Λίγες παρατηρήσεις για το «όχι»

212Ο καθένας ερμηνεύει την επικράτηση του «όχι» στο δημοψήφισμα με διάφορους τρόπους – από «θρίαμβο της δημοκρατίας» ως «άρνηση της πραγματικότητας». Υπάρχει, ωστόσο, μια ενδιάμεση ερμηνεία: μια έκφραση δυσαρέσκειας με το γεγονός ότι η ΕΕ είναι ένα μεταδημοκρατικό μόρφωμα, οι θεσμοί του οποίου -σε συνεργασία με τους τοπικούς εκπροσώπους τους- προσπάθησαν λυσσαλέα να ανατρέψουν μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι παρεμβάσεις των παραγόντων της ΕΕ (και, φυσικά, η πολιτική στάση της ΕΚΤ) δεν ήταν απλώς «αστοχίες» που έριξαν νερό στον μύλο του «όχι», όπως γράφτηκε. Ήταν συνειδητή στρατηγική, μέρος ενός προγράμματος. Είχαν αποφασίσει να εκμηδενίσουν την ελληνική κυβέρνηση. Ως χθες, τουλάχιστον, δεν τα είχαν καταφέρει.

Επιβιώνει η πεποίθηση ότι κάπου, κάπως, σε κάποια στιγμή, η κυβέρνηση είχε μια θετική επιλογή να κάνει. Όχι «καλή» επιλογή, αλλά θετική με τη σχηματική έννοια, κάτι που θα προοωθούσε την εξέλιξη της «διαπραγμάτευσης» προς μια, έστω, λιγότερο επώδυνη κατάληξη. Και πως δεν την έκανε είτε από λανθασμένη εκτίμηση είτε από ιδεοληψία. Αυτό δεν αληθεύει. Η λανθασμένη εκτίμηση της κυβέρνησης ήταν πως θεώρησε ότι υπήρχε περίπτωση να ανοιχτεί μπροστά της μια τέτοια θετική επιλογή και πως διαπραγματεύτηκε καλή τη πίστει. Τα λάθη της «διαπραγμάτευσης» πρέπει να αναγνωστούν υπό το φως αυτής της λανθασμένης εκτίμησης – λάθος ήταν η καθυστέρηση της όξυνσης, η αποφυγή της ρήξης, η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, οι προηγούμενες πληρωμές στο ΔΝΤ, η αποτυχία να οικοδομηθεί ένα αφήγημα που δεν θα υπόκειται στο σχήμα «μέσα ή έξω από το ευρώ».

Σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί η απουσία -έστω οριακά- θετικών επιλογών, η εξέταση των κινήτρων της κυβέρνησης (αν προκήρυξε δημοψήφισμα, ας πούμε, κυρίως για να επιβιώσει η ίδια) έχει σημασία αλλά όχι πολύ μεγάλη· κυρίως σημασία έχει η αντικειμενική πολιτική συνθήκη: το δημοψήφισμα παρήγαγε ένα αγωνιστικό αφήγημα που αντιστρατεύεται την ευρωπαϊκή μεταδημοκρατία.

Το αφήγημα αυτό είναι απαραίτητο αλλά είναι και προβληματικό. Από τη μία, συγκροτεί ένα σώμα αντίστασης. Από την άλλη, το υποκειμενοποιεί εθνικά, συσκοτίζοντας τα πραγματικά ρήγματα. Η αντίθεση δημοκρατικής κυριαρχίας-ευρωπαϊκής μεταδημοκρατίας εγγράφεται ως αντίθεση εθνικής κυριαρχίας-ξένης κατοχής. Όχι ολοκληρωτικά -υπάρχουν φωνές στον ΣΥΡΙΖΑ που αντιστέκονται σ” αυτό- αλλά σε μεγάλο βαθμό και, κυρίως, όπως έχουμε ήδη σε διάφορα κείμενα περιγράψει, από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.

Σε συνέχεια της προηγούμενης παρατήρησης, οι άστοχες προβλέψεις περί επικράτησης του «ναι» ήταν βέβαια πολιτικά καθοδηγούμενες αλλά όχι μόνο: ήταν και αποτέλεσμα των ίδιων των ταξικών διαχωρισμών -φαίνονται περίτρανα στα αναλυτικά αποτελέσματα-, ενός ρήγματος δηλαδή που περιορίζει την ορατότητα από τη μία πλευρά προς την άλλη. Προφανώς, το γεγονός αυτό προδίδει την αφέλεια της δήθεν «ενωτικής» ρητορικής – αλλά αυτό δεν ισχύει μόνο για τους «κατά του διχασμού» που όλο το προηγούμενο διάστημα θυμούνται Μικρασιατικές Καταστροφές και τα τοιαύτα αλλά και για τους φιλοκυβερνητικούς που κηρύσσουν «εθνική ενότητα» κλείνοντας το μάτι στην 28η Οκτωβρίου. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως μολονότι το πραγματικό σχήμα είναι σκληρά ταξικό -όπως θα περίμενε κανείς στο τοπίο που διαμόρφωσαν οι πολιτικές της ΕΕ-, τόσο η αντικυβερνητική όσο και η κυβερνητική ρητορική επιλέγουν να μην το τονίζουν.

Ο Αλέξης Τσίπρας αναδείχτηκε σε αδιαμφισβήτητο ηγεμόνα του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού. Το γεγονός αυτό δεν λέει πολλά για τις δυνατότητές του να πετύχει όσα θα ήθελε είτε σε σχέση με την ΕΕ είτε σε σχέση με το πρόγραμμα βάσει του οποίου εξελέγη, δεν παύει όμως να ισχύει ότι κατέστη κυρίαρχος του πολιτικού συστήματος. Το πώς θα χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη μένει να το δούμε – ιδιαίτερα όσοι είμαστε καχύποπτοι με τη λατρεία των ηγετών γενικώς. Κοντά στα άλλα, πάντως, η επικράτηση του Α. Τσίπρα σήμανε και την εξόντωση του Αντώνη Σαμαρά, εξέλιξη για την οποία κάθε δημοκράτης έχει λόγο να αισθάνεται αγαλλίαση.

Σήμερα, όλοι όσοι επί μέρες προπαγάνδιζαν λυσσαλέα από τα ΜΜΕ πως το «όχι» σημαίνει «όχι στην Ευρώπη» έχουν, δίχως να χάσουν ούτε στιγμή τον βηματισμό τους, υιοθετήσει το δίλημμα όπως το έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας και ρωτούν: Τι συμφωνία θα φέρεις; Λογικό – από την πλευρά τους. Το εγχώριο σύστημα (αυτό το διάπλεγμα επιχειρηματιών, πετρελαιάδων, τραπεζιτών, εργολάβων, καναλαρχών, πολιτικών, αξιωματούχων και χαμηλότερων στελεχών της διοίκησης, των αρχών ασφαλείας, των επιχειρήσεων, της διπλωματίας και των ΜΜΕ) θα εντείνει τις πιέσεις του προς τον ΣΥΡΙΖΑ όσο είναι δυνατόν. Τις πιέσεις αυτές τις αναλύουμε εκτενώς στο UNFOLLOW Ιουνίου, που κυκλοφορεί, οπότε εδώ ας πω μόνον ότι το «όχι» στο δημοψήφισμα ήταν ένα μήνυμα πως το πιο αποκλεισμένο κομμάτι των πολιτών έχει την αντοχή να περιμένει -σε πείσμα των κλειστών τραπεζών και της κατατρομοκράτησης- ριζικές αλλαγές. Το πόση αντοχή έχει δεν το ξέρουμε, όπως δεν ξέρουμε και πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι πιέσεις. Το «όχι» δεν μας λέει κάτι για όλα αυτά, είναι ένα στιγμιότυπο – έχει τη σημασία του αλλά δεν αποτελεί αναλυτικό εργαλείο για τα πάντα.

Η απουσία θετικών επιλογών παραμένει. Η προσδοκία από το «όχι» είναι η κινητοποίηση δημοκρατικών δυνάμεων στην Ευρώπη, μια αλλαγή των συσχετισμών που να δημιουργεί θετικές επιλογές εκεί όπου δεν υπήρχε καμία. Ακόμη κι αν έχει βάση αυτή η προσδοκία, μια τέτοια αλλαγή είναι μακρόπνοη και περνάει από την ριζική αμφισβήτηση της ΕΕ και του πολιτικού της τρόπου. Πρέπει να τρίξουν τα θεμέλιά της, όχι απλώς να πληγωθεί ελαφρώς το γόητρο ορισμένων παραγόντων της. Δεν ξέρω αν ένα ελληνικό δημοψήφισμα μπορεί να προκαλέσει κάτι τέτοιο. Μπορεί να αποτελέσει μια συνθήκη πιθανότητας, μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή θα είναι μακρά κι επίπονη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουμε λόγο να χαιρόμαστε σήμερα.

Πηγή: Αυγουστίνος Ζενάκος – “Unfollow”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *