Οικονομικός «δολοφόνος» στην καρδιά της Ευρώπης

image002Αρης Χατζηστεφάνου – «Επίκαιρα»

Τουλάχιστον 1,3 δις ευρώ στοίχισε η κατασκευή των γιγαντιαίων πύργων στους οποίους μεταφέρθηκαν τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη. Ελάχιστοι, βέβαια, σχολίασαν -με εξαίρεση τους Financial Times- ότι στα υπόγεια του σημερινού κτιρίου βρισκόταν κάποτε το κέντρο μεταγωγών της Γκεστάπο, απ’ όπου περνούσαν οι κατάδικοι με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας. Ούτε, βέβαια, έγινε ιδιαίτερος λόγος για το γεγονός ότι αρκετές από τις εργολαβικές εταιρείες που συμμετείχαν στην κατασκευή των γυάλινων πύργων στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιούσαν εργάτες-σκλάβους από αυτά τα στρατόπεδα εργασίας. Ούτως ή άλλως, κάθε βήμα από τη σχετικά σύντομη ιστορία της ΕΚΤ κρύβει τόσους μικρούς συμβολισμούς, που θα χρειάζονταν ολόκληροι τόμοι για να τους περιγράφει κανείς.

Η οργή ξεχείλιζε στο Μέγαρο των Ηλυσίων όταν ο Πρόεδρος της Γαλλίας ενημερώθηκε για τον πρώτο πρόεδρο που θα αναλάμβανε το τιμόνι της ΕΚΤ, όταν αυτή θα ξεκινούσε επισήμως τη λειτουργία της την 1η Ιουνίου του 1998. Το Βερολίνο όχι μόνο είχε επιβάλει τη Φρανκφούρτη ως αρχηγείο του νέου θεσμού, αλλά τοποθέτησε, μάλιστα, επικεφαλής έναν «δικό» του άνθρωπο, τον πρόεδρο της ολλανδικής Κεντρικής Τράπεζας Βιμ Ντούιζεμπεργκ. Το να επιλέξεις και την τοποθεσία και τον πρόεδρο αποτελούσε παραβίαση κάθε άτυπου κανόνα συνύπαρξης του γαλλογερμανικού άξονα, που κατάφερνε να επιβιώνει επί δεκαετίες με τέτοιου είδους μικρές παραχωρήσεις. Η γερμανική καγκελαρία με την απόφαση της έστελνε σαφές μήνυμα ότι στη νέα ευρωπαϊκή ένωση του ενιαίου νομίσματος θα κρατά και το μαχαίρι και το πεπόνι…
Η τακτική του ωμού εκβιασμού
Τι πραγματικά εκπροσωπεί, λοιπόν, η λεγόμενη «ανεξάρτητη» ΕΚΤ στις νέες ισορροπίες δυνάμεων της Ευρώπης; Καταρχάς, «προκύπτουν πολλά ερωτήματα σε σχέση με την υποτιθέμενη ανεξαρτησία της», μου έλεγε πριν από μερικές εβδομάδες ο Αμερικανός οικονομολόγος Μαρκ Βάισμπροτ από το Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών στην Ουάσιγκτον. Όταν μιλήσαμε είχαν περάσει λίγες μόνο ώρες από την απόφαση της ΕΚΤ να διακόψει την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων και ο συνομιλητής μου έκανε ήδη λόγο για «τραμπουκισμό» εναντίον της χώρας. Ο ίδιος σε παλαιότερες εκθέσεις του υποστήριζε ότι η ΕΚΤ είχε τη δυνατότητα να αποτρέψει την ευρωπαϊκή κρίση χρέους από τις πρώτες μέρες της εκδήλωσής της, αλλά δεν το έκανε έτσι ώστε η ΕΕ να μπορεί να επιβάλλει τους όρους της στις υπερχρεωμένες οικονομίες της περιφέρειας. Ακόμη και το αμερικανικό Bloomberg, το οποίο μόνο για αφέλεια ή άγνοια των κανόνων του παιχνιδιού δεν μπορεί να κατηγορηθεί, εμφανιζόταν αποσβολωμένο από τις ανερυθρίαστες πολιτικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ στα εσωτερικά των χωρών-μελών της Ευρωζώνης και ιδίως στην Ελλάδα.

Οσοι παρακολουθούν, βέβαια, επί χρόνια τις κινήσεις της ΕΚΤ γνωρίζουν ότι η στάση της απέναντι στην Ελλάδα δεν διαφέρει σε τίποτα από την πολιτική που έχει εφαρμόσει στο σύνολο της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Οπως είχε αποκαλύψει ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας Μπράιαν Λένιχαν, η ΕΕ μέσω της ΕΚΤ είχε εκβιάσει ανοιχτά το Δουβλίνο με άτακτη χρεοκοπία εάν δεν δεχόταν τους όρους της «διάσωσης» που ετοίμαζαν οι επιτελείς της τρόικας. Όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιρλανδίας, Πάτρικ Χόνοχαν, η απόφαση για τον εκβιασμό ελήφθη «σε τηλεδιάσκεψη πολύ υψηλού επιπέδου, στην οποία δεν είχε προσκληθεί κανένας Ιρλανδός εκπρόσωπος». Ο Λένιχαν βρέθηκε λίγο αργότερα να διαβάζει απόρρητη επιστολή του τότε προέδρου της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ, ο οποίος απειλούσε με άμεση διακοπή της έκτακτης χρηματοδότησης των τραπεζών εάν η ιρλανδική κυβέρνηση αμφισβητούσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στους θεσμικούς πιστωτές – εάν, δηλαδή, οι Ιρλανδοί φορολογούμενοι δεν διέσωζαν με τις οικονομίες τους τις μεγάλες τράπεζες του ευρωπαϊκού κέντρου.

Ο ωμός εκβιασμός επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα εναντίον της Κύπρου με μια ακόμη παράμετρο που ίσως δεν συζητήθηκε όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα: το γεγονός ότι η ΕΚΤ επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως «πέμπτη φάλαγγα» για να επιβάλει τις θέσεις της στην κυβέρνηση της Λευκωσίας. Η παλαιότερη αντιπαράθεση του Δ. Χριστόφια με τον κεντρικό τραπεζίτη Θ. Ορφανίδη ήδη από το 2012 δεν θα είχε λάβει χαρακτηριστικά ανοιχτής σύγκρουσης εάν ο τελευταίος δεν βρισκόταν σε τέτοια ταύτιση απόψεων με την ΕΚΤ. Αργότερα και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έδωσε μάχες χαρακωμάτων για να «ξεφορτωθεί» τον επόμενο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, Π. Δημητριάδη, ο οποίος προωθούσε τις εντολές της ΕΚΤ για την επιβολή ακόμη σκληρότερης λιτότητας. Ο Ντράγκι, μάλιστα, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασώσει τον «άνθρωπό του» είχε στείλει επιστολή στον Αναστασιάδη και τον πρόεδρο της Βουλής, Γ. Ομήρου, απειλώντας την Κυπριακή Δημοκρατία με παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ρόλο τοποτηρητή για τα συμφέροντα της ΕΚΤ και των πιστωτών της χώρας είχε λάβει όμως και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ουγγαρίας Αντράς Σίμορ. Η προσπάθεια του δεξιού πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν να τον απομακρύνει από τη θέση του (φτάνοντας στο σημείο να του μειώσει τον μισθό κατά 75%) πυροδότησε τη σκληρότερη πολιτική μάχη που έχει γνωρίσει η Βουδαπέστη τις τελευταίες δεκαετίες. Η ΕΚΤ για άλλη μια φορά απειλούσε ανοιχτά την Ουγγαρία όχι μόνο με διακοπή κάθε χρηματοδότησης, αλλά ακόμη και με ακύρωση του δικαιώματος ψήφου σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ, μάλιστα, αμφισβήτησε ανοιχτά τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που προωθούσε σχεδόν ομόφωνα το ουγγρικό Κοινοβούλιο για να περιορίσει τη λεγάμενη «ανεξαρτησία» του κεντρικού τραπεζίτη – το δικαίωμά του, δηλαδή, να αμφισβητεί τη λαϊκή ετυμηγορία και τις αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης.

Η «σύγκρουση» με το Βερολίνο

Έκτοτε η διατήρηση ενός «ομοϊδεάτη» της ΕΚΤ στη θέση του κεντρικού τραπεζίτη των υπερχρεωμένων χωρών έγινε κανόνας για τον Ντράγκι, ο οποίος με τον τρόπο αυτό ελέγχει απόλυτα τον μηχανισμό παροχής ρευστότητας στις χώρες-μέλη της ΕΕ (και όχι μόνο της Ευρωζώνης, όπως απέδειξε η περίπτωση της Ουγγαρίας, που δεν ανήκει στην ΟΝΕ).

Εάν όμως η ΕΚΤ έχει μετατραπεί σε μακρύ χέρι του Βερολίνου για τη σχεδόν πραξικοπηματική επιβολή των Μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας, πώς δικαιολογείται η κατά διαστήματα διαφαινόμενη αντιπαράθεση με το Βερολίνο για την έμμεση παροχή ρευστότητας στα ευρωπαϊκά κράτη; «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα», μου εξηγούσε πριν από μερικά χρόνια ο οικονομολόγος Ζεράρ Ντιμενίλ, «είχε από την πρώτη στιγμή ως αποστολή την επιβολή και διατήρηση του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη». Ίσως, λοιπόν, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η μακροχρόνια στρατηγική να έρχεται σε αντίθεση με τις κινήσεις τακτικής του Βερολίνου. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί μαρξιστές και νεομαρξιστές σχολιαστές προσφεύγουν τους τελευταίους μήνες στις θεωρίες του Μαρξ αλλά και του Νίκου Πουλαντζά αναφορικά με τη σχετική αυτονομία του κράτους για να δικαιολογήσουν τις κινήσεις της ΕΚΤ. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι ο Ντράγκι εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Γερμανίας, ακόμη κι αν μερικές φορές για να το επιτύχει είναι αναγκασμένος να έρθει σε προσωρινή σύγκρουση μαζί της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *