Τα Λαϊκά Μέτωπα και ο Δεκέμβρης του 44 – ΜΕΡΟΣ Ι

43του Βασίλη Λιόση
Μέρος του παρακάτω κειμένου παρουσιάστηκε στην εκδήλωση που διοργάνωσε το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, με αφορμή τα 70 χρόνια από τον Δεκέμβρη του ΄44.

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Ο Δεκέμβρης του 1944 από μόνος του είναι ένα ολόκληρο και από τα πλέον σημαντικά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, του ελληνικού κινήματος και δη του κομμουνιστικού. Πρόκειται για μια ιστορική τομή που συνδέεται με μια πλειάδα κρίσιμων ζητημάτων, όπως η σύνδεση τακτικής-στρατηγικής, η σχέση εθνικού-ταξικού, η ένοπλη σύγκρουση και ο εμφύλιος, η πορεία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και τα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η έννοια του Μετώπου, το Μεταβατικό Πρόγραμμα, οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες κ.λπ. Όμως, κανείς δεν μπορεί να εξετάσει σοβαρά την ιστορική εμπειρία του Δεκέμβρη, αν δε δει την πορεία του ελληνικού και παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος μέχρι και το Δεκέμβρη. Αλλιώς δεν κινδυνεύει απλώς, αλλά είναι βέβαιο ότι θα υποπέσει σε μια αντιδιαλεκτική θεώρηση των γεγονότων και σε μια αυθαίρετη εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων μη γειωμένων με την πραγματικότητα.

Η πρώτη σοβαρή ήττα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος σημειώθηκε ασφαλώς στα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η συζήτηση για τον εντοπισμό των αιτιών είναι απολύτως κρίσιμη αλλά και καθόλου απλή. Μία άποψη αποδίδει τα αίτια της ήττας στις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της ΚΔ, στο σχηματισμό των ΛΜ, στην 6η Ολομέλεια του 1934 του ΚΚΕ, στο γεγονός ότι υπερτονίστηκε ο πατριωτικός χαρακτήρας του Μετώπου, στη θεώρηση του τότε ΚΚΕ ότι η Ελλάδα ήταν εξαρτημένη, στο ότι ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δε χαρακτηρίστηκε μέχρι τέλους ως ιμπεριαλιστικός, στη σταδιοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας. Οι απόψεις αυτές εκφέρονται από τον τροτσκισμό, τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, ορισμένους πρώην μαοϊκούς σχηματισμούς (Κόμμα Εργασίας Βελγίου), αλλά και μεγάλο τμήμα της ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

Πριν την εξέταση της πρότερης του Δεκέμβρη εμπειρίας, της κριτικής των απόψεων που προαναφέραμε και μία ψηλάφιση των αιτιών της ήττας, επιτρέψτε μου μια μεθοδολογική παρατήρηση που αναδεικνύει τις κλασικές παθογένειες που συχνά κουβαλάμε όταν μελετάμε τα ντοκουμέντα του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και την πρακτική του.

Μία πρώτη παθογένεια έγκειται στην τυπική και μηχανιστική μεταφορά της σχετικής εμπειρίας και στη διαπίστωση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με πανομοιότυπο τρόπο. Έτσι το συμπέρασμα είναι πως οι αποφάσεις συνεδρίων και οι πρακτικές που απέρρεαν από αυτές, μπορούν να αντιγραφούν δίχως τροποποιήσεις που θα απαιτούσαν οι ειδικές συνθήκες του σήμερα.

Μία δεύτερη παθογένεια, συνήθως συνδεδεμένη με την πρώτη, είναι αυτή με βάση την οποία δικαιολογούνται τα πάντα και σε επίπεδο αποφάσεων και σε επίπεδο πρακτικής. Με άλλα λόγια ο φορέας αυτής της παθογένειας έχοντας ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, πασχίζει να χωρέσει εντός του πλαισίου του κάθε καλή ή κακή εκδοχή των ντοκουμέντων μόνο και μόνο για να το νομιμοποιήσει (το πλαίσιο του).

Μία τρίτη παθογένεια που βρίσκεται στο άλλο άκρο σε σχέση με την πρώτη, υποκρυπτόμενη πίσω από ένα φανερό ή λανθάνοντα σεχταρισμό, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι εποχές και οι συνθήκες διαφέρουν ριζικά και ως εκ τούτου οι αποφάσεις για τα Μέτωπα, την Εργατική Κυβέρνηση κ.λπ. δεν έχουν καμία ιδιαίτερη αξία στο σήμερα, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει μια μερική αποδοχή των τότε αποφάσεων.

Μία τέταρτη παθογένεια που συνδέεται με την αμέσως προηγούμενη, λειτουργεί το ίδιο δογματικά με τη δεύτερη. Επειδή το ιδεολογικό πλαίσιο κάποιων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όποια ντοκουμέντα, απορρίπτονται όλα συλλήβδην, δίχως καμία προσπάθεια κριτικής προσέγγισης και αφομοίωσης της θετικής πείρας.

Τέλος, η χειρότερη, ίσως, όλων των παθογενειών που υπεισέρχεται σε όλες τις προηγούμενες, είναι η απόκρυψη ιστορικών γεγονότων και ντοκουμέντων ή η συνειδητή υποβάθμισή τους, προκειμένου και πάλι να εξυπηρετηθεί το όποιο ιδεολογικό πολιτικό πλαίσιο. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η παθογένεια είναι κυρίως αστικής προέλευσης, αλλά δυστυχώς άνθρωποι ή συλλογικότητες που θεωρούνται επαναστάτες ή επαναστατικές αντίστοιχα, δανείζονται αυτή τη μέθοδο.

Είναι προβληματικό να βλέπουμε μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Ένα υπό εξέταση φαινόμενο πρέπει να το βλέπουμε από όλες τις πλευρές, σε όλες του τις διασυνδέσεις, στις αιτιακές του σχέσεις. Αν εξετάζουμε μία πλευρά του, τότε η θεώρησή μας είναι δογματική και παίρνουμε απόσταση από την αλήθεια. Και αυτό δεν το σημειώνω επιχειρώντας μια χρυσή τομή και την εξαγωγή ενός μέσου όρου από τις διάφορες οπτικές που υπάρχουν σχετικά με το Δεκέμβρη του ’44 ή όποιο άλλο ιστορικό γεγονός. Αν εξετάζαμε τη σημερινή περίοδο, θα διακρίναμε πολλές ομοιότητες με την εποχή του Μεσοπολέμου και αυτό δεν το βλέπει, όποιος απλώς δε θέλει να το δει. Η κρίση είναι παρούσα και αντιστοιχεί στην κρίση του 1929, ενώ η άνοδος του φασισμού σήμερα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση και η αντιστοίχιση είναι κάτι παραπάνω από φανερή με τη δεκαετία του 1920 και του 1930. Από την άλλη, την περίοδο του Μεσοπολέμου υπήρχε ένα κομμουνιστικό κίνημα, συγκροτημένο και με διακριτές δυνάμεις σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται βυθισμένο σε μια κρίση της οποίας τα ωστικά κύματα έρχονται από το 1989 και ακόμη πιο πίσω. Επιπλέον, στο Μεσοπόλεμο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ο τρόπος που εκδηλώνονταν οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι μακριά. Σήμερα, ασφαλώς και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είναι υπαρκτές, ασφαλώς και υπάρχουν περίοδοι που οξύνονται, αλλά τουλάχιστον σε αυτή τη φάση δε φαίνεται ο ιμπεριαλισμός να έχει επιλέξει τη στρατηγική μιας παγκόσμιας σύρραξης, χωρίς κάτι τέτοιο να αποκλείεται στο εγγύς ή μακρινό μέλλον. Επομένως ομοιότητες υπάρχουν, όπως και διαφορές. Οι ομοιότητες ωστόσο είναι αρκετές, καθόλου επιφανειακές και άρα επιτάσσουν τη διαλεκτική ανάγνωση κι εφαρμογή των ντοκουμέντων της ΚΔ.

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Τα Μέτωπα δεν παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά έχοντας τον προσδιορισμό του Λαϊκού και κυρίως δεν παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο 7ο συνέδριο της ΚΔ. Τα φύτρα των Μετώπων μπορεί κάποιος να τα διακρίνει ήδη από την εποχή των Μαρξ-Ένγκελς. Πριν να φτάσουμε, λοιπόν, στο 7ο συνέδριο της ΚΔ που εισήγαγε την έννοια του Λαϊκού Μετώπου, υπήρξε μια ολόκληρη διαδρομή που μπορεί κάποιος να διακρίνει ιδέες Μετώπων.

Βασικοί σταθμοί αυτής της διαδρομής είναι οι εξής:
Η εισαγωγή του όρου λαοκρατική δημοκρατία από τους Μαρξ-Ένγκελς, η συσπείρωση στους κόλπους της Α΄ Διεθνούς κομμουνιστών, προυντονιστών, μπλανκιστών και των Trade Union, ο στόχος που τέθηκε από το Λένιν και τους Μπολσεβίκους για δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, οι ενώσεις και μισοενώσεις των μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, παρά τη σφοδρή πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση.

Επιπλέον:
Ο Λένιν στο 2ο συνέδριο κιόλας της Γ΄ ΚΔ, εισηγείται την εξέταση της εισόδου στην ΚΔ, συμπαθούντων τον κομμουνισμό ομάδων, των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στην Αμερική και στην Αυστραλία κ.ά.

Το 3ο συνέδριο της ΚΔ (1921) χαράζει την τακτική του Ενιαίου Μετώπου (ΕΜ). Στο πλαίσιο του συνεδρίου ο Λένιν έγραφε: «Ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ΕΜ συνίσταται στο να τραβηχτούν στην πάλη κατά του κεφαλαίου όλο και πιο πλατιές μάζες εργατών, χωρίς να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις εκκλήσεις μας, ακόμη και προς τους ηγέτες της 2ης και της 21/2 Διεθνούς».

Το 4ο συνέδριο της ΚΔ όχι μόνο επικυρώνει την τακτική του ΕΜ, χαραγμένη ήδη από το 3ο συνέδριο, αλλά κάνει ένα επιπλέον βήμα υιοθετώντας το στόχο της ΕΚ. Η ιδέα της ΕΚ αποτέλεσε μια τομή αφού αναφερόταν στη δυνατότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης πριν το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης. Βασικοί άξονες των αποφάσεων για την ΕΚ ήταν οι εξής: η κυβέρνηση μπορεί να είναι εργατική ή εργατοαγροτική, το σύνθημα αποκτά πραγματική υπόσταση σε συνθήκες που η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη, οι κομμουνιστές μπορούν να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις μη προλεταριακές υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η εργατική κυβέρνηση δεν υποκαθιστά την πάλη για κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Μετά το 3ο και 4ο συνέδριο, το 5ο και 6ο υποβάθμισαν έως εξαφάνισης την έννοια του Μετώπου και παρά τις κάποιες αξιόλογες αναλύσεις τα συνέδρια αυτά χαρακτηρίστηκαν από αριστερίστικη απόκλιση. Στο 7ο και τελευταίο συνέδριο όμως, σημειώθηκε στροφή και επιχειρήθηκε μια διαλεκτική αποκατάσταση στη σχέση τακτικής και στρατηγικής.

Κατ’ αρχάς, ο Δημητρόφ δίνει την ιστορική ερμηνεία γέννησης του φασισμού και τον θεωρεί «ως την πιο ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».

Ο Δημητρόφ κάνει σαφή διαχωρισμό της αστικής δημοκρατίας από το φασισμό ενώ παράλληλα κάνει σαφές ότι δεν είναι αποκομμένος από τα αστικά κόμματα.

Δίνοντας το περιεχόμενο και τις μορφές του ΕΜ ο Δημητρόφ εξηγεί πως ένα πλατύ ΕΜ σημαίνει: α) μεταφορά της οικονομικής κρίσης στις πλάτες της πλουτοκρατίας, β) κοινός αγώνας ενάντια σε όλες τις μορφές της φασιστικής επίθεσης, για την υπεράσπιση των κατακτήσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενάντια στην κατάργηση των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών, γ) κοινός αγώνας ενάντια στον κίνδυνο ενός επερχόμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ένα πρώτο στάδιο υλοποίησης αυτού του μετώπου θα είναι η οργάνωση μιας μαζικής πολιτικής απεργίας. Τονίζει δε ότι «οι κομμουνιστές δεν πρέπει να παραιτηθούν ούτε στιγμή από την ανεξάρτητη δράση, να διαφωτίζουν τις μάζες σύμφωνα με τις κομμουνιστικές αρχές, να τις οργανώνουν και να τις κινητοποιούν» Άλλες μορφές υλοποίησης της τακτικής του ΕΜ θα είναι οι τοπικές συμφωνίες για κοινές ενέργειες (οικονομικά ή/και δημοκρατικά αιτήματα), η πολιτική συνεννόησης των κορυφών, τα αιρετά υπερκομματικά ταξικά όργανα στα εργοστάσια, στους ανέργους, στις εργατικές συνοικίες, ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους της πόλης και του χωριού.

Και πώς ακριβώς θα γίνεται η συνεννόηση ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους σοσιαλδημοκράτες; Ο Δημητρόφ χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα: «Προηγούμενα πολλοί κομμουνιστές φοβόντουσαν μήπως πέσουν σε οπορτουνισμό, εάν σε κάθε μερικό αίτημα των σοσιαλδημοκρατών δεν αντιτάσσανε τα δικά τους και δυο φορές πιο ριζοσπαστικά αιτήματα. Πρόκειται για αφελές λάθος. Όταν για παράδειγμα οι σοσιαλδημοκράτες απαιτούν τη διάλυση των φασιστικών οργανώσεων, σε καμία περίπτωση δε χρειάζεται να προσθέσουμε εμείς “και της κρατικής αστυνομίας” (γιατί είναι σκοπιμότερο να θέσουμε το αίτημα σε μια άλλη περίπτωση), αλλά πρέπει να πούμε στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες: είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το αίτημα του κόμματός σας σαν αίτημα του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου και να αγωνιστούμε ως το τέλος για την πραγματοποίησή του. Ας αρχίσουμε μαζί τον αγώνα».

Πολύ σημαντικό κομμάτι της εισήγησης του Δημητρόφ αποτελεί η κυβέρνηση του ΕΜ. Ο Δημητρόφ ξεκαθαρίζει πως αν παρουσιαστεί η ευκαιρία, οι κομμουνιστές δε θα πρέπει να πουν όχι στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης πάνω στη βάση του ΕΜ ή του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου. Ο Δημητρόφ διευκρινίζει πως δε θα πρόκειται για μια κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά για μια κυβέρνηση του ΕΜ στις παραμονές μιας σοβιετικής επανάστασης. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να σχηματιστεί μια τέτοια κυβέρνηση; Υπό τρεις προϋποθέσεις, κατά τη γνώμη του: α) η κρατική μηχανή να έχει παραλύσει και η αστική τάξη να είναι ανίκανη να εμποδίσει το σχηματισμό μιας κυβέρνησης ΕΜ, β) οι πλατιές μάζες των εργαζομένων και ιδιαίτερα τα συνδικάτα να εμφανίζονται ορμητικά κατά του φασισμού, αλλά δεν είναι ακόμη έτοιμα να πραγματοποιήσουν μια σοσιαλιστική επανάσταση και γ) όταν υπάρχει διαφοροποίηση και στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας με ένα σημαντικό τμήμα της να απαιτεί ανελέητα μέτρα ενάντια στους φασίστες και αντιτίθεται σε εκείνο το τμήμα του κόμματος που είναι αντικομμουνιστικό.

Ο Δημητρόφ χρησιμοποιεί, εκτός από την έννοια του ΕΜ και την έννοια του Λαϊκού Μετώπου (εφεξής ΛΜ): «Ένα ιδιαίτερα σπουδαίο καθήκον στην κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών στον αγώνα ενάντια στο φασισμό, είναι η δημιουργία ενός πλατειού αντιφασιστικού ΛΜ πάνω στη βάση του προλεταριακού ΕΜ. Η επιτυχία ολόκληρου του αγώνα του προλεταριάτου είναι στενά δεμένη με τη δημιουργία αγωνιστικών συμμαχικών του προλεταριάτου με την εργαζόμενη αγροτιά και την κύρια μάζα των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, που ακόμη και στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού».

Τελικά ποια είναι η διακύβευση; Προλεταριακό ΕΜ ή αντιφασιστικό ΛΜ; Και ο Δημητρόφ απαντά πως πρέπει να αποφευχθούν οι σχηματοποιήσεις: «Φανταστείτε, σύντροφοι, έναν τέτοιον άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα σχηματικά, να βρεθεί μπροστά στην απόφασή μας και με τον ενθουσιασμό ενός γνήσιου “γραμματικού” να κατασκευάσει το σχήμα του: πρώτα ΕΜ του προλεταριάτου από τα κάτω σε τοπική κλίμακα, ύστερα ΕΜ από τα κάτω σε επίπεδο περιοχής, ύστερα ΕΜ από τα πάνω με την ίδια σειρά. Παραπέρα. Ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Κατόπιν-τράβηγμα των άλλων αντιφασιστικών κομμάτων, ύστερα το ολόπλευρα αναπτυγμένο ΛΜ από τα πάνω και τα κάτω,μετά πρέπει να ανεβάσουμε το κίνημα σε ένα ανώτερο σκαλοπάτι, να το πολιτικοποιήσουμε, να το επαναστατικοποιήσουμε κ.λπ. Σύντροφοι, θα μου πείτε, ότι πρόκειται για μεγάλη ανοησία. Σύμφωνοι. Αλλά το άσκημο είναι, ότι μια τέτοια σεχταριστική ανοησία, με αυτή ή την άλλη μορφή, υπάρχει ακόμη πολύ συχνά δυστυχώς μέσα στις γραμμές μας».

Ο Δημητρόφ καταλήγει: «Δεν μπορούμε λοιπόν, σύντροφοι, να δώσουμε για τη λύση του ζητήματος του προλεταριακού Μετώπου και του ΛΜ καμία γενική συνταγή για όλες τις περιπτώσεις, για όλες τις χώρες και για όλους τους λαούς».

Τελικά υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ΕΜ και στο ΛΜ; Να διευκρινίσω κατ’ αρχάς πως στο 4ο συνέδριο χρησιμοποιούνται τρεις όροι: Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, Ενιαίο Μέτωπο και Ενιαίο Επαναστατικό Μέτωπο. Στις Θέσεις για την τακτική της ΚΔ και στις Θέσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται τρεις φορές, ο δεύτερος 17 φορές και ο τελευταίος μόλις μία. Επειδή η επιλογή των λέξεων έχει τη σημασία της, θεωρώ πως η προτίμηση του όρου ΕΜ, χωρίς τον προσδιορισμό του Εργατικού ή Επαναστατικού, δείχνει μία διάθεση πλατύτητας για τη συγκρότηση του Μετώπου. Όταν αργότερα το Ενιαίο αντικαταστάθηκε με το Λαϊκό, αυτή η διάθεση πλατύτητας δηλώθηκε σαφέστερα.

Τα ΠΡΩΤΑ αποτελέσματα της εφαρμογής της νέας γραμμής

Η αλλαγή της γραμμής της ΚΔ είχε πολύ σημαντικά αποτελέσματα για τα κομμουνιστικά κόμματα και τα εργατικά κινήματα των χωρών όπου εφαρμόσθηκε. Σε πολλές χώρες τεράστιες μάζες εργαζομένων κινητοποιήθηκαν ενάντια στο φασισμό και ο τελευταίος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Το πρώτο παράδειγμα είναι αυτή της Γαλλίας. Στις 6 Φλεβάρη του 1934 περισσότεροι από 20 χιλιάδες φασίστες προσπάθησαν να διεισδύσουν στη βουλή και σε άλλα κυβερνητικά κτήρια. Αλλά ο γαλλικός λαός υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού κόμματος έφραξε το δρόμο στους φασίστες. Στους δρόμους του Παρισιού κατέβηκαν 25 χιλιάδες εργαζόμενοι προκειμένου να εμποδίσουν την αρπαγή της κυβερνητικής εξουσίας από τους φασίστες. Υπό την πίεση των μαζών δόθηκε εντολή από την κυβέρνηση Νταλαντιέ στην αστυνομία να δράσει. Έτσι, με την παρέμβαση των μαζών και της αστυνομίας οι φασίστες διαλύθηκαν και ακυρώθηκε το σχέδιό τους.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Τσεχοσλοβακίας. Στην Τσεχοσλοβακία τα κομμουνιστικά κόμματα Τσεχίας και Σλοβακίας τέθηκαν επικεφαλής της αντίστασης κατά του Γερμανού κατακτητή, πρωτοστάτησαν στις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τα σαμποτάζ, πήραν την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Σλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου το 1943 (Σλοβακικό). Το 1945 συγκροτείται το Εθνικό Μέτωπο Τσέχων και Σλοβάκων στο οποίο συμμετέχουν οι κομμουνιστές. Τον Απρίλιο του 1945 σχηματίζεται η κυβέρνηση του ΕΜ. Τα δυο κομμουνιστικά κόμματα της Τσεχοσλοβακίας είχαν ηγετική θέση στο ΕΜ. Καθώς αρχίζει η εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος οι εθνικοσοσιαλιστές, το Λαϊκό κόμμα Τσ. και το Δημοκρατικό κόμμα Σλοβακίας επιχείρησαν να ανακόψουν την επαναστατική διαδικασία και να αποκαταστήσουν το αστικό στάτους κβο. Οι κομμουνιστές από την άλλη πάλευαν για τη μετεξέλιξη της εθνικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Το 1946 στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και τις Εθνικές Επιτροπές το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας λαμβάνει το 40% των ψήφων. Οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν το εφαλτήριο για το βάθεμα των μεταρρυθμίσεων σε προοδευτική κατεύθυνση, ενώ συγχρόνως οι αστικές δυνάμεις αντιτάσσονται στο νέο πακέτο κυβερνητικών μέτρων. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1948, οι αστοί επιχειρούν με τη βοήθεια ιμπεριαλιστικών δυτικών κύκλων να κάνουν πραξικόπημα το οποίο απέτυχε κι έτσι η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια της εργατικής τάξης. Η πολιτική του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας ήταν αυτή που μαζικοποίησε το κόμμα, ενώ μετά το τέλος του πολέμου το κόμμα είχε 37.000 μέλη, το Μάρτιο του 1946 ξεπέρασε το 1.000.000 μέλη με το 57,7% να είναι εργάτες. Ομοίως το ΚΚ Σλοβακίας είχε γίνει σημαντική πολιτική δύναμη.

Τρίτο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Βουλγαρίας. Το 1935 η ΚΕ του ΚΚΒ προτείνει τη δημιουργία Παλλαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου. Το 1936 το Μέτωπο αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο και σε επίπεδο βάσης. Η δράση του Μετώπου επικεντρώνεται σε ζητήματα δημοκρατίας και εργασιακών σχέσεων. Το 1939 σε σύνολο 45 διαφορετικών οργανώσεων οι 36 βρίσκονται υπό την επιρροή του Μετώπου. Αφότου η Γερμανία μετατρέπεται σε γερμανικό ορμητήριο ξεκινά η αντίσταση του βουλγάρικου λαού. Οι κομμουνιστές δουλεύουν στο στρατό ώστε να δημιουργεί Αντιφασιστικό Μέτωπο. Σε δεκάδες πόλεις και χωριά συγκροτήθηκαν παρτιζάνικα τμήματα, ως τα τέλη του 1941 σημειώθηκαν 70 παρτιζάνικες ενέργειες κατά των εχθρικών στρατευμάτων, μέσα σε όλα τα στρατιωτικά τμήματα δημιουργήθηκαν συνωμοτικές οργανώσεις του κόμματος. Συγχρόνως σημειώνονταν κινητοποιήσεις των εργατών ενάντια στην ακρίβεια, την ανεργία, τις απολύσεις, την απλήρωτη δουλειά, τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, την καταπάτηση δικαιωμάτων. Σε πολλές επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν τους Γερμανούς η παραγωγή μειώθηκε κατά 50-60%. Υπήρχαν περιπτώσεις που γίνονταν και απεργίες παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μορφή πάλης ήταν παράνομη και τιμωρούνταν με βαριές ποινές. Οι αγρότες από την άλλη αρνούνταν να παραδώσουν τα κάρα τους, τα ζώα τους και τα τρόφιμά τους και δεν πλήρωναν φόρους.

Το κομμουνιστικό κόμμα δεν έβαζε στο πρόγραμμα του Πατριωτικού Μετώπου σοσιαλιστικούς στόχους όχι γιατί αρνούνταν τον αγώνα για σοσιαλισμό ή γιατί έβλεπε οποιαδήποτε αντίφαση ανάμεσα στον αγώνα για εθνική ελευθερία, ανεξαρτησία και λαϊκή δημοκρατία, από τη μια και στον αγώνα για την εξάλειψη της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, από την άλλη. Ως κόμμα νέου, λενινιστικού, τύπου το ΕΚΒ εκτιμούσε σωστά πως μόνον ο σωστός συνδυασμός του αγώνα για λευτεριά και δημοκρατία με τον αγώνα για σοσιαλισμό, πως μόνο ο σωστός τους συνδυασμός με τον αγώνα των λαών με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση ενάντια στο χιτλεροφασιμό θα οδηγήσει σε πλέρια επιτυχία. Με άλλα λόγια, στρέφοντας τις λαϊκές μάζες, με σημαία το πρόγραμμα του πατριωτικού Μετώπου, στη μάχη ενάντια στο φασισμό και στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, το κόμμα κατεύθυνε το επαναστατικό εργατικό κίνημα μέσα από τον αντιφασιστικό και τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα προς τη μάχη για το σοσιαλισμό». Η δράση του ΠΜ είναι αυτή που τελικά οδηγεί το 1944 σε αντικαπιταλιστική επανάσταση το βουλγάρικο λαό.

Ποια ήταν τα πολιτικά και οργανωτικά αποκρυσταλλώματα της πολιτικής των ΛΜ; Ο ρόλος της εργατικής τάξης ανέβηκε. Τα κομμουνιστικά κόμματα και η εργατική τάξη απέκτησαν πείρα στην αντιφασιστική πάλη. Πολλά από τα κομμουνιστικά κόμματα αναγνωρίσθηκαν ως ηγέτες της πάλης των εργαζομένων. Από το 1936 ως το 1938 τα κομμουνιστικά κόμματα γνώρισαν μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη. Το 1939 στον καπιταλιστικό κόσμο υπήρχαν 1 εκατομμύριο 750 χιλιάδες κομμουνιστές, δηλαδή 2,2, φορές περισσότεροι από ό,τι την περίοδο του 7ου συνεδρίου.

Αδύνατες πλευρές και λάθη της νέας γραμμής του ΕΜ

Στη χάραξη της τακτικής του ΕΜ υπήρχαν αδυναμίες και λάθη. Αν θέλουμε να είμαστε, λοιπόν, αντικειμενικοί απέναντι στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, δε θα πρέπει να εξωραΐζουμε τις όποιες προβληματικές καταστάσεις. Ξεκαθαρίζω, βεβαίως, πως τα λάθη δεν αναιρούν τη γενικά σωστή γραμμή του 7ου συνεδρίου, δε βαφτίζουν την τακτική του ΕΜ ως οπορτουνιστική. Είναι λάθος να ταυτίζουμε τις επιμέρους παρεκκλίσεις με τη γενική (επαναστατική) γραμμή. Άλλωστε το 7ο συνέδριο διείδε τον κίνδυνο της δεξιάς «μετάφρασης» της τακτικής του ΕΜ στις νέες συνθήκες και προειδοποίησε για αυτόν τον κίνδυνο τα κομμουνιστικά κόμματα.

Ο ίδιος ο Δημητρόφ αφιερώνει μια σεβαστή έκταση στο κείμενό του για τους κινδύνους και τα λάθη. Συγκεκριμένα, διακρίνει τρεις κατηγορίες λαθών. Η πρώτη κατηγορία έχει να κάνει με το ότι το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης δε συνδέθηκε ξεκάθαρα με την ύπαρξη πολιτικής κρίσης. Έτσι, ο δεξιός οπορτουνισμός ερμήνευσε το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης ως ένα αίτημα που μπορεί να υλοποιηθεί και σε «ομαλές» καταστάσεις, ενώ οι «αριστεροί» συνέδεσαν την εργατική κυβέρνηση με την ένοπλη εξέγερση. Η δεύτερη κατηγορία λαθών έχει να κάνει με την απουσία σύνδεσης της εργατικής κυβέρνησης με την ανάπτυξη ενός αγωνιστικού μαζικού κινήματος του ΕΜ του προλεταριάτου. Έτσι, οι δεξιοί υποβάθμισαν το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης σε ένα απλό κοινοβουλευτικό αγώνα και οι «αριστεροί» απέρριπταν κάθε συμβιβασμό με τη σοσιαλδημοκρατία. Η τρίτη κατηγορία λαθών αφορούσε στην πολιτική πρακτική της εργατικής κυβέρνησης. ΟΙ δεξιοί θεωρούσαν ότι η εργατική κυβέρνηση έπρεπε να μείνει μέσα στο αστικό πλαίσιο, ενώ οι υπεραριστεροί παραιτήθηκαν από οποιαδήποτε προσπάθεια να συγκροτηθεί η εργατική κυβέρνηση. Ως αρνητικό ιστορικό παράδειγμα αναφέρει την περίπτωση της κυβέρνησης στη Σαξονία και στο Τύρινγκεν. Οι κομμουνιστές που συμμετείχαν σε αυτήν την κυβέρνηση, κατηγορούνται από το Δημητρόφ ότι συμπεριφέρθηκαν σαν συνηθισμένοι αστικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.

Επίσης, υπάρχουν δυο σημεία της εισήγησης του Δημητρόφ που αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού.

Αναφερόμενος στην εισήγησή του στις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής, προτείνει τη δημιουργία ενός μαζικού κόμματος των εργαζομένων, ενός «Εργατικού και Αγροτικού Κόμματος», που θα αποτελούσε την ειδική μορφή ενός Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ) των μαζών στην Αμερική, που θα αντιπαρατίθετο στα τραστ και τις τράπεζες και σε ένα πιθανό επερχόμενο φασισμό. Ένα τέτοιο κόμμα, πάντα κατά το Δημητρόφ, δε θα ήταν ούτε κομμουνιστικό, ούτε σοσιαλιστικό. Θα έπρεπε να ήταν, όμως, αντιφασιστικό κι όχι αντικομμουνιστικό. Επιβραβεύει, μάλιστα, τους συντρόφους της Αμερικής που ήδη έχουν πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία.

Ο Δημητρόφ στην εισήγησή του επιβραβεύει, επίσης, τη στάση του Αγγλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που στηρίζει την κυβέρνηση των εργατικών παρά το γεγονός, όπως διαπιστώνει το ίδιο το αγγλικό κόμμα, ότι οι δυο προηγούμενες κυβερνήσεις των εργατικών δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους απέναντι στη εργατική τάξη. Η στήριξη από το κόμμα έγινε προκειμένου να συντριβεί η «Εθνική Κυβέρνηση». Για αυτόν το λόγο το κόμμα δήλωνε την πρόθεσή του να αναλύσει μαζί με τους εργατικούς ένα κοινό πρόγραμμα που θα προασπίσει τα αμεσότερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων.

Η κυβέρνηση Λέον Μπλουμ του λαϊκού μετώπου στη Γαλλία είναι μία περίπτωση κακής εφαρμογής του ΕΜ ή, σε κάθε περίπτωση, ανολοκλήρωτης εφαρμογής του. Στις γενικές εκλογές του 1936 τα κόμματα που αποτελούσαν το ΛΜ συνασπίστηκαν και κέρδισαν μια συντριπτική νίκη. Ο συνασπισμός αποτελούνταν από το κομμουνιστικό, το σοσιαλιστικό και το ριζοσπαστικό κόμμα. Ο αριθμός των κομμουνιστών βουλευτών αυξήθηκε από 10 σε 73 και των σοσιαλιστών από 101 σε 148. Σε σύγκριση με το 1932 το Κομμουνιστικό Κόμμα διπλασίασε τον αριθμό των ψήφων του. Ο σοσιαλιστής Λέον Μπλουμ έγινε πρωθυπουργός της Γαλλίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος άμεσα στην κυβέρνηση, αλλά την υποστήριξε ενεργά κάνοντάς της κριτική όποτε το θεωρούσε απαραίτητο. Η κυβέρνηση πήρε θετικά μέτρα, όπως αύξηση των αποδοχών των εργατών από 7 έως 15%, μπήκαν σε εφαρμογή οι συλλογικές συμβάσεις, εισήχθη η σαραντάωρη εργατική εβδομάδα και καθιερώθηκαν οι άδειες με πληρωμή. Ικανοποιήθηκαν, επίσης, ορισμένα αιτήματα της αγροτιάς και των μεσαίων στρωμάτων της πόλης. Όμως, κάποια στιγμή η κυβέρνηση άρχισε να παρουσιάζει ταλαντεύσεις στην πραγματοποίηση του προγράμματος του ΛΜ, ενώ συγχρόνως αρνήθηκε την ένοπλη βοήθεια στις ισπανικές δημοκρατικές δυνάμεις ενάντια στο αντιδραστικό μπλοκ, κάτι που ασφαλώς ήταν απαράδεκτο.

Στην Ισπανία έγινε κάτι ίσως ακόμη σοβαρότερο σε σχέση με τη Γαλλία: συνενώθηκαν οι νεολαίες του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού κόμματος. Το ίδιο έγινε και με συνδικάτα που ελέγχονταν από τους μεν και τους δε (αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί για εμάς αντικείμενο κριτικής), ενώ υπήρχε και συζήτηση για τη συνένωση και των κομμάτων. Η ΕΕΚΔ εκτίμησε ότι δεν υπήρχαν οι συνθήκες για κάτι τέτοιο και αυτή η τελευταία συνένωση απεφεύχθη.

Θα ήταν επίσης ανόητο να ισχυριστεί κάποιος πως η συμμετοχή του ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ήταν μια κίνηση στο πλαίσιο μιας επαναστατικής τακτικής και ωφέλιμη για το κίνημα και πως αυτή η συμμετοχή δεν ήταν παρά μια ακριβής μετάφραση των ντοκουμέντων του 7ου συνεδρίου. Η υπεράσπιση αυτής της συμμετοχής θα ήταν μία από τις παθογένειες που περιγράψαμε στην αρχή αυτής της παρέμβασης. Επομένως, αυτή η συμμετοχή είναι αντικείμενο αυστηρής κριτικής και η μετέπειτα εξέλιξη αυτών των κομμουνιστικών κομμάτων μας δίνουν πολλά και πλούσια ιστορικά και πολιτικά διδάγματα.

ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το 7ο συνέδριο είναι από εκείνα τα πολιτικά γεγονότα που επιδρούν με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Βεβαίως, κάθε ντοκουμέντο μπορεί να διαμορφώσει τη ροή των πραγμάτων, εφόσον μπαίνει σε εφαρμογή. Μόνο που αυτό δε γίνεται πάντα σε όφελος των επαναστατικών δυνάμεων. Αν το πνεύμα ενός συνεδρίου είναι σεχταριστικό και δογματικό, η επίδραση γίνεται «ανάποδα». Διευκολύνεται ο αντίπαλος. Το ίδιο συμβαίνει αν είναι εμβαπτισμένο σε οπορτουνιστική λογική. Ωστόσο, δε θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια αντιδιαλεκτική άποψη, βάση της οποίας σωστή στρατηγική συνεπάγεται αναγκαστικά και πλήρης επιτυχία του επαναστατικού εγχειρήματος. Στην περίπτωση του 7ου συνεδρίου οι κομμουνιστές απέκτησαν τέτοιο κύρος, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν. Μεγάλες μάζες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων προσέγγισαν την κομμουνιστική ιδεολογία και έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες της. Μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών πληθυσμών είδαν με συμπάθεια τους κομμουνιστές. Σε πολλές περιπτώσεις κερδήθηκε η εξουσία. Πέρα από τις αδυναμίες στην εφαρμογή των αποφάσεων του 7ου συνεδρίου όλα τα παραπάνω είναι αναμφισβήτητα γεγονότα.

Οι κομμουνιστές δεν έμειναν στο επίπεδο των διακηρύξεων. Ο φόρος αίματος που πλήρωσαν για την αντιστασιακή τους δράση ήταν βαρύτατος. Τους γάλλους κομμουνιστές, για παράδειγμα, τους χαρακτήρισαν ως το κόμμα των τουφεκισμένων. 75.000 μέλη του θυσίασαν τη ζωή τους. Από τους 12.000 κομμουνιστές που καθοδήγησαν, το 1941, στη Γιουγκοσλαβία τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στους κατακτητές, μόνο 3.000 απέμειναν στη ζωή. Μέχρι το τέλος του πολέμου το κόμμα αυτό είχε χάσει συνολικά 50.000 περίπου μέλη. Στην Ιταλία από τους 256.000 παρτιζάνους οι 150.000 ήταν Γαριβαλδινοί παρτιζάνοι – που πολεμούσαν σε τάγματα με κομμουνιστές διοικητές. Από τους 70.000 και πλέον παρτιζάνους που έπεσαν στις μάχες, οι 42.000 ήταν Γαριβαλδινοί παρτιζάνοι. Από τα 300.000 μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, περισσότερα από 145.000 κλείστηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, εξαιτίας της ενεργού συμμετοχή τους στον αγώνα κατά του φασισμού.

Η ελληνική εμπειρία, επίσης, είναι πολύ χαρακτηριστική: Αυτή ακριβώς η δράση ήταν που γιγάντωσε το ΕΑΜ κι ενώ την περίοδο της ίδρυσής του αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες αγωνιστές, έφτασε το 1944 να αριθμεί περισσότερα από 1.500.000 μέλη εκ των οποίων τα 700.000 ανήκαν στην ΕΠΟΝ και στα «Αετόπουλα», χωρίς να υπολογίζονται οι συμμετέχοντες στο ΕΑΜ στις περιοχές της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Ο ΕΛΑΣ αριθμούσε περίπου 120.000 μέλη, ενώ το ΚΚΕ υπερέβαινε τα 400.000 μέλη. Ας σημειωθεί ότι ο πληθυσμός εκείνης της εποχής ήταν περίπου 7.300.000 άνθρωποι. Το ουτοπικό έγινε απτή πραγματικότητα. Το αδύνατο έγινε δυνατό κι έτσι γράφτηκαν λαμπρές ιστορικές σελίδες αφήνοντας μια σπάνια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Οι δήθεν συνεπείς και καθαρές ταξικές φόρμουλες που εκφράζονταν από τον ελληνικό τροτσκισμό έμειναν στο περιθώριο.

Μία απάντηση στο “Τα Λαϊκά Μέτωπα και ο Δεκέμβρης του 44 – ΜΕΡΟΣ Ι”

Γράψτε απάντηση στο Βαθύ Κόκκινο | Τα Λαϊκά Μέτωπα και ο Δεκέμβρης του 44 – ΜΕΡΟΣ ΙΙ Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *