στο φούρνο. Σύντομα προστέθηκε και πατατοσαλάτα, καθώς ο Γιώργος γνώρισε την Ειρήνη, πελάτισσα στο μαγαζί, γοητευμένη από τον κιθαρίστα και την κιθάρα του, τον ζήτησε από τον καφετζή και αρραβωνιάστηκαν! Και η Ειρήνη έφτιαχνε –και φτιάχνει- πολύ καλή πατατοσαλάτα!

 
Και η αμοιβή στα τρία: ένα μερίδιο ο Γιώργος που έχει το μαγαζί κι από ένα οι δύο μουσικοί.
«Έτσι κάνει τις δουλειές του», λέει ο Τάσος. «Αφού μια φορά, κάποια παρέα έκανε λογαριασμό 80 ευρώ. Ο Γουμενάκης τους χρέωσε 40. Γιατί ήταν οικοδόμοι… Από τέτοια, άλλο τίποτα!»καφενειο 1

 
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι εκείνη την πρώτη χρονιά προστέθηκε στην παρέα και η Μάρα, με την καταπληκτική φωνή. Μεγαρίτισσα, γεννημένη στα Κάτω Πατήσια, όπου εξακολουθεί να ζει μέχρι σήμερα.

 
«Μια που ξεκίνησα να μιλάω, μια και να τραγουδάω. Δύο χρονών με γράψανε σε κασέτα», αφηγείται η ίδια. «Μια στρογγυλή χτένα την είχα για μικρόφωνο». Τα πρώτα ακούσματα ρεμπέτικων τραγουδιών στο σπίτι, όπου ο πατέρας της είχε τον δίσκο «Σαράντα χρόνια ρεμπέτικο».

 
«Μου έκανε κάτι το ιδιαίτερο ο ήχος του μπουζουκιού, σ’ όποιο τραγούδι κι αν το άκουγα». Στο σχολείο θα τραγουδήσει σε εκδήλωση το «Μινόρε της αυγής», με τη συνοδεία της κιθάρας του συμμαθητή της, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη!

 
Από τα δεκατέσσερά της μέχρι τα είκοσι δύο, η Μάρα Καλοζούμη συμμετείχε σε συγκρότημα παραδοσιακών χορών, ενώ ταυτόχρονα, τελειώνοντας το Λύκειο, σπούδασε αρχαιολογία και μέχρι τώρα εργάζεται στη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού. «Κατ’ επιλογήν», καθώς και το διδακτορικό της είχε ως θέμα τη λαογραφία. Μόνο που το διδακτορικό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, επειδή είχε αρχίσει πια να δουλεύει και ο χρόνος ήταν περιορισμένος.

 
Ούτε που το κατάλαβε πώς ανέβηκε σε πάλκο. «Περισσότερο από συμπτώσεις και όχι από επιδίωξη», βρέθηκε στα είκοσι τρία της να τραγουδάει σε ρεμπετάδικο στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τα Μέγαρα.

 
Υπήρχε ένα μεζεδοπωλείο στο Μεγάλο Πεύκο με καλό κρασί και τζουκ μποξ, το οποίο είχε ρεμπέτικα τραγούδια. Ένα κατοστάρικο μεταλλικό για κάθε τραγούδι και η Μάρα με εκατό δραχμές έβαζε, κάθε που πήγαινε εκεί, το «Πέντε Έλληνες στον Άδη» και με ένα ακόμη κατοστάρικο το «Γεννήθηκα για να πονώ».

 
Ένα βράδυ στο μαγαζί βρισκόταν η παρέα της και μια άλλη παρέα Μεγαριτών με όργανα. Έπαιζαν και τραγουδούσαν, και φυσικά τραγουδούσε και η Μάρα. Αυτοί με τα όργανα είχαν το μαγαζί στα Μέγαρα και όταν το επόμενο Σάββατο πήγε ως πελάτισσα, επί δύο βράδια τραγουδούσε σμυρνέικα. Οι ιδοκτήτες-οργανοπαίκτες της ζήτησαν να συνεργαστεί μαζί τους ως τραγουδίστρια: «μας ταιριάζει η χροιά της φωνής σου».

 
«Στην πρόβα ήπια τρία ποτήρια ουίσκι», αλλά από τότε, το 1996, δεν εγκατέλειψε το τραγούδι σε μαγαζιά: «δεν έχω βαρεθεί ακόμη», λέει και τίποτε δεν δείχνει πως ενδέχεται να βαρεθεί.

 
Και στον «Ρεμπετοκαφενέ του Αιγάλεω» ως πελάτισσα πήγε. Τραγουδούσε τότε σε ένα μαγαζί απέναντι από το Πολυτεχνείο. Εκεί τη βρήκαν τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Πήγε στο Αιγάλεω μετά από πρόταση φίλου της, για να δει ένα απλό λαϊκό καφενείο όπου δυο παιδιά έπαιζαν μπουζούκι και κιθάρα και τραγουδούσαν.

 
«Κόλλησε» εκεί, γνωρίστηκε με τους δύο καλλιτέχνες, με τον καφετζή, με τους άλλους πελάτες. Τότε συνήθιζαν να κάνουν αφιερώματα σε κάποιον συνθέτη. Κι όταν προγραμμάτισαν να παίξουν τα μάμπο του Χιώτη, ζήτησαν από τη Μάρα να τα τραγουδήσει. Η αμοιβή της ήταν ένας δίσκος γραμμοφώνου, με τραγούδι του Χιώτη. Και η εξέλιξη αναμενόμενη.

 
Η Μάρα συμπλήρωσε την τριάδα και όλοι μαζί έγιναν μια παρέα με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Γιατί οι τρεις καλλιτέχνες του «Ρεμπετοκαφενέ» δεν συνεργάζονται μόνο στη μουσική, εκείνες τις ώρες που εμφανίζονται στο μαγαζί. Επί χρόνια τώρα είναι και στενοί φίλοι, που μοιράζονται χαρές και λύπες. καφενειο 7

 
Ο Τάσος Κακλαμάνης, γεννημένος στο Αιγάλεω, αγάπησε επίσης από πολύ μικρός το ρεμπέτικο και το παραδοσιακό τραγούδι. Μικρασιάτης ο παππούς, από τη Λιβαδειά η γιαγιά, και τα «τραπέζια» στο σπίτι μετατρέπονταν σε γλέντια, με τον πατέρα, που είχε τέσσερις κασέτες με ρεμπέτικα, να χορεύει το «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά».

 
«Άκουγα πολύ ραδιόφωνο», λέει ο Τάσος «και έγραφα κασέτες. Ροκ, μπλουζ, κάντρι, ρεμπέτικα».

 
Αργότερα άρχισε να συχνάζει σε ρεμπετάδικα και τότε έγινε έντονη η επιθυμία να μάθει μπουζούκι: «Εγώ θέλω να πάρω τη θέση αυτών. Θέλω να παίξω μπουζούκι!”

 
Και πού να βρει όργανο; Βρήκε, τελικά, όχι μόνο μπουζούκι αλλά και δάσκαλο, μέσω ενός συμμαθητή του, γιου του Ρεμούνδου, που τον έφερε σε επαφή με έναν από τους μαθητές του Δερβενιώτη, τον Βαγγέλη από το Χαϊδάρι. Το πρώτο τραγούδι που έμαθε να παίζει ήταν «Η άμαξα μεσ’ στη βροχή». «Ίσως γι’ αυτό μου αρέσει τόσο πολύ ο Απόστολος Χατζηχρήστος». Έτσ,ι βρέθηκε να παίζει μαζί με τον κιθαρίστα Παναγιώτη Φιλόπουλο, «για πάρτη μας».

 
Το πρώτο μαγαζί όπου έπαιξε ήταν ένα «τεκεδοκαφέ», όπως το χαρακτηρίζει, στον Κορυδαλλό. «Μπουζούκι, μπαγλαμάς και πενήντα τραγούδια όλα κι όλα στο ρεπερτόριο. Όλα ρεμπέτικα κι απ’ αυτά τα σαράντα χασικλίδικα. Τελείωναν τα πενήντα τραγούδια και πάλι απ’ την αρχή».

 
Ο Τάσος σπούδασε χημικός μηχανικός, δουλεύει ως υπάλληλος σε πολυεθνική εταιρία και είναι παντρεμένος με τη Βαγγελιώ, την κοπέλα που δούλευε ως σερβιτόρα σε μαγαζί όπου αυτός έπαιζε μπουζούκι. Την κάλεσε ένα βράδυ να ανεβεί στο πάλκο και της έδωσε ένα δαχτυλίδι, παίζοντας το «Πάρε το δαχτυλίδι μου που γράφει τ’ όνομά μου και πίστεψε πως σ’ αγαπώ με όλη την καρδιά μου». καφενειο 6

 
Ο Γιώργος Μιχελινάκης, με καταγωγή από την Κρήτη και τη Μικρά Ασία, έχει γεννηθεί στον Κολωνό. Μικρός, καμιά σχέση με τα ρεμπέτικα. Ροκάς ήταν και από τα έντεκά του άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας.

 

 

Αργότερα είχε την τύχη να γνωριστεί με έναν Ελληνοαμερικανό τζαζίστα και επί δύο χρόνια μαθήτευσε κοντά του. Έτσι, έπαιζε τζαζ και μπλουζ, ενώ αγάπησε ιδιαίτερα τον Τζίμι Χέντριξ, τον B.B. King, τον Έρικ Κλάπτον, που παραμένει ακόμη ο ιδιαίτερα αγαπημένος του καλλιτέχνης.

 
Άρχισε να παίζει σε κλαμπάκια, μπαλάντες, μπλουζ και ελληνικό ροκ, Παύλο Σιδηρόπουλο κ.ά, στον «Τρυποκάρυδο» στο Αιγάλεω και σε άλλα μαγαζιά της γύρω περιοχής. Κι εκεί που έπαιζε αυτά που μέχρι τότε συνήθιζε και αγαπούσε, συμπλήρωνε και με μερικά ρεμπέτικα «για να γεμίσει το πρόγραμμα».

 
Έτσι έγινε η μεγάλη στροφή και βρέθηκε να παίζει σε μαγαζιά όπου ακούγονταν μόνο ρεμπέτικα και παραδοσιακά λαϊκά τραγούδια. Έπαιξε με τον Τόλη Χάρμα στο Μεταξουργείο, στη «Ρεμπέτικη Ιστορία» στην Ιπποκράτους κ.λπ. Ήδη είχε πουλήσει και την ηλεκτρική κιθάρα…

 
Έχοντας βαρεθεί τα μαγαζιά, σταμάτησε να παίζει για μερικά χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μέχρι που κάποιος φίλος τού ζήτησε να καλύψει για ένα βράδυ το κενό της απουσίας του κιθαρίστα, στο μαγαζί στην Ανθούπολη. Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων του 2007, που γνωρίστηκε με τον Τάσο.καφενειο 4

 
Ρωτήσαμε για το πώς οι ίδιοι βιώνουν αυτό που συμβαίνει στον «Ρεμπετοκαφενέ». Οι απαντήσεις τους μπορούν να συνοψιστούν σε μια φράση: Πρόκειται για μια αυθεντική άμεση σχέση του ιδιοκτήτη με τους καλλιτέχνες, των καλλιτεχνών μεταξύ τους, όλων μαζί με τον κόσμο που πηγαίνει εκεί και αυτού του κόσμου μεταξύ του.

 
Πώς θα γινόταν αλλιώς, όταν μέχρι πριν δύο χρόνια, σ’ εκείνα τα δεκαπέντε τετραγωνικά, μουσικοί και θαμώνες γίνονταν μια παρέα! Κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει και τώρα, που ο χώρος επεκτάθηκε καλύπτοντας περί τα εξήντα τετραγωνικά. Όπως λέει η Μάρα, «με το που θα έρθω, κάθε φορά, πρέπει για κάμποση ώρα να χαιρετίσω σχεδόν όλον τον κόσμο, με τον οποίο πλέον γνωριζόμαστε. Αυτό που γίνεται είναι εξαιρετικό. Δεν έρχονται γιατί θα βρουν μεγάλα ονόματα ούτε για το πολύ ξεχωριστό φαγητό ούτε για το εξεζητημένο σέρβις. Περισσότερο για την κοινωνική σχέση είναι που έρχονται».

 
Και οι τρεις συμφωνούν ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που πηγαίνουν στο μαγαζί αποτελείται από ανθρώπους λαϊκούς, που εκτιμούν αυτό που συμβαίνει. «Έχουν έρθει και κάμποσοι «δήθεν», κατά καιρούς», υπενθυμίζει η Μάρα, «αλλά δεν τους σηκώνει το κλίμα και δεν ξανάρχονται».

 
Και από ηλικίες; Όλο το φάσμα! Από τη μόλις τριάμισι χρόνων Μαρία, που καθισμένη στα γόνατα της Μάρας τραγουδάει «Μ’ έκανες παιδί του δρόμου» και «Μαζί σου ξεμυαλίστηκα», μέχρι τον κυρ-Βασίλη, κάπου κοντά στα ογδόντα, που τραγουδάει και χορεύει χασάπικο. καφενειο 5

 
Ως σχήμα δεμένο από χρόνια πια, η Μάρα, ο Γιώργος και ο Τάσος έχουν προσκληθεί να παίξουν σε μουσικές εκδηλώσεις σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό και έχουν συμμετάσχει σε διάφορες εκδηλώσεις στήριξης συνδικαλιστικών αγώνων, κοινωνικής αλληλεγγύης κ.ά. Θα πάρουν μέρος και στη μεγάλη εκδήλωση που οργανώνουν οι εργαζόμενοι του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου, για να μην κλείσει το νοσοκομείο και να μπει φραγμός στη διάλυση της δημόσιας υγείας.

 
Ο «Ρεμπετοκαφενές του Αιγάλεω» συμμετείχε ακόμη και στις κινητοποιήσεις στην πλατεία Συντάγματος με δικό του πανό, ενώ σε έναν τοίχο υπάρχει η απόδειξη των 903 ευρώ που μαζεύτηκαν ένα βράδυ αφιερωμένο στην πολύμηνη απεργία των χαλυβουργών και δόθηκαν στους απεργούς, καθώς το μαγαζί κατακλύστηκε από κόσμο, και ιδιοκτήτης και μουσικοί παραιτήθηκαν από το μεροκάματο.καφενειο 8

 
Η σχετική κουβέντα θύμισε στον Τάσο μια ανάλογη στάση του ιδιοκτήτη του μαγαζιού, του Γιώργου Γουμενάκη, όταν έγιναν μαζικές απολύσεις εργαζομένων του Δήμου Αιγάλεω. Οι απολυμένοι μπορούσαν να πηγαίνουν στο μαγαζί χωρίς να πληρώνουν…καφενειο 2

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *