Οι τριάντα τρεις μέρες: Τα Δεκεμβριανά και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα

5-trikas

Μπόρις Κουστόντιεφ, «Ο µπολσεβίκος», 1920

Όσοι έλαβαν μέρος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια του περασμένου αιώνα, την υπόθεση του κομμουνισμού, αισθάνθηκαν την ανάγκη, μετά το «συγκλονιστικό 1989» –χρονιά της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ– να εγκύψουν σ’ έναν βαθύ αναστοχασμό γύρω από την κατάθεση ζωής, που αντιπροσώπευε η στράτευσή τους, αναστοχασμό που είχε πυρήνα του το πολυδιάστατο ιστορικό εγχείρημα που φιλοδόξησε «να αλλάξει τον κόσμο». Ένα κίνημα ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό, που αφύπνισε και έφερε πελώριες μάζες στο προσκήνιο της Ιστορίας, ένα φαινόμενο πολιτισμικό, μια έκρηξη ελπίδας με εσχατολογική προοπτική, όπως θα έλεγε ο Ερνστ Μπλοχ.

Δεν είναι στις προθέσεις του σημειώματος αυτού η αξιολογική προσέγγιση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, της εξέλιξής του και του ρόλου του δικού του «Βατικανού» — του μακαρία τη λήξει Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Οι σκέψεις που ακολουθούν αφορούν τη βαθιά διάσταση ανάμεσα στην έξαρση και την ανάταση, που δημιουργεί από τη μια μεριά η κινητοποίηση ψυχής τε και σώματος, στο πλαίσιο ενός συλλογικού αγώνα για δικαιοσύνη, ελευθερία, ισότητα, και, από την άλλη, η βίαιη, τις πιο πολλές φορές, αναγκαστική προσγείωση, που επιφέρει κάποια στιγμή η αναπόφευκτη εμπλοκή με τη ρεαλπολιτίκ. Αφορμή για τις σκέψεις αυτές, η επέτειος ενός δικού μας ιστορικού γεγονότος: της «ματωμένης Κυριακής», της 3ης Δεκεμβρίου 1944 και του έπους των τριάντα τριών ημερών που ακολούθησαν.

«Είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβουν όσοι έζησαν τα γεγονότα μόνο από το θάνατο του Στάλιν και μετά, τι σήμαινε η Οκτωβριανή Επανάσταση για όσους την πρόλαβαν στα πρώτα της βήματα και κινήθηκαν κάτω από τον αστερισμό της», γράφει ο Έρικ Χομπσμπάουμ. Και συνεχίζει: «Ήταν η πρώτη προλεταριακή επανάσταση, το πρώτο καθεστώς στην Ιστορία που ξεκινούσε το χτίσιμο ενός σοσιαλιστικού κόσμου. Ήταν η αρχή του νέου κόσμου». Ιδέα που απόκτησε υλική δύναμη, που κινητοποίησε αργότερα εκατομμύρια ανθρώπων εναντίον των δυνάμεων του χιτλεροφασισμού, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ιδέα όμως ενσαρκώθηκε σε μια κρατική οντότητα — όπως ήταν αναμενόμενο. Και, το αστραποβόλο πέπλο της ιδεολογίας –σημαία ενός φωτεινού μέλλοντος, το οποίο προείκαζαν οι πιο αισιόδοξες προσδοκίες του κοινωνικού φαντασιακού–, ανασύρθηκε τόσο, ώστε να αφήσει να προβάλλει το κρυμμένο, αδυσώπητο πρόσωπο της Ιστορίας, της γεωπολιτικής, του συστήματος των διεθνών σχέσεων.

Η απήχηση της Οκτωβριανής Επανάστασης υπήρξε η προωθητική δύναμη για τη συγκρότηση Κομμουνιστικών Κομμάτων σε πολλές χώρες, με πρότυπο το Κόμμα των Μπολσεβίκων. Ανάμεσά τους και το ΚΚΕ. Το 1919 ιδρύεται, με έμπνευση του Λένιν, η Τρίτη Διεθνής, στην προοπτική της επέκτασης της Επανάστασης σε άλλες χώρες. Προορισμός της, να αποτελέσει τη στρατιά εφόδου και, ταυτόχρονα, το ισχυρό στήριγμα για την υπεράσπιση του νέου σοβιετικού κράτους απέναντι στις μεγάλες απειλές που αυτό αντιμετώπιζε. Για τον Λένιν το δεύτερο σκέλος της αποστολής της Κ.Δ. ήταν το πιο σημαντικό. Η Τρίτη Διεθνής «άρχισε από τώρα κιόλας να συμπίπτει με την ΕΣΣΔ», έγραφε το 1919 (Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, τ. 36, σ. 303).

Η «σύμπτωση» αυτή αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Η πρόγνωση για την επανάσταση στην Ευρώπη δεν επαληθεύθηκε. Και η ταύτιση ΕΣΣΔ-Κ.Δ. υπήρξε τόσο πλήρης και απόλυτη, που ανησύχησε γρήγορα και τον ίδιο τον Λένιν. Στην Εισήγησή του στο 4ο Συνέδριο της Διεθνούς, το 1922-23, το τελευταίο στο οποίο έλαβε μέρος, ο Λένιν είπε: «Ψηφίσαμε στο 3ο Συνέδριο μια απόφαση για την οργανωτική δομή των Κ.Κ. και για τις μεθόδους και για το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων τους, απόφαση θαυμάσια αλλά σχεδόν εξολοκλήρου ρωσική, βασισμένη στις συνθήκες της Ρωσίας δηλαδή. Αυτό είναι κακό, γιατί κανείς ξένος δεν θα μπορεί να τη διαβάσει. Δεύτερον, και αν τη διαβάσουν, δεν θα μπορέσουν να την καταλάβουν, επειδή είναι εντελώς εμποτισμένη με το ρωσικό πνεύμα. Και, τρίτον, αν, ως εξαίρεση, κάποιος ξένος την καταλάβει, δεν θα μπορέσει να την εφαρμόσει».

Και όμως, πολλοί ξένοι που στρατεύτηκαν στα κομμουνιστικά κόμματα των διαφόρων χωρών, χωρίς να διστάσουν μπροστά στις τεράστιες δυσκολίες που επισήμανε ο Λένιν, προσπάθησαν, με απαράμιλλη αφοσίωση και υπεράνθρωπες θυσίες, να εφαρμόσουν τα ρωσικά επαναστατικά θέσφατα και να «αντιγράψουν» τους μπολσεβίκους. Δεν γνωρίζουμε αν η ιδιοφυΐα του Λένιν, που του επέτρεψε να συλλάβει τους κινδύνους που προξενούσε η «ρωσική σφραγίδα» της Κ.Δ. και των ενταγμένων σ’ αυτήν Κ.Κ., τον οδήγησε και στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι κίνδυνοι ήταν απόρροια της ταύτισης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος με την ΕΣΣΔ, ταύτιση για την οποία ήταν μεγάλο το δικό του μερίδιο ευθύνης.

Με τις απλουστεύσεις που επιβάλλει ο χώρος, θα επισημάνουμε ότι εδώ βρίσκεται η αφετηρία μιας «προδιαγεγραμμένης» (τρόπος του λέγειν, γιατί αυτό παραπέμπει σ’ έναν απαράδεκτο ιστορικό ντετερμινισμό) πορείας. Στα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ίδρυση της Κ.Δ., τα συμφέροντα και οι στόχοι της ΕΣΣΔ και των Κ.Κ. εναρμονίζονταν σε μεγάλο βαθμό. Το σύνθημα «προς τις μάζες» της Κ.Δ. συνέβαλε στον διαχωρισμό μεγάλου μέρους του εργατικού κινήματος από τον ρεφορμισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Εναρμόνιση στόχων και συμφερόντων αποτέλεσε και η χάραξη, από το 7ο Συνέδριο της Κ.Δ., της στρατηγικής του αντιφασιστικού αγώνα και της τακτικής των λαϊκών μετώπων.

Αλλά η δυναμική της εναρμόνισης δεν ήταν διηνεκής και αμετάτρεπτη. Η σχέση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τα Κ.Κ., παρά τα ισχυρά στοιχεία μιας ιδεολογικής ταύτισης, ήταν ετεροβαρής και ανισότιμη: η διαφορά των μεγεθών καταρχάς, και η ιστορική συνέχεια — το φάντασμα της μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που έριχνε τη σκιά του στο βάθος του ορίζοντα. Ένα διαφορετικό κλίμα που το χαρακτήριζε ο ηγεμονισμός και ο έλεγχος του διεθνούς κέντρου (του ΚΚΣΕ) διαδέχτηκε το κλίμα συντροφικής ισοτιμίας και συλλογικότητας των πρώτων χρόνων ζωής της Κ.Δ. Η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, της συγκεκριμένης κρατικής οντότητας και Μεγάλης Δύναμης, από την αρχή εξαιρετικά σημαντική, αναγορεύεται στο πρωταρχικό καθήκον του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και εσωτερικεύεται ως οιονεί ανθρωπολογικό στοιχείο της ταυτότητας του κομμουνιστή.

Το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο του 1939 υπήρξε η πρώτη ρωγμή στην ταυτοτική σχέση ΕΣΣΔ και κομμουνιστικών κομμάτων, στους κόλπους των οποίων εμφανίσθηκαν έντονα σημεία αμηχανίας, διαφωνίας, ακόμη και αποστράτευσης (αντιδράσεις που έλειψαν στην περίοδο των συγκλονιστικών δικών της Μόσχας). Η ρωγμή επουλώθηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τη χιτλερική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρωτοστατούν στα αντιστασιακά κινήματα, που είναι και ταυτόχρονα προμαχώνες στον αγώνα για την υπεράσπιση της «πατρίδας του σοσιαλισμού».

Είναι η στιγμή της (αφανούς) μεγάλης καμπής. Ο αντιφασιστικός αγώνας είναι κοινός αγώνας των λαών και η «Μεγάλη Συμμαχία» Αγγλίας-ΗΠΑ-ΕΣΣΔ σπονδυλώνει την πολεμική προσπάθεια. Το ιδεολογικό στοιχείο υποχωρεί όμως, και η στρατηγική του αγώνα για τον σοσιαλισμό, στρατηγική του παγκόσμιου εργατικού κινήματος γίνεται παρελθόν. Την πρώτη θέση στην ιεράρχηση των στόχων παίρνει το «κρατικό συμφέρον» της ΕΣΣΔ: η νίκη στον πόλεμο, μετά την απόκρουση της χιτλερικής εισβολής. Την επομένη της γερμανικής επίθεσης, η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κ.Δ. τονίζει σε απόφασή της: «Στο παρόν στάδιο, το ζήτημα είναι η υπεράσπιση των λαών από τη φασιστική υποδούλωση, και όχι η σοσιαλιστική επανάσταση». Η θέση αυτή για τα πρώτα χρόνια του Πολέμου μπορεί να ήταν βάσιμη, όχι όμως η γενίκευση και παράτασή της μετά το 1943, όταν έγινε φανερό ότι η πλάστιγγα έγερνε εις βάρος των δυνάμεων του Άξονα. Η στρατηγική δεν είχε ανάγκη να συνεχίζει να διαμορφώνεται με μοναδικό γνώμονα το κρατικό συμφέρον της μεγάλης χώρας. Συμφέρον μάλιστα με παραμέτρους ανάλογες με εκείνες των καπιταλιστικών χωρών: οικονομικά και διπλωματικά οφέλη, κατοχύρωση της ασφάλειας με δημιουργία ζωνών επιρροής και διασφάλιση του status quo, το οποίο θα εγγυάται τη συνέχεια της «Μεγάλης Συμμαχίας» (ΕΣΣΔ, Αγγλία, ΗΠΑ).

Πριν από τους ευνοϊκότερους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώθηκαν στα τελευταία δύο χρόνια του Πολέμου, ο αντιφασιστικός πόλεμος και ο αγώνας για τον σοσιαλισμό δεν χωρίζονταν από σινικά τείχη: «Μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτυσσόταν ένας διεθνής εμφύλιος πόλεμος, με τεράστιες κοινωνικές επαναστατικές δυνατότητες. Ο σταλινισμός, ωστόσο, συνέχισε να αγκιστρώνεται στη συμβατική ασφάλεια, στο κρατικό συμφέρον (raison d’ etat) και στον ιερό εθνικό εγωισμό» (Ι. Ντώυτσερ, Ηανολοκλήρωτη επανάσταση, Δίφρος, σ. 91).

Το «διεθνές κέντρο» (η ηγεσία του ΚΚΣΕ, καθώς η Κ.Δ. «αυτοδιαλύθηκε» το 1943) επέβαλε στα Κ.Κ. τον απόλυτο διαχωρισμό της αντιφασιστικής πάλης από την πορεία προς τον σοσιαλισμό, ακόμα και όταν παρουσιάζονταν δυνατότητες για μια ενιαία εθνικοαπελευθερωτική και κοινωνική επαναστατική διαδικασία. Εδώ εμπίπτει ο αυτοπεριορισμός του εαμικού κινήματος και συνακόλουθες παλινωδίες και αντιφάσεις της ηγεσίας του (γιατί η γραμμή του «διεθνούς κέντρου» δεν ήταν εύκολα αφομοιώσιμη από τις λαϊκές δυνάμεις, που ασκούσαν πίεση στην ηγεσία), οι οποίες εκδηλώθηκαν με μια σειρά «λαθών», όπως αυτά καταγράφηκαν στη συνείδηση των κομμουνιστών και των εαμιτών: η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, η απόρριψη της πρότασης για τη συγκρότηση κοινού Βαλκανικού Αρχηγείου των ανταρτικών δυνάμεων και, αποκορύφωμα, οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας. Εδώ εντάσσεται και το «λάθος» της τραγελαφικής πολιτικής στα «Δεκεμβριανά», που διαχώριζε το ενιαίο στρατηγικό και πολιτικό μέτωπο των αντίπαλων δυνάμεων σε Άγγλους και «Ορεινοταξιαρχίτες», ορίζοντας ότι ο ΕΛΑΣ θα συγκρουσθεί μόνο με τους δεύτερους. Στην ίδια συνάφεια περιλαμβάνεται, αφετέρου, η απόρριψη, από τον «Παππού» Δημητρώφ, για λογαριασμό του «πατερούλη» Στάλιν, των διαδοχικών δραματικών, απεγνωσμένων εκκλήσεων για βοήθεια, που απηύθυνε η ηγεσία του ΚΚΕ — απόρριψη που έφτασε ως την άρνηση της αποστολής στην Ελλάδα σοβιετικής πολιτικής-διπλωματικής αποστολής, η παρουσία της οποίας θα αποτελούσε περιορισμένο, έστω, αντίβαρο στην ωμή βρετανική επέμβαση.

Το κρατικό συμφέρον της ΕΣΣΔ, που κυριάρχησε και στη «μοιρασιά» της Γιάλτας, είχε εκτοπίσει τον στόχο της επέκτασης της σοσιαλιστικής επανάστασης — κύριο στόχο της δημιουργίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η γραμμή του «διαχωρισμού», που επέβαλε το «διεθνές κέντρο», αξίωνε τη γενική εφαρμογή της. Για του λόγου το ασφαλές, αναφέρομαι εν κατακλείδι, στα γεγονότα της Ιταλίας. Το φθινόπωρο του 1943 κατέρρευσε το φασιστικό καθεστώς. Στο Βορρά είχε επικρατήσει η λαϊκή εξέγερση, που καθοδηγούσαν οι συνεργαζόμενοι κομμουνιστές, σοσιαλιστές και οι σύμμαχοί τους — πρόπλασμα ενός «ιστορικού συνασπισμού» εξουσίας. Σκιώδης ήταν η παρουσία της κυβέρνησης του Μπαντόλιο, που είχαν εγκαταστήσει οι Αμερικανοί μετά την πτώση του Μουσολίνι. Τον Μάρτιο του 1944, με την επιστροφή του Τολιάτι, από τη Μόσχα, πραγματοποιείται η «στροφή του Σαλέρνο» και το ΙΚΚ μπαίνει στην κυβέρνηση. Το σχετικό λήμμα της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας αναφέρει: «Με πρωτοβουλία της ΕΣΣΔ, η κυβέρνηση του Μπαντόλιο ανασχηματίσθηκε στις 22.4.44 για να συμπεριλάβει εκπροσώπους των κομμάτων του αντιφασιστικού συνασπισμού».

Πηγή: του Τάσου Τρίκκα- “Ενθέματα”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *